Ο μάντης Κάλχας γνώριζε ότι η καταστροφή περίμενε τους Αχαιούς στο ακρωτήριο Καφηρέα και τους προειδοποίησε να μη γυρίσουν στις πατρίδες τους με πλοία. Οι πολλοί δεν τον άκουσαν. Κοντά του έμειναν ο γιος του Ασκληπιού, Ποδαλείριος, οι Λαπίθες, Λεοντέας και Πολυποίτης, και ο γιος του Αμφιάραου, Αμφίλοχος, με τους στρατούς τους. Ξεκίνησαν πεζή για τον Νότο ώσπου έφτασαν στην πόλη Κλάρο όπου βρήκαν τον μάντη Μόψο. Οι δυο μάντεις θεώρησαν καλό να παραβγούν για να διαπιστώσουν, ποιος από τους δυο είναι ο πιο καλός. Ο Κάλχας έδειξε μια αγριοσυκιά και ρώτησε τον Μόψο, να του πει πόσα αγριόσυκα είχε πάνω της. Χωρίς δισταγμό, ο Μόψος απάντησε «δέκα χιλιάδες, χωρούν όλα σε ένα βαρέλι και περισσεύει ένα». Μέτρησαν τα αγριόσυκα, τα βρήκαν ακριβώς δέκα χιλιάδες και τα έριξαν στο βαρέλι. Πραγματικά, περίσσευε ένα που δεν χωρούσε. Στη συνέχεια, ο Μόψος ρώτησε τον Κάλχα, πόσα γουρουνάκια έκρυβε στην κοιλιά της μια ετοιμόγεννη γουρούνα και πότε ακριβώς θα γεννούσε. Ο Κάλχας είπε ότι τα γουρουνάκια ήταν οκτώ αλλά δεν γνώριζε πότε θα γεννιόνταν. Ο Μόψος τον διόρθωσε ότι είναι εννιά και είπε ότι θα γεννιόνταν το επόμενο μεσημέρι. Βγήκε σωστός. Ο Κάλχας γνώριζε πως, όταν βρεθεί μάντης καλύτερός του, θα πεθάνει. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα και θάφτηκε στην πόλη Νότιο.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι δυο μάντεις τσακώνονταν ποιος είναι ο καλύτερος, ώσπου ο βασιλιάς της Λυκία, Αμφίμαχος, τους ρώτησε, αν σε κάποιο πόλεμο που σχεδίαζε θα έβγαινε νικητής ή ηττημένος. Ο Κάλχας του είπε ότι θα νικήσει. Ο Μόψος ότι θα νικηθεί. Νικήθηκε. Ο Κάλχας αυτοκτόνησε.
Τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι ο Κάλχας δεν έφτασε στην Κλάρο αλλά στο Γρύνιο της Αιολίδας όπου αποφάσισε να εγκατασταθεί. Ασχολήθηκε με την αμπελουργία αλλά κάποιος ντόπιος μάντης του είπε ότι ματαιοπονούσε, καθώς δεν θα προλάβαινε να πιει κρασί από τ’ αμπέλι του. Ο Κάλχας δεν έδωσε σημασία. Όταν ήρθε ο καιρός, κάλεσε τους ντόπιους να πιουν από το κρασί του. Ανάμεσά τους ήταν και ο μάντης που του επανέλαβε ότι δεν θα προλάβει να το δοκιμάσει. Ο Κάλχας άρχισε να γελά. Τόσο πολύ που του κόπηκε η ανάσα και πέθανε πριν να προλάβει να πιει.
Υπάρχει ακόμα μια εκδοχή για τον Κάλχα. Τον θέλει, αυτόν και τους δικούς του, να μπήκαν στα πλοία και να βρέθηκαν στην Κάτω Ιταλία όπου έκτισαν την πόλη Πολίειο, αργότερα Ηράκλειο, Σίρη στη συνέχεια. Από εκεί πέρασε ο Ηρακλής με τα βόδια του Γηρυόνη. Είδε τον Κάλχα και, για να τον δοκιμάσει, τον ρώτησε πόσα αγριόσυκα είχε μια αγριοσυκιά. Ο μάντης απάντησε ότι ήταν τόσα, όσα χωρούσαν σε δέκα βαρέλια με ένα να περισσεύει. Ο Ηρακλής έκοψε τα αγριόσυκα, τα έβαλε στα βαρέλια και, στ’ αλήθεια, ένα δε χωρούσε. Μάταια ο ήρωας προσπαθούσε με μανία να βολέψει το ένα αγριόσυκο που περίσσευε. Ο Κάλχας γελούσε. Ο Ηρακλής θύμωσε και τον χτύπησε. Ο Κάλχας έπεσε νεκρός. Ο Ηρακλής τον έθαψε κάτω από την αγριοσυκιά.
(τελευταία επεξεργασία, 20 Ιουνίου 2022)