VI. ΝΑΥΠΛΙΟ

Κάτοικοι 11.900

Το Ναύπλιο είναι η πρωτεύουσα του νομού Αργολίδας και πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.

Το όνομα του Παλαμήδη, του ομηρικού ήρωα της περιοχής, ζει στον απότομο βραχώδη λόφο που βρίσκεται στο πιο χαρακτηριστικό σημείο του Ναυπλίου. Έχει ύψος 217 μ. και η άνοδος γίνεται από μια σκάλα, που κατά την παράδοση διαθέτει 999 βαθμίδες. Σήμερα το ανέβασμα στην κορυφή γίνεται και με αυτοκίνητο. Το κάστρο του Παλαμηδιού χρησιμοποιήθηκε και για φυλακές, ενώ τους θανατοποινίτες τους μετέφεραν στο Μπούρτζι, όπου έμεναν οι δήμιοι, για να καρατομηθούν με τη λαιμητόμο.

Η Ακροναυπλία, κοινώς Ιτς Καλέ, βρισκόταν σε μια χερσόνησο, σε λόφο ύψους 50 μέτρων. Εκεί στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά είχαν φυλακιστεί εκατοντάδες στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά την κατάρρευση του μετώπου παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές. Πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στις φυλακές Χαϊδαρίου, απ’ όπου συχνά μεταφέρονταν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής για εκτέλεση. Ακροναυπλιώτες ήταν οι 200 που εκτελέστηκαν την  Πρωτομαγιά του 1944.

Στην είσοδο του Ναυπλίου υπάρχει σιδηροδρομικός σταθμός και η πλατεία Κολοκοτρώνη με το ορειχάλκινο άγαλμα του Γέρου του Μοριά, πανομοιότυπο με εκείνο που βρίσκεται μπροστά από την Παλιά Βουλή στην Αθήνα. Απέναντι βρίσκεται ένας άλλος ανθόκηπος με τον ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια. Στη συνέχεια ο επισκέπτης συναντά την Πλατεία των Τριών Ναυάρχων (των νικητών του Ναβαρίνου), όπου έχει στηθεί μνημείο του Δημητρίου Υψηλάντη. Εκεί υπήρχε το κυβερνείο του Καποδίστρια, που αργότερα έγινε ανάκτορο του Όθωνα. Το ιστορικό αυτό κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1929 και ο χώρος του έγινε πάρκο. Απέναντι είναι το πρώτο γυμνάσιο της Ελλάδας που ίδρυσε ο Όθων το 1833.

Ιστορική είναι η Πλατεία Συντάγματος. Εκεί βρισκόταν ο πλάτανος στου οποίου τη σκιά συνεδρίαζαν οι καπεταναίοι. Εκεί βγήκε και η  γνωστή παροιμιώδης έκφραση «τα μυστικά φάγανε τον κυβερνήτη». Οι Μαυρομιχαλαίοι καθισμένοι κάτω από τον πλάτανο σχεδίασαν τη δολοφονία του Καποδίστρια και τις συζητήσεις τους τις έκαναν κατά τρόπο συνωμοτικό σκύβοντας και μιλώντας ο ένας στο αφτί του άλλου μυστικά. Στην πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα υπάρχουν ακόμα τα βόλια που χτύπησαν τον Καποδίστρια.

Ιστορικό είναι και το βενετσιάνικο μέγαρο στην παραλία του Ναυπλίου που χτίστηκε το 1715 για να χρησιμοποιηθεί για αποθήκη του ενετικού στόλου. Τώρα στεγάζει το Αρχαιολογικό μουσείο της πόλης.

Σώζεται επίσης το κτίριο όπου συνεδρίασε η πρώτη Βουλή, η γνωστή και ως Βουλευτικό. Εκεί δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τον έπιασαν μέσα στο εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη, που επίσης σώζεται.

Ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι βυζαντινού ρυθμού και χτίστηκε το 1619.

Πολιούχος Άγιος του Ναυπλίου είναι ο Αναστάσιος ο Νεομάρτυς ο Ναυπλιεύς που μαρτύρησε το 1655 και η μνήμη του εορτάζεται την 1η Φεβρουαρίου.

Στο προάστιο Πρόνοια υπάρχει σκαλισμένος σε βράχο ο Λέων. Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Σίγκελ σε ανάμνηση των Βαυαρών που πέθαναν στην Ελλάδα από επιδημία πανούκλας το χρονικό διάστημα 1833 - 1834.

Στο Ναύπλιο λειτουργούν, εκτός από το Αρχαιολογικό Μουσείο, και Λαογραφικό, Παιδικό και Πολεμικό.

Τηλέφωνα: Αστυνομία 275.20.27.776, Τροχαία 275.20.22.972, Δήμος 275.20.24.444, 275.20.23.332, Λιμεναρχείο 275.20.27.022, ΟΤΕ 275.20.28.399, Νοσοκομείο 275.20.27.309,

Ταξί 275.20.23.600, 275.20.27.393, Ραδιοταξί 275.20.24.120, 275.20.24.720, 275.20.27.717.

 

                                            Η ιστορία του Ναυπλίου

 

Ναύπλιος και Παλαμήδης:

Μετά την ερωτική περιπέτειά της με τον Ποσειδώνα (βλ. [ Πατριδογνωσία ] «Ιστορία της Αργολίδας»: Αλλαγή φρουράς), η κόρη του Δαναού, Αμυμώνη, βρέθηκε στην Εύβοια, παρασυρμένη από τα κύματα. Εκεί, όταν ήρθε ο καιρός της, γέννησε τον Ναύπλιο. Όταν ο Ναύπλιος μεγάλωσε, έγινε ξακουστός θαλασσοπόρος.

Κάποτε, οι άνεμοι τον οδήγησαν σε μια βραχώδη παραλία κοντά στην Τίρυνθα. Ο Ναύπλιος έκτισε στον τόπο αυτό την πόλη Ναυπλία, την οποία οχύρωσε με κυκλώπεια τείχη. Ίδρυσε ναό στον πατέρα του Ποσειδώνα και δημιούργησε την αμφικτιονία της Καλαυρίας.

Δισέγγονός του ήταν ο Ναύολος που απέκτησε γιο τον Κλυτόνιο κι αυτός τον Ναύπλιο τον νεότερο, σύμφωνα με όσα παραδίδει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος. Κατά τον Απολλόδωρο, πρώτος και δεύτερος Ναύπλιος ήταν το ίδιο πρόσωπο: Απλά, έζησε πάμπολλα χρόνια και μετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία, όντας για λίγο και κυβερνήτης στην Αργώ.

Κάποια στιγμή, ο Ναύπλιος βρέθηκε στα μέρη της Κνωσού. Ο εκεί βασιλιάς Κατρέας του εμπιστεύτηκε τις κόρες του, Κλυμένη και Αερόπη, να πάει να τις πνίξει ή να τις πουλήσει σκλάβες κάπου μακριά. Ο Ναύπλιος προτίμησε να παντρευτεί την Κλυμένη και να δώσει την Αερόπη γυναίκα του Πλεισθένη, γιου του Ατρέα. Η Κλυμένη γέννησε του Ναύπλιου τον Παλαμήδη, ενώ σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Πλεισθένης απέκτησε από την Αερόπη τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο.

Ο Παλαμήδης μεγάλωσε κι έγινε γενναίο αλλά και σοφό παλικάρι. Όταν ο Τύνδαρος έστειλε κήρυκες να διαλαλήσει ότι παντρεύει την κόρη του, ωραία Ελένη, ο Παλαμήδης δεν ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που ενδιαφέρθηκαν και άρα δεν είχε δεθεί με τον όρκο των μνηστήρων ότι θα βοηθούσαν τον όποιο διάλεγε η Ελένη, αν ποτέ χρειαζόταν. Ήταν όμως πρωτοξάδελφος του Μενέλαου. Όταν ο Πάρις έκλεψε την ωραία Ελένη, έσπευσε να τον βοηθήσει. Παλαμήδης και Μενέλαος (κι ο Νέστορας της Πύλου) πήγαν στην Ιθάκη να ζητήσουν από τον Οδυσσέα να συνδράμει στον πόλεμο κατά της Τροίας. Τον βρήκαν να φορά ανάποδα τον σκούφο του και να οργώνει ένα χωράφι έχοντας ζεμένα στο αλέτρι ένα βόδι κι ένα άλογο και σπέρνοντας αλάτι αντί για σπόρο.

Ο Παλαμήδης κατάλαβε αμέσως ότι ο πολυμήχανος Οδυσσέας το έπαιζε τρελός. Άρπαξε από την αγκαλιά της Πηνελόπης τον Τηλέμαχο και τον έστησε μπροστά στο αλέτρι. Αναγκαστικά, ο Οδυσσέας σταμάτησε τα ζωντανά του. Μίσησε θανάσιμα τον Παλαμήδη αλλά υποσχέθηκε ότι θα ακολουθήσει τους άλλους, όταν θα κινούσαν για την Τροία.

