Το έπος 1940 - 1941

Το ότι η Ελλάδα ήταν προγραμματισμένος στόχος της Ιταλίας, το γνώριζε από τον Απρίλιο του 1939, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία. Kι από τις 10 Ιουνίου του 1940, η Ελλάδα περίμενε τη σειρά της. Την ημέρα εκείνη, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αγγλία και στην ήδη κατακτημένη από τους Γερμανούς Γαλλία, ελπίζοντας σε κάποια εδαφικά κέρδη στις Άλπεις. Δεν τα πήρε αλλά ο Μουσολίνι, στον πανηγυρικό της ημέρας, μιλώντας στους Ιταλούς για τον πόλεμο με τη Γαλλία, αφιέρωσε και μια παράγραφο στους άλλους υποψήφιους. Είχε πει:

«Ήδη, αφότου ο κύβος ερρίφθη και η θέλησή μας έκαψε τις γέφυρες, πίσω μας, δηλώνω κατηγορηματικά ότι η Ιταλία δεν σκοπεύει να παρασύρει στη σύρραξη άλλους λαούς που συνορεύουν με αυτήν από ξηρά ή θάλασσα. Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία, η Ελλάδα και η Αίγυπτος ας σημειώσουν αυτά τα λόγια. Εξαρτάται από αυτές και μόνον αυτές το αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι».

Όποιος ξέρει να διαβάζει μέσα από τις γραμμές, τι εννοείται και όχι τι λέγεται, εύκολα καταλάβαινε το νόημα. Ο Μουσολίνι έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει αν τα όμορα κράτη τηρούν ή όχι την πρέπουσα στάση. Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη, Ιωάννης Πολίτης, από τις 15 Μαΐου 1940, ειδοποίησε την Αθήνα να περιμένει αιφνιδιασμό. Στις 18 Ιουνίου, όταν πια ο Μουσολίνι ήξερε πως δεν του λάχαινε ούτε τετραγωνικό μέτρο από τα γαλλικά εδάφη, οι Ιταλοί πέρασαν στα έργα: Μια μονάδα του ελληνικού στόλου δέχτηκε απροειδοποίητα αεροπορική επίθεση. Άλλη αεροπορική επίθεση έγινε κατά του αντιτορπιλικού «Ύδρα». Και άλλη σε ελληνικά πλοία, στον Κορινθιακό. Ακόμα μία, στη Ναύπακτο. Κι άλλη στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Καμιά δε βρήκε το στόχο της.

Στις 7 Αυγούστου 1940, ο Μεταξάς κάλεσε τον πρεσβευτή της Ιταλίας στην Ελλάδα, Εμανουέλε Γκράτσι, «προκειμένου να καθορίσει το ζήτημα των ελληνοϊταλικών σχέσεων» που δηλητηριάζονταν «από σφαλεράν διαχείρισιν λεπτομερειακών ζητημάτων». Και του διαμαρτυρήθηκε τόσο για τις επιθέσεις εναντίον των ελληνικών πλοίων και τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από ιταλικά πολεμικά αεροπλάνα, όσο και για τον «τραχύ τόνο με τον οποίο ο κόμης Τσιάνο (υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας) απευθύνεται στον πρεσβευτή της Ελλάδας στη Ρώμη».

Ο Γκράτσι είπε περίπου ότι δεν είχε ιδέα για τις επιθέσεις και την παραβίαση του εναέριου χώρου και ότι θα ζητούσε στοιχεία από τη Ρώμη, ενώ για το απαράδεκτο ύφος του Τσιάνο, παρατήρησε:

«Ενώ ο εν Ρώμη πρέσβης της Ελλάδος είναι καθ’ όλα άριστος, εν τούτοις φαίνεται ότι δεν είναι εξοικειωμένος με τον ζωηρό τρόπο έκφρασης των Ιταλών και παρεξηγεί την ζωηρότητα της έκφρασης, αποδίδοντας σ’ αυτή μη φιλική διάθεση ή δυσπιστία που δεν υπάρχουν».

Ο Μεταξάς του απάντησε ότι, παρ’ όλα αυτά, θα το εκτιμούσε, αν, χάριν της «ελληνοϊταλικής φιλίας», ο τόνος του Τσιάνο γινόταν πιο ευγενικός.

Νωρίτερα, την ίδια μέρα (7 Αυγούστου), ο Ιωάννης Πολίτης είχε κληθεί στο ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου ο υφυπουργός επί των Αλβανικών Υποθέσεων, Μπελίνι, με προσβλητικό τρόπο, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι παραβιάζει την ουδετερότητά της επιτρέποντας σε αγγλικά πλοία να πιάνουν στις ελληνικές ακτές. Ο Πολίτης είχε ήδη ενημερώσει την Αθήνα και ο Μεταξάς το ανέφερε στον Γκράτσι. Ο Ιταλός προφασίστηκε παρεξήγηση:

«Μάλλον δεν κατάλαβε ο κ. Πολίτης. Το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών δεν εννοούσε ότι τα αγγλικά πλοία πιάνουν στην Ελλάδα εν γνώσει των ελληνικών αρχών. Οι ελληνικές ακτές είναι εκτεταμένες και δύσκολα φυλάγονται, οπότε τα αγγλικά πλοία πιάνουν εν αγνοία της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναρωτήθηκε, πώς παραβιάζεται η ουδετερότητα της Ελλάδας, αν ο ελλιμενισμός αγγλικών πλοίων γίνεται χωρίς την άδεια και εν αγνοία των αρχών.

Η συζήτηση έληξε με τον Γκράτσι να δηλώνει ρητά ότι οι Έλληνες βρίσκονται σε πλήρη πλάνη, αν νομίζουν ότι οι διαθέσεις τόσο του Μουσολίνι όσο και του Τσιάνο δεν είναι φιλικές:

«Δεν σας λέγω την προσωπική μου γνώμη αλλά σας μιλώ ως πρέσβης της Ιταλίας: Ουδεμία δυσπιστία της Ιταλίας προς την Ελλάδα και την κυβέρνησή της υπάρχει», κατέληξε.

Τρεις μέρες αργότερα, στις 10 Αυγούστου, ήρθε η ανακοίνωση για τη δολοφονία του Νταούτ Χότζα. Στις 11 Αυγούστου, σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος έγραφε: «Ο μεγάλος Αλβανός πατριώτης, Νταούτ Χότζα, δολοφονήθηκε από Έλληνες πράκτορες, στην ελληνοαλβανική μεθόριο». Και το ημιεπίσημο ιταλικό «Πρακτορείο Στέφανι» μετέδιδε:

«Ο υποταγμένος στην Ελλάδα αλβανικός πληθυσμός έχει συγκλονιστεί από το τρομερό πολιτικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Ο μεγάλος Αλβανός πατριώτης, Νταούτ Χότζα, που γεννήθηκε στην αλύτρωτη Τσαμουριά, δολοφονήθηκε άγρια σε αλβανικό έδαφος, κοντά στα σύνορα. Το σώμα του βρέθηκε ακέφαλο. Οι Έλληνες πράκτορες, δολοφόνοι του, παρέδωσαν το κεφάλι του στις ελληνικές αρχές…».

