Κεφ. 6: Ουτοπία και πραγματικότητα

 

Η γαλλική επιρροή

Οι δημοκρατικές ιδέες που η γαλλική επανάσταση (1789) σκόρπισε στην Ευρώπη, μπήκαν ορμητικά στα Βαλκάνια από τις πύλες της Αδριατικής και του Ιονίου που ο Ναπολέοντας άνοιξε διάπλατα και βρήκαν έδαφος εύφορο για ν’ ανθίσουν.

Ήταν 12 Μάη του 1797, όταν η Βενετία παραδόθηκε στις γαλλικές δυνάμεις. Αμέσως μετά, οι Γάλλοι προχώρησαν και κατέλαβαν τα εδάφη της Σλοβενίας. Στη Λιουμπλιάνα μπήκαν θριαμβευτές ο Ναπολέοντας κι ο αξιωματικός του, Κάρολος Μπερναντότε, ο Βερναδότης των Ελλήνων. Είχε γεννηθεί το 1764 και διακρίθηκε στους πολέμους της επαναστατικής αλλά και της μετέπειτα αυτοκρατορικής Γαλλίας. Έμεινε διοικητής της Λιουμπλιάνα ως την υπογραφή της συνθήκης του Καμποφόρμιο (17 Οκτώβρη του 1797). Στο σύντομο αυτό διάστημα, έβαλε τις βάσεις για σημαντικές μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη της αστικής τάξης.

Τον Νοέμβρη του 1797, ο Μπερνατότε διορίστηκε πρεσβευτής της Γαλλίας στη Βιέννη. Πήρε επιστολή του Ρήγα από την φυλακή αλλά δεν ευαισθητοποιήθηκε.

Ο Ναπολέοντας έχασε τη Σλοβενία στα 1800 και την ξαναπήρε στα 1809 (μαζί με την Κροατία). Η Λιουμπλιάνα έγινε πρωτεύουσα των σύντομου βίου Ιλλυρικών Επαρχιών της Γαλλίας. Όταν, το 1814, οι Γάλλοι αποχώρησαν, οι Σλοβένοι δεν ήταν πια οι άβουλοι σκλάβοι των Αυστριακών. Με την ανεκτίμητη συμβολή Σλοβένων συγγραφέων, είχε αρχίσει δειλά η εθνική τους αφύπνιση.

Στα Ιόνια νησιά, η «Χρυσή Βίβλος» («Libro d’ oro») καθόριζε, ποιοι ήταν οι αριστοκράτες κι επομένως οι εκλεκτοί, από τους οποίους προέρχονταν τα στελέχη της διοίκησης, της δικαιοσύνης, του στρατού και της εκκλησίας. Με εξαίρεση την Κεφαλονιά, όπου ποτέ δεν μπόρεσε να επιβληθεί ολοκληρωτικά, η φεουδαρχία θριάμβευε στην περιοχή σ’ όλη την διάρκεια της βενετσιάνικης κατάκτησης. Οι εξεγέρσεις του λαού και των αγροτών ήταν φαινόμενο περισσότερο από συνηθισμένο. Στα 1797, τα νησιά πέρασαν στην γαλλική κατοχή, που έφερε μαζί της όλα τα δημοκρατικά ρεύματα της γαλλικής επανάστασης, τις ανατροπές και τις μεταρρυθμίσεις. Η προσωρινή ρωσοτουρκική κατάκτηση (1799 - 1800) επανέφερε την αριστοκρατία στα πράγματα, πιο διαβασμένη. Τα Ιόνια νησιά απέκτησαν για λίγο τον τίτλο της δημοκρατίας κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου. Οι εξεγέρσεις απέδωσαν ένα «βυζαντινό σύνταγμα» (ονομάστηκε έτσι, επειδή συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη) που παραχωρούσε κάποιες ανεπαίσθητες ελευθερίες, ενώ δημιουργήθηκε η «έντιμη αντιπροσωπεία», ένα είδος συμβιβασμού ανάμεσα στους ευγενείς και στους πλούσιους των νησιών. Διαλύθηκε το 1802. Η δεύτερη γαλλική κατοχή (1807) δεν είχε καμιά σχέση με την πρώτη, καθώς αυτή τη φορά εκπροσωπούσε τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Κι επιπλέον, έφερε μαζί της τον αποκλεισμό της σταφίδας (κύριου προϊόντος των νησιών) από τις αγγλικές αγορές, με συνέπεια την δημιουργία οικονομικής κρίσης. Η ογκούμενη λαϊκή αντίδραση αλλά και τα προβλήματα του Ναπολέοντα διευκόλυναν την προοδευτική απόσπαση των νησιών από τους Γάλλους. Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, πέρασαν στην προστασία της Αγγλίας (Νοέμβρης του 1815).

 

Ο Ρήγας

Δεν εξακριβώθηκε ποτέ, αν είχε μυστική οργάνωση. Η ποίησή του «ατημέλητος και κυριολεκτούσα μέχρι πεζότητος», όπως λέει ο Κωστής Παλαμάς. Η εντύπωση που προκαλούσε, όσο ζούσε στο Βουκουρέστι, έκανε τον μοναχό Κύριλλο να γράψει «ο διεφθαρμένος τας φρένας Ρήγας, ...ο παράφρων». Το πρώτο στιχούργημα, που του αφιερώθηκε, σκαρώθηκε πάνω στο τραπέζι της οινοποσίας από τον λογοτέχνη Αλέξανδρο Κάλφογλου:

«Ο θεός οπόταν θέλει / για τα άπειρά του τέλη, / έξαφνα τον Ρήγα στέλλει / μ’ ένα τεχνικόν βαρέλι».

Χαριτωμένο, πανέξυπνο, ζωηρό κι ετοιμόλογο τον περιγράφουν οι φίλοι της νιότης του. Όταν κάποιον χειμώνα τέλειωσε το κρασί στο σπίτι του Κάλφογλου, όπου είχαν φαγοπότι, βγήκε μέσα στη νύχτα, βρήκε ένα βαρέλι και το κύλησε, μες στα χιόνια, ως το τραπέζι της παρέας. «Γεμάτο όλοι έχοντες φιλίας το ποτήρι», είναι ο πρώτος στίχος ενός από τα πρώτα του πατριωτικά τραγούδια. Μεταφράζοντας γαλλικές ερωτικές ιστορίες, μπήκε στον χώρο των γραμμάτων στα 1790 με το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών». Αυτός ο γεννημένος γλεντζές έμελλε να γίνει ο πρωτομάρτυρας βάρδος της ελευθερίας: Ο Ρήγας Βελεστινλής...

Ο Αντώνης Κυριαζής γεννήθηκε το 1757, στο Βελεστίνο της Μαγνησίας, όπου οι αρχαίες Φερές (εξ ου και Ρήγας Φεραίος, όπως τον αναγράφουν κάποιες πηγές). Φοίτησε στο καλό σχολείο της Ζαγοράς, στο Πήλιο, αλλά νεαρός ακόμα σκότωσε έναν Τούρκο κι αναγκάστηκε να φύγει από την περιοχή. Κρύφτηκε στον Όλυμπο κι, αργότερα, στο Άγιο Όρος. Τα ίχνη του ξαναβρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη με το όνομα Ρήγας Βελεστινλής. Έγινε γραμματέας του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, και του Νικολάου Μαυρογένη, παππού της ηρωίδας Μαντώς. Το 1786, βρέθηκε στο Βουκουρέστι, αγαπημένο μέλος της συντροφιάς των λογοτεχνών αλλά και φλογερός πατριώτης. Η γαλλική επανάσταση του 1789 τον συνεπήρε. Ονειρεύτηκε μια απέραντη ελεύθερη πατρίδα, όπου θα ζούσαν ισότιμα οι κάτοικοι της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας. Μια επανάσταση που θα έδιωχνε τον σουλτάνο και θα έφερνε την δημοκρατία στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έναν ξεσηκωμό που θα ξεκινούσε από τη Μάνη, θα απλωνόταν ως το Σούλι και θα άναβε τη φωτιά της λευτεριάς στις χώρες γύρω από τον Δούναβη.

Εκείνα τα χρόνια, η Βιέννη ήταν το κέντρο της Ευρώπης, το κέντρο των γραμμάτων, της τέχνης αλλά και των επαναστατών και των μυστικών τεκτονικών οργανώσεων. Με μια ελληνική παροικία γεμάτη ζωή. Ο Ρήγας έφτασε εκεί τον Αύγουστο του 1796. Κάτω από τη μύτη της πανίσχυρης και τρομερής αυστριακής μυστικής αστυνομίας, τύπωσε την Δημοκρατική προκήρυξη και την Χάρτα του. Οι αδερφοί Μαρκίδες Πουλίου, με κίνδυνο της ζωής τους, του διέθεσαν το τυπογραφείο τους. Οι ένθερμοι οπαδοί του πλήθαιναν, απλώνονταν από το Βουκουρέστι ως την Πέστη κι από τη Βιέννη ως την Τεργέστη. Στον χρόνο επάνω, στα 1797, τύπωσε το σύνταγμά του με τον Θούριο που έγινε ανάρπαστος:

«Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,

μονάχοι, σα λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά,

σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,

να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον για την πικρήν σκλαβιά;

...............................................

Καλλιό ’ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή...».

Το κίνημά του μεγάλωνε, νέοι άνθρωποι πύκνωναν τις τάξεις των οπαδών του. Η μύηση στις ιδέες του γινόταν με όρκο σιωπής. Ούτε η αυστριακή αστυνομία ούτε κάποιος άλλος, αργότερα, βρήκε ίχνη οργάνωσης. Και η αστυνομία χρησιμοποίησε κάθε μέσον, έχοντας εντολή από την κυβέρνηση. Το καλοκαίρι του 1797, οι Γάλλοι πήραν τα Επτάνησα κι ο πυρετός ανέβηκε. Ο Ρήγας ετοιμάστηκε να κατέβει στην Ελλάδα. Έστειλε τρία κιβώτια με επαναστατικό υλικό στο κατάστημα του Αντώνη Νιώτη, στην Τεργέστη, κι έγραψε στον σύντροφό του, Αντώνη Κορωνιό, να πάει να τα παραλάβει. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Τεργέστη, με σκοπό να περάσει στην Ελλάδα. Ένα πλοίο θα τον περίμενε. Όμως, ο Αντώνης Κορωνιός έλειπε στην Δαλματία για δουλειές. Το γράμμα του Ρήγα έπεσε στα χέρια του συνεταίρου του, Δημήτρη Οικονόμου, που πήγε στις αρχές της Τεργέστης και κατέδωσε τα πάντα. Η αστυνομία έδρασε κεραυνοβόλα: Ο Κορωνιός συνελήφθη στην Δαλματία. Άλλοι στην Βιέννη, στην Πέστη και στην Τεργέστη. Στις 19 Δεκέμβρη του 1797, ο Ρήγας έφτασε ανυποψίαστος στην Τεργέστη, συντροφιά με τον Χριστόφορο Περραιβό. Συνελήφθησαν και οι δυο. Ο Περραιβός γλίτωσε, επειδή είχε γαλλικό διαβατήριο. Τρομερά βασανιστήρια περίμεναν τους πατριώτες, που ετοίμαζαν επανάσταση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μη αντέχοντας, ο Ρήγας προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει στις 30 του ίδιου μήνα. Απέτυχε.