Αργότερα, όταν οι Αχαιοί μαζεύτηκαν στην Αυλίδα, μάταια περιμένοντας να φυσήξει για να σαλπάρουν για την Τροία, ο στρατός στασίαζε κάθε λίγο και λιγάκι, επειδή το συσσίτιο και ήταν λίγο και μοιραζόταν άνισα. Ο Παλαμήδης τους έμαθε το αλφάβητο, τα ζύγια και τις ώρες ώστε το συσσίτιο να μοιράζεται σωστά και σε συγκεκριμένες στιγμές.

Φτάνοντας στην Τροία, οι Αχαιοί γνώριζαν από ένα μάντη ότι θα χρειάζονταν δέκα χρόνια ώσπου να την πάρουν. Για να κυλά ο χρόνος χωρίς η αναγκαστική απραξία στα διαστήματα ανάμεσα στις μάχες να πλήττει το στρατόπεδο, ο Παλαμήδης έμαθε τους στρατιώτες να παίζουν ζάρια που αυτός εφηύρε. Και, τον δέκατο χρόνο, όταν οι Αχαιοί έμειναν από τροφές, ο Παλαμήδης «πετάχτηκε» ως τη Δήλο κι έφερε τις τρεις κόρες του εκεί ιερέα (Οινότροποι ονομάζονταν) που καθεμιά τους είχε κι από μια επωφελή δυνατότητα: Ό,τι άγγιζε η πρώτη, γινόταν κρασί. Ό,τι η δεύτερη, δημητριακά. Κι ό,τι η τρίτη, λάδι.

 

Η πλεκτάνη του Οδυσσέα:

Με όλα αυτά, ο Παλαμήδης είχε γίνει πολύ αγαπητός στο στράτευμα και πολύ μισητός στον Οδυσσέα που του φύλαγε και το ότι αποκάλυψε την προσπάθειά του να μην πάει μαζί με τους άλλους στην εκστρατεία. Βάλθηκε να απαλλαγεί από αυτόν.

Κάποια στιγμή, ο Οδυσσέας συνέλαβε ένα δούλο από την Φρυγία που προσπαθούσε να μπει κρυφά στην Τροία για να παραδώσει στον αρχηγό των Λυκίων έναν ολόκληρο θησαυρό σε χρυσάφι. Πολυμήχανος καθώς ήταν, έστησε αμέσως την πλεκτάνη.

Πήγε και βρήκε τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα και του διηγήθηκε ένα όνειρο που υποτίθεται ότι είδε. Σύμφωνα με αυτό, οι Αχαιοί έπρεπε να μετακινηθούν για μια μόνο μέρα σε άλλη θέση, αν ήθελαν να γλιτώσουν θεϊκές συμφορές. Ο βασιλιάς πείστηκε. Όσο το στράτευμα βρισκόταν στη νέα θέση, ο Οδυσσέας δωροδόκησε ένα δούλο του Παλαμήδη να πάει στην εγκαταλειμμένη σκηνή και να θάψει το χρυσάφι του δούλου στο χώμα. Μετά, έβαλε τον δούλο να γράψει στα τρωικά μια επιστολή δήθεν του Πριάμου προς τον Παλαμήδη όπου ο βασιλιάς της Τροίας ευχαριστούσε τον Αχαιό ήρωα για τη βοήθεια που θα του έδινε εναντίον των Ελλήνων. Και του είχε ήδη στείλει τη σχετική αμοιβή.

Την επομένη, ο στρατός των Αχαιών επέστρεψε στο αρχικό στρατόπεδο. Ο Παλαμήδης γύρισε στη σκηνή του χωρίς να υποψιάζεται ότι στο δάπεδο κρυβόταν ολόκληρος θησαυρός σε χρυσάφι. Με τη σειρά του, ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Φρύγα δούλο να πάει το γράμμα στον Πρίαμο. Εκείνος έφυγε δοξάζοντας τους θεούς που γλίτωσε την αιχμαλωσία. Όμως, άνθρωπος του Οδυσσέα τον κυνήγησε και τον σκότωσε. Δεν έμενε παρά κάποιος να βρει το πτώμα του. Πραγματικά, ένας Αχαιός το είδε, το έψαξε, βρήκε το γράμμα κι αμέσως έσπευσε να το παραδώσει στον Αγαμέμνονα.

Στήθηκε δικαστήριο. Ο Παλαμήδης αρνιόταν κάθε ενοχή. Ο Οδυσσέας έσπευσε να τον υπερασπιστεί, δηλώνοντας ότι με τίποτα δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο Παλαμήδης μπορούσε να είναι ένοχος. Κι αφού το γράμμα έλεγε ότι η αμοιβή είχε ήδη σταλεί, ένας μόνο τρόπος υπήρχε για να αποδειχτεί η αθωότητά του: Να ψάξουν στη σκηνή του. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα βρισκόταν τίποτα οπότε θα έφευγε και η ρετσινιά από την άθλια πλεκτάνη!

Ανυποψίαστος, ο Παλαμήδης δέχτηκε να γίνει έρευνα κι ευχαρίστησε τον Οδυσσέα που το σκέφτηκε. Φυσικά, βρέθηκε το χρυσάφι κι όλοι πίστεψαν ότι ο Παλαμήδης ήταν προδότης. Άδικα ο ήρωας φώναζε πως είναι αθώος. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε με τον ατιμωτικό τρόπο του λιθοβολισμού.

 

Η εκδίκηση του Ναύπλιου:

Πίσω στη Ναυπλία, ο Ναύπλιος έμαθε τον ατιμωτικό θάνατο του γιου του, μπήκε σ’ ένα πλοίο κι έπιασε στην Τροία. Βρήκε τον Αγαμέμνονα και ζήτησε εξηγήσεις. Ο αρχιστράτηγος των Αχαιών ούτε που του έδωσε σημασία. Απευθύνθηκε στους άλλους ήρωες. Κανένας δεν ήθελε να ανοίξει κουβέντα μαζί του καθώς για όλους δεν ήταν παρά ο πατέρας ενός προδότη. Ο Ναύπλιος έφυγε να οργανώσει την εκδίκησή του.

Τριγύριζε στις πατρίδες των ηρώων κι έβαζε λόγια στις γυναίκες τους ότι κακώς έμεναν πιστές στους άνδρες τους που κοίταζαν ποια Τρωαδίτισσα θα πιάσουν σκλάβα για να την κάνουν ερωμένη. Αυτός, λένε, ήταν η αιτία που η Κλυταιμνήστρα έπεσε στα ερωτικά δίχτυα του Αίγισθου, αυτός έπεισε τους νέους του βασιλείου της Ιθάκης να πολιορκήσουν την πιστή Πηνελόπη, αυτός κανόνισε το ειδύλλιο ανάμεσα στον Κομήτη και την Αιγιάλεια, τη γυναίκα του Διομήδη. Στην Κνωσό, θέλησε να κάνει το ίδιο και με τη Μήδα, τη γυναίκα του Ιδομενέα αλλά δεν τα κατάφερε. Μπόρεσε όμως να πείσει τον Λεύκο να σφετεριστεί το βασίλειο που ο Ιδομενέας του εμπιστεύτηκε.

Όταν επιτέλους έπεσε η Τροία και οι Αχαιοί πήραν το δρόμο της επιστροφής, ο Ναύπλιος έστησε καρτέρι στο ακρωτήριο Καφηρέας (το Κάβο Ντόρο). Άναψε φωτιές που οι Αχαιοί πίστεψαν ότι οδηγούσαν τα πλοία τους σε ασφαλές λιμάνι. Ο Ναύπλιος όμως τα έστελνε ευθεία στα βράχια όπου τσακίζονταν. Πολλοί πνίγηκαν εκεί. Όσοι ναυαγούσαν αλλά κατόρθωναν να βγουν ξεθεωμένοι στη στεριά, σφάζονταν από τον Ναύπλιο επιτόπου.

Δεν άργησε όμως ο τραγικός πατέρας να μάθει ότι ο θάνατος του γιου του οφειλόταν σε πλεκτάνη του Οδυσσέα. Και, το χειρότερο, ο φταίχτης είχε γλιτώσει από τον όλεθρο που προκαλούσαν οι αναμμένες φωτιές του, ενώ η Πηνελόπη παρέμενε πιστή στον άνδρα της.

Η μια εκδοχή, αναφέρει ότι τρελάθηκε και βούτηξε κι αυτός στη θάλασσα του Καφηρέα και πνίγηκε. Η άλλη ότι τον πήραν είδηση οι Αχαιοί και τον κυνήγησαν. Διέφυγε στη Χαλκίδα όπου τον έκαναν βασιλιά τους.

 

Το Άργος και ο γάιδαρος:

Η περιοχή του Ναυπλίου κατοικείται συνεχώς από τη Μέση Παλαιολιθική εποχή. Ως κράτος, η Ναυπλία διατηρούσε την ανεξαρτησία της και ανταγωνιζόταν το Άργος ως τον Ζ’ π.Χ. αιώνα. Η παράδοση θέλει τους Ναυπλιώτες να ανακαλύπτουν το κλάδεμα των αμπελιών: Κάποιος είδε ένα γάιδαρο να τρώει ένα κλήμα. Τον έδιωξε αλλά το κακό είχε γίνει: Από το κλήμα, είχε φαγωθεί σχεδόν το μισό. Μετά από καιρό, αυτός ο κάποιος ξαναπέρασε από την περιοχή όπου βρισκόταν το κλήμα. Το βρήκε φουντωμένο, θαλερό και γεμάτο τσαμπιά. Το κλάδεμα είχε ανακαλυφθεί. Κι ευγνωμονώντας τον γάιδαρο, οι Ναυπλιώτες του έστησαν ένα πέτρινο άγαλμα.

Στα μέσα του Ζ’ π.Χ. αιώνα, η φίλη του Ναυπλίου, Σπάρτη, είχε μπλέξει στον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Ο βασιλιάς του Άργους, Δημοκρατίδας, βρήκε ευκαιρία και εισέβαλε στη Ναυπλία. Οι άντρες μπήκαν κρυφά στην πόλη, κατέσφαξαν τους πολλούς, αιχμαλώτισαν και πούλησαν ως δούλους περισσότερους. Όσοι γλίτωσαν, έφυγαν νότια. Οι Σπαρτιάτες τους παραχώρησαν γη να κτίσουν καινούρια πόλη στην περιοχή της Μεθώνης, στη Μεσσηνία. Το Ναύπλιο μετατράπηκε σε επίνειο του Άργους και τειχίστηκε με ισχυρή οχύρωση. Στην πόλη έμεινε για λίγο ο Αντίγονος Γονατάς, όταν το 272 π.Χ. βάδιζε εναντίον του Πύρρου που βρισκόταν στο Άργος. Για αιώνες, η τύχη του Ναυπλίου συνδέθηκε με αυτή του Άργους.

 

Βυζαντινοί και Φράγκοι:

Ήταν το 569 μ.Χ., όταν οι Άβαροι εισέβαλαν στην περιοχή. Το Ναύπλιο αντιστάθηκε και τους απέκρουσε. Αποκρούστηκαν και οι Σλάβοι εισβολείς τον επόμενο αιώνα. Το Ναύπλιο ήταν πια μια αξιόλογη και οχυρή πόλη. Τον ΙΑ’ αιώνα, ο Άραβας γεωγράφος και ιστορικός Εντρεσί (ο Ενδρέζης των Βυζαντινών, 1099 – 1180), από την Ισπανία, στο μνημειώδες έργο του για τη γεωγραφία της Μεσογείου, ανέφερε το Ναύπλιο ως μια από τις 13 πιο αξιόλογες πόλεις της χερσονήσου του Αίμου. Στα 1180, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Μανουήλ Κομνηνός, έβαλε τον Θεόδωρο Σγουρό άρχοντα και φρούραρχο του Ναυπλίου με εντολή να καταπολεμήσει τους πειρατές που λυμαίνονταν τη θάλασσα. Στα χρόνια του, το Ναύπλιο αναβαθμίστηκε σε μητρόπολη.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους (1204) έδωσε την ευκαιρία στον Λέοντα Σγουρό, γιο του Θεόδωρου, να στήσει δικό του κράτος και να το φτάσει ως τον θεσσαλικό κάμπο. Την ίδια εκείνη ζοφερή χρονιά (1204), ο Λέων Σγουρός παντρεύτηκε την Ευδοκία, κόρη του έκπτωτου αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ και ερωμένη του νεκρού πια τελευταίου, πριν από τους Φράγκους, μονάρχη της Κωνσταντινούπολης, Αλέξιου Ε’ Μούρτζουφλου. Απέκτησε έτσι δικαιώματα στον αυτοκρατορικό θρόνο, ενώ ονομάστηκε σεβαστοκράτορας (τίτλος που όριζε τον αμέσως μετά τον αυτοκράτορα αξιωματούχο). Δεν τον ωφέλησε.

Στήνοντας το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός τον περιόρισε στα όρια του Ναυπλίου και του Άργους που μετέτρεψε σε κράτος. Στα 1208 κι ενώ προέλαυναν οι Φράγκοι, ο Λέων Σγουρός αυτοκτόνησε ηρωικά. Η χήρα του, Ευδοκία, παραχώρησε τα δικαιώματά της στον δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ Άγγελο. Αυτός έστειλε τον αδελφό του, Θεόδωρο, να κυβερνήσει στο όνομά του. Έμεινε εκεί δυο χρόνια.

Ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος πήρε την Κόρινθο και πολιόρκησε το Ναύπλιο στα 1210. Ο Θεόδωρος βρήκε καλύτερο να φύγει, οι Ναυπλιώτες αντέταξαν ηρωική άμυνα. Στα 1211, υπέγραψαν έντιμη ειρήνη, κρατώντας την δυτική μέσα στα τείχη μεριά της πόλης κι αφήνοντας στους Φράγκους την ανατολική. Η δυτική μεριά ονομάστηκε Ρωμαίικο (Castello di Greci)  και η ανατολική Φράγκικο (Castello di Frachi). Στα 1212, η πόλη παραχωρήθηκε στον Όθωνα ντε Λα Ρος της Αθήνας.

Ο κύρης της Αθήνας πήρε δώρο το Ναύπλιο, επειδή βοήθησε τον Βιλλαρδουίνο να πάρει την Πελοπόννησο. Οι Ναυπλιώτες διατήρησαν την αυτονομία τους, την ελευθερία της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων τους και τις περιουσίες τους. Για περίπου διακόσια χρόνια (ως το 1389), το Ναύπλιο απολάμβανε ειρήνη και ευημερούσε ως εμπορικό λιμάνι.

Ήταν το 1388 όταν η χήρα του Πέτρου Κορνάρου, Μαρία ντ’ Ανζιέν, ένιωσε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη διοίκηση του Ναυπλίου. Πούλησε την πόλη και την γύρω περιοχή της στη Βενετία. Ο δόγης της Βενετίας της εκχώρησε ισόβια σύνταξη, πεντακόσια δουκάτα τον χρόνο. Ο Βενετσιάνος προβλεπτής έφτασε εκεί στις αρχές του 1389.

 

Ενάμισης αιώνας αντίστασης:

Ήταν το 1394, όταν οι Τούρκοι των Γιουκ πασά και Μουρτάσι έφτασαν μπροστά στο Ναύπλιο και το πολιόρκησαν. Η μακριά πολιορκία κράτησε ως τη στιγμή που ο σουλτάνος Βαγιαζήτ τους ανακάλεσε, καθώς τον απειλούσαν οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου που είχαν εισβάλει στη Μικρά Ασία. Η ήττα των Οθωμανών στην πεδιάδα της Άγκυρας (1402) έδωσε στο Βυζάντιο ανάσα μισού αιώνα και απομάκρυνε τον κίνδυνο από το Ναύπλιο.

Ο τουρκικός στρατός του Μαχμούτ πασά (διοικητή της Αθήνας επί Μωάμεθ Β’ του Πορθητή), φάνηκε στα 1463. Στον Ισθμό της Κορίνθου, ο στρατός των Βενετσιάνων έπαθε πανωλεθρία. Μπροστά στις πύλες του Ναυπλίου όμως ήταν οι Τούρκοι που νικήθηκαν κατά κράτος. Στις μάχες, έπεσαν 5.000 Οθωμανοί. Ο Μαχμούτ έλυσε την πολιορκία κι έφυγε για να μην ξαναγυρίσει.

Ο γιος του Μωάμεθ, Βαγιαζήτ Β’ (σουλτάνος το 1481 – 1512), προσπάθησε πάλι να πάρει το Ναύπλιο. Κι αυτός ατύχησε. Η συνθήκη ανάμεσα στους Βενετσιάνους και τους Τούρκους (1502) άφηνε τους πρώτους κυρίαρχους του Ναυπλίου. Για μια γενιά, η ζωή κύλησε ειρηνικά στο Ναύπλιο που στολίστηκε με όμορφα κτίρια κι αύξησε τον πληθυσμό του. Στα 1530, οι κάτοικοί του έφταναν τους 13.299.

Ο επόμενος Οθωμανός που προσπάθησε να πάρει το Ναύπλιο, ήταν ο Κασίμ πασάς, στα 1537, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Β’ του Μεγαλοπρεπή. Βρήκε το Ναύπλιο οχυρωμένο κι απόρθητο καθώς συμπληρωματικές οχυρώσεις είχαν ανεγερθεί από τους Βενετσιάνους με το Κάτω Κάστρο στην Ακροναυπλία, που εφοδιάστηκε με πέντε κανόνια, τα «Πέντε Αδέλφια» όπως έμεινε να λέγεται. Και με την δημιουργία φρουρίου στο νησάκι της εισόδου στο λιμάνι. Ονομαζόταν νησί του Αγίου Θεόδωρου, επειδή πάνω σ’ αυτό είχε κτιστεί εκκλησάκι αφιερωμένο στον άγιο. Το νησάκι ονομάστηκε Καστέλι ή Μπούρτζι του Αγίου Θεοδώρου.

Συνολικά, 150 κανόνια υπεράσπιζαν το Ναύπλιο, ενώ ζημιά στους Ναυπλιώτες έκανε το τουρκικό κανόνι που οι Βενετσιάνοι αποκαλούσαν «fracaloso» (κοκαλοσπάστη). Κάποια στιγμή, στα 1538, ο Κασίμ πασάς αναγκάστηκε να τα παρατήσει και να αποχωρήσει.

Η συνθήκη για τη λήξη του πολέμου ανάμεσα στους Βενετσιάνους και τους Οθωμανούς υπογράφτηκε το 1538. Οι Βενετσιάνοι παρέδιδαν Ναύπλιο, Μονεμβασιά, νησιά του Αιγαίου και κάποιες θέσεις στη Δαλματία. Η παράδοση του Ναυπλίου έγινε στις 25 Νοεμβρίου του 1540. Βενετσιάνοι και, μαζί τους, πολλοί Έλληνες αποχώρησαν.

 

Τούρκοι καλοί, κακοί Βενετσιάνοι:

Ο ενάμισης αιώνας της πρώτης τουρκοκρατίας κύλησε ειρηνικά για το Ναύπλιο με τους Οθωμανούς να μην ενοχλούν ιδιαίτερα τους ντόπιους. Τα προνόμια επέτρεψαν την άνθιση του εμπορίου και η σχετική ελευθερία έπεισε πολλούς από εκείνους που είχαν φύγει να επιστρέψουν. Όμως, Βενετσιάνοι και Τούρκοι δεν είχαν λύσει οριστικά τις διαφορές τους. Οι Τούρκοι πήραν την Κρήτη (1669) στα χρόνια του σουλτάνου Μωάμεθ Δ’ (1648 - 1687) και προσπάθησαν και στην Αυστρία. Ο Μεγάλος Βεζίρης Καρά Μουσταφά έφτασε μπροστά στη Βιέννη και την πολιόρκησε (1682) περιμένοντας να πέσει η πόλη από την πείνα, χωρίς να επιχειρήσει έφοδο. Όμως, έσπευσαν οι Πολωνοί σύμμαχοι των Αυστριακών και διέλυσαν τους πολιορκητές (1683). Ο Καρά Μουσταφά ξέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον περίμενε ο δήμιος του σουλτάνου.

Οι Βενετσιάνοι θέλησαν να επωφεληθούν. Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι κυρίευσε την Πρέβεζα και το κάστρο της Κορώνης, σφάζοντας την εκεί τουρκική φρουρά (1684). Πέρασε διασχίζοντας όλη την Πελοπόννησο και ξεσήκωσε τους Έλληνες σε μιαν ακόμα επανάσταση. Οι Τούρκοι του Ναυπλίου αντιστάθηκαν σκληρά και η περιοχή γνώρισε μεγάλες καταστροφές. Από την Κωνσταντινούπολη, στάλθηκαν ενισχύσεις. Ο Μοροζίνι τις διέλυσε. Μη περιμένοντας βοήθεια άλλη, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Οι Βενετσιάνοι μπήκαν στο Ναύπλιο στις 20 Αυγούστου του 1686. Το βρήκαν ρημαγμένο: 22 εκκλησιές είχαν κατεδαφιστεί από τις βολές των βενετσιάνικων κανονιών, στη διάρκεια της πολιορκίας, μόλις τριάντα σπίτια έμεναν όρθια, οι πυριτιδαποθήκες είχαν ανατιναχτεί, το υδραγωγείο είχε καταστραφεί. Τον επόμενο χρόνο, έμελλε να ανατιναχτεί και ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη της Αθήνας, θύμα της συνέχειας των επιχειρήσεων του Μοροζίνι. Στο Ναύπλιο, μια επιδημία πανούκλας συμπλήρωσε την καταστροφή.

Οι Βενετσιάνοι θα κρατούσαν το Ναύπλιο τριάντα χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ανακήρυξαν την πόλη πρωτεύουσα του «Βασιλείου του Μορέως» και έδρα του νομού της Ρωμανίας (στα όρια των σημερινών Αργολίδας, Κορινθίας, Αρκαδίας και Ανατολικής Λακωνίας) με το όνομα Napoli di Romania. Η πόλη ανακαινίστηκε, το ανατολίτικο χρώμα που οι Τούρκοι της είχαν δώσει, εξαφανίστηκε, τα τείχη επιδιορθώθηκαν, νέα κτίρια υψώθηκαν. Βενετσιάνοι ιστορικοί στα γραπτά τους και διοικητές στις αναφορές τους μιλούσαν για «ευρωπαϊκή καθ’ όλα πόλη», «περιφημότερη», «ευγενέστερη», «θαυμασιότερη», «ωραιότερη των πόλεων της Ανατολής, το πρωτεύον φρούριο του βασιλείου του Μορέως». Μόνο που όλα αυτά αφορούσαν τους Βενετσιάνους. Οι Τούρκοι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να φύγουν, οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν σαν κατακτημένοι σκλάβοι. Ο Κ. Ν. Σάθας μιλά για άφιξη «ταγμάτων αποστόλων της Ρώμης» που προσπαθούσαν να κάνουν με το ζόρι καθολικούς τους κατοίκους, για «όχλους πειναλέων και σμήνος μαυροφόρων ιεροεξεταστών», ενώ μόνο βενετσιάνικα πλοία είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν εμπορεύματα ή επιβάτες, μόνο Βενετσιάνοι ευγενείς μπορούσαν να ασκούν το εμπόριο.

Για τους Έλληνες, η κατάσταση ήταν τέτοια, ώστε, κατά τον Κ. Ν. Σάθα, «εκ μέσης ψυχής ηυχήθησαν την επάνοδον του τουρκικού ζυγού», ενώ, κατά τον Μ. Οικονόμου, «εδίσταζον οι δυστυχείς ν’ αποφανθώσιν ποία των δύο εμπολέμων τυραννιών ήτο η χειροτέρα».

Μ’ όλα αυτά όμως, οι Βενετσιάνοι απλά «έσκαβαν τον λάκκο τους».

 

Η δεύτερη Οθωμανική κατάκτηση:

Ο Μοροζίνι έφυγε στη Βενετία το 1688, για να αναλάβει δόγης της Γαληνοτάτης. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, πέρασαν από το Ναύπλιο τρεις γενικοί προβλεπτές. Στα 1693, ο Μοροζίνι ξαναγύρισε. Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όπου προετοιμαζόταν για νέα εκστρατεία εναντίον των εδαφών που κατείχαν οι Τούρκοι. Πέθανε (1694) πριν να προλάβει να πράξει ο,τιδήποτε.

Στα 1714, ο Αχμέτ Γ’ (1703 – 1730) έμαθε ότι οι Βενετσιάνοι υποδαύλιζαν τους Μαυροβούνιους να κινηθούν εναντίον του. Απάντησε με μιαν εκστρατεία αστραπή. Ο στρατός του πέρασε τη Θεσσαλία. Στη Θήβα, Έλληνες πρόκριτοι από την Πελοπόννησο επισκέφτηκαν τον Τούρκο σερασκέρη, Αλή Δαούτ πασά, και δήλωσαν ότι υποφέρουν από τους Βενετσιάνους και θα δεχτούν τους Οθωμανούς ως ελευθερωτές. Ο πασάς απάντησε ότι, μετά το διώξιμο των Βενετσιάνων, η Πελοπόννησος θα κυβερνιόταν με τοπικό δημοκρατικό σύστημα υπό τον εκπρόσωπο της Πύλης («ραγιά ιμπαρέτ»).

Ήταν αρχές Ιουνίου του 1715, όταν 87.000 πεζοί και 22.000 καβαλάρηδες πέρασαν τον Ισθμό της Κορίνθου. Πήραν Κόρινθο και Ακροκόρινθο μετά από πολιορκία, το Άργος με έφοδο, κι έφτασαν στο Ναύπλιο. Το υπεράσπιζαν 1.700 Βενετσιάνοι και άλλοι ξένοι. Ανάμεσά τους ο Γάλλος συνταγματάρχης La Salle που έστειλε στον αρχηγό των πολιορκητών, Τοπάλ Οσμάν, τα σχέδια των οχυρώσεων του Παλαμηδίου κι αχρήστευσε τα κανόνια στην καθοριστική έφοδο (χρόνια αργότερα επιζούσε το δίστιχο «Ανάθεμα τον Σάλα / που βούλωσε τα τόπια»). Ο όχλος κατάλαβε την προδοσία του και τον λιντσάρισε αλλά το Παλαμήδι έπεσε μετά από πολιορκία οκτώ ημερών. Από εκεί, οι Τούρκοι έστρεψαν τα κανόνια προς την πόλη κι άρχισαν να κανονιοβολούν. Το Ναύπλιο παραδόθηκε.

Οι Τούρκοι εισέβαλαν στη ρημαγμένη πόλη και την ισοπέδωσαν. Αδιαφορώντας για το αν επρόκειτο για Έλληνες ή Βενετσιάνους, άνδρες ή γυναίκες ή παιδιά, έσφαζαν με μανία, ενώ πυρπολούσαν σπίτια, ναούς και ρήμαζαν κάθε πράγμα που νόμιζαν ότι έχει αξία.

Όταν τα πράγματα ηρέμησαν, ο σουλτάνος επισκέφτηκε το Ναύπλιο για να θαυμάσει ό,τι είχε απομείνει από αυτό. Ο στρατός του συνέχισε τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και την πήρε. Από τα εδάφη στη χερσόνησο του Αίμου, η συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), πόλης στη Σερβία, πάνω στον ποταμό Μοράβα, άφησε στη Βενετία κάποια σημεία της Δαλματίας και της Ηπείρου.

Οι Τούρκοι έμελλε να κρατήσουν το Ναύπλιο για ένα αιώνα. Ως το 1770, ήταν πρωτεύουσα του Βιλαετιού της Πελοποννήσου. Μετά, η έδρα της τουρκικής διοίκησης μεταφέρθηκε στην Τρίπολη. Στα 1779, όταν εφαρμόστηκε σχέδιο εξόντωσης των Αλβανών, ο Χασάν πασάς τους έφερε με δόλο στο Παλαμήδι και τους γκρέμισε στους βράχους. Η περιοχή, από τότε, ονομάστηκε Αρβανιτιά.

 

Η απελευθέρωση της πόλης:

Η πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου από τους Έλληνες, ξεκίνησε στις 4 Απριλίου του 1821 και διαλύθηκε στις 10 του μήνα. Η δεύτερη λύθηκε με την εκστρατεία του Κεχαγιάμπεη. Μια τρίτη προσπάθεια έγινε από τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Οι Τούρκοι εφοδιάστηκαν με τρόφιμα από δυο αγγλικά πλοία. Μετά την πτώση της Τρίπολης, τον Σεπτέμβριο του 1821, οι Τούρκοι του Ναυπλίου επιχείρησαν εξόδους εναντίον των Ελλήνων που τους πολιορκούσαν. Πετσοκόπηκαν στις 3 και στις 4 Οκτωβρίου. Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός του πυροβολικού, Βουτιέ (Voutier), μάταια προσπάθησε να πάρει το Μπούρτζι. Νέα έφοδος, του Νικήτα Σταματελόπουλου, στις 3 και 4 Δεκεμβρίου, δεν είχε καλύτερη τύχη. Οι Τούρκοι αντιστέκονταν ως τον Ιούνιο του 1822 αλλά πια δεν άντεχαν.

Αιχμάλωτος των Ελλήνων, ο Γιουσούφ Τσάπαρης έστειλε επιστολή στους πολιορκημένους και τους έπεισε να υπογράψουν έντιμη παράδοση. Η συμφωνία υπογράφτηκε στις 18 Ιουνίου αλλά δεν εφαρμόστηκε. Από τη Θεσσαλία κατέβαινε η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη και οι Τούρκοι του Ναυπλίου αναθάρρησαν. Ο Δράμαλης έλυσε την πολιορκία και πρόσθεσε ακόμα επτακόσιους άνδρες στη φρουρά της πόλης.

Μετά την καταστροφή του Μαχμούτ Δράμαλη στα Δερβενάκια, οι Έλληνες ξανάρχισαν την πολιορκία του Ναυπλίου. Δυο αυστριακά και ένα αγγλικό πλοίο που προσπάθησαν να πάνε τρόφιμα και πυρομαχικά στους Τούρκους, αιχμαλωτίστηκαν από ελληνικά πολεμικά. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1822, ο τουρκικός στόλος που έσπευδε να βοηθήσει τους πολιορκημένους, καταναυμαχήθηκε από τον ελληνικό ανάμεσα στην Ύδρα και την Ερμιόνη. Και οι ενισχύσεις που ο Δράμαλης προσπάθησε να στείλει από την Κόρινθο, διασκορπίστηκαν. Ο κλοιός γύρω από το Ναύπλιο στένεψε.

Οι Τούρκοι θέλησαν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους αλλά ο Κολοκοτρώνης απέρριψε τις προτάσεις τους. Στις 29 Νοεμβρίου (1822), ο πασάς του Ναυπλίου κάλεσε σε σύσκεψη τους αξιωματικούς (φρούραρχο και αγάδες) του Παλαμηδιού. Η σύσκεψη πήρε μάκρος και συνεχιζόταν ως αργά τη νύχτα. Οι λοιποί Τούρκοι του Παλαμηδιού ανησύχησαν, επειδή οι αξιωματούχοι τους δεν είχαν έγκαιρα επιστρέψει. Αποφάσισαν να κατέβουν κι αυτοί στο Ναύπλιο, να μάθουν τι συμβαίνει. Στο Παλαμήδι έμειναν καμιά εκατοστή φρουροί, ενώ δυο Αλβανοί που βρήκαν ευκαιρία να το σκάσουν, πληροφόρησαν τους Έλληνες ότι το κάστρο ήταν ουσιαστικά αφρούρητο.

Τη νύχτα, 29 προς 30 Νοεμβρίου, έβρεχε δυνατά, ενώ η μαύρη σκοτεινιά διακοπτόταν μόνο από τις αστραπές. Οι Έλληνες πλησίασαν αθέατοι τα τείχη. Ο Μοσχονησιώτης ακούμπησε την ανεμόσκαλα που κουβαλούσε στον τοίχο της Γιουρούς ντάπιας (προμαχών «Αχιλλέας») και σκαρφάλωσε επάνω. Ο Τούρκος φρουρός περισσότερο νοιαζόταν να προφυλαχτεί από τη βροχή παρά να προσέχει τον χώρο του. Αιχμαλωτίστηκε πριν να καταλάβει, τι συμβαίνει. Στις επάλξεις ανέβηκε κι ο Στάικος Σταϊκόπουλος με τους άνδρες του. Πλησίασαν την πύλη και την άνοιξαν με μοχλό.

Στο κάστρο μπήκαν ο Αθανάσιος Σταϊκόπουλος, ο Γκουβερνάντης κι άλλοι τριακόσιοι. Πήραν από μέσα τις ντάπιες Ταβίλ και Καρά (προμαχώνες «Φωκίων» και «Θεμιστοκλής»). Μόλις τότε τους πήραν είδηση οι υπόλοιποι Τούρκοι. Ήταν αργά γι’ αυτούς. Οπισθοχώρησαν στην ντάπια Μπαζιριάν («Μιλτιάδης») κι ετοιμάστηκαν να βάλουν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Τους συγκράτησε ο επικεφαλής τους. Οι Έλληνες υποσχέθηκαν να τους αφήσουν να κατέβουν κι αυτοί, ανενόχλητοι, στην πόλη. Το Παλαμήδι είχε πέσει στα χέρια των Ελλήνων, ουσιαστικά χωρίς να ριχτεί τουφεκιά.

Ξημέρωσε 30 Νοεμβρίου, εορτή του Αγίου Ανδρέα, και οι Έλληνες ανακάλυψαν μέσα στο Παλαμήδι τα ερείπια του ναού του Αγίου Ανδρέα που μόνο από την παράδοση γνώριζαν ότι υπήρχε. Τέλεσαν δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο ιερέας Γ. Βελλίνης που μετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις. Από το πρωί της ίδιας μέρας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε ανέβει στο Παλαμήδι. Έστρεψε τα κανόνια προς τα τείχη του Ναυπλίου κι έριξε πενήντα κανονιές. Μετά, έστειλε τελεσίγραφο στους Τούρκους της πόλης να παραδοθούν. Η παράδοση έγινε στις 3 Δεκεμβρίου του 1822.

Στις 8 Ιανουαρίου του 1823, με ψήφισμα του Βουλευτικού (της βουλής) και επικύρωση του Εκτελεστικού (της κυβέρνησης), το Ναύπλιο ορίστηκε έδρα της ελληνικής κυβέρνησης. Έγινε το κέντρο στο οποίο ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, χωρίς ωστόσο να πέσει στα χέρια του Ιμπραήμ. Σ’ αυτό κατέφευγαν οι διωκόμενοι απ’ όλη την υπόλοιπη χώρα Έλληνες. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1825, άρχισε να τυπώνεται εκεί η εφημερίδα της κυβερνήσεως. Στις 4 Μαΐου του 1827, η Γ’ Εθνοσυνέλευση (της Τροιζήνας) όρισε την πόλη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Από τις 2 Απριλίου, είχε εκλέξει κυβερνήτη της χώρας τον Ιωάννη Καποδίστρια. Οι Γάλλοι δεν το συγχώρησαν ποτέ στους Έλληνες.

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας:

Τρεις φορές ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τους Γάλλους ο Ιωάννης Καποδίστριας: Στην Κέρκυρα το 1807, όταν αναγκάστηκε να εκπατριστεί, στη Ζυρίχη το 1813 - 1815 όταν δημιούργησε τα ελβετικά καντόνια και στο Ναύπλιο το 1831 όταν οργάνωσαν τη δολοφονία του και τελείωσαν οριστικά μαζί του.

Ο Ιωάννης ήταν ο δεύτερος γιος του Αντώνιου Καποδίστρια. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776, σπούδασε γιατρός κι εξελίχθηκε σε μεγάλο διπλωμάτη. Όσο ακόμη τα Επτάνησα ήταν κάτω από την επικυριαρχία της Ρωσίας, έφτασε να γίνει γραμματέας του κράτους. Στα 1807, τα νησιά καταλήφθηκαν από τους Γάλλους κι ο Ιωάννης Καποδίστριας εξαναγκάστηκε να εκπατριστεί. Κατέφυγε στη Ρωσία.

Γρήγορα βρέθηκε γραμματέας της ρωσικής πρεσβείας στην Αυστρία και, μετά, στην Ελβετία. Η χώρα ζούσε κάτω από το καθεστώς της διαμεσολάβησης που της είχε επιβάλει ο Μέγας Ναπολέων. Στα 1813, οι Ελβετοί ξεσηκώθηκαν, κατάργησαν την «Πράξη» αλλά δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Ο Καποδίστριας κατόρθωσε να τους συμφιλιώσει προτείνοντας την εφαρμογή ενός ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης: Τα 22 αυτοδιοικούμενα καντόνια που και σήμερα υπάρχουν.

Στα 1815, εκπροσωπούσε τη Ρωσία στο συνέδριο της Βιέννης και στη διάσκεψη του Παρισιού, όπου πέτυχε να αναγνωριστεί η αυτονομία της Επτανήσου κάτω από την αγγλική προστασία. Η οργάνωση της ελληνικής επανάστασης τον βρήκε υπουργό Εξωτερικών του τσάρου. Στα 1820, αρνήθηκε να μπει επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας πιστεύοντας πως θα υπηρετούσε καλύτερα την πατρίδα του ως υπουργός της Ρωσίας. Στα 1821, μετέτρεψε σε αυστηρή ουδετερότητα την εχθρική στάση του τσάρου απέναντι στην ελληνική επανάσταση κι ουσιαστικά παραιτήθηκε, όταν ο Αλέξανδρος Α’ δεν έδειξε διάθεση να βοηθήσει τους Έλληνες.

Στα 1827 όμως, η κατάσταση ήταν απελπιστική στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι πολιορκούσαν την ακρόπολη της Αθήνας, ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ βρισκόταν στην Πελοπόννησο και οι Έλληνες τσακώνονταν μεταξύ τους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ξεκίνησε τις εργασίες της η εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Η πιο σημαντική απόφασή της πάρθηκε στις 2 Απριλίου του 1827: Εξέλεξε κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Η πρόταση έφτασε στον αποδέκτη της όταν πια είχε καταστραφεί ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος στο Ναβαρίνο (8 Οκτωβρίου του 1827) και η αποχώρηση των Τουρκοαιγυπτίων από την Πελοπόννησο ήταν ζήτημα χρόνου. Ο Καποδίστριας δέχτηκε με συγκίνηση.

Κατέπλευσε στο Ναύπλιο, στις 6 Ιανουαρίου του 1828 και βρήκε την Ελλάδα υπό διάλυση. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Πέντε μέρες αργότερα, μετέφερε την πρωτεύουσα στην Αίγινα. Διόρισε μια 27μελή κυβέρνηση και μια γραμματεία με πρώτο πρόεδρο τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη κι έμεινε στο νησί ως το 1829, οπότε ξαναγύρισε στο Ναύπλιο που πια οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να απειλήσουν.

Τη χρονιά εκείνη, τη Ρωσία κυβερνούσε ο τσάρος Νικόλαος Α’ που ξεκίνησε πόλεμο με την Τουρκία Τον Αύγουστο την είχε στριμώξει πολύ άσχημα. Οι Τούρκοι χρειάζονταν ενισχύσεις κι ανακάλεσαν τη στρατιά τους που στρατοπέδευε στην κατεχόμενη ακόμη Αττική.

Για τον Ιωάννη Καποδίστρια η ευκαιρία ήταν μοναδική. Εξήγησε στον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων Δημήτριο Υψηλάντη, τι ακριβώς ήθελε. Ο Υψηλάντης με 3.000 άνδρες κατέλαβε τα στενά της Πέτρας, στη Βοιωτία, κόβοντας την τουρκική αποχώρηση. Οι Τούρκοι έφτασαν εκεί στις 10 Σεπτεμβρίου του 1829. Οι αρχηγοί τους έμειναν έκπληκτοι. Φαντάζονταν πως οι Έλληνες δεν θα τους ενοχλούσαν, αφού αποχωρούσαν. Ήταν όμως αναγκασμένοι να δώσουν μάχη, αν ήθελαν να περάσουν.

Ξημερώματα 12 Σεπτεμβρίου του 1829 άρχισε η τουρκική επίθεση. Ως το μεσημέρι, εκατό Τούρκοι και τρεις Έλληνες κείτονταν νεκροί. Τα στενά της Πέτρας φάνταζαν απόρθητα. Οι Τούρκοι σήμαναν υποχώρηση. Καίγονταν να περάσουν και ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Ο Υψηλάντης υποσχέθηκε να τους αφήσει, μόνον αν έπαιρναν μαζί τους και τα στρατεύματα που είχαν στη Λιβαδειά, στην Αλαμάνα και στις Θερμοπύλες.

Οι επικοινωνίες της εποχής κάθε άλλο παρά άψογες μπορούσαν να θεωρηθούν και οι Τούρκοι δεν διαθέτανε τις καλύτερες. Δεν ήξεραν ότι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος είχε τελειώσει από τη 1 Σεπτεμβρίου. Έτσι, στις 14 του μήνα άρχισαν την εκκένωση με τους Έλληνες να βοηθούν στη μετακόμιση. Η απελευθέρωση ολόκληρης της Ανατολικής Στερεάς κόστισε τρεις νεκρούς και δώδεκα τραυματίες. Τους τελευταίους της ελληνικής επανάστασης.

Στη Βρετανία, οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στην Αγγλία, τη Ρωσία και τη Γαλλία για το μέλλον της Ελλάδας κατέληξαν σε συμφωνία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Τότε, υπογράφτηκε το λεγόμενο πρωτόκολλο του Λονδίνου. Με το πρώτο του άρθρο, έδινε στη χώρα μας αυτό που ποθούσε: Τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της:

«Η Ελλάς θέλει σχηματίσει εν κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσφεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».

Θυσίες και μάχες εννιά χρόνων και δυο χρόνων άοκνες διπλωματικές προσπάθειες του Ιωάννη Καποδίστρια καρποφορούσαν. Στις 30 Απριλίου, η Τουρκία αποδέχτηκε το πρωτόκολλο, αναγνωρίζοντας κι αυτή πως στο εξής είχε να κάνει με ανεξάρτητο κράτος. Όμως, πέρα από το πρώτο άρθρο, όλα τα άλλα σημεία του πρωτοκόλλου ήταν δυσμενή για την Ελλάδα. Εδαφικά, περιοριζόταν στην Πελοπόννησο, σ' ένα μόνο κομμάτι της Στερεάς, στην Εύβοια, τη Σκύρο και τις Κυκλάδες. Ως πολίτευμα, οριζόταν η κληρονομική μοναρχία, ενώ η αποδοχή του πρωτοκόλλου προϋπέθετε και την αποδοχή της ειρήνης με την Τουρκία.

Ο Καποδίστριας ήθελε το πρώτο άρθρο αλλ' όχι και τα υπόλοιπα. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του, η Γερουσία ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση να συνταχθεί υπόμνημα με παρατηρήσεις πάνω στο κείμενο του πρωτοκόλλου. Έτσι, ο Καποδίστριας απάντησε στις μεγάλες δυνάμεις πως η Ελλάδα υιοθετούσε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας αλλά πολύ δυσκολευόταν να εφαρμόσει τα υπόλοιπα άρθρα.

Οι καρποί της πολιτικής του ήρθαν μετά από δυο χρόνια, όταν ο ίδιος είχε πια δολοφονηθεί. Στα τρεισήμισι χρόνια, από τον Ιανουάριο του 1827 ως τον Σεπτέμβριο του 1831, ο Καποδίστριας κατάφερε να αναδιοργανώσει μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη τον στρατό και να διώξει τους Τούρκους από τη Ρούμελη (εκτός από την ακρόπολη της Αθήνας) και από την Πελοπόννησο. Πέτυχε να αναγνωριστεί η Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος με διεύρυνση των συνόρων που οι δυνάμεις πρότειναν. Εξάλειψε τη ληστοκρατία και την πειρατεία, ίδρυσε παντού δημοτικά σχολεία κι έφτιαξε διδασκαλείο. Οργάνωσε τη γεωργία, ίδρυσε γεωργική σχολή και καθιέρωσε την καλλιέργεια της πατάτας. Δημιούργησε Τράπεζα, έκοψε ελληνικό νόμισμα, οργάνωσε τη Δικαιοσύνη και τα οικονομικά του κράτους και ξόδεψε την προσωπική του περιουσία τσοντάροντας σε δημόσια έργα. Ουσιαστικά, παρέλαβε χάος και δημιούργησε κράτος.

Όμως, τα τριάντα χρόνια στην υπηρεσία του τσάρου δεν του επέτρεπαν να τα πηγαίνει και τόσο καλά με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Κυβερνούσε συγκεντρωτικά με συγκαλυμμένη απολυταρχία. Παραμέρισε και δυσαρέστησε τον Μαυροκορδάτο, τους Μαυρομιχαλαίους, τον Μιαούλη κι όλους τους άλλους που μοιράζονταν την εξουσία, πριν να έρθει. Η επιμονή του να θέλει διεύρυνση των συνόρων σε βάρος της Τουρκίας, δυσαρεστούσε τη Γαλλία, που παρουσιαζόταν εκείνο τον καιρό ως ο μόνιμος προστάτης του σουλτάνου. Και η ύπαρξή του ανέστελλε την πραγματοποίηση ενός από τους όρους του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου: Να εγκαθιδρυθεί δηλαδή στην Ελλάδα κληρονομική βασιλεία. Ξένοι πράκτορες ανέλαβαν δράση: Με ενέργειες του Ανδρέα Μιαούλη, η Ύδρα και η Σύρος αποστάτησαν, ενώ οι Μαυρομιχαλαίοι υποκίνησαν στάση στη Μάνη. Ο Καποδίστριας απάντησε συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο αδερφός του Κωνσταντίνος κι ο ανιψιός του Γεώργιος μπήκαν κάτω από αστυνομική παρακολούθηση.

Ο πολιτάρχης, όπως λεγόταν τότε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντί να αλλάζει κάθε βδομάδα τους δύο χωροφύλακες συνοδούς των Μαυρομιχαλαίων, όπως είχε εντολή, τους άφησε 40 μέρες. Έτσι, οι παρακολουθούμενοι κατάφεραν να τους κάνουν συνεργούς. Λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι Μαυρομιχαλαίοι κι οι συνοδοί τους χωροφύλακες μπήκαν σε κατάστημα όπλων, στο Ναύπλιο. Οι Μαυρομιχαλαίοι πήραν δυο καινούρια, αγόρασαν και τσακμακόπετρες, τα δοκίμασαν πυροβολώντας μέσα στο μαγαζί, τα βρήκαν εντάξει, τα πλήρωσαν κι έφυγαν. Την Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου, μια γριά πήγε στην πολιταρχία και κατάγγειλε πως άκουσε τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη να κουβεντιάζουν με τους δυο χωροφύλακες ότι έπρεπε να σκοτώσουν τον Καποδίστρια μπροστά στην εκκλησία, την επομένη, Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου. Η αναφορά έφτασε στον πολιτάρχη που απέφυγε να ειδοποιήσει οποιονδήποτε.

Το Σάββατο, ο Καποδίστριας ήταν κρυολογημένος και δε βγήκε από το σπίτι. Την επομένη, 27 Σεπτεμβρίου του 1831, αποφάσισε να επισκεφτεί την εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος. Στα σκαλιά, τον πρόλαβαν οι Μαυρομιχαλαίοι κι οι δύο χωροφύλακες. Πυροβόλησαν και οι τέσσερις. Ο κυβερνήτης έπεσε νεκρός. Νεκρός έπεσε κι ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, καθώς τον τραυμάτισε ένας από τους φρουρούς του Καποδίστρια και το πλήθος τον λιντσάρισε.

Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κι οι δυο χωροφύλακες πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του Γάλλου πρεσβευτή, βαρόνου Ρουάν, στον οποίο παρέδωσαν τα όπλα τους. Εκεί τους βρήκε κι ο πολιτάρχης. Σε λίγο, ο φρούραρχος του Ναυπλίου, Αντόνιο Φιγκέιρα ντ’ Αλμέιντα (1784 - 1847), ζητούσε από τον πρέσβη να του παραδοθούν οι δολοφόνοι. Ο Ρουάν τα έχασε. Γνώριζε πως ο Πορτογάλος φιλέλληνας φρούραρχος ήταν παντρεμένος με τη Ζωή Μαυροκορδάτου και τον υπολόγιζε στη δική του μεριά. Όμως, ο υποστράτηγος πια μαχητής δεν είχε ξοδέψει τα χρόνια του πολεμώντας στην Ελλάδα για να ανεχθεί πολιτικές ίντριγκες και δολοφονίες.

Ο Ρουάν ζήτησε επίσημα χαρτιά. Ο φρούραρχος γύρισε το απόγευμα με το ένταλμα. Το υπέγραφαν τα μέλη της προσωρινής επιτροπής, που σχηματίστηκε μετά τη δολοφονία: Ο αδερφός του νεκρού, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο αρχηγός του γαλλικού κόμματος Ιωάννης Κωλέττης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο πρεσβευτής απάντησε πως δεν αναγνωρίζει καμιά προσωρινή επιτροπή. Ο Αλμέιντα, περίπου, του είπε: Ή τους παραδίδεις με το καλό ή θ’ αφήσω τα πλήθη να μπουν μέσα, οπότε ούτε για σένα εγγυώμαι.

Παραδόθηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ο Μαυρομιχάλης κι ο ένας χωροφύλακας σε θάνατο κι ο άλλος σε 20 χρόνια φυλακή. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης εκτελέστηκε. Οι χωροφύλακες αμνηστεύτηκαν. Στα 1838, ο καταδικασμένος σε θάνατο ήταν λοχίας κι ο άλλος σωματοφύλακας των Μαυρομιχαλαίων.

 

Ο εμφύλιος και η μεταπολίτευση:

Η είδηση για τη δολοφονία του κυβερνήτη προκάλεσε την άμεση αντίδραση των διοικητών του ελληνικού τακτικού στρατού που έβγαλαν περιπόλους στους δρόμους και κατάφεραν να διατηρήσουν την τάξη. Την ίδια ώρα, ο αδελφός του δολοφονημένου, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, μη έχοντας άλλο στήριγμα, έστελνε στη Μάνη να ειδοποιήσουν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και συγκάλεσε την Γερουσία σε έκτακτη συνεδρίαση.

Μόλις έξι ώρες μετά τη δολοφονία, ο Γέρος του Μοριά έμπαινε στο Ναύπλιο καλπάζοντας, επικεφαλής 150 καβαλάρηδων. Η παρουσία του προκάλεσε ανακούφιση σε λαό και Γερουσία. Με ψήφισμά τους, οι γερουσιαστές εξέλεξαν τριμελή «Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος» με τον Αυγουστίνο Καποδίστρια πρόεδρο και μέλη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον έμπειρο πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη, που όμως είχε τις δικές του φιλοδοξίες. Εναντίον τους συνασπίστηκαν οι αντιπολιτευόμενοι τον νεκρό Καποδίστρια «συνταγματικοί» (αυτοί που ζητούσαν την ψήφιση συντάγματος). Οι Έλληνες χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα:

Κυβερνητικοί, οι οπαδοί της Επιτροπής, συνταγματικοί οι αντίθετοι που υποστήριζαν (και μάλλον είχαν δίκιο) ότι η Γερουσία είχε παρανομήσει, ως αναρμόδια να εκλέξει κυβέρνηση, καθώς το έργο αυτό ανήκε στην υπό αναστολή εργασιών διατελούσα Δ’ Εθνοσυνέλευση.

Προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέων εκπροσώπων σε μια ανανεωμένη Εθνοσυνέλευση (την είπαν Ε’). Ο Κωλέττης προωθούσε τους δικούς του, ο Αυγουστίνος κυβερνητικούς, οι συνταγματικοί τρίτους κι ο Κολοκοτρώνης στη μέση προσπαθούσε να κρατά ισορροπίες. Η βία και η νοθεία βασίλευαν και στο Ναύπλιο κατέπλευσαν διπλάσιοι από τον κανονικό αριθμό πληρεξούσιοι, ενώ ήδη ο Κωλέττης είχε διαφωνήσει δημόσια, είχε προχωρήσει στην προβολή δικού του κόμματος και είχε προσεταιριστεί τους συνταγματικούς. Τελικά, μια εξελεγκτική επιτροπή ανέλαβε να ξεσκαρτάρει τα πληρεξούσια, απορρίπτοντας τα πλαστά. Βρέθηκαν ενενήντα έγκυρα.

Στην πρώτη τακτική συνεδρίαση, 7 Δεκεμβρίου του 1831, η τριμελής Επιτροπή υπέβαλε τις παραιτήσεις της. Στη δεύτερη, 8 του μήνα, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εκλέχτηκε προσωρινός (μέχρι την οριστική ψήφιση συντάγματος) «πρόεδρος της κυβερνήσεως» προκαλώντας οριστική διάσπαση της εθνοσυνέλευσης. Οι μάχες κυβερνητικών και συνταγματικών ξεκίνησαν την επομένη, 9 Δεκεμβρίου, με τους κυβερνητικούς να έχουν μαζί τους και τον τακτικό στρατό και να στριμώχνουν άσχημα τους αντιπάλους τους. Την επομένη, οι συνταγματικοί ζήτησαν να τους επιτραπεί ειρηνική αποχώρηση. Έφυγαν στις 12 του μήνα και μαζί τους πήγε και ο Κωλέττης. Στην Κόρινθο, έστησαν νέα συνέλευση.

Αυτόματα, στην Ελλάδα λειτουργούσαν δύο εθνοσυνελεύσεις και δύο κυβερνήσεις: 1. Του Αυγουστίνου Καποδίστρια. Και 2. Των συνταγματικών με ουσιαστικό «πρωθυπουργό» τον Κωλέττη, καθώς οι δυο άλλοι εκλεγέντες (Κουντουριώτης και Ζαΐμης) έμεναν στην Ύδρα. Ο εμφύλιος ήταν πια γεγονός. Με την εκλογή του ανώτατου άρχοντα να εκκρεμεί. Και με τους συνταγματικούς να ενισχύονται από τους παλιούς καπεταναίους του απελευθερωτικού αγώνα.

Τον Φεβρουάριο του 1832 ξεκίνησαν οι διαδικασίες των τριών δυνάμεων για την εκλογή του Όθωνα. Τον Μάρτιο, η Εθνοσυνέλευση του Ναυπλίου ανακήρυξε τον Αυγουστίνο Καποδίστρια «κυβερνήτη της Ελλάδος» με προφανή σκοπό να αναγνωριστεί πρωθυπουργός από τον νέο βασιλιά, όποτε αυτός ερχόταν. Σε καθοριστικές μάχες, οι κυβερνητικοί νικήθηκαν από τους συνταγματικούς, επήλθε ένα είδος συμβιβασμού, ο Αυγουστίνος παραιτήθηκε κι έφυγε στην Κέρκυρα. Στο Ναύπλιο, έμειναν οι Γάλλοι και οι οπαδοί τους, οι «μοσχόμαγκες» όπως αποκλήθηκαν. Πήραν την ονομασία από κάποιον Μόσχο «μαγκατζή» (υπαξιωματικό) των ατάκτων, φανατικό οπαδό των Γάλλων. Το παρατσούκλι κόλλησε και στους οπαδούς του γαλλικού κόμματος του Κωλέττη αλλά έμεινε να σημαίνει ουσιαστικά τον ψευτόμαγκα.

 

Ο Όθων στο Ναύπλιο:

Στις 18 Ιανουαρίου του 1833, ο βασιλιάς των Ελλήνων Φρειδερίκος Λουδοβίκος Όθων κατέπλευσε στο Ναύπλιο. Στο Παρίσι, ο Γερμανός δημοσιογράφος Καρλ Λούντβιχ Μπέρνε που ζούσε εξόριστος εκεί, περιέγραψε την άφιξη με σκωπτικά λόγια:

«Και κει που ο αρχαίος Διογένης έκανε βόλτα στην παραλία, παρέα με τον Περικλή και τον Ιπποκράτη, ένα πλοίο ήρθε κι άραξε. Κατέβηκε ένα παιδαρέλι, ο Όθωνας, που είδε τον κόσμο κι άρχισε να απαγγέλλει το διάγγελμά του:

‘‘Έλληνες,

Καθώς σας είναι γνωστό, η Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια ανήκε στη Βαυαρία. Οι Πελασγοί ζούσαν στο Όντενβαλντ και οι Ίωνες κατάγονται από το Λάντσγουντ. Εγώ ήρθα εδώ για να σας κάνω ευτυχισμένους (…). Εσείς να κοιτάτε μόνο τις ελιές σας. Είστε μέλη της Γερμανικής Ένωσης. Οι υπουργοί μου θα σας ανακοινώσουν τις τελευταίες αποφάσεις της γερμανικής ομοσπονδιακής βουλής. Για βασιλική επιχορήγηση θα μου δίνετε έξι εκατομμύρια γρόσια και θα σας επιτρέπω να πληρώνετε τα χρέη μου…’’.

Ο Διογένης έχωσε το φανάρι του στο πρόσωπο το νεοφερμένου μουρμουρίζοντας ότι για άνθρωπο έψαχνε κι όχι για κάποιον να τον φορέσει σαμάρι, ο Περικλής αναρωτήθηκε πότε μίλησε για ξενόφερτο ηγεμόνα στον Επιτάφιό του και ο Ιπποκράτης, πιο πρακτικός, πήγε κι έφερε έξι αραμπάδες τρελόχορτο μήπως και φέρει στα συγκαλά του τον παλαβό ξένο…».

Στο Ναύπλιο όμως πανηγύριζαν. Διαδηλωτές φώναζαν «Ζήτω το σύνταγμα, ζήτω ο Όθων» καθώς, αρχές Μαρτίου του 1832, έγινε γνωστό το περιεχόμενο της κοινής προκήρυξης των τριών μεγάλων δυνάμεων, που είχε εκδοθεί στις 26 Φεβρουαρίου. Ανάμεσα στα άλλα, έλεγε:

«Έλληνες,

Τα της νέας τύχης σας συνεπληρώθησαν. Αι Αυλαί της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας εξέλεξαν εσχάτως τον βασιλέα σας κατά την γενομένη προς αυτάς υπό του ελληνικού έθνους αίτησιν (…).

Έλληνες,

Περικλείσατε τον νέον υμών άνακτα μετ’ ευγνωμοσύνης και αγάπης. Πιστοί υπήκοοι, κυκλώσατε τον θρόνον του. Βοηθήσατε δια της αφοσιώσεώς σας αυτόν να παράσχη οριστικόν σύνταγμα εις το κράτος και εξασφαλίσει εξωτερικώς μεν την ειρήνην, εσωτερικώς δε την ησυχίαν, το κράτος των νόμων και την τάξιν…».

Οι διαδηλωτές δεν έδιναν σημασία στο γεγονός ότι κανένας δεν είχε ζητήσει από τους ξένους να βρουν βασιλιά για την Ελλάδα, παρέβλεπαν το ότι τους φόρτωναν έναν άγνωστο πιτσιρικά και κολλούσαν στην αναφορά ότι ο «βασιλιάς» τους θα παραχωρούσε σύνταγμα. Γι’ αυτό και πανηγύριζαν. Αγνοούσαν άλλωστε ότι ο μπαμπάς του Όθωνα είχε συγκατανεύσει να γίνει ο γιος του βασιλιάς με τον όρο ότι δεν θα τον έμπλεκαν με «συνταγματικά πειράματα».

Οι Βαυαροί έφτασαν στις 18 Ιανουαρίου του 1833. Πρώτα ξεμπάρκαραν 3.850 στρατιώτες, μετά δεκάδες μέλη του στρατιωτικού και πολιτικού επιτελείου κι αμέσως μετά η Αυτού Μεγαλειότης ο πιτσιρικάς Όθων που θα έπαιζε τον βασιλιά, αν και χρειαζόταν ακόμα πέντε μήνες για να γίνει 18 χρόνων, ενώ, για να θεωρηθεί ενήλικος, έπρεπε να κλείσει τα είκοσι. Ως τότε, τη χώρα θα κυβερνούσε βαυαρικό «συμβούλιο αντιβασιλείας» με πρόεδρο τον Άρμανσπεργκ και μέλη τους Μάουερ, Έιντεκ, Γκένερ και Άβελ. Έπιασαν αμέσως δουλειά.

Παραμέρισαν τους Έλληνες, τοποθέτησαν στις θέσεις κλειδιά Βαυαρούς, αγνόησαν τα προβλήματα της χώρας, πήγαν ενάντια στην ψυχολογία του λαού κι έγιναν μισητοί. Τον Δεκέμβριο του 1834, έφυγαν από το Ναύπλιο καθώς πρωτεύουσα της Ελλάδας είχε από τον Σεπτέμβριο ανακηρυχτεί η Αθήνα.

Θα περνούσαν περίπου 28 χρόνια ως την 1η Φεβρουαρίου του 1862, οπότε ξέσπασαν τα «Ναυπλιακά»: Η εναντίον του Όθωνα επανάσταση. Χίλιοι στρατιώτες υπό τους Πάνο Κορωναίο, Αρτέμιο Μίχο και τον δικαστικό Γ. Πετιμεζά. Μαζί με τους περίπου χίλιους πολιτικούς κρατούμενους στην Ακροναυπλία που απελευθερώθηκαν και μερικές εκατοντάδες νέους εθελοντές που σχημάτισαν ιερό λόχο, ξεκίνησαν αντιδυναστικό αγώνα. Η βασιλική κυβέρνηση του Αθανάσιου Μιαούλη έστειλε εναντίον τους στρατό 7.000 ανδρών. Μέσα Μαρτίου του 1862, η επανάσταση είχε κατασταλεί. Οι πολλοί από τους επαναστάτες αμνηστεύτηκαν. Οι μη αμνηστευμένοι, μαζί με 190 που θέλησαν να τους ακολουθήσουν, μπήκαν στο γαλλικό πολεμικό «Πελεκάν» και το αγγλικό «Κάστορας» κι έφυγαν από τη χώρα. Επέστρεψαν τον επόμενο Οκτώβριο, όταν ο Όθων είχε πια εκθρονιστεί (12 Οκτωβρίου του 1862).

 

(Έθνος της Κυριακής, 2001 – 2002) (τελευταία επεξεργασία, 9.7.2011)

Επικοινωνήστε μαζί μας