Ο Νταούτ Χότζα ήταν επικηρυγμένος ληστής, καταζητούμενος στην Ελλάδα και στην Αλβανία από είκοσι χρόνια πριν για φόνους και ένοπλες ληστείες. Τον είχαν σκοτώσει δυο Αλβανοί πάνω σε καβγά. Οι δολοφόνοι είχαν, ήδη, συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές και η Ιταλία το ήξερε, έχοντας επίσημα ειδοποιηθεί. Και όλα αυτά είχαν γίνει πριν από δυο μήνες. Στις 14 Αυγούστου, το Αθηναϊκό Πρακτορείο μετέδιδε το μακροσκελές ποινικό μητρώο του Αλβανού πατριώτη. Την ίδια μέρα, ο Ιωάννης Πολίτης ειδοποιούσε από τη Ρώμη πως το φερέφωνο των φασιστών, ο δημοσιογράφος Γκάιντα, με άρθρο του ξεκινούσε γενική επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα πράγματα είχαν αγριέψει.

 

 

Ξημέρωνε Δεκαπενταύγουστο, όταν το παλιό κι ένδοξο καταδρομικό «Έλλη» έπιασε στην Τήνο σημαιοστολισμένο, επίσημη κρατική συμμετοχή στη γιορτή της Παναγιάς. Προσκυνητές πλημμύριζαν το νησί. Στις 8.30’ το πρωί, τρεις τορπίλες κατευθύνονταν προς τον όρμο. Η πρώτη βρήκε μια ξέρα κι έσκάσε κοντά στον φάρο. Η δεύτερη έπεσε στον κυματοθραύστη. Η τρίτη χτύπησε την «Έλλη» στα ύφαλα. Ο πάταγος ξεσήκωσε το νησί. Η «Έλλη» έγειρε λαβωμένη. Μάταια προσπάθησαν να τη ρυμουλκήσουν. Στις 9.45’ βυθίστηκε. Στις 6 το απόγευμα της ίδιας μέρας, ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το ατμόπλοιο «Φρίντομ» στα Μάλια της Κρήτης. Δεν κατάφεραν να το χτυπήσουν.

Τα θραύσματα από τις τορπίλες αποκάλυπταν την ταυτότητα του αθέατου δολοφόνου: ιταλικός αριθμός μητρώου, ιταλικά στοιχεία. Η κυβέρνηση έκανε την ανήξερη: «Άγνωστης εθνικότητας», το υποβρύχιο που χτύπησε την «Έλλη». Όμως, ούτε ο ελληνικός λαός ούτε ο ξένος Τύπος ξεγελάστηκαν: Σηκώθηκε παγκόσμιος σάλος από το έγκλημα. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν. Σκαρφίστηκαν εγγλέζικη προβοκάτσια για να παρασυρθεί η Ελλάδα στον πόλεμο. Στο ημερολόγιό του, ο Τσιάνο αναζητούσε την υστεροφημία: «Αυτός ο μέθυσος Ντε Βέκι φταίει», έγραψε. Και Ντε Βέκι είναι το όνομα του Ιταλού τότε διοικητή των Δωδεκανήσων».

Στα απομνημονεύματά του, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, Γκράτσι, σημείωσε:

«Το έγκλημα της Τήνου είχε αποτέλεσμα (για να μην πω, έκανε το θαύμα) να δημιουργηθεί στην Ελλάδα μια ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί κι αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου, πείστηκαν πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα: Την Ιταλία. Και πως, αν δε γινόταν να αποφευχθεί μια σύγκρουση με την Ιταλία, θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστεί ο εχθρός με ανδρισμό, παρά να υποχωρήσει το ελληνικό έθνος σε κάποιον που δε δίσταζε να μεταχειριστεί τέτοια μέσα».

Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης, οι ιταλικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας λιγόστεψαν. Ο Χίτλερ δυσφορούσε. Και δυσφορούσε, επειδή ήθελε να ρίξει όλο το βάρος στη μάχη της Αγγλίας, ενώ για τα Βαλκάνια σχεδίαζε συνολική ρύθμιση. Ο Μουσολίνι δεν μπορούσε να παραβλέψει τον βόρειο εταίρο, πολύ περισσότερο, που, για τις 27 Σεπτεμβρίου, προγραμματιζόταν (και πραγματοποιήθηκε) η υπογραφή του τριμερούς συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Οπωσδήποτε, στον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα είχαν δοθεί εντολές να επεξεργαστεί ένα σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα. Και είχαν μεταφερθεί στην Αλβανία 30.000 άνδρες.

Στις 4 Οκτωβρίου, ο Χίτλερ κι ο Μουσολίνι συναντήθηκαν στα, από το 1938, γερμανοϊταλικά σύνορα, στη διάβαση Μπρένερ των Άλπεων. Συζήτησαν αναλυτικά για το τι πρέπει να γίνει με την Ελλάδα. Ο Χίτλερ προτιμούσε διπλωματική πίεση και κατάληψη της Κρήτης. Επέμενε σε μια συνολική ρύθμιση που θα περιλάμβανε και τη Γιουγκοσλαβία. Και λησμόνησε να πει στον Μουσολίνι τα σχέδιά του για τη Ρουμανία. Ο Ντούτσε τα έμαθε από το ραδιόφωνο στις 7 Οκτωβρίου: Η Ρουμανία κυριεύτηκε «για να προστατευτούν τα πετρέλαιά της από τους Άγγλους». Εξοργίστηκε.

Ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα ειδοποιήθηκε να βρίσκεται στη Ρώμη στις 14 του μήνα. Εκεί, έμαθε πως θα μετείχε σε σύσκεψη, στο ιδιαίτερο γραφείο του Μουσολίνι, την επομένη, 15 Οκτωβρίου 1940. Βρήκε να τον περιμένουν, εκτός από τον ντούτσε, ο υπουργός Εξωτερικών κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο στρατάρχης Πέτρος Μπαντόλιο και όλοι οι στρατηγοί του επιτελείου. Ανέπτυξε το σχέδιό του «Εμεργκέντσα Γκ.» (Emmergenza G.): Εκατό χιλιάδες άνδρες θα ρίχνονταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα ταυτόχρονα με μιαν επίθεση των Βουλγάρων στη Μακεδονία, ενώ η μεραρχία Μπάρι θα έκανε απόβαση στην Κέρκυρα και θα κυρίευε διαδοχικά Κεφαλληνία και Ζάκυνθο. Το σχέδιο εγκρίθηκε, ο Τσιάνο ανέλαβε να στήσει την αφορμή κι ο Μουσολίνι έστειλε γράμμα στον από το 1918 βασιλιά Βόρι Γ’ (1894 - 1943) της Βουλγαρίας. Ημέρα Χ ορίστηκε η 26 Οκτωβρίου. Λίγες μέρες αργότερα, αναβλήθηκε για τις 28, επειδή καθυστερούσε η προώθηση στα σύνορα των υπολοίπων ως τους 100.000 άνδρες, που προβλέπονταν.