Οι ανακρίσεις και τα βασανιστήρια δεν έβγαλαν πουθενά. Δεν υπήρχε οργάνωση. Όσοι δεν ήταν υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εξορίστηκαν. Όσοι ήταν, αποφασίστηκε να εκδοθούν στους Τούρκους. Στις 10 Μάη του 1798, οι Αυστριακοί παρέδωσαν στον πασά του Βελιγραδίου τον Ρήγα και επτά συντρόφους του. Ακολούθησαν σαράντα μέρες φυλακής με νέες ανακρίσεις και νέα βασανιστήρια. Στις 27 Ιουνίου του 1798, οι Τούρκοι τους στραγγάλισαν και πέταξαν τα κουφάρια τους στον Δούναβη. Ο Ρήγας ήταν τότε 41 χρόνων.

 

Ανατολική Πολιτεία

Κοσμοπολίτης ο ίδιος, οραματιστής και ρεαλιστής, ο Ρήγας εργαζόταν για μια δημοκρατική «Ανατολική Πολιτεία» που θα περιλάμβανε ισότιμα όλους τους λαούς των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας με ελαφρό προβάδισμα στους Έλληνες ως συνεκτικό κρίκο. Ουσιαστικά, ήθελε μια βαλκανική - μικρασιατική ομοσπονδία και δεν δίστασε, προκειμένου να το επιτύχει, να έρθει σε επαφή με τον Πασβάνογλου του Βιδινίου και τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Στο σύνταγμα που εκπόνησε με το όνομα «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικρασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας», περνούσε τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, καθιέρωνε την ανεξιθρησκία, εγκαθιστούσε το δημοκρατικό πολίτευμα με δικλείδες ασφαλείας που προλάβαιναν την αυθαιρεσία της εξουσίας, προέβλεπε την Παιδεία για όλους και έθετε ως προϋπόθεση την αλληλεγγύη των εθνοτήτων που θα ζούσαν στα όρια του μελλοντικού κράτους. Το «σύνταγμα» ήταν γραμμένο σε απλή ελληνική γλώσσα, όπως και η προβλεπόμενη επίσημη γλώσσα της ομοσπονδίας ήταν η ελληνική, που μιλιόταν ευρύτατα τότε.

Στην επωδό του Θούριου, ονομάζονται ένας προς έναν οι λαοί, που καλούνταν να επαναστατήσουν, ενώ δεν προσδιορίζεται η εθνικότητα των τυράννων. Η επανάσταση παίρνει έτσι τη μορφή απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στους φορείς της δυναστικής εξουσίας, όποιας κι αν είναι:

«Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,

Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή

για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί

να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγό βαστούν

και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν...».

Κι ακόμα:

«Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί

Νησιώτες κι Ηπειρώτες με μια κοινή ορμή

για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί...».

Το αν είχε ή όχι μυστική οργάνωση ο Ρήγας είναι ένα θέμα, για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι. Το ότι τεκτονικών προδιαγραφών οργάνωση υπήρχε, βασίζεται σε μιαν αποστροφή του λόγου του Χριστόφορου Περραιβού, που αναφέρει: «Όσον δια την πρώτην Εταιρείαν του αοιδίμου Ρήγα του Φεραίου, χρεωστώ να είπω τινά εν περιλήψει...». Το ότι δεν υπήρχε, τεκμαίρεται και από τα όσα ο Περραιβός αναφέρει στη συνέχεια, που καμιά σχέση δεν έχουν με δράση οργάνωσης. Αυτά που καταγράφει ο Περραιβός, είναι ενέργειες και επαφές του ίδιου του Ρήγα ως ατόμου. Επιχείρημα για το ότι οργάνωση υπήρξε είναι και το γεγονός πως η αυστριακή αστυνομία αυτήν έψαχνε και οι ανακρίσεις σε αυτής την αποκάλυψη αποσκοπούσαν. Το αντεπιχείρημα βρίσκεται στο ότι όλες οι αστυνομίες του κόσμου αναζητούν συνωμοσίες, πολύ περισσότερο στην Βιέννη εκείνης της εποχής, κατά την οποία οι μασονικές στοές περίσσευαν. Κι ακόμα, ενάντια στην άποψη που θέλει την οργάνωση να υπήρχε είναι και το ότι ποτέ δεν αποκαλύφθηκε. Αυτό, όμως, μπορεί και να οφείλεται στους αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες που τα μέλη της τηρούσαν. Όπως και να έχει το ζήτημα, ο Ρήγας είναι γνωστό ότι δρούσε στις τάξεις των ομάδων που αποτελούσαν τις «κομπανίες Γραικών». Έτσι κι αλλιώς, οι μυημένοι στις ιδέες του και οι πρόθυμοι να τον βοηθήσουν ήταν πάρα πολλοί. Απόδειξη και οι εκτεταμένες συλλήψεις, όταν αποκαλύφθηκε η δράση του.

 

Ο Αδαμάντιος Κοραής

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1748, αλλά καταγόταν από τη Χίο. Τέλειωσε την Ευαγγελική σχολή, πήγε στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας και στο Μονπελιέ της Γαλλίας, όπου σπούδασε ιατρική και πήρε διδακτορικό δίπλωμα, γράφοντας στα λατινικά διατριβή με τίτλο «Πυρετολογίας σύνοψις».

Στα 1788, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνώρισε εποχές φοβερής φτώχειας. Για να ζήσει, έκανε μεταφράσεις ιατρικών συγγραμμάτων και δίδασκε την ελληνική γλώσσα. Πεποίθησή του ήταν ότι οι Έλληνες έπρεπε να μορφωθούν, αν ήθελαν ν’ αποκτήσουν τη λευτεριά τους, σε αντίθεση με τον Ρήγα που πίστευε πως η λευτεριά είναι πρώτη προϋπόθεση της μόρφωσης. Για να συμβάλλει στη μόρφωση των Ελλήνων, ο Κοραής βάλθηκε να εκδώσει όσο μπορούσε πιο πολλά αρχαία συγγράμματα. Έτσι, εξέδωσε τα κλασικά έργα: «Χαρακτήρες» του Θεόφραστου, «Περί αέρων, υδάτων και τόπων» του Ιπποκράτη, «Αιθιοπικά», του Ηλιόδωρου, «Τα κατά Δάφνιν και Χλόην ποιμενικά» του Λόγγου, «Λόγοι» του Ισοκράτη, «Ποικίλη Ιστορία» του Αιλιανού, «Βίοι παράλληλοι» του Πλούταρχου, «Εις εαυτόν» του Μάρκου Αυρήλιου, «Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη, «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, «Ο κατά Λεωκράτους λόγος» του Λυκούργου κ.λπ.

Παράλληλα, έγραφε διάφορα έργα που απευθύνονταν στους Έλληνες, με συμβουλές, και στους λαούς της Ευρώπης, ενημερώνοντάς τους για την κατάσταση στην Ελλάδα («Πολεμιστήριον σάλπισμα», «Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι», «Αυτοσχέδιοι στοχασμοί» κ.λπ.). Σπουδαιότατο έργο του είναι τα «Άτακτα», με γλωσσικό, ετυμολογικό, λεξικογραφικό, ηθικό, πολιτικό και αρχαιολογικό περιεχόμενο.

Πίστευε με πάθος πως είναι ολέθρια η επιστροφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά επέμενε να καθαριστεί η καθομιλουμένη από τους βαρβαρισμούς που θα έπρεπε να αντικατασταθούν «με δανεισμό από τον πλούτο της αρχαίας».

Πέθανε στις 25 Μάρτη 1833, σε ηλικία 85 χρόνων και θάφτηκε στη Γαλλία. Όμως, 43 χρόνια αργότερα, στις 8 Απρίλη 1877, η επίσημη Ελλάδα τον τίμησε, εναποθέτοντας σε λιτό τάφο στο Α’ νεκροταφείο της Αθήνας, τα μεταφερμένα από την Γαλλία λείψανά του.

 

Ελληνοαλβανικό βασίλειο

Δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Ρήγα, μια νέα πιο περιορισμένη ομοσπονδία μπήκε στα σκαριά (1808). Ήταν αυτή που οραματίστηκαν ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Αρβανίτης Αλή Φαρμάκης: Το Ελληνοαλβανικό Βασίλειο της Πελοποννήσου, που θα στηνόταν με γαλλική βοήθεια. Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα του 1806. Τον Γενάρη του χρόνου εκείνου έφτασε στην Πελοπόννησο φιρμάνι με εντολή να ξεκληριστούν με κάθε θυσία οι Κολοκοτρωναίοι κι όλοι οι κλέφτες. Μια πατριαρχική συνοδική εγκύκλιος, που το συνόδευε, απειλούσε με αφορισμό όποιον με οποιονδήποτε τρόπο τους βοηθούσε. Το κολοκοτρωνέικο αριθμούσε τότε 150 οπλοφόρους. Ο καπετάνιος πρότεινε να φύγουν στη Ζάκυνθο αλλά οι σύντροφοί του αρνήθηκαν. Μάλιστα, ένα από τα αδέρφια του δήλωσε χαρακτηριστικά: «Θέλω να με φαν τα όρνια του τόπου μου». Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης πείστηκε να μείνει. Επί τρεις μήνες, ο πόλεμος με τους Τουρκαλβανούς μαινόταν με λύσσα. Οι κλέφτες, όμως, συνέχεια υποχωρούσαν. Όταν βρέθηκαν στην παραλία της Μάνης, πέρασαν στα Κύθηρα. Τον Μάη του 1806, έφτασαν στη Ζάκυνθο. Εκεί, ο Κολοκοτρώνης συνάντησε τον αδερφοποιτό του Αρβανίτη, Αλή Φαρμάκη, που έφευγε από τα στίφη των Τουρκαλβανών του Βελή πασά, γιου του Αλή. Τα νησιά βρίσκονταν κάτω από γαλλική κατοχή, ενώ τα κατορθώματα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη διαδέχονταν το ένα το άλλο.

Κολοκοτρώνης και Φαρμάκης σκέφτηκαν να προσφύγουν στον αυτοκράτορα και να του ζητήσουν να βοηθήσει τους υπόδουλους. Πήγαν στην Κέρκυρα, βρήκαν τον γενικό διοικητή, Δανζελότ, και του ζήτησαν να μεσολαβήσει, ώστε να κλειστεί το ραντεβού. Ο Δανζελότ αντιπρότεινε να οργανώσουν πρώτα ένα σχέδιο και αυτό να του δείξουν. Κάθισαν και δούλεψαν και οι τρεις μαζί (Δανζελότ, Κολοκοτρώνης, Φαρμάκης). Από τη συνεργασία αυτή προέκυψε το «Ελληνοαλβανικόν Βασίλειον» της Πελοποννήσου με σημαία που θα έφερε την ημισέληνο και τον σταυρό και με κυβέρνηση από δώδεκα Έλληνες και δώδεκα Τούρκους.

Η στρατιωτική επέμβαση προέβλεπε την απόβαση πεντακοσίων Γάλλων «κανονιέρηδων» ντυμένων με φουστανέλες και 5.000 Ελλήνων που υπηρετούσαν «στην γαλλική δούλευση». Μαζί τους θα συνέπρατταν και Αρβανίτες. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα, ο Δανζελότ διέθεσε το απαραίτητο χρήμα, ώστε να στρατολογηθούν 3.000 Τσάμηδες, που συνέρρευσαν στην Πάργα (οι 600 πέρασαν στη Λευκάδα). Με το που θα περνούσαν όλοι αυτοί στην Πελοπόννησο, θα ξεσηκώνονταν οι μυημένοι, ενώ είχε συμφωνηθεί με τους Τούρκους να παραδώσουν τα φρούρια. Η επιχείρηση θα είχε ως δήθεν στόχο την απαλλαγή της περιοχής από τα στίφη του Βελή πασά. Ο πραγματικός σκοπός θα αποκαλυπτόταν, όταν η κατάσταση περνούσε στα χέρια των συνωμοτών. Για την πλήρη επιτυχία του εγχειρήματος, προβλεπόταν και εφεδρική δύναμη από 15.000 νησιώτες, που θα έμπαιναν στη μάχη, αν χρειαζόταν.

Εκείνο που αγνοούσαν ο Κολοκοτρώνης κι ο Φαρμάκης και ίσως ο Δανζελότ, ήταν ότι ο Ναπολέοντας είχε άλλα σχέδια. «Η Ελλάδα», έλεγε, «η Πελοπόννησος τουλάχιστο, πρέπει να γίνει κλήρος της ευρωπαϊκής δύναμης, που έχει κυριεύσει την Αίγυπτο», δηλαδή της Γαλλίας. Το σχέδιο του Βοναπάρτη προέβλεπε να υπάρχει ένα ανεξάρτητο βασίλειο γύρω από την Κωνσταντινούπολη, που να «μεσολαβεί» ανάμεσα στις γαλλικές κτήσεις στην Κυρίως Ελλάδα και στη Ρωσία, ώστε να αποτελεί «φραγμό» στον ρωσικό επεκτατισμό.

Έτσι κι αλλιώς, στα 1809, τα νησιά του Ιονίου πέρασαν στην αγγλική κατοχή και το σχέδιο αναβλήθηκε για να εγκαταλειφτεί στη συνέχεια. Ο Φαρμάκης πέθανε το 1810.

 

Ο Καραγεώργης

Ο Γεώργιος Πέτροβιτς γεννήθηκε (1766) στο χωριό Τόπολα της Σερβίας από γονείς φτωχούς χωρικούς, εννιά χρόνια μετά τη νγέννηση του Ρήγα (1757). Περιγράφεται ως θαρραλέος και ευφυής. Νεαρός ακόμα, αναγκάστηκε να σκοτώσει έναν Τούρκο και να καταφύγει στην Κροατία, όπου τον προσέλαβαν δασοφύλακα σε μοναστήρι. Αργότερα, κατατάχτηκε στον αυστριακό στρατό και μετείχε στον πόλεμο που ξεκίνησαν Ρώσοι και Αυστριακοί ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία με σκοπό να εφαρμόσουν το «ελληνικό σχέδιο» (1787). Στον ίδιο πόλεμο μετείχαν και 25.000 Σέρβοι άτακτοι, που απέκοψαν τις συγκοινωνίες των Τούρκων για να διευκολύνουν τους Αυστριακούς. Όμως, η Αυστρία, όπως και η Ρωσία άλλωστε, συμφώνησε ειρήνη με τους Τούρκους κι εγκατέλειψε τους Σέρβους στην τύχη τους. Ο Πέτροβιτς παράτησε τον αυστριακό στρατό κι επέστρεψε στο χωριό του (1791), ενώ ήδη οι Τούρκοι προχωρούσαν σε τρομερά αντίποινα. Ο σουλτάνος Σελίμ είχε εξαπολύσει τους γενίτσαρους που επιδίδονταν σε ασύλληπτης αγριότητας σφαγές.

Στη Σερβία, προσπαθούσε τότε να απλώσει τα πλοκάμια της μια μυστική τεκτονική εταιρεία με ηγέτη τον φανατικό δημοκράτη πατριώτη Σερβοουγγαρέζο καθηγητή Μαρτίνοβιτς (1755 - 1795), που επρόκειτο να προδοθεί από συμπατριώτες του, να συλληφθεί και να εκτελεστεί. Σε τεκτονική στοά λεγόταν ότι ανήκε κι ο Πασβάνογλου του Βιδινίου, όπως κι ο διορισμένος από τον σουλτάνο, Μουσταφά πασάς, που οι Σέρβοι αποκαλούσαν «πατέρα των ραγιάδων», επειδή προσπαθούσε να γλιτώσει τους χριστιανούς από την οθωμανική αυθαιρεσία. Δεν έχει διευκρινιστεί, αν όλα αυτά αληθεύουν, και πολύ περισσότερο δεν έχει αποδειχτεί αν Μαρτίνοβιτς, Πασβάνογλου και Μουσταφά ανήκαν στην ίδια οργάνωση. Το βέβαιο είναι ότι ο Μουσταφά πασάς εξόργισε τους γενίτσαρους, έτσι όπως προστάτευε τους ραγιάδες, με αποτέλεσμα κι αυτόν να τον σφάξουν και να χωρίσουν τη Σερβία σε τέσσερις διοικήσεις με διοικητές ισάριθμους σωματάρχες. Η αυθαιρεσία έφτασε σε τέτοιον βαθμό, ώστε ανάμεσα στα 1790 και 1804 κανένας στη Σερβία δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το κεφάλι του ή την περιουσία του. Αρκούσε να στραβοκοιτάξει έναν γενίτσαρο για να χάσει και τα δυο. Στα 1803, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια κίνηση μουσουλμάνων αρχικά κι όλων στη συνέχεια, με εκκλήσεις στον σουλτάνο ή να επέμβει ή να επιτρέψει στους Σέρβους να αμυνθούν κατά της αυθαιρεσίας (υπολόγιζαν σε επιστράτευση των χαϊδούκων, των Σέρβων «κλεφτών»). Ο σουλτάνος πείσθηκε ότι τα πράγματα είχαν ξεπεράσει τα άκρα κι απείλησε τους γενίτσαρους ότι θα έριχνε τους Σέρβους ενάντιά τους, αν δεν φρόντιζαν να συνετιστούν. Οι γενίτσαροι απάντησαν σκοτώνοντας τους προκρίτους των τεσσάρων περιοχών (αρχές του 1804). Όσοι γλίτωσαν από το μαχαίρι, κάλεσαν τους χωρικούς και τους χαϊδούκους σε εθνοσυνέλευση στο Όρασιτς.

Ο Γεώργιος Πέτροβιτς ήταν ένας από τους χαϊδούκους που βρέθηκαν εκεί. Ήταν ήδη γνωστός, περίφημος για τη στρατηγική του ικανότητα και το απαράμιλλο θάρρος του και τώρα λεγόταν Τζέρνι Τζόρτζε ή Μαύρος Γιώργος ελληνικά ή Καρά Τζόρτζε, όπως με τρόμο τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, ή Καραγεώργης, όπως επικράτησε να τον λέμε. Η συνέλευση κήρυξε τον πόλεμο της ανεξαρτησίας κι ανέθεσε στον Καραγεώργη την αρχηγία του στρατού. Ο επίσης χαϊδούκος Στέφανος Ζίφκοβιτς πήγε στην γειτονική Βλαχία σε αναζήτηση χρημάτων και οπλισμού. Ηγεμόνας εκεί ήταν (από το 1803) ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης (1760 - 1816), γνωστός για τα αντιτουρκικά του αισθήματα παρ’ όλο που είχε ήδη πίσω του σταδιοδρομία ως μεγάλος διερμηνέας της Πύλης και θητεία τριών χρόνων στην ηγεμονία της Μολδαβίας. Ο Υψηλάντης εφοδίασε τον Ζίφκοβιτς και με χρήματα και με οπλισμό.

Οι χαϊδούκοι αποδείχτηκαν ανίκητοι. Τσάκισαν τους γενίτσαρους και τους ανάγκασαν να κλειστούν στα φρούρια. Ο σουλτάνος υπέθεσε ότι οι Σέρβοι είχαν ξεσηκωθεί στα πλαίσια των παλιών διαβημάτων τους κι έστειλε στρατό να τους βοηθήσει στο ξεπάστρεμα των γενιτσάρων. Η σερβική επανάσταση, όμως, είχε ήδη απλωθεί κι ο Καραγεώργης ζήτησε την βοήθεια των Ρώσων για να την παγιώσει. Δεν του δόθηκε, καθώς η Ρωσία ήταν απασχολημένη με πολέμους στην Κεντρική Ασία. Παρ’ όλα αυτά, οι Σέρβοι συνέχιζαν να νικούν. Στα 1807, ολόκληρη η Βόρεια Σερβία ήταν ελεύθερη κι ο Καραγεώργης αφιερωνόταν στην οργάνωση του κράτους.

Ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος έφερε τον Ρώσο ναύαρχο, Σινιάβιν, στο Αιγαίο. Ο Έλληνας πρωτοκαπετάνιος, Νικοτσάρας, συνεννοήθηκε μαζί του κι εκστράτευσε με πάνω από πεντακόσιους άνδρες για να συναντηθεί με τον Καραγεώργη και μαζί να επαναστατήσουν τα Βαλκάνια. Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω, ύστερα από εκπληκτικούς ηρωισμούς και τραγουδισμένα κατορθώματα, για να διαπιστώσει ότι, γι’ άλλη μια φορά, οι Ρώσοι είχαν εγκαταλείψει τους Έλληνες (1807 - 1808). Οι καπεταναίοι οργάνωσαν πειρατικό στόλο στο Αιγαίο κι ανάγκασαν τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ να συνδιαλλαγεί μαζί τους, ενώ ο Καραγεώργης ανακηρυσσόταν κληρονομικός αρχηγός και οσποδάρος (ηγεμόνα θα τον λέγαμε ελληνικά) της Σερβίας (1808). Ο σουλτάνος του πρότεινε να παραμείνει η χώρα στα πλαίσια της αυτοκρατορίας ως αυτόνομη αλλά ο Καραγεώργης αρνήθηκε. Όταν, στα 1809, Ρώσοι και Τούρκοι συνθηκολόγησαν, οι Σέρβοι ζούσαν κάτω από καθεστώς ανεξαρτησίας αλλά όχι για πολύ.

 

Η Φιλική Εταιρεία

Ένας υπαλληλάκος ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς που γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας το 1779. Στα 1812, ήταν στη Μόσχα και προσπάθησε να σκαρώσει επαναστατική οργάνωση αλλά οι εκεί Έλληνες τον κυνήγησαν θεωρώντας τον αλήτη τυχοδιώκτη. Μη έχοντας δικά του χρήματα, προσπάθησε να βρει την φιλοσοφική λίθο των αλχημιστών του μεσαίωνα, να πλουτίσει, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτήσει μιαν επανάσταση κατά των Τούρκων. Στα 1814, βρέθηκε στην Οδησσό.

Ένας αποτυχημένος έμπορος ήταν ο Εμμανουήλ Ξάνθος που γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772. Στα 1813, ήταν μέλος τεκτονικής στοάς στη Λευκάδα. Πτώχευσε κι έπρεπε να πάει στην τράπεζα της Μόσχας, να κανονίσει τα χρέη του. Στα 1814, βρέθηκε στην Οδησσό.

Ένας ονειροπαρμένος νεαρός ήταν ο Αθανάσιος Τσακάλωφ που γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1788. Αναζήτησε την τύχη του στο Παρίσι, όπου το 1809 έγινε ένας από τους ιδρυτές της οργάνωσης «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο». Πέρασε από την Βιέννη και γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, που κατά κάποιες μαρτυρίες τον έστειλε να οργανώσει παράρτημα της Εταιρείας των Φιλομούσων στη Ρωσία. Στα 1814, βρέθηκε στην Οδησσό.

Ξάνθος, Σκουφάς και Τσακάλωφ συναντήθηκαν τυχαία. Τα δεκάξι χρόνια, που χώριζαν τον πρώτο από τον τρίτο, δεν τους εμπόδισαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Άρχισαν να ψαρεύουν ο ένας τον άλλον. Συνωμότες με πείρα και οι τρεις, ένιωσαν εύκολα ποια φλόγα τους ένωνε. Άνοιξαν τα χαρτιά τους. Η προοπτική μιας ελεύθερης Ελλάδας τους συνεπήρε. Ήταν 14 Σεπτέμβρη του 1814, όταν αποφάσισαν να ιδρύσουν μια νέα μυστική επαναστατική οργάνωση: Την Φιλική Εταιρεία. Όλες οι μυστικές οργανώσεις της εποχής, που δεν ήταν και λίγες, είχαν πολυσέλιδα καταστατικά, με προοίμια, άρθρα για το ιδεολογικό υπόβαθρο, στοιχεία του μελλοντικού συντάγματος που θα καθιέρωναν όταν θα πετύχαιναν καθώς και βαθυστόχαστες φιλοσοφικές αναλύσεις. Το καταστατικό της Φιλικής Εταιρείας δεν χρειαζόταν καν να είναι γραμμένο. Περιοριζόταν σε μια και μόνη φράση: «Με κάθε τρόπο, να ελευθερωθεί η πατρίδα».

Οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας έφτιαξαν συνθηματική γραφή, συμφώνησαν συνθηματικά σημεία αναγνώρισης των μελών, καθόρισαν το τελετουργικό της μύησης και τους τρεις όρκους της οργάνωσης και χώρισαν τα μέλη, που θα αποκτούσε, σε κατηγορίες: Αδελφοποιητοί ή βλάμηδες τα απλά αγράμματα. Συστημένοι οι εγγράμματοι. Ιερείς εκείνοι, που θα είχαν δικαίωμα κατήχησης και μύησης νέων μελών. Ποιμένες οι πιο πάνω. Όταν το 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μυήθηκε στην εταιρεία, καθιέρωσε άλλα δυο σκαλοπάτια: Τους αφιερωμένους και τους αρχηγούς των αφιερωμένων. Πάνω απ’ όλους, ήταν η Ανωτάτη Αρχή, που την αποτελούσαν οι Μεγάλοι Ιερείς των Ελευσινίων.

Οι απαντήσεις, που δίνονταν στα νέα μέλη, ήταν πολύ συγκεχυμένες: «Τι καθεστώς θα ίσχυε μετά την επανάσταση;». Μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης. «Ποιοι θα κυβερνούσαν;». Οι ικανοί. «Ποιοι ήταν οι μεγάλοι ιερείς;». Απαγορευόταν να πουν αλλά όλο και τους ξέφευγαν μισόλογα κι ονόματα όπως κόμης Καποδίστριας ή τσάρος Αλέξανδρος Α’. Που βέβαια δεν είχαν ιδέα ότι ήταν αρχηγοί οργάνωσης.

Τα επόμενα τρία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Στα 1816, τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας μόλις έφταναν τα είκοσι. Στα 1817, ανέβηκαν στα 42. Οι τρεις ιδρυτές αποφάσισαν να προχωρήσουν σε έρευνα με το ερώτημα, αν ο λαός είχε ωριμάσει για μιαν επανάσταση. Η απάντηση ήταν «ναι».

 

Ελληνοσερβική απόπειρα

Η ειρήνη του Βουκουρεστίου (1812) βρήκε τη Ρωσία να αντιμετωπίζει την εκστρατεία του Ναπολέοντα στα εδάφη της και τους Τούρκους να εισβάλλουν στη Σερβία. Ο Καραγεώργης κάλεσε τον λαό στα όπλα. Οι Σέρβοι, όμως, είχαν προλάβει να χωριστούν σε δυο σκληρά αντιμαχόμενα στρατόπεδα και να συσπειρωθούν γύρω από το «ρωσικό» και το «αυστριακό» κόμματα ως πρώτοι διδάξαντες την καταστροφική τακτική, που έμελλε να ακολουθήσουν αργότερα και οι Έλληνες. Ειδικά οι οπαδοί του «αυστριακού» κόμματος αντιδρούσαν σε οποιαδήποτε ενέργεια του Καραγεώργη, επειδή και μόνο προερχόταν από εκείνον. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, οι Τούρκοι δε συνάντησαν ιδιαίτερες δυσκολίες. Η Σερβία κυριεύτηκε (1812) κι ο Καραγεώργης δραπέτευσε στην Ουγγαρία κι από εκεί στη ρωσική Βεσσαραβία (1813). Μαζί του δραπέτευσε κι ο Στέφανος Ζίφκοβιτς που κατέφυγε στον Κωνσταντίνο Υψηλάντη, στην Βλαχία. Οι δυο άνδρες πέρασαν στη Ρωσία (1813), όπου ο Υψηλάντης προσπάθησε να πείσει τον τσάρο να ενδιαφερθεί για τους Σέρβους. Πέθανε το 1816 στο Κίεβο, αφήνοντας πέντε γιους. Ένας από αυτούς ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος (1772 - 1821) ήταν αρματολός στον Όλυμπο, όταν πρωτοάκουσε για την επανάσταση των Σέρβων, στα 1804. Τότε, είχε σπεύσει να τους βοηθήσει και γνωρίστηκε με τον Καραγεώργη. Από το 1805, πολεμούσε στο πλευρό των Ρώσων εναντίον των Τούρκων. Στα 1817, ήταν ένας από τους λίγους αλλά φλογερούς φιλικούς, όταν ξανασυναντήθηκε με τον Καραγεώργη. Ο παράνομος μηχανισμός κινήθηκε αμέσως. Ο Ολύμπιος δεν δυσκολεύτηκε να πάρει την έγκριση και να μυήσει τον Καραγεώργη στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας, που, παρά τις δυσκολίες, είχε ήδη διευρύνει τους στόχους της κι οραματιζόταν έναν παμβαλκανικό ξεσηκωμό. Μια συνδυασμένη ελληνοσερβική κίνηση ερχόταν γάντι στα σχέδιά τους. Και μια ελεύθερη ελληνοσερβική ομοσπονδία θα μπορούσε να αποτελέσει τον μοχλό για τον γενικό ξεσηκωμό ενάντια στους Τούρκους.

Ο Καραγεώργης ανέλαβε να συντονίσει την προσπάθεια από τη μεριά των Σέρβων, που είχαν και πάλι επαναστατήσει. Οι φιλικοί Ολύμπιος και Λεονάρδος βρήκαν μια κλειστή άμαξα, ο Καραγεώργης κρύφτηκε μέσα και το παράτολμο ταξίδι ξεκίνησε. Διέσχισαν την ουκρανική περιοχή της Βουκοβίνας, την Τρανσυλβανία και την ελεύθερη Ουγγαρία κι έφτασαν στην κατεχόμενη από τους Αυστριακούς τοποθεσία απέναντι στα σερβικά σύνορα. Στην αντίπερα μεριά, περίμενε ο φίλος του Καραγεώργη, Βοΐτσα Βουλίτσεβιτς.

Σύμφωνα με το σχέδιο, ο Καραγεώργης έπρεπε να έρθει σε συνεννόηση με τον ανερχόμενο τότε «νομιμόφρονα» Μίλος Ομπρένοβιτς κι ο Βουλίτσεβιτς είχε ήδη προχωρήσει στις πρώτες επαφές. Όμως, κανένας φιλικός δεν ξανασυναντήθηκε με τον Σέρβο πατριώτη, του οποίου τα ίχνη χάθηκαν. Πολύ αργότερα, μαθεύτηκε ότι εκατό άνδρες του Ομπρένοβιτς έφτασαν νύχτα στο προκαθορισμένο σημείο και υποχρέωσαν τον Βουλίσεβιτς να δολοφονήσει τον φίλο του την ώρα που κοιμόταν. Το κεφάλι του Καραγεώργη στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως δείγμα πίστης και υποταγής των δολοφόνων.

Τον Ιούλιο του 1818, πέθανε ο ενθουσιώδης Νικόλαος Σκουφάς αλλά ένα ευτυχές για την Φιλική Εταιρεία γεγονός απάλυνε την απώλεια: Ο μυημένος Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος προσπάθησε να ψαρέψει έναν παλαβό αρχιμανδρίτη, τον Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα. Ο παπάς έκανε για λίγο τον χαζό, να δει πού το πήγαινε ο συνομιλητής του. Όταν κατάλαβε, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον ανάγκασε να του πει όσα ήξερε. Βρήκε τους αρχηγούς και μπήκε στην Ανωτάτη Αρχή με το «έτσι θέλω». Θα αποδεικνυόταν πολύτιμος.

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ κι ο Εμμανουήλ Ξάνθος έζησαν να δουν την Ελλάδα ελεύθερη αλλ’ όχι και τα μέρη όπου γεννήθηκαν. Πέθαναν το 1851 ο πρώτος και το 1852 ο δεύτερος. Μόνο η Άρτα, ιδιαίτερη πατρίδα του τρίτου της παρέας, είχε ελευθερωθεί τον ΙΘ’ αιώνα αλλά κι ο Σκουφάς είχε πεθάνει πολύ νωρίς (1818) για να το δει.

Οι σουλτάνοι

Ο σουλτάνος (1789 - 1807) Σελίμ Γ’ είχε φάει τα νιάτα του μελετώντας τον δυτικό πολιτισμό και τα δυτικά πολιτικά συστήματα. Είχε μεταβληθεί σε φανατικό θαυμαστή της Γαλλίας και διατηρούσε αλληλογραφία με τον Γάλλο πρεσβευτή, όταν διαδέχθηκε τον Αβδούλ Χαμίτ, την χρονιά που ξέσπασε η γαλλική επανάσταση. Πίστευε ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχε κανένα μέλλον, αν δεν εκσυγχρονιζόταν. Πρώτο του μέλημα ήταν να δημιουργήσει ένα Συμβούλιο Επικρατείας, στο οποίο εκχώρησε πολλές από τις εξουσίες του Μεγάλου Βεζίρη αλλά και κάμποσα από τα σουλτανικά προνόμια. Στη συνέχεια, προχώρησε στην δημιουργία Νέας Τάξης πραγμάτων προσπαθώντας να απαλλαγεί από την πληγή των γενιτσάρων με ένα καινούριο σώμα τακτικού στρατού («νιζάμ - ι - τζεντίντ»), κατά τα πρότυπα εκείνου του Μουσταφά Β’ που, εκατό χρόνια νωρίτερα, είχε αποπειραθεί να εκσυγχρονίσει την αυτοκρατορία αλλά ανατράπηκε. Ο Σελίμ έδωσε διαταγή να λειτουργήσει ένα τυπογραφείο που από χρόνια είχε στηθεί αλλά ποτέ δεν το δούλεψαν, ίδρυσε μια σχολή μηχανικών και προσπάθησε να δώσει ώθηση στις επιστήμες. Το αποτέλεσμα ήταν να συναντήσει την αντίδραση των ουλεμάδων (ανώτερων του ιερατείου), που εχθρεύονταν κάθε εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία, και των γενιτσάρων, που διέβλεπαν ότι ο τακτικός στρατός θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά ενάντιά τους.

Στην αναταραχή που δημιουργήθηκε, διάφοροι πασάδες βρήκαν ευκαιρία να αυτονομηθούν, ενώ η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο τοποθέτησε αυτόματα την Οθωμανική αυτοκρατορία στο μέτωπο των εχθρών της Γαλλίας. Η αποχώρηση των Γάλλων από την Αφρική αποκατέστησε την γαλλοτουρκική φιλία, ενώ ο πρεσβευτής του Ναπολέοντα στην Κωνσταντινούπολη έγινε ουσιαστικά ο κύριος σύμβουλος του σουλτάνου. Στα 1806, τον έσπρωξε να κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία. Οι Ρώσοι εισέβαλαν και κυρίευσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, χωρίς να ενδιαφερθούν για κάτι περισσότερο, καθώς ο τσάρος είχε άλλους μπελάδες. Ο χρόνος λειτούργησε υπέρ του Σελίμ, που κατάφερε να οργανωθεί αλλά στο προσκήνιο παρουσιάστηκαν οι Άγγλοι. Ζήτησαν να ξαναπαίξουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Σελίμ απέρριψε την πρόταση με αποτέλεσμα ο αγγλικός στόλος να περάσει τον Ελλήσποντο (Φλεβάρης του 1807), να μπει στην Προποντίδα και να απειλήσει την Κωνσταντινούπολη. Με συμβουλή του πρεσβευτή της Γαλλίας, ο Σελίμ μέσα σε 24 ώρες μετέφερε κανόνια στην παραλία της Προποντίδας κι έκτισε πυροβολεία. Οι Άγγλοι έφυγαν. Τον Μάη, ξέσπασε εξέγερση των ουλεμάδων, των γενιτσάρων και του εξαγριωμένου από την φορολογία λαού. Κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη κι ο Σελίμ παραιτήθηκε υπέρ του ανιψιού του, Μουσταφά Δ’ (1807 - 1808).

Ο Μουσταφά Δ’ κατάργησε όλα όσα είχαν σχέση με τη μεταρρύθμιση και, κυρίως, το νέο σώμα στρατού, του οποίου οι άνδρες μεταβλήθηκαν σε άτακτους ληστές. Κι επειδή ο πόλεμος με τους Ρώσους έστω και τυπικά συνεχιζόταν, προχώρησε σε ανακωχή μαζί τους. Στη Σερβία, οι επαναστάτες στέριωναν το καινούριο τους κράτος, ο Νικοτσάρας διέσχιζε τα Βαλκάνια, στο Αιγαίο ετοίμαζαν τον πειρατικό στόλο και οι τοπικοί πασάδες δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν αλλά τον σουλτάνο Μουσταφά κυρίως απασχολούσε ο συνονόματός του, Μουσταφά Μπαϊρακτάρης, πασάς στην περιοχή Ρούσε (στη σημερινή Βουλγαρία) που βάδιζε ενάντια στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να τον ανατρέψει. Οι άνδρες του Μπαϊρακτάρη στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη κι ο αρχηγός τους παράγγειλε στον σουλτάνο να παραιτηθεί και να αποκαταστήσει τον Σελίμ στον θρόνο. Αντί για άλλη απάντηση, ο Μουσταφά Δ’ πέταξε από τα τείχη το πτώμα του Σελίμ, που προσγειώθηκε μέσα στο στρατόπεδο. Ο Μπαϊρακτάρης μπήκε στην Κωνσταντινούπολη, συνέλαβε τον σουλτάνο, τον σκότωσε, έβαλε στη θέση του τον αδερφό του νεκρού Σελίμ, Μαχμούτ Β’ (1808 - 1839), κι αναγόρευσε τον εαυτό του Μεγάλο Βεζίρη.

Το νέο σώμα στρατού ανασυντάχθηκε, οι γενίτσαροι δήλωσαν υποταγή κι εντάχθηκαν σ’ αυτό, ενώ ο Μπαϊρακτάρης διέλυσε το δικό του στράτευμα. Αυτή την ευκαιρία περίμεναν οι γενίτσαροι που έσφαξαν τους αξιωματικούς τους και κινήθηκαν να τον συλλάβουν. Ο Μεγάλος Βεζίρης αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια τους. Με όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους είχαν διακοπεί και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν (1809) αλλά περιορίζονταν σε αψιμαχίες. Στα 1812, οι Άγγλοι ξαναφάνηκαν στη γειτονιά ως διαμεσολαβητές. Ρώσοι και Τούρκοι κάθισαν στο τραπέζι και υπέγραψαν τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (16 Μάη του 1812). Με αυτήν, η Ρωσία έπαιρνε τη Βεσσαραβία ορίζοντας σύνορό της τον ποταμό Προύθο κι εγκατέλειπε τους Σέρβους να κάνουν μόνοι τους καλά με τους Τούρκους.

 

Οι Σέρβοι

Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Σερβία (1812) και διέλυσαν το κράτος του Καραγεώργη, βρήκαν έναν ανέλπιστο σύμμαχο στο πρόσωπο του πλούσιου γουρουνέμπορου και βοεβόδα, Μίλος Ομπρένοβιτς. Στα 1813, τον διόρισαν ηγεμόνα της Κεντρικής Σερβίας. Στα 1815, ανήμερα των Βαΐων, ο Ομπρένοβιτς επαναστάτησε. Ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στη Σερβία, ενώ η Ρωσία θυμήθηκε ότι προστατεύει τους Σέρβους. Τούρκοι και Ρώσοι συμφώνησαν να προτείνουν στον Ομπρένοβιτς να βολευτεί με την αναγνώριση αυτονομίας. Την δέχτηκε, καθώς ήδη κινιόνταν ενάντιά του και οι οπαδοί του αυτοεξόριστου Καραγεώργη. Στα 1817, άρχισε συνεννοήσεις με την πλευρά του αντιπάλου του για έναν γενικό ξεσηκωμό στα Βαλκάνια. Όταν ο Καραγεώργης πέρασε τα σύνορα και μπήκε στη Σερβία, ο Μίλος Ομπρένοβιτς έβαλε και τον δολοφόνησαν. Μετά, συγκάλεσε εθνοσυνέλευση κι αναδείχτηκε μέσα από αυτήν ηγεμόνας της Σερβίας. Από εκεί κι έπειτα, άρχισε να πολιτεύεται έξυπνα: Έστελνε συχνά δωράκια στους Τούρκους διοικητές των φρουρίων, ώστε να κάνουν καλές αναφορές γι’ αυτόν στον σουλτάνο, και φρόντισε να βάλει τα πράγματα της ηγεμονίας του σε μια τάξη: Ιδρύθηκαν σχολεία, ανοίχτηκαν δρόμοι, τονώθηκε το εμπόριο, ενισχύθηκε η τοπική αυτοδιοίκηση και στέριωσε η θέση του. Στα 1820, κατάφερε να απαλλαγεί κι από τις ενοχλητικές προθέσεις του πρώην χαϊδούκου Στέφανου Ζίφκοβιτς, που έφτασε στη Σερβία με οδηγίες από τον φιλικό Εμμανουήλ Ξάνθο. Ως φίλος του πατέρα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Ζίφκοβιτς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία που ποτέ δεν έπαψε να οραματίζεται τον παμβαλκανικό ξεσηκωμό. Ο Ομπρένοβιτς όμως δεν ήταν διατεθειμένος να μπει σε νέες περιπέτειες. Κι όταν το 1824 ξέσπασε μια επανάσταση των χωρικών. Την κατέστειλε με σφαγές που έκαναν τους επαναστάτες να νοσταλγήσουν τους Τούρκους.

 

O Αλή πασάς

Καθώς η Οθωμανική αυτοκρατορία κλυδωνιζόταν από τις εσωτερικές ταραχές και τους ευκαιριακούς πολέμους, οι διάφοροι περιφερειακοί πασάδες, διορισμένοι ή αυτοανακηρυγμένοι, οραματίζονταν αυτονόμηση από τον σουλτάνο και ίδρυση δικού του καθένας κράτους. Στη Συρία, ο Σουλεϊμάν Τζαράρ όχι μόνο ανεξαρτητοποιήθηκε αλλά και κληροδότησε την ηγεμονία στον γιο του, Αβδάλα Τζαράρ, που καταργήθηκε αργότερα από τον Τουρκαλβανό Μοχάμεντ Αλή. Αυτός βρέθηκε στην Αίγυπτο ως στρατηγός του σουλτάνου κι έμεινε εκεί στήνοντας επίσης δικό του κράτος, που επεξέτεινε βόρεια ως τη Συρία. Στα Βαλκάνια, οι Σέρβοι είχαν τη δική τους ηγεμονία κι ο Πασβάνογλου είχε αυτονομηθεί στο Βιδίνιο, ενώ στην Αλβανία ορθωνόταν η αυτόνομη περιοχή με πρωτεύουσα τη Σκόδρα.

Πιο νότια, ο Αλή πασάς ασκούσε ανεξάρτητη πολιτική και δική του διεθνή διπλωματία. Οι σχέσεις του με τον Ναπολέοντα είχαν φτάσει σε τόσο καλό σημείο, ώστε δεν δίστασε να του ζητήσει βοήθεια για να οργανώσει σωστά τον στρατό του. Ο Γάλλος αυτοκράτορας του έστειλε (1807) τον Παπάζογλου (1758 - 1819), έναν τυχοδιώκτη ναυτικό από το Τσεσμέ της Μ. Ασίας, ναύαρχο του αιγυπτιακού στόλου που προσχώρησε στους Γάλλους μετά τη μάχη των Πυραμίδων κι ακολούθησε τον Ναπολέοντα στην Γαλλία (1799). Στα επόμενα χρόνια, ο Αλή πασάς επεξέτεινε την κυριαρχία του σε ολόκληρη την Βόρεια Ήπειρο κι έφτασε (1812) στο Γαρδίκι. Αν και είχε συμπληρωθεί μισός αιώνας από τον βιασμό της νεκρής πια μάνας του και της αδερφής του, η εκδίκησή του ήταν φοβερή. Όλοι οι πάνω από δέκα χρόνων άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σφάχτηκαν, αφού υπέστησαν τρομερά βασανιστήρια.

Στα 1819, αγόρασε την Πάργα από τους Άγγλους και ήταν πια αφέντης ολόκληρης της Νότιας Βαλκανικής. Ο στρατός του έφτανε τους 80.000 άνδρες. Ανάμεσά τους, οι πιο ονομαστοί Έλληνες αρματολοί. Αφιερώθηκε σε ειρηνικά έργα ανοίγοντας σχολειά και δρόμους κι έχοντας εισόδημα 300.000 χρυσές λίρες το χρόνο. Ονειρεύτηκε να φτιάξει ένα εντελώς ανεξάρτητο δικό του κράτος, αποτινάσσοντας την έτσι κι αλλιώς χαλαρή τουρκική κυριαρχία. Όμως, ο σουλτάνος τον κατάλαβε κι άρχισε να του αφαιρεί ένα ένα τα πασαλίκια. Ο Αλή έφερε τις δυνάμεις του στα Γιάννενα, επέτρεψε στους Σουλιώτες να γυρίσουν στην πατρίδα τους, συμμάχησε μαζί τους κι επαναστάτησε.

Ενάντιά του στάλθηκαν ο Πασόμπεης κι ο Χουρσίτ πασάς με ισχυρές δυνάμεις, ενώ πολλοί δικοί του τον εγκατέλειψαν. Οι Σουλιώτες του στάθηκαν. Οι φιλικοί συνεννοήθηκαν μαζί του. Στα 1821, ξέσπασε και η ελληνική επανάσταση στη Μολδοβλαχία, στον Μοριά και στη Ρούμελη. Οι Σουλιώτες, μαζί με Αλβανούς, μπήκαν στην Άρτα στις 17 Νοέμβρη του 1821 κι έμειναν εκεί ως το Δεκέμβρη οπότε οι Αλβανοί χάλασαν τη συμμαχία. Οι Σουλιώτες έφυγαν στο Σούλι κι ο Αλή έμεινε μόνος. Οι Τούρκοι πήραν τα Γιάννενα με προδοσία κι ο Αλή οχυρώθηκε στο παλάτι του, στο Ιτς Καλέ, το οποίο επικοινωνούσε με τις μπαρουταποθήκες. Ήταν αποφασισμένος να τιναχτεί στον αέρα, αν στριμωχνόταν. Ο Χουρσίτ φοβήθηκε μήπως τιναχτούν μαζί του και οι θρυλικοί θησαυροί του κι απέφυγε να επιτεθεί. Έστειλε τον πασά της Εύβοιας, Αλή Χασάν, που έπεισε τον πολιορκημένο να ζητήσει χάρη απ’ τον σουλτάνο. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αλή Χασάν ειδοποίησε πως ήρθε το φιρμάνι, με το οποίο ο σουλτάνος έδινε χάρη. Ο Αλή πασάς το πίστεψε και παρέδωσε το κάστρο. Μετά, πήγε στο νησάκι της λίμνης. Εκεί, του έδειξαν το φιρμάνι: Ήταν η διαταγή για τον αποκεφαλισμό του. Τον εκτέλεσαν στις 24 Γενάρη του 1822: Έκλεινε τα 78 του χρόνια.

Οι θησαυροί δεν βρέθηκαν πουθενά. Η κυρά Βασιλική, 29 χρόνων τότε, ολόκληρο το χαρέμι και το κεφάλι του Αλή πασά στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλική εξορίστηκε στην Προύσα, ελευθερώθηκε αργότερα και πέθανε πάμπτωχη στο Αιτωλικό (1835) σε ηλικία 47 χρόνων. Ο Χουρσίτ πασάς, αφού προσπάθησε μάταια να πάρει το Σούλι, παρέδωσε την αρχηγία του στρατού στον Ομέρ Βρυώνη κι έφυγε (Ιούνιος του 1822) για την Πελοπόννησο. Ενώ ακόμη βρισκόταν στη Λάρισα, κατηγορήθηκε ότι σφετερίστηκε τους θησαυρούς του Αλή πασά κι αυτοκτόνησε. Η ελληνική επανάσταση γλίτωσε από έναν σκληρό αντίπαλο.

 

H Ιερή Συμμαχία

Με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη εξόριστο στο νησί Έλβα, οι εστεμμένοι της Ευρώπης μαζεύτηκαν στη Βιέννη, όπου, την 1η Νοέμβρη του 1814, ξεκίνησε το συνέδριο για την διευθέτηση των συνόρων της γηραιάς ηπείρου. Πήγαν εκεί 216 κρατικές αποστολές μια και τόσα κράτη, κρατίδια και δουκάτα αριθμούσε ο χάρτης. Όλους τους υποδέχονταν ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Α’ και ο υπουργός του κόμης Κλήμης Μέτερνιχ. Κι όλοι φαντάζονταν πως κάποιον ρόλο τους επιφύλασσε το ηρωικό τους πεπρωμένο. Για να προσγειωθούν απαξάπαντες, όταν κατάλαβαν πως το παιχνίδι ήταν συνεννοημένο: Τα είχαν κανονίσει μεταξύ τους οι τέσσερις υπουργοί των Εξωτερικών Αυστρίας, Πρωσίας, Ρωσίας και Αγγλίας. Στο πλήθος έμενε ο διακανονισμός των λεπτομερειών. Το συνέδριο τράβηξε τόσο, όσο χρειάστηκε ο Ναπολέοντας για να διαπιστώσει ότι η δυσαρέσκεια από τη μεταχείριση που επιφυλάχτηκε στη Γαλλία του επέτρεπε να διακινδυνεύσει άλλον ένα γύρο. Τον ξεκίνησε την 1η Μάρτη του 1815 και τον έχασε στο Βατερλό στις 18 Ιουνίου, ενώ το συνέδριο είχε λήξει από τις 9 του μήνα. Η περιπέτεια όμως των «εκατό ημερών» του Ναπολέοντα έβαλε σε σκέψεις τον τσάρο.

Ο Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας ήταν χριστιανός ορθόδοξος. Ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Α’ ήταν καθολικός. Ο αυτοκράτορας της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ διαμαρτυρόμενος. Κι ο τσάρος πρότεινε στους άλλους δυο να συμπήξουν μια ιερή συμμαχία στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Ο Μέτερνιχ άρπαξε την ιδέα και τη μετουσίωσε σε άρθρα πάνω στο χαρτί. Θα γινόταν ο γνήσιος εκφραστής της κι ο άτεγκτος θεματοφύλακάς της ως την πτώση του, όταν οι επαναστάσεις του 1848 τον σάρωσαν μαζί με τις ιδέες του. Οι υπογραφές μπήκαν στο Παρίσι (26 Σεπτέμβρη του 1815). Την είπαν Ιερή Συμμαχία των εστεμμένων ενάντια στους λαούς. Σκοπός της ήταν να διατηρήσει το status quo της Ευρώπης και να πατάξει κάθε επαναστατική κίνηση, είτε εθνικοαπελευθερωτική είτε κοινωνικοπολιτειακή. Κάλεσαν και την Αγγλία να υπογράψει αλλά ο αντιβασιλιάς της αρνήθηκε. Τέταρτος εταίρος μπήκε ο Λουδοβίκος ΙΗ’ της Γαλλίας.

Παρά τη σύμπραξη των υπερδυνάμεων της εποχής, η Ιερή Συμμαχία δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την ελληνική επανάσταση, αν κι έσπευσε να την καταδικάσει δυο φορές. Άλλωστε, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των εταίρων οδήγησαν τα δυο από τα μέλη της, την Γαλλία και τη Ρωσία, να συμπράξουν με την Αγγλία στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, τον Οκτώβρη του 1827, κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων. Αλλά τότε, ούτε ο τσάρος Αλέξανδρος ζούσε ούτε ο Λουδοβίκος ΙΗ’. Κι ο Πρώσος με τον Αυστριακό είχαν τα δικά τους προβλήματα. Ο κόμης Μέτερνιχ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

 

Οι Φιλικοί

Η δημιουργία της Ιερής Συμμαχίας έσβησε τις ελπίδες των λαών ότι θα μπορούσαν ν’ αποτινάξουν την απολυταρχία. Η γαλλική επανάσταση αποτελούσε παρελθόν. Ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης το ίδιο. Η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε την υποστήριξη των μεγάλων της Ευρώπης και μπορούσε ατιμώρητα να τρομοκρατεί στα κατεχόμενα εδάφη. Στα τέλη του 1817, μόλις 42 άνθρωποι είχαν μυηθεί στην οργάνωση, ενώ ο σύνδεσμος με τη Σερβία, Καραγεώργης, είχε δολοφονηθεί. Μετά τον θάνατο και του Νικόλαου Σκουφά (Ιούλιος 1818), σκέφτονταν στα σοβαρά να τα παρατήσουν. Η είσοδος του Παπαφλέσσα στην Ανώτατη Αρχή έφερε τα πάνω κάτω. Οι ηγέτες της οργάνωσης μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από τη μύτη των Τούρκων. Η σύσκεψη ήταν θυελλώδης. Ο Τσακάλωφ αντιμετώπιζε ακόμα και το ενδεχόμενο της διάλυσης. Στις 22 Σεπτέμβρη του 1818, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: Θα συνέχιζαν. Ρίχτηκαν με ανανεωμένο ενθουσιασμό στη μεγάλη προσπάθεια. Οι μυήσεις μελών προχώρησαν με γρήγορους ρυθμούς. Στα 1819, στην Ανώτατη Αρχή μπήκε κι ο Γεώργιος Λεβέντης. Στα 1820, τα ενεργά μέλη της οργάνωσης ξεπερνούσαν τα 3.000. Τον Γενάρη του 1820, εξασφαλίστηκε η υποστήριξη του Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας. Τον Απρίλη, η Φιλική Εταιρεία απέκτησε σπουδαίο αρχηγό: Τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπασπιστή του τσάρου. Στις παραμονές του Αγώνα, τα μέλη ήταν τόσο πολλά που κανένας δεν ήξερε τον ακριβή αριθμό τους. Και κανένας δεν μπορούσε πια να ονομάσει τη Φιλική Εταιρεία οργάνωση μυστική.

Το τροποποιημένο «Σχέδιον γενικόν», που είχαν συντάξει ο Γεώργιος Λεβέντης κι ο Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας και που είχε εγκριθεί από τις 7 Οκτώβρη του 1820, όριζε ότι η ελληνική επανάσταση θα ξεσπούσε στις 25 Μάρτη του 1821. Το σχέδιο προέβλεπε πολλαπλά χτυπήματα κατά των Τούρκων: Αρχικά, εξέγερση των Σέρβων και Μαυροβουνίων, έπειτα επανάσταση στη Μολδοβλαχία, κατάληψη της Ηπείρου με την ευκαιρία της εξέγερσης του Αλή πασά και πυρπόληση του τουρκικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη. Κι ενώ θα συνέβαιναν όλ’ αυτά, θα σηκωνόταν η επανάσταση της Κύριας Ελλάδας με επίκεντρο την Πελοπόννησο, όπου έπρεπε να φτάσουν έγκαιρα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας.

Ο Παπαφλέσσας πέρασε πρώτα από το Αϊβαλί και φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι για τη Μάνη. Στην Πελοπόννησο έφτασε από τα μέσα του Δεκέμβρη, ενώ 6 Γενάρη του 1821 βγήκε στην Καρδαμύλη κι ο μυημένος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο καλόγερος κινιόταν με την άδεια των Τούρκων έχοντας εξασφαλίσει επίσημα χαρτιά που αποδείκνυαν ότι ήταν πατριαρχικός έξαρχος. Μαζί του, είχε κι άλλα χαρτιά, για τους Έλληνες, που δήλωναν ότι ενεργούσε ως εκπρόσωπος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά. Ο πατριαρχικός έξαρχος ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) με τη συμμετοχή και των προκρίτων. Οι Τούρκοι την επέτρεψαν, αφού πρώτα ενημερώθηκαν σχετικά. Η διάσκεψη άρχισε στις 26 Γενάρη του 1821 και κράτησε ως τις 29 του μήνα. Στην διάρκειά της, ο πατριαρχικός έξαρχος ανακοίνωσε, ποιος πραγματικά ήταν και για ποιο λόγο είχε έρθει. Η επανάσταση, τους είπε, είχε προγραμματιστεί για τις 25 του Μάρτη, γιορτή του Ευαγγελισμού. Η ανακοίνωση προκάλεσε σοκ. Μερικοί ζήτησαν αναβολή. Πρότειναν τις 23 του Απρίλη, που είναι του Αϊ Γιώργη, ή τις 21 του Μάη, που είναι Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υπέβαλε έντεκα ερωτήσεις. Στο τέλος, κάποιος ρώτησε: «Ποιος θα κυβερνά μετά την επανάσταση;». Ο Παπαφλέσσας απάντησε πως αυτό θα το αναλάμβαναν, όσοι είχαν πείρα. Η απάντηση δεν τους ικανοποίησε και οι αντιρρήσεις συνεχίστηκαν. Ο Παπαφλέσσας απείλησε πως θα ξεκινήσει με 2.000 Μανιάτες, χωρίς αυτούς. Αναγκάστηκαν να δεχτούν.

Μέσα Φλεβάρη, όμως, ο Υψηλάντης βρισκόταν ακόμα στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας. Είχε μάθει για την αποτυχία του Στέφανου Ζίφκοβιτς να πείσει τον Ομπρένοβιτς των Σέρβων να συνεργαστεί. Στις 11 του μήνα, ειδοποιήθηκε πως ο φιλικός Δημήτριος Ύπατρος σκοτώθηκε στη Νάουσα και πως τα έγγραφα, που κουβαλούσε μαζί του, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Στις 13, έδωσε διαταγή να χτυπηθούν οι Τούρκοι στο Γαλάτσι της Μολδαβίας, ώστε να ενισχυθεί ο Βλαδημηρέσκου, που είχε επαναστατήσει τη Μολδοβλαχία με τη βοήθεια των φιλικών από τις 17 Γενάρη. Στις 14 ή 15 του Φλεβάρη, μια νέα ειδοποίηση επέσπευσε τα πράγματα: Ο φιλικός Ασημάκης Θεοδώρου είχε προδώσει τα μυστικά στους Τούρκους. Ο Υψηλάντης συγκάλεσε αμέσως σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στο Κισνόβιο, στις 16 Φλεβάρη του 1821.

Στη σύσκεψη έγινε ανασκόπηση της κατάστασης. Ήταν αδύνατο να ειδοποιηθούν όλοι οι φιλικοί, ανά τα Βαλκάνια. Αποφασίστηκε να επισπευσθούν όλα. Η πυρπόληση του στόλου και η μετάβαση του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο εγκαταλείφθηκαν. Η επανάσταση θα ξεκινούσε από τη Μολδαβία στις 27 Φλεβάρη, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Κηρύχτηκε τρεις μέρες νωρίτερα, στις 24 του μήνα.

 

Ο Βλαδιμηρέσκου

Ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου ήταν Βλάχος οπλαρχηγός μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Στις 17 Γενάρη του 1821, βγήκε από το Βουκουρέστι με 25 άνδρες. Σ’ αυτούς ενώθηκαν ακόμα έντεκα κι όλοι μαζί πέρασαν στη Μικρή Βλαχία, όπου, στις 21 του μήνα, αιχμαλώτισαν έναν τοπικό διοικητή. Μια επαναστατική προκήρυξη, που εξέδωσε, αποσαφήνισε τις προθέσεις του. Καλούσε τον λαό της Βλαχίας να επαναστατήσει ενάντια στους βογιάρους και τους φορείς της εξουσίας. Ο λαός, κυρίως αγρότες, πύκνωσε τις τάξεις των επαναστατών, ενώ οι προύχοντες στην αρχή δεν τον πήραν στα σοβαρά. Καθώς όμως το επαναστατικό κίνημα απλωνόταν, άρχισαν να στέλνονται ενάντιά του στρατιωτικά αποσπάσματα. Μόνο που, συμπτωματικά, σχεδόν όλοι οι επικεφαλής των αποσπασμάτων αυτών ήταν από καιρό μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία. Έτσι, άλλοι απλά ενώνονταν μαζί του, άλλοι έψαχναν και δήθεν δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν κι άλλοι έβρισκαν ευκαιρία για να του πάνε πολεμοφόδια, τρόφιμα και χρήματα.

O Βλαδιμηρέσκου ένιωσε αρκετά δυνατός, καθώς εξουσίαζε σχεδόν ολόκληρη τη Βλαχία. Στις 20 του Μάρτη, μια νέα προκήρυξη ξεκαθάριζε πως ο ίδιος συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες και πως αυτός ήταν ο μόνος αρμόδιος για κάθε ζήτημα. Όλα αυτά υποδήλωναν τάση για αυτονόμησή του από το κίνημα της Φιλικής Εταιρείας και του Αλέξανδρου Υψηλάντη που εκείνο τον καιρό βρισκόταν σε εξέλιξη και σε καλή πορεία.

Όταν όμως στις 14 του Μάη, οι Τούρκοι μπήκαν στο Βουκουρέστι, ο Βλάχος αρχηγός ζήτησε από τον Υψηλάντη να επανενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στην Υψηλή Πύλη κι έγραψε στον τοπικό πασά ζητώντας διαπραγματεύσεις. Για κακή του τύχη, η επιστολή έφτασε στα χέρια του Υψηλάντη που ανέθεσε στον Γεωργάκη Ολύμπιο να τον συλλάβει. Ο Ολύμπιος εύκολα κατάφερε να τον παρασύρει στην πόλη Τεργοβίστι, όπου είχαν μεταφέρει την έδρα τους οι επαναστάτες. Με εντολή του Υψηλάντη, ο Βλαδιμηρέσκου εκτελέστηκε αναπολόγητος. Η επανάσταση των Βλάχων έσβησε ελάχιστο διάστημα πριν να διαλυθεί και το επαναστατικό κίνημα της Φιλικής Εταιρείας στη Μολδοβλαχία.

Για τους σύγχρονους Ρουμάνους, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου θεωρείται εθνικός ήρωας, ενώ η εκτέλεσή του από τον Υψηλάντη καταγράφεται ως αποτέλεσμα παρεξήγησης. Για τους περισσότερους Έλληνες ιστορικούς, ο Βλάχος οπλαρχηγός ήταν προδότης του επαναστατικού αγώνα, ενώ ο Γιάννης Κορδάτος τον υπερασπίζεται και τον θεωρεί θύμα συνωμοσίας. Ο ίδιος καταλογίζει ευθύνες στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ότι έβαλε να εκτελέσουν τον Βλαδιμηρέσκου χωρίς καν να τον δικάσει.

 

Η Ελληνική επανάσταση

Στις 21 Φλεβάρη του 1821, οι Έλληνες είχαν την πρώτη τους «ανεπίσημη» σύγκρουση με τους Τούρκους, τους οποίους εξόντωσαν στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Στις 23 του μήνα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απευθύνθηκε «προς το έθνος της Μολδαβίας» διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι Έλληνες θα σταθούν στο πλευρό τους. Στις 24, στο Ιάσιο, δημοσιοποίησε την προκήρυξή του με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ήταν η προκήρυξη της επανάστασης. Την ίδια μέρα, έγραφε στον τσάρο ζητώντας τη βοήθειά του.

Τα νέα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη 1 του Μάρτη, μέρα που ο Υψηλάντης άφηνε το Ιάσιο και με 2000 επαναστάτες βάδιζε δυτικά, παραγγέλλοντας στους Έλληνες ναυτικούς στο Γαλάτσι, ν’ αναπλεύσουν τον Δούναβη και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία. Έφτασε στο Βουκουρέστι.

Αντιδρώντας, ο σουλτάνος Μαχμούτ ετοίμαζε θρησκευτικό πόλεμο φανατίζοντας τους Τούρκους. Προγραμμάτισε γενική σφαγή των χριστιανών. Όμως, και πάλι (όπως συνέβη πριν από περίπου δυο αιώνες, επί Ιμπραήμ Α’) ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, Χατζή Χαλίλ εφέντης, αρνήθηκε να υπογράψει τον φετφά. Την ίδια ώρα, 49 Φαναριώτες που κατείχαν ανώτατες θέσεις, υπέγραψαν κοινή δήλωση ότι «το γένος αγνοεί την επαναστατικήν εταιρείαν». Στις 23 Μάρτη, διαβάστηκε στις εκκλησίες αμνηστία του σουλτάνου προς τους επαναστάτες με την προϋπόθεση ότι θα κατέθεταν τα όπλα και αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το ορθόδοξο πατριαρχείο. Ο αφορισμός υπογράφηκε με τη σκέψη ότι έτσι θα γλίτωναν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Όμως, από τις 24 του Μάρτη, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούν όποιον είχε ίδιο όνομα με κάποιον επαναστάτη. Έτσι κι αλλιώς, η επανάσταση δεν μπορούσε πια ν’ ανακοπεί.

Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770 - 1830), πρόξενος της Γαλλίας στο κράτος του Αλή Πασά, έγραψε Ιστορία για τα γεγονότα της εποχής. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1824. Σ’ αυτό αναφέρεται πως, στις 25 Μάρτη του 1821 στην Αγία Λαύρα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της ελληνικής επανάστασης. Και βέβαια την ημέρα εκείνη είχε προγραμματιστεί από τη Φιλική Εταιρεία ν’ αρχίσει η επανάσταση. Όμως, ο μητροπολίτης δεν ήταν στην Αγία Λαύρα, στις 25 του Μάρτη. Ούτε η επανάσταση ξεκίνησε από εκεί. Τα γεγονότα είχαν προλάβει τις ημερομηνίες. Κι ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ το ήξερε αυτό: Ο αδερφός του, Ούγος, ήταν πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα, βοήθησε τους επαναστάτες και είχε άμεση αντίληψη για τα γεγονότα. Ήταν, όμως, σημαδιακό να ξεκινήσει η επανάσταση την ημέρα του Ευαγγελισμού. Γι’ αυτό το έγραψε.

Την ημέρα που οι επαναστάτες αφορίζονταν (23 του Μάρτη), η Μεσσηνιακή Σύγκλητος ανάγγελλε την επίσημη έναρξη του Αγώνα με την «προειδοποίησιν προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς», καθώς οι επαναστάτες πήραν την Καλαμάτα. Την ίδια μέρα, έπεφτε η Βοστίτσα (Αίγιο). Στις 26, παραδίδονταν και οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει. Προκήρυξη της ανεξαρτησίας επιδιδόταν και στους προξένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων (26 του Μάρτη) από το Αχαϊκό Διευθυντήριο.

 

Ξεσηκωμός κάθε τρία χρόνια

Η επανάσταση του 1821 ήταν ο 124ος ξεσηκωμός των Ελλήνων. Στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς είχαν προηγηθεί 123 εξεγέρσεις κι επαναστάσεις κατά των Τούρκων. Οι περισσότερες, αυθόρμητες κι απαράσκευες. Όχι λίγες, με προτροπή ξένων δυνάμεων που εγκατέλειπαν στην πορεία τους ξεσηκωμένους. Τους ξεσηκωμούς αυτούς καταγράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας στο μνημειώδες έργο του «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς»:

Ήταν στα 1481, μόλις 28 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς και οι Μανιάτες αγωνιστές επαναστάτησαν. Έφτασε ως την Ήπειρο κι απελευθέρωσε την περιοχή της Χειμάρρας. Αβοήθητος από την Δύση που τον είχε ενθαρρύνει, αιχμαλωτίστηκε εννέα χρόνια αργότερα και γδάρθηκε ζωντανός. Στα 1489, ο τελευταίος του βυζαντινού αυτοκρατορικού οίκου, Ανδρέας Παλαιολόγος, σήκωσε την επαναστατική σημαία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Από το 1492, ο επαναστατικός άνεμος πήρε τη μορφή σταυροφορίας, με σύμμαχο τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας. Πέντε χιλιάδες επαναστάτες απελευθέρωσαν την Ήπειρο και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Ο αγώνας ήταν τόσο δυνατός (γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας), ώστε οι Τούρκοι «αποσύρονται εκ των παραλίων και ετοιμάζονται να εγκαταλείψωσι την Κωνσταντινούπολιν». Όμως, συνασπισμός χριστιανικών κρατών συμμάχησε κατά του Καρόλου που αναγκάστηκε να γυρίσει στην Γαλλία. Αβοήθητοι, οι Έλληνες σφάχτηκαν. Το 1496, η επανάσταση είχε σβήσει. Νέες επαναστατικές κινήσεις από το 1525 ως το 1533 κατέληξαν στη σφαγή των Ελλήνων: Στη Ρόδο, του μητροπολίτη Ευθυμίου και των προυχόντων. Στην Πελοπόννησο, των επαναστατών που εγκαταλείφθηκαν στη Μεθώνη από τους ιππότες της Μάλτας. Και, το 1565, πνίγηκε στο αίμα ο ξεσηκωμός στην Ήπειρο με αιτία το παιδομάζωμα.

Η ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) έδωσε νέες ελπίδες στους Έλληνες. Η συμμαχία Βενετσιάνων, Ισπανών και πάπα ώθησε σε νέα επανάσταση. Οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησαν σφαγές στην Παρνασσίδα, στην Θεσσαλονίκη, στο Αιγαίο. Οι μητροπολίτες Πατρών και Θεσσαλονίκης κάηκαν ζωντανοί. Νέος ξεσηκωμός ξέσπασε (1585) στην Ακαρνανία και την Ήπειρο: Οι αρματολοί της Βόνιτσας Θόδωρος Μπούας Γρίβας και της Ηπείρου Πούλιος, Δράκος και Μαλάμος ελευθέρωσαν Βόνιτσα, Ξηρόμερο, Άρτα και βάδισαν για τα Γιάννενα. Νικήθηκαν όμως και οι πολλοί σκοτώθηκαν. Ο Μπούας έφυγε στην Ιθάκη, όπου πέθανε υποκύπτοντας στις πληγές του.

Από το 1609 ως το 1624, ο δούκας του Νέβερ της Γαλλίας και Έλληνες συνωμότες οργάνωσαν ένα φιλόδοξο σχέδιο για να διώξουν τους Τούρκους από την Ελλάδα και δημιούργησαν την χριστιανική στρατιά, που θα ενωνόταν με τους επαναστάτες. Το σχέδιο ποτέ δεν μπήκε σ' εφαρμογή. Όμως, στα δεκαπέντε αυτά χρόνια, οι Μανιάτες επαναστάτησαν κάμποσες φορές, ενώ ο μητροπολίτης Τρίκκης, Διονύσιος, ξεσήκωσε τους χωρικούς, εκστράτευσε στα Γιάννενα και κυρίευσε την πόλη (1616). Νικήθηκε, τελικά, αιχμαλωτίστηκε και γδάρθηκε ζωντανός.

Το 1659 ξέσπασε νέα επανάσταση των Μανιατών που κράτησε ως το 1667. Τρία χρόνια αργότερα, οι Στεφανόπουλοι και άλλοι Μανιάτες έφυγαν στην Κορσική. Αλλεπάλληλοι ξεσηκωμοί των Ελλήνων (από το 1660) υποκινήθηκαν από τους Βενετσιάνους. Ο Μοροζίνι ναυμάχησε και πολέμησε τους Τούρκους, ενισχυμένος από ενθουσιώδεις Έλληνες επαναστάτες. Πέθανε (1694) στο Ναύπλιο, αλλ’ ο ξεσηκωμός συνεχίστηκε. Το 1699, το βασίλειο της Πελοποννήσου πέρασε στους Βενετούς. Το κράτησαν ως το 1716, οπότε το ξαναπήραν οι Τούρκοι.

Όμως, από το 1711, μια ακόμη μεγάλη δύναμη εμπλέκεται στην Ελλάδα: Ο τσάρος πασών των Ρωσιών Μέγας Πέτρος εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία καλούσε τους Έλληνες να επαναστατήσουν, ονομάζοντας τον εαυτό του «Ρωσογραικών αυτοκράτορα». Πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, τα κοσμοκρατορικά σχέδια της Μεγάλης Αικατερίνης οδήγησαν στην επανάσταση του 1766 και στα ορλοφικά του 1770. Οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν και πάλι. Άντεξαν ως το 1779. Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1780, οι Τούρκοι βάλθηκαν να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες της Πελοποννήσου. Οι Κολοκοτρωναίοι αντιστάθηκαν δώδεκα μερόνυχτα στη Μάνη και μετά έκαναν ηρωική έξοδο. Χάθηκαν οι περισσότεροι. Ο δεκάχρονος τότε Θόδωρος Κολοκοτρώνης, η μάνα του και μια του αδερφή σώθηκαν. Ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787 με το «ελληνικό σχέδιο» ώθησε την Αικατερίνη να ζητήσει από τους Έλληνες να επαναστατήσουν και πάλι. Όμως, τα ορλοφικά, ήταν πρόσφατα. Λίγοι σηκώθηκαν. Το 1788, οι Σουλιώτες επαναστάτησαν. Την ίδια χρονιά, φάνηκε στις θάλασσες ο μικρός στόλος του Λάμπρου Κατσώνη. Νέος επαναστατικός άνεμος φύσηξε στην Ελλάδα, το 1806, από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία καθώς οι Ρώσοι και οι Γάλλοι του Ναπολέοντα ανταγωνίζονταν. Στη Σκιάθο, οργανώθηκαν οι πειρατές αγωνιστές του Αιγαίου με αρχηγό τον Γιάννη Σταθά και υπαρχηγό τον Νικοτσάρα. Για μια ακόμα φορά, οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και οι Τούρκοι ξέσπασαν επάνω τους. Στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι ζήτησαν να τελειώνουν με τους Κολοκοτρωναίους που πολέμησαν μήνες, ώσπου πέρασαν στα Κύθηρα κι από κει στη Ζάκυνθο. Ήταν τότε που ο Κολοκοτρώνης κι ο Αλή Φαρμάκης επεξεργάστηκαν το σχέδιο για το Ελληνοαλβανικό Βασίλειο.

Στις 14 Σεπτέμβρη του 1814 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία.

 

(τελευταία επεξεργασία, 14 Ιανουαρίου 2021)

 

 

Επικοινωνήστε μαζί μας