Ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχε ξεσπάσει αιματηρός, όταν ο Ευριπίδης παρουσίασε την τραγωδία του «Ανδρομάχη» (αγνοούμε την ακριβή χρονιά). Συνέδεσε την ιστορία της άλλοτε αρχόντισσας και πια σκλάβας Ανδρομάχης με αυτή της Ερμιόνης και, με αφορμή τον γιο του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο, έπλασε μια τραγωδία, στην οποία παρουσιάζονται ανάγλυφα όλα τα ελαττώματα των Σπαρτιατών:
Ο Νεοπτόλεμος γύρισε από την Τροία στη Φθία σέρνοντας μαζί του ως λάφυρο την χήρα του Έκτορα, Ανδρομάχη, από την οποία είχε ήδη αποκτήσει ένα γιο. Όταν και ο Μενέλαος γύρισε στη Σπάρτη, χώρισε την μοναχοκόρη του, Ερμιόνη, από τον άνδρα της, Ορέστη, και την έστειλε σύζυγο του Νεοπτόλεμου, όπως του το είχε υποσχεθεί. Η Ανδρομάχη αποτραβήχτηκε στο περιθώριο και αφιερώθηκε στην ανατροφή του γιου της. Στα μάτια της Ερμιόνης όμως, η Φθία, όπου ακόμα βασίλευε ο γέρο Πηλέας, φάνταζε επαρχία μπροστά στη Σπάρτη και το Άργος. Και ο Νεοπτόλεμος δεν ήταν γι’ αυτήν τίποτε άλλο από έναν επαρχιώτη. Συνεχώς, του θύμιζε με έπαρση τη σπουδαία γενιά της, ήταν ντυμένη στα λούσα κι έδειχνε ενοχλημένη που έβλεπε την Ανδρομάχη να ζει στο ίδιο ανάκτορο. Πολύ περισσότερο που η Ανδρομάχη είχε κάνει ένα γιο στον Νεοπτόλεμο, ενώ εκείνη ήταν στείρα. Η Ερμιόνη πίστευε ότι η σκλάβα ήταν αντίζηλός της, κοιμόταν με τον άνδρα της και της είχε κάνει μάγια, ώστε να μη μπορέσει να πιάσει παιδί. Μέσα στη ζήλια της, πίστευε ότι σκοπός της ήταν να μεγαλώσει τον γιο της και να τον κάνει βασιλιά της Φθίας ως μόνο απόγονο του Νεοπτόλεμου.
Κάποτε, ο Νεοπτόλεμος αποφάσισε να πάει στους Δελφούς, να ζητήσει συγνώμη από τον θεό Απόλλωνα, επειδή τον είχε κατηγορήσει για τον φόνο του πατέρα του, Αχιλλέα. Ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για την Ερμιόνη, να ξεμπερδέψει με την Ανδρομάχη. Κάλεσε τον πατέρα της, Μενέλαο, στην Φθία. Η Ανδρομάχη που κατάλαβε, τι την περίμενε, έκρυψε τον γιο της, έστειλε να φωνάξουν τον γέρο Πηλέα να την βοηθήσει και η ίδια κατέφυγε ικέτισσα στο άγαλμα της Θέτιδας.
Ο Μενέλαος κατέφθασε θρασύς, έβαλε τους δικούς του να ανακαλύψουν το κρυμμένο παιδί κι έθεσε στην Ανδρομάχη φοβερό δίλημμα: Ή θα σκότωνε το παιδί ή θα θυσιαζόταν εκείνη. Και βέβαια, η μάνα προτίμησε να σκοτωθεί η ίδια παρά ο γιος της. Αποσύρθηκε από το άγαλμα και παραδόθηκε στον Μενέλαο που έβαλε να την δέσουν πισθάγκωνα. Μετά της είπε κυνικά ότι την γέλασε. Εκείνη μεν θα σκοτωνόταν, για δε την τύχη του παιδιού θα αποφάσιζε η κόρη του, Ερμιόνη. Η οποία βέβαια ήθελε το παιδί νεκρό. Προδομένη, η Ανδρομάχη ξέσπασε (στίχοι 445 – 453, σε μετάφραση Αθ. Παπαχαρίση):
«Ω μισητότατοι σ’ όλους τους ανθρώπους Σπαρτιάτες, δολεροί σύμβουλοι, πρώτοι στην ψευτιά, πονηροί τεχνίτες του κακού, που οι στοχασμοί σας είναι διεστραμμένοι, όλο αδικία και κλωθογυρισμένοι, δεν είναι νόμιμη η ευτυχία σας μεσ’ στην Ελλάδα. Ποια κακία δεν έχετε; Τα πιο πολλά φονικά δεν γίνονται σε σας; Δε βρίσκεστε πάντα αισχροκερδείς και άλλα λέτε με το στόμα κι άλλα έχετε στο νου σας; Να χαθείτε!».
Μέσα στους εννιά αυτούς στίχους ο Ευριπίδης μπόρεσε να στριμώξει πολλά. Αρχικά, θύμιζε στους θεατές της τραγωδίας τα λόγια του Περικλή στην αρχή του πολέμου ότι οι Σπαρτιάτες είχαν κακούς σκοπούς εναντίον των Αθηναίων: Ενώ η τριακονταετής ειρήνη επέβαλε τη διαιτησία στις όποιες ανάμεσά τους διαφορές, οι Σπαρτιάτες έπαιρναν όσα ήθελαν με το «έτσι θέλω» βάζοντας στους Αθηναίους το δίλημμα «ή υποτάσσεστε ή ανοίγουμε πόλεμο» (Θουκυδίδης, Α 140). Στη συνέχεια, μέσα από τον λόγο της Ανδρομάχης, έκανε έκκληση στους λοιπούς Έλληνες να συνασπιστούν εναντίον της Σπάρτης. Έπειτα, θύμιζε τον φόνο, με δόλο έπειτα από διαταγή των εφόρων της Σπάρτης, δυο χιλιάδων ειλώτων (Θουκυδίδης, Δ 80) αλλά και την δολοφονία Αθηναίων και άλλων εμπόρων που συνέλαβαν στην αρχή του πολέμου, όταν αυτοί περιέπλεαν την Πελοπόννησο (Θουκυδίδης, Β 67). Τέλος, θύμιζε τη σπαρτιατική παροιμία ότι η Σπάρτη θα χαθεί εξαιτίας της αισχροκέρδειας που επιδείκνυαν οι κάτοικοί της («α φιλοχρηματία Σπάρτα ολεί, άλλο δε ουδέν»).