Η πρώτη απογοήτευση για τον Μουσολίνι ήρθε από τον Βόρι: Πολύ θα ήθελε τη Μακεδονία αλλά φοβόταν μια πιθανή επέμβαση της Τουρκίας, αν έμπαινε στην Ελλάδα. Ο Μουσολίνι αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς τη Βουλγαρία. Στις 22 Οκτωβρίου, ο Τσιάνο άρχισε να συντάσσει το τελεσίγραφο. Στις 23, ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη ειδοποίησε την Αθήνα πως οι Ιταλοί σκόπευαν να επιτεθούν ανάμεσα στις 25 και στις 28 του μήνα.

Από τις 13 Οκτωβρίου, ο Έλληνας πρέσβης στην Ουγγαρία είχε ειδοποιήσει ότι στο εκεί υπουργείο Εξωτερικών θεωρούσαν επικείμενη την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα. Και στις 21 του μήνα, ο Έλληνας υποπρόξενος στους Αγίους Σαράντα τηλεγράφησε ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής του προωθήθηκαν στα σύνορα. Κι ακόμα, στις 25 Οκτωβρίου, ο Έλληνας πρέσβης στην Ελβετία ειδοποίησε ότι, κατά πληροφορίες από το Βερολίνο, «η επίθεση εναντίον της Ελλάδας είναι ζήτημα ημερών», ενώ (την ίδια μέρα) ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στα Τίρανα τηλεγράφησε ότι «ευρισκόμεθα εις τα πρόθυρα ιταλικής δράσεως». Η Ελλάδα γνώριζε.

Στην κρίσιμη στιγμή, ώρα 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, τα διατάγματα της επιστράτευσης του ναυτικού, της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κήρυξης της αεροπορίας σε εμπόλεμη κατάσταση, της ανάληψης της γενικής αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων από τον βασιλιά Γεώργιο, του διορισμού του Αλέξανδρου Παπάγου ως αρχιστράτηγου των δυνάμεων ξηράς και όλα τα παρεπόμενα ήταν έτοιμα και απλά υπογράφτηκαν από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου.

Στις 24 Οκτωβρίου, στημένο επεισόδιο έγινε στους Αγίους Σαράντα: Η αφορμή που ο Τσιάνο είχε υποσχεθεί: Τρεις βόμβες έσκασαν, κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη, με θύματα δυο ελαφρά τραυματίες, με τις αρχές να καταζητούν τους «Έλληνες ή Βρετανούς πράκτορες» που τις έβαλαν. Και το πρακτορείο Στέφανι μετέδωσε ότι «ελληνική συμμορία επιτέθηκε με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες εναντίον αλβανικών φυλακίων στην Κορυτσά».

Παρ’ όλα αυτά, στις 25 Οκτωβρίου, έφτασε στην Αθήνα ο Αντόνιο Πουτσίνι για την πρεμιέρα στο Εθνικό θέατρο της όπερας «Μαντάμ Μπατερφλάι» του διάσημου πατέρα του, Τζιάκομο. Νύχτα Σαββάτου 26 προς 27 Οκτωβρίου, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, έδινε δεξίωση στην πρεσβεία με σκοπό «την αναθέρμανση των σχέσεων φιλίας, που ενώνουν τους δύο λαούς». Την ίδια νύχτα, 26 προς 27 Οκτωβρίου, οι υπάλληλοι της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το κείμενο του τελεσιγράφου που σε δόσεις ερχόταν από τη Ρώμη και που ο Γκράτσι έπρεπε να επιδώσει στον Μεταξά.

Δεξίωση και αποκρυπτογράφηση κράτησαν ως τις πρωινές ώρες. Ξημερώματα Κυριακής 27 Οκτωβρίου, ο Γκράτσι έμαθε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Έδωσε τις δέουσες εντολές και πήγε για ύπνο. Την ίδια μέρα, 27 Οκτωβρίου, η μεραρχία Μπάρι επιβιβάστηκε στα οπλιταγωγά που όμως δεν απέπλευσαν, επειδή υπήρχε θαλασσοταραχή. Η απόβαση στην Κέρκυρα αναβλήθηκε για τη 1η Νοεμβρίου οπότε ματαιώθηκε οριστικά καθώς κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά της Μπάρι στην Αλβανία.

 

Ο Ιωάννης Μεταξάς κατοικούσε σε ένα παλιό διώροφο αρχοντικό, στην Κηφισιά. Μαζί του έμενε ένας ακόλουθος που κοιμόταν σε δωμάτιο στο ισόγειο. Σε μια σκοπιά έξω από τη σιδερένια πόρτα του κήπου εναλλάσσονταν μέρα νύχτα χωροφύλακες φρουροί. Το πάτημα ενός κουμπιού στη σκοπιά έκανε ένα ηλεκτρικό κουδούνι να ηχήσει στο δωμάτιο του ακόλουθου.

Ο Εμμανουέλε Γκράτσι κατοικούσε στο κτίριο της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα. Μεσάνυχτα Κυριακής 27 προς 28 Οκτωβρίου ειδοποίησε τον στρατιωτικό του ακόλουθο να πάει στην πρεσβεία με το αυτοκίνητό του. Ειδοποίησε και τον Αλβανό Ντεσάντο, επίσημο διερμηνέα του. Λίγο μετά τις 2 τα ξημερώματα, το αυτοκίνητο του στρατιωτικού ακολούθου έβγαινε από το κήπο της πρεσβείας. Οδηγούσε ο ίδιος ο ακόλουθος. Στη θέση του συνοδηγού ο Ντεσάντο. Πίσω, ο Γκράτσι. Είχε διαλέξει αυτόν τον τρόπο για να μην προκαλέσει ανησυχίες στους όποιους ξενύχτηδες θα τύχαινε να συναντήσουν. Η πρεσβευτική λιμουζίνα σίγουρα θα προκαλούσε υποψίες τέτοια άγρια ώρα.

Τρεις παρά δέκα, το αυτοκίνητο έφτασε έξω από την πόρτα του αρχοντικού στην Κηφισιά. Ο Ντεσάντο βγήκε και πλησίασε τον χωροφύλακα φρουρό. Ο πρεσβευτής της Ιταλίας επιθυμούσε να δει τον πρωθυπουργό για μια εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση. Ο φρουρός πάτησε το κουμπί. Το κουδούνι ήχησε στο δωμάτιο του ακόλουθου. Ξύπνησε. Από το παράθυρό του, είδε το αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος. Είδε και το σημαιάκι με τις τρεις κάθετες λουρίδες. Χρώματα δεν αναγνώρισε στο σκοτάδι. Ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο του Μεταξά και τον ξύπνησε.

«Ήρθε κάποιος ξένος διπλωμάτης και σας γυρεύει. Μάλλον της γαλλικής πρεσβείας».

Ο Μεταξάς κοίταξε το ρολόι.

«Τέτοια ώρα;», μουρμούρισε υποψιασμένος. Πέρασε μια ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες του και κατέβηκε στον κήπο. Από μια πλαϊνή πόρτα, έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο, αναγνώρισε την ιταλική σημαία και κατάλαβε. Ξαναμπήκε στον κήπο, πήγε στην κεντρική πόρτα, την άνοιξε, χαιρέτησε τον Γκράτσι και είπε στον χωροφύλακα να τους αφήσει να περάσουν. Ο Αλβανός και ο στρατιωτικός ακόλουθος προτίμησαν να μείνουν στον κήπο. Ο Γκράτσι κι ο Μεταξάς ανέβηκαν στο σαλονάκι του πρώτου ορόφου. Γνώριζαν και οι δύο γαλλικά και δεν χρειάζονταν διερμηνέα. Κάθισαν. Ο Γκράτσι μπήκε αμέσως στο θέμα:

«Με έχουν επιφορτίσει να σας επιδώσω αυτή τη διακοίνωση», είπε. Ο Μεταξάς πήρε το έγγραφο κι άρχισε να διαβάζει:

Η Ιταλία κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραβίασε τις αρχές της ουδετερότητας, παραχώρησε διευκολύνσεις στον βρετανικό στόλο και καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουριάς. Για όλα αυτά, η Ιταλία ζητούσε να εγκατασταθούν ιταλικές δυνάμεις σε στρατηγικά σημεία, ώστε να διασφαλιστεί η ελληνική ουδετερότητα, ειδάλλως «κάθε αντίδραση θα καμφθεί δια των όπλων». Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 6 το πρωί της 28ης του Οκτώβρη του 1940. Ο Μεταξάς κοίταξε το ρολόι του. Περασμένες τρεις!

«Alors, c’ est la guerre» (λοιπόν, έχουμε πόλεμο), διαπίστωσε.

«Δεν είναι απαραίτητο», απάντησε ο Γκράτσι και συμπλήρωσε: «Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποδεχτείτε τους όρους της και θα επιτρέψετε να περάσει ο ιταλικός στρατός».

Με κάποια δόση ειρωνείας, ο Μεταξάς τον ρώτησε:

«Και πώς πιστεύετε ότι μπορεί να γίνει αυτό; Λέτε ότι θα ξεκινήσετε επίθεση στις 6 το πρωί, σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ακόμα και να το ήθελα, φαντάζεστε ότι σ’ αυτό το διάστημα προλαβαίνω να ξυπνήσω τον βασιλιά και να τον ενημερώσω, να ειδοποιήσω υπουργό Στρατιωτικών και γενικό επιτελείο, να θέσω σε κίνηση τις τηλεγραφικές υπηρεσίες, να συγκαλέσω υπουργικό συμβούλιο και να παρθούν οι σχετικές αποφάσεις; Και έστω ότι γίνονται όλα αυτά. Ποια είναι τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας;».

«Δεν έχω ιδέα», απάντησε αυθόρμητα ο Γκράτσι.

«Επομένως, έχουμε πόλεμο», επανέλαβε ο Μεταξάς. Ο Γκράτσι ψέλλισε ότι ελπίζει πως όχι, και αποχώρησε. Κοντοστάθηκε ακούγοντας τον Μεταξά να σχολιάζει:

«Vous êtes les plus forts» (είστε οι πιο δυνατοί).

Γράφει στα απομνημονεύματά του ο Γκράτσι:

«Ένιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Έλληνα πρωθυπουργό και έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο».

Με όλα αυτά, η ώρα είχε πάει 3.15΄. Ο Μεταξάς τηλεφώνησε να ξυπνήσουν τον βασιλιά Γεώργιο Β’, τον οποίο και ενημέρωσε. Αμέσως μετά, τηλεφώνησε στον πρεσβευτή της Βρετανίας, Πάλερετ, που είπε ότι σπεύδει στην Κηφισιά. Ξύπνησε τον Παπάγο και τον αντιναύαρχο Σακελλαρίου, αρχηγό του ΓΕΝ, και συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο στο υπουργείο Εξωτερικών. Μετά, τηλεφώνησε στους Έλληνες πρεσβευτές στην Άγκυρα και στο Βελιγράδι. Στις 4, ο Πάλερετ του χτυπούσε την πόρτα. Τον διαβεβαίωσε ότι η Βρετανία θα τηρούσε τις δεσμεύσεις της. Κατέβηκαν στην Αθήνα. Το υπουργικό συμβούλιο ξεκινούσε τη συνεδρίασή του στις 5.30’ το πρωί, ενώ η Αθήνα ακόμα κοιμόταν. Την ίδια ώρα, στα ελληνοαλβανικά σύνορα ξεκινούσαν οι βολές του ιταλικού πυροβολικού. Οι στρατηγοί βιάζονταν και δεν περίμεναν καν να εκπνεύσει το τελεσίγραφο.

Στα σύνορα έβρεχε κατακλυσμιαία. Αστραπές και βροντές σκέπαζαν τον κρότο από τις βολές του ιταλικού πυροβολικού με αποτέλεσμα οι φρουροί των συνόρων να αργήσουν να πάρουν χαμπάρι, τι ακριβώς συνέβαινε. Είχαν όμως σαφείς εντολές για την περίσταση. Από την Παρασκευή, 26 Οκτωβρίου, είχαν εντοπίσει ότι οι Ιταλοί έπαιρναν επιθετική διάταξη, είχαν όλοι προετοιμαστεί και περίμεναν με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Στις 4 το πρωί ο μέραρχος της 8ης υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος μάθαινε για το τελεσίγραφο. Μόλις οι Έλληνες φρουροί των συνόρων συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν μόνο βροντές αλλά και πυρά, παράτησαν τις σκοπιές και συνέκλιναν στα προκαθορισμένα σημεία προκάλυψης.

Την πρώτη ώρα, οι Ιταλοί διέθεταν 100.000 άνδρες, άγνωστο αριθμό μελανοχιτώνων και κάμποσους στρατολογημένους Αλβανούς. Είχαν 135 πυροβολαρχίες και ένα τάγμα πολυβόλων, 150 άρματα μάχης και 18 ίλες ιππικού. Και υποστηρίζονταν από 400 αεροπλάνα.

Την ίδια ώρα, οι Έλληνες διέθεταν 35.000 άνδρες με 40 πυροβολαρχίες. Και η ελληνική αεροπορία είχε 130 αεροπλάνα που έπρεπε να καλύπτουν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.

 

 

Στην Ήπειρο, η 8η μεραρχία γνώριζε ακόμα και τη «διαδρομή» που οι Ιταλοί στρατηγοί είχαν επιλέξει! Πορεία προς τα Ιωάννινα και όχι προς τη Φλώρινα και τη Θεσσαλονίκη, επειδή αυτήν την είχαν αφήσει στη Βουλγαρία, καθώς οι επιτελείς του Μουσολίνι πίστευαν ότι οι Βούλγαροι θα εισέβαλλαν ταυτόχρονα με τους Ιταλούς. Οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά ότι, εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή, από τους Βουλγάρους δεν κινδύνευαν. Σχεδίασαν μια σειρά από εκπλήξεις που αποδείχτηκαν οδυνηρές για τους εισβολείς. Και είχαν εκπονήσει σχέδιο μεταφοράς δυνάμεων από τα ελληνοβουλγαρικά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Εφαρμόστηκε αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση.

Άλλωστε, το χτύπημα στην Τήνο ήταν το καμπανάκι που ενεργοποίησε τα ανακλαστικά του συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, αρχηγού πυροβολικού της 8ης μεραρχίας. Και η μεραρχία αυτή, επανδρωμένη ολοκληρωτικά από Ηπειρώτες, ήταν που επρόκειτο να αναλάβει το κύριο βάρος της άμυνας, σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης στην Ήπειρο. Χρήματα για οχυρώσεις και τέτοια δεν παρέχονταν. Κι ο συνταγματάρχης Μαυρογιάννης αφιέρωσε όλο τον χρόνο του, από της Παναγιάς ως τις 27 Αυγούστου, στην ανίχνευση της πορείας που θα ακολουθούσαν οι Ιταλοί σε περίπτωση εισβολής. Τον ενδιέφερε το πιθανό δρομολόγιο των ιταλικών δυνάμεων από τα σύνορα ως τη διάβαση ανάμεσα Καλπάκι και Γραμπάλα, που οδηγεί στα Γιάννενα. Μετά την ιταλική επίθεση, θα αποδεικνυόταν ότι δεν είχε πέσει έξω ούτε σε μονοπάτι!

Με τον χάρτη του «ιταλικού δρομολόγιου» στα χέρια, από τις 27 Αυγούστου 1940 κι έπειτα, πήρε σβάρνα τα ηπειρώτικα χωριά.

Γράφει ο Άγγελος Τερζάκης:

«Πήγαινε στα χωριά, φώναζε τον πρόεδρο της κοινότητας και τον παπά, έβαζε να χτυπήσουν την καμπάνα. Έβγαζε λόγο στους χωρικούς που συνάζονταν. Και τους έδινε να καταλάβουν πως ο αγώνας, αν είναι να γίνει, θα είναι για την Ελλάδα, για το σπίτι τους, για τα χώματά τους. Τον καταλάβαιναν* ήταν Ηπειρώτες, αυτός πολέμαρχος γεννημένος».

Επιστρατευμένοι εθελοντικά, οι χωρικοί αναλάβαιναν να εκτελέσουν ό,τι τους ζητούσε: καμουφλαρισμένα χαντάκια, υπονομεύσεις γεφυριών, φύτεμα ναρκών, φράξιμο σπηλιών. Ως τις 25 Οκτωβρίου, τα «έργα» είχαν τελειώσει. Την ημέρα εκείνη, από την Πίνδο όπου βρισκόταν επικεφαλής αποσπάσματος δυο χιλιάδων ανδρών, ο συνταγματάρχης Δαβάκης τηλεφώνησε στον μέραρχο υποστράτηγο Κατσιμήτρο, στα Γιάννενα, και ανέφερε ότι οι Ιταλοί απέναντί του είχαν πάρει επιθετική διάταξη. Το ίδιο είχαν διαπιστώσει και οι φρουροί των συνόρων, στην περιοχή της μεραρχίας.

 

 

Οι φαντάροι στα συνοριακά φυλάκια είχαν εντολή, σε περίπτωση εισβολής, να συγκλίνουν στη γραμμή άμυνας που περιλάμβανε και τη δίοδο ανάμεσα Καλπάκι και Γραμπάλα. Τα «έργα» του Μαυρογιάννη τους διευκόλυναν:

Μετά από το καταιγιστικό μπαράζ πυροβολικού των πρώτων ωρών, στις 28 Οκτωβρίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν την εισβολή «εν πομπή και παρατάξει», ακολουθώντας κατά γράμμα τη διαδρομή που είχε υποθέσει ο αρχηγός πυροβολικού: Μπροστά οι μοτοσικλετιστές, πίσω τα θωρακισμένα κι ακόμα πιο πίσω το πεζικό. Μετά τα πρώτα μέτρα, χάλασε η διάταξη. Τώρα, χτυπούσε το ελληνικό πυροβολικό.

Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Μηχανικού Πελένης υπηρετούσε στην μεθοριακή περιοχή της Αρινίτσας. Ξημερώματα, 28 Οκτωβρίου του 1940, ο χώρος τυραννιόταν από τις εκρήξεις όλμων και οβίδων. Ο έφεδρος ξάπλωσε στη δημοσιά κι άρχισε να σέρνεται ανάμεσα στα ορύγματα από τις οβίδες που έσκαζαν τριγύρω του. Υπονόμευσε την στρατηγικής σημασίας μεγάλη γέφυρα της Αρνίτσας κι έβαλε φωτιά στο φιτίλι. Όταν τα πρώτα, άγνωστα στους Έλληνες στρατιώτες, ιταλικά άρματα μάχης έφτασαν εκεί, αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Η γέφυρα είχε τιναχτεί στον αέρα.

Δοκίμασαν να προχωρήσουν από τη δεξιά όχθη. Τα δυο πρώτα χάθηκαν στο βάθος μιας καλά καμουφλαρισμένης αντιαρματικής τάφρου. Τα υπόλοιπα λοξοδρόμησαν για να αποφύγουν το εμπόδιο. Έπεσαν σε ναρκοπέδιο και αφανίστηκαν. Όσα γλίτωσαν, έκαναν πίσω. Έπεσαν σε διασταυρούμενα πυρά από «φωλιές πυροβόλων». Οι πυροβολητές είχαν εντολή να τα χτυπήσουν «μόνο στην υποχώρησή τους» κι έτσι δεν είχαν εντοπιστεί την ώρα της πρώτης εισβολής.

Γράφει στα απομνημονεύματά του ο, αρχηγός της επίθεσης, Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα:

«Το ελληνικό πυροβολικό ήταν όχι πολύ πυκνό αλλά αρκετά εύστοχο κι εξαιρετικά αποτελεσματικό. Πυροβολαρχίες μέσα σε σπηλιές που δεν κατόρθωσε να τις ανακαλύψει ούτε η επίγεια ούτε η εναέρια παρατήρηση, χτυπούσαν τα τμήματά μας στα αναγκαστικά περάσματα ή στα ακάλυπτα σημεία που δε γινόταν να τα αποφύγουν, και προκαλούσαν πολλά θύματα, γιατί έβαλλαν από όλες τις διευθύνσεις, κατά μέτωπο και στα πλευρά των στρατευμάτων μας».

Εκείνο που δεν ήξερε ο Πράσκα ήταν ότι «σπηλιές» δεν υπήρχαν στην περιοχή. Οι πυροβολαρχίες ήταν στημένες κάτω από δέντρα, σε καμουφλαρισμένα ορύγματα, με τους άνδρες να μετακινούνται από όρυγμα σε όρυγμα, ανάλογα με τις ανάγκες. Απλά, όταν εμφανίζονταν εχθρικά αεροπλάνα, έπαυαν να πυροβολούν, ώστε να μην είναι δυνατό να εντοπιστούν, και ξανάρχιζαν, μόλις απομακρύνονταν τα αναγνωριστικά.

Με όλη αυτή την αναταραχή, οι Ιταλοί μπόρεσαν να ανασυνταχτούν και να επιτεθούν σοβαρά, στις 30 Οκτωβρίου. Όμως, από τη νύχτα, 29 του μήνα, όλοι οι Έλληνες βρίσκονταν στην προκαθορισμένη γραμμή άμυνας, κατά τα επιτελικά σχέδια που η μεραρχία είχε καθορίσει. Οι Ιταλοί έφτασαν εκεί, πρωί 30 του μήνα. Ήταν στο Καλπάκι που μαζί με την Γραμπάλα δημιουργούν μια στενή δίοδο, ό,τι πρέπει για ενέδρα.

Από την Αθήνα, το μήνυμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς την 8η μεραρχία κατέληγε:

«…αναγνωρίζεται η δυσχερής θέσις, εις ην ευρίσκεται η μεραρχία. Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως εκ της μεραρχίας νίκας, δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, αναμένει όμως εκ ταύτης να σώσει την τιμήν των ελληνικών όπλων».

Ο μέραρχος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος θίχτηκε και απάντησε:

«Μπορώ να βεβαιώσω υπευθύνως τον κύριο Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, και το τονίζω ιδιαιτέρως, ότι οι Ιταλοί δεν θα περάσουν το Καλπάκι. Χωρίς να έχω το ανάστημα του στρατηγού Πεταίν (ήρωα της Γαλλίας στη μάχη του Βερντέν, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο), που είπε ότι οι Γερμανοί δεν θα περάσου και δεν πέρασαν, μπορώ να βεβαιώσω με κάθε πεποίθησίν μου ότι οι Ιταλοί δεν θα περάσουν».

Και δεν πέρασαν. Η ελληνική υποδοχή ήταν αντάξια της περίστασης. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν, έσπασαν τα μούτρα τους, έκαναν πίσω.

Η γενική επίθεση των Ιταλών εκδηλώθηκε στις 4 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου. Ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σκόπευε να δράσει κεραυνοβόλα, περνώντας από το Καλπάκι βόρεια από τα Γιάννενα. Οι Έλληνες τους άφησαν να πλησιάσουν αρκετά, πριν να αρχίσουν τα πολυβόλα. Ως τη νύχτα, οι Ιταλοί δεν είχαν καταφέρει να κερδίσουν σπιθαμή. Και μετρούσαν βαριές απώλειες. Σε πλάτος 260 χλμ., το μέτωπο άντεξε. Και, ξαφνικά, στην αλβανική παραλία όπου οι Ιταλοί αποβιβάζονταν ήσυχοι πως θα μείνουν ανενόχλητοι, παρουσιάστηκαν δυο αντιτορπιλικά. Ήταν το «Σπέτσαι» και το «Ψαρά». Ύψωσαν ελληνική σημαία κι άρχισαν να βομβαρδίζουν τους σαστισμένους Ιταλούς. Ο βομβαρδισμός κράτησε μιάμιση ώρα. Μετά, πάντα σημαιοστολισμένα, τα ελληνικά πλοία αποχώρησαν.

Την επομένη, 1η Νοεμβρίου, ο Μουσολίνι αποφάσιζε ν’ αναβάλλει την απόβαση στην Κέρκυρα. Η μεραρχία Μπάρι διατάχτηκε να πάει στην Πίνδο. Η γενική επίθεση των Ιταλών προσδιορίστηκε για τις 2 του μήνα. Αποκρούστηκε, όπως θ’ αποκρουόταν και η νέα γενική επίθεση, στις 4 Νοεμβρίου.

Όσοι διάβασαν το μυθιστόρημα ή είδαν την ταινία «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», ίσως θυμούνται ότι μόνο σε μια στιγμή ο λοχαγός (Νίκολας Γκέιτς) σταμάτησε τον χαβαλέ και σοβαρεύτηκε: Όταν κάποιοι Ιταλοί στρατιώτες που έφτασαν στο νησί με μετάθεση, του είπαν ότι ανήκαν «στη μεραρχία Τζούλια». Τους απάντησε με σεβασμό: «Εσείς πολεμήσατε στ’ αλήθεια». Τη μεραρχία Τζούλια την είχε ξεκάνει το «απόσπασμα Πίνδου» του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη με τους δυο χιλιάδες άνδρες. Την αντιμετώπισε με εξαιρετικούς ελιγμούς, ώσπου να αναπτυχθεί στην περιοχή η 1η μεραρχία (1 Νοεμβρίου).

Την ημέρα εκείνη (1η Νοεμβρίου), ο στρατηγός Πράσκα ρωτήθηκε από απεσταλμένο του Μουσολίνι, «αν έχει ειδήσεις από τη μεραρχία Τζούλια». Ο Πράσκα απάντησε: «Όχι ακόμα, αλλά οπωσδήποτε προελαύνει προς τη διάβαση του Μετσόβου». Όσο για την έλλειψη ειδήσεων, αυτή οφειλόταν «στην έλλειψη επικοινωνίας με τον ασύρματο, εξαιτίας των πολλών και σφοδρών καταιγίδων που προξενούσαν ζημιές στις κεραίες!».

Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης ήταν ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που διέταξε αντεπίθεση, δυο βδομάδες πριν από την εντολή του επιτελείου. Γεννήθηκε το 1897 στη Μάνη, μετείχε στις μάχες του Σκρα και της Δοϊράνης και πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε το 1936 «για λόγους υγείας» αλλά ανακλήθηκε στην ενεργό δράση, στα 1940. Συνταγματάρχης πια, ανέλαβε τη διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου και εργάσθηκε υπεράνθρωπα ετοιμάζοντας την ελληνική άμυνα, εκεί. Το απόσπασμά του αριθμούσε 2.000 άνδρες και διέθετε τέσσερα ορεινά πυροβόλα. Παρ’ όλα αυτά, αντιμετώπισε τη μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» που διέθετε 15.000 άνδρες και είκοσι πυροβόλα, έχοντας και αεροπορική υποστήριξη κατά την εισβολή. Ως τις 31 Οκτωβρίου, ο Δαβάκης υποχωρούσε. Την 1η Νοεμβρίου, διέταξε αντεπίθεση! Πολεμούσε στην πρώτη γραμμή και τραυματίστηκε αλλά η αντεπίθεση συνεχίστηκε και κατέληξε στην πρώτη ελληνική αλλά και συμμαχική νίκη επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Δυο χρόνια αργότερα (1942), ο Δαβάκης πιάστηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα και στάλθηκε όμηρος στην Ιταλία. Το πλοίο που τον μετέφερε, τορπιλίστηκε στο Ιόνιο. Ο συνταγματάρχης ήταν ένας από τους νεκρούς.

 

 

Στις αρχές Νοεμβρίου 1940, οι Ιταλοί βρίσκονταν μέσα στο ελληνικό έδαφος, στην Ήπειρο, αλλά μπροστά στη γραμμή της ελληνικής άμυνας. Μια βδομάδα μετά την εισβολή, κατανοούσαν πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως τα λογάριαζαν. Κανονικά, ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα έπρεπε, κατά τα σχέδια, να πίνει τον καφέ του, αν όχι στην Αθήνα, τουλάχιστο στα Γιάννενα. Είχε διαψευστεί. Η γενική επίθεση των Ιταλών, στις 4 Νοεμβρίου, απέφερε τη διάσπαση του ελληνικού μετώπου στην παραλία. Δεν προχώρησαν, όμως, καθώς η γραμμή Καλπάκι - Γραμπάλα αντιστεκόταν σθεναρά.

Στο μέτωπο της παραλίας, οι Ιταλοί κατάφεραν να προχωρήσουν ως τον ποταμό Θύαμη, τον Καλαμά. Σε κάποιο σημείο τον πέρασαν. Κατάφεραν να κυριεύσουν την ακριτική κωμόπολη Φιλιάτες και να μπουν στην Ηγουμενίτσα. Την κατέστρεψαν. Δεν μπόρεσαν να πάνε πιο κάτω καθώς η ελληνική ανασύνταξη τους σταμάτησε.

 

Νέα ιταλική γενική επίθεση, στις 7 του μήνα, έβαλε κύριο στόχο το Καλπάκι και τη Γραμπάλα. Αν τα έπαιρναν, θα μπορούσαν να προχωρήσουν. Το Καλπάκι άντεξε με ηρωική άμυνα. Το ύψωμα της Γραμπάλας έπεσε. Δεν πρόλαβαν να χαρούν οι Ιταλοί. Μεσάνυχτα, ξέσπασε η ελληνική αντεπίθεση με την ξιφολόγχη. Ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα. Όταν έφεξε 8 του μήνα, η Γραμπάλα ήταν και πάλι στα χέρια των Ελλήνων. Ένα πρωινό τηλεγράφημα, την ίδια μέρα, πληροφορούσε τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα πως είχε αντικατασταθεί. Τον αντικαθιστούσε ο έμπιστος του Μουσολίνι, στρατηγός Σοντού, που βρισκόταν στο μέτωπο από τις 5 του μήνα «για να βοηθήσει στις μεταφορές».

Αργότερα, ο Πράσκα δικαιολογιόταν ότι για την αποτυχία του έφταιγαν η απουσία κατάλληλης πολεμικής προπαρασκευής, η έλλειψη επαρκών μέσων και η ανεπαρκής συμμετοχή της ιταλικής αεροπορίας στις επιχειρήσεις. Την ανεπαρκή συμμετοχή της αεροπορίας επικαλέστηκε και ο στρατηγός Ρόσι, διοικητής του 25ου Σώματος Στρατού Τσαμουριάς, ως αιτία για την αποτυχία της ιταλικής προσπάθειας στο Καλπάκι. Από την πλευρά του, ο Ιταλός αρχηγός της αεροπορίας, στρατηγός Πρίκολο, ανέφερε ότι πρώτο μέλημα των αεροπόρων του ήταν να χτυπηθούν στρατηγικοί στόχοι, όπως η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς, το Τατόι, η Κέρκυρα, η Πρέβεζα και τα Ιωάννινα. Όσο για το μέτωπο, «οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και η μη δυνατή διάθεση ορισμένων μονάδων, που ακόμα δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν δράση, δεν επέτρεψαν να δοθεί στις επιχειρήσεις της αεροπορίας ο επιθυμητός χαρακτήρας».

Με όλα αυτά, δέκα μόλις μέρες μετά την ιταλική εισβολή, ο αμυντικός πόλεμος είχε τελειώσει για τους Έλληνες.

Στις 12 Νοεμβρίου, το μέτωπο στην Ήπειρο ανέλαβε το Α’ σώμα στρατού. Από τις 14, άρχισε αναγνωριστικές επιχειρήσεις. Τα σημάδια ήταν ευνοϊκά. Οι Ιταλοί έχαναν τις θέσεις τους, τη μια μετά την άλλη.

 

Η αντεπίθεση

 

Στις 18 Νοεμβρίου 1940, η διαταγή του διοικητή της 8ης ελληνικής μεραρχίας, υποστράτηγου Χαράλαμπρου Κατσιμήτρου έλεγε: «Ήλθεν η ευλογημένη υπό του θεού ημέρα κατά την οποίαν θα εκδιώξωμεν τον εχθρόν εκ του πατρίου εδάφους (...). Η μεραρχία αναλαμβάνει από σήμερον γενικήν αντεπίθεσιν εφ’ ολοκλήρου του μετώπου».

Η κραυγή «Αέρα» συγκλόνισε τα ηπειρωτικά βουνά. Οι ιταλικές θέσεις ανατράπηκαν. Κάποιοι αγκιστρώθηκαν στα υψώματα. Τους κυνήγησαν με την ξιφολόγχη. Ως το βράδυ, τα υψώματα έπεσαν. Καθώς ξημέρωνε 19 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί βρίσκονταν στις θέσεις που κατείχαν πριν από τις 28 Οκτωβρίου. Και πια έπρεπε να τις υπερασπιστούν.

Η ελληνική αντεπίθεση στην παραλία κάπου σκάλωσε. Στο κεντρικό μέτωπο όμως η προέλαση του Ελληνικού στρατού στέφθηκε από επιτυχία. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ηγουμενίτσα. Στις 22 Νοεμβρίου, μέρα που οι φαντάροι της 8ης μεραρχίας πήραν την Κορυτσά, οι ελληνικές δυνάμεις του παραλιακού μετώπου ελευθέρωναν τις Φιλιάτες. 

 

 

Ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Κορυτσά κι ολόκληρη τη Βόρεια Ήπειρο, στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (6 Δεκεμβρίου 1912). Τον ίδιο καιρό, ο αλβανικός λαός είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία του, στoν Αυλώνα. Τον Ιούνιο του 1913, οι τότε μεγάλες δυνάμεις υπέγραψαν πρωτόκολλο, με το οποίο αναγνωριζόταν αυτόνομη ηγεμονία της Αλβανίας. Στο νέο κράτος, δόθηκε και η ελληνική τότε Βόρεια Ήπειρος, με σύνορο τα νότια της Κορυτσάς (4 Δεκεμβρίου 1913). Ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να αποχωρήσει. Όμως, οι εκεί Έλληνες επαναστάτησαν, σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ζωγράφο (1863-1920), γενικό διοικητή της Ηπείρου, οργάνωσαν στρατό και νίκησαν τους Αλβανούς που στάλθηκαν εναντίον τους. Παρ’ όλα αυτά, με το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, η Βόρεια Ήπειρος δόθηκε στην Αλβανία, αν και αναγνωρίστηκε η ελληνικότητά της.

Με την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, οι μεγάλες δυνάμεις επέτρεψαν στην Ελλάδα να την ανακαταλάβει. Ξανάγινε ελληνική, έως ότου ο πόλεμος τελείωσε. Τότε (1921), την ξανάδωσαν στην Αλβανία, με ιταλική κυρίως πίεση. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Βόρεια Ήπειρος χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο για την εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα.

 

Ξημερώματα, 19 Νοεμβρίου, με την ελληνική αντεπίθεση, ο ιταλικός στρατός οχυρωνόταν στις γραμμές, πίσω από την ελληνοαλβανική μεθόριο.

Η νέα ελληνική επίθεση ξέσπασε στις 2 το μεσημέρι, στις 21 Νοεμβρίου 1940. Αυτή τη φορά, ο στρατός προέλαυνε μέσα στη Βόρεια Ήπειρο, στις βουνοκορφές πλάι στα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα. Το πρώτο ύψωμα πάρθηκε με την ξιφολόγχη. Το ίδιο και το δεύτερο. Οι Ιταλοί το ξαναπήραν και το έχασαν πάλι. Το πρώτο χιόνι εμπόδιζε τη δράση. Όμως, ως τη νύχτα, ολόκληρος ο ορεινός όγκος είχε πέσει στα ελληνικά χέρια. Το σκοτάδι δεν εμπόδισε τους Έλληνες να συνεχίσουν την προέλαση. Ξημέρωμα, 22 Νοεμβρίου, βρέθηκαν να έχουν μπροστά τους τον κατήφορο της πλαγιάς. Και πουθενά δεν υπήρχαν Ιταλοί. Στάλθηκαν αναγνωριστικές περιπολίες. Οι Ιταλοί είχαν χαθεί. Γιουγκοσλάβοι των συνόρων έλυσαν το μυστήριο: Είπαν στους Έλληνες ότι μια ατέλειωτη ιταλική φάλαγγα κινιόταν από την Κορυτσά προς πιο βόρεια σημεία. Υποχωρούσαν.

Ο ελληνικός στρατός μπορούσε να προχωρήσει σε όλο το πλάτος του μετώπου. Χωριά και κωμοπόλεις κυριεύονταν δίχως μάχη. Νύχτωνε, όταν στην πλαγιά, στα πόδια των Ελλήνων, φάνηκαν να λαμπυρίζουν τα φώτα της Κορυτσάς. Οι στρατιώτες διατάχτηκαν να σταματήσουν. Προχωρούσαν 27 ώρες χωρίς σταματημό. Δεν γινόταν να μπουν σ’ αυτό το χάλι στην πρώτη ελληνική πόλη της Βόρειας Ηπείρου που τύχαινε στο διάβα τους αφότου πέρασαν τα σύνορα. Θα έμπαιναν ξεκούραστοι το επόμενο πρωί. Αλλά, στην Κορυτσά, τους περίμεναν. Ίσως, κάποιοι θα μπορούσαν να προηγηθούν. Διατάχτηκαν ένα τάγμα κι ένας λόχος να κυριεύσουν την πόλη. Ξεκίνησαν αγώνα δρόμου, ποιος θα είχε την τιμή να φτάσει πρώτος. Έφτασαν, μαζί, λίγο πριν από τις 6. Στην Κορυτσά, γινόταν χαλασμός. Όπως στα 1912.

Το τάγμα ανέφερε στον συνταγματάρχη. Ο συνταγματάρχης ανέφερε στη μεραρχία: «Ώραν 17.45’’ σήμερον το υπ’ εμέ απόσπασμα εισελθόν Κορυτσάν ελευθέρωσε ταύτην». Η μεραρχία ανέφερε στο γενικό στρατηγείο. Υπήρχαν κι άλλες αναφορές εκεί. Το ανακοινωθέν, στην Αθήνα, μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο που πανηγύριζε: «Κορυτσά, Φιλιάται, Λεσκοβίκιον ελευθερώθησαν σήμερον».

Αλλά και το ιταλικό ραδιόφωνο πανηγύριζε: «Οι Έλληνες μπήκαν στην Κορυτσά. Τους αναγκάσαμε να έρθουν σε μέρος που εμείς επιλέξαμε για να δώσουμε τη μάχη και να τους συντρίψουμε».

Κανένας, όμως, δεν άκουγε ιταλικό ραδιόφωνο εκείνο το βράδυ. Στην Αθήνα, ξενυχτούσαν πανηγυρίζοντας. Στην Κορυτσά, κοιμούνταν ήρεμα, να ξυπνήσουν πρωί. Το ξημέρωμα, 23 Νοεμβρίου 1940, όλοι ήταν στο πόδι. Και η πόλη ήταν πνιγμένη στη γαλανόλευκη. Ο ελληνικός στρατός μπήκε με βήμα παρέλασης. Αποθεώθηκε.

Όμως, ο πόλεμος συνεχιζόταν. Οι στρατιώτες ξαναπήραν το δρόμο για πιο βόρεια. Το όνειρο της ελευθερίας θα κρατούσε ακόμη τεσσεράμισι μήνες. Ο ελληνικός στρατός προχώρησε ΒΑ προς τις Πρέσπες. Η μεγάλη επίθεση ξεδιπλώθηκε στις 29 Νοεμβρίου του 1940, πλάι στη Μεγάλη Πρέσπα. Ήταν το 18ο σύνταγμα της όγδοης μεραρχίας που κατέβηκε με σχοινιά τον γκρεμό. Με τη λόγχη, πήραν ένα χωριό και συνέχισαν, