Ο Πρωτέας του Ηροδότου

Πρωτέας, Αίγυπτος, Ωραία Ελένη και ο αιγυπτιακός βασιλικός τίτλος «Πρόουτι», σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, έδωσαν στους ιερείς της Μέμφιδας το υλικό για να διηγηθούν στον Ηρόδοτο την ιστορία ενός τεμένους «του Πρωτέα», μέσα στο οποίο υπήρχε στην εποχή του (Ε’ π.Χ. αιώνα) άγαλμα «της ξένης Αφροδίτης», της Ωραίας Ελένης όπως σημειώνει ο ίδιος ο ιστορικός. Και αναφέρει ότι ολόκληρη την γύρω από το τέμενος περιοχή την κατοικούσαν Φοίνικες και γι’ αυτό την έλεγαν «στρατόπεδο των Τυρίων» (αυτών που κατάγονταν από την Τύρο της Φοινίκης, από όπου ξεκίνησε την περιπλάνησή του ο Κάδμος).

Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Αιγύπτιους ιερείς, ο Πρωτέας δεν ήταν θαλάσσιος θεός αλλά βασιλιάς στη Μέμφιδα. Την εποχή εκείνη ήταν που ο Πάρης ξελόγιασε την Ωραία Ελένη, την έκλεψε, άρπαξε και τους θησαυρούς του Μενέλαου που τότε έλειπε από τη Σπάρτη, μπήκε σε ένα πλοίο και ξεκίνησε το ταξίδι για την Τροία. Πλην όμως, τον έπιασε φουρτούνα και τον έριξε στις ακτές της Αιγύπτου. Πάρης, Ελένη και δούλοι βγήκαν στην ξηρά.

Κάποιος ντόπιος πρόφτασε στους δούλους ότι υπήρχε εκεί ένα ιερό του Ηρακλή. Όποιος δούλος κατόρθωνε να φτάσει ως εκεί ικέτης, σε όποιον κι αν ανήκε, ελευθερωνόταν. Πολλοί δούλοι του Πάρη το έσκασαν και κατέφυγαν στο ιερό. Για να είναι σίγουροι ότι δεν θα τους επιστρέψουν στο αφεντικό τους, κατηγορούσαν τον Πάρη ότι έκλεψε την γυναίκα και τους θησαυρούς του Μενέλαου, ο οποίος τον φιλοξένησε.

Ο αρχηγός της φρουράς των Αιγυπτίων, Θώνας, έστειλε στην Μέμφιδα να πουν στον Πρωτέα αυτά που άκουσε. Ο βασιλιάς διέταξε την σύλληψή του Πάρη. Τον έσυραν μπροστά στον Πρωτέα που του ζήτησε να απολογηθεί. Ο Πάρης άρχισε να λέει για την βασιλική γενιά του και την πατρίδα του. Ο Πρωτέας τον ρώτησε πού βρήκε την γυναίκα που είχε μαζί του. Ο Πάρης πήγε να τα στρίψει αλλά ο Πρωτέας τον έφερε σε αντιπαράσταση με κάποιους από τους πρώην δούλους. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε. Ο Πρωτέας του είπε:

«Αν δεν θεωρούσα ιερό καθήκον να μη σκοτώνω κανένα ξένο από όσους παρασέρνουν οι άνεμοι εδώ, θα πλήρωνες με την ζωή σου για ό,τι έκανες στον Έλληνα που, βρε αχρείε, ενώ σε φιλοξένησε, πλησίασες την γυναίκα του. Και δεν σου έφτανε αυτό αλλά και την έκλεψες. Κι ούτε αυτό σου έφτανε αλλά σήκωσες και το σπίτι του ανθρώπου που σε φιλοξένησε και μας ήρθες εδώ».

Κι έβγαλε την ετυμηγορία: Η Ελένη και οι θησαυροί θα έμεναν στην Αίγυπτο ώσπου να πάει ο Μενέλαος να τους παραλάβει. Ο Πάρης και οι δικοί του είχαν διορία τρεις μέρες για να φύγουν από την χώρα.

Ο Πάρης επέστρεψε στην Τροία χωρίς την Ελένη. Όταν οι Αχαιοί κατέφθασαν εκεί, ζήτησαν να επιστραφεί η γυναίκα του Μενέλαου, ώστε να μη χυθεί αίμα. Οι Τρώες είπαν ότι δεν την έχουν, οι Αχαιοί, με το δίκιο τους, δε τους πίστεψαν κι έτσι άναψε ο πόλεμος που κράτησε δέκα χρόνια. Όταν τελικά έπεσε η Τροία, οι Αχαιοί διαπίστωσαν ότι στ’ αλήθεια η Ωραία Ελένη δεν ήταν εκεί. Ο Μενέλαος πήγε στην Αίγυπτο και βρήκε να τον περιμένουν οι θησαυροί του και η γυναίκα του, απείραχτη αλλά κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη.

Ούτε αυτός φέρθηκε σωστά στον Πρωτέα. Επειδή φυσούσαν αντίθετοι άνεμοι και δεν γινόταν να γυρίσει στη Σπάρτη, θέλησε να κάνει ανθρωποθυσία. Και για να μη θυσιάσει δικούς του, απήγαγε δυο παιδάκια Αιγυπτίων και θυσίασε αυτά. Τον πήραν είδηση οι ντόπιοι και το είπαν του βασιλιά τους. Θυμωμένος ο Πρωτέας, έδιωξε τους Αχαιούς. Οι άνεμοι τους έριξαν στη Λιβύη. Μετά, μπόρεσαν και γύρισαν στη Σπάρτη.

Ο Ηρόδοτος προσπάθησε να εξηγήσει ότι όλα όσα του είπαν οι ιερείς στην Αίγυπτο, ήταν αληθινά. Και υποστήριξε ότι στίχοι της Ιλιάδας και της Οδύσσειας φανερώνουν πως τα ήξερε και ο Όμηρος αλλά απλά δεν του έβγαιναν στα έπη. Με ακλόνητο επιχείρημα ότι οι Τρώες και ο Πρίαμος δεν ήταν τρελοί κι αν είχαν την Ελένη στην Τροία, θα την έδιναν πίσω να ξεμπερδεύουν με τους Αχαιούς.

 

Ο Πρωτέας του Ευριπίδη

Ο Ηρόδοτος (485 – 424 ή 421 π.Χ.) είχε πεθάνει όταν, το 412 π.Χ., ο Ευριπίδης παρουσίασε την τραγωδία του «Ελένη». Η πλοκή τοποθετείται στην Αίγυπτο, όχι στην Μέμφιδα αλλά στο νησάκι Φάρος. Κι ο Πρωτέας δεν είναι θεός της θάλασσας αλλά ο άξιος βασιλιάς που δέχτηκε να φιλοξενήσει την Ωραία Ελένη. Την οποία έφερε εκεί ο θεός Ερμής καθώς, με παρέμβαση της Ήρας, ο Πάρης πήρε μαζί του, φεύγοντας από την Σπάρτη, όχι την γυναίκα του Μενέλαου αλλά ένα ομοίωμά της από σύννεφο.

Στο βασίλειο του συνετού Πρωτέα, η Ελένη ζούσε χωρίς κανένας να την ενοχλεί και περίμενε, πότε θα έρθει ο Μενέλαος να την πάρει. Πλην όμως, ο καλός βασιλιάς πέθανε. Στον θρόνο ήταν πια ο γιος του, Θεοκλύμενος, ο οποίος σκότωνε όποιον Έλληνα ξέπεφτε στα μέρη του και πολιορκούσε στενά την Ελένη, ζητώντας της να τον παντρευτεί. Εκείνη κατέφυγε στον τάφο του Πρωτέα, ζητώντας την βοήθειά του. Την κρίσιμη στιγμή, ξέπεσε στην περιοχή, ναυαγός ο Μενέλαος. Οι δυο σύζυγοι αναγνωρίστηκαν, ο Μενέλαος καταχάρηκε που η καλή του δεν είχε ακολουθήσει τον Πάρη στην Τροία κι ας αλληλοσκοτώθηκαν Τρώες κι Έλληνες τζάμπα κι άδικα αλλά το πρόβλημα παρέμενε: Ο Θεοκλύμενος σκότωνε τους Έλληνες κι ήθελε γυναίκα του την Ελένη.

Τη λύση βρήκε η Ελένη με την γυναικεία πονηριά της. Έβαλε ρούχα πένθους και πήγε να βρει τον Θεοκλύμενο, μαζί με τον Μενέλαο. Του τον σύστησε σαν ξένο που την πληροφόρησε ότι ο άνδρας της (ο Μενέλαος) πέθανε. Δεχόταν να γίνει γυναίκα του αλλά του ζήτησε χάρη, να πενθήσει τον νεκρό σύμφωνα με τα έθιμα των Ελλήνων: Να ανοιχτούν στην θάλασσα και να κάνουν σπονδές.

Ο Θεοκλύμενος δέχτηκε, ετοιμάστηκε ένα πλοίο, ανέβηκαν σ’ αυτό Αιγύπτιοι ναυτικοί μαζί με τον Μενέλαο και τους άνδρες του, ξανοίχτηκαν στη Μεσόγειο, οι Έλληνες έριξαν στο νερό τους Αιγύπτιους και το ζευγάρι, ελεύθερο πια, επέστρεψε στην Σπάρτη.

 

(τελευταία επεξεργασία, 15 Οκτωβρίου 2020)

Επικοινωνήστε μαζί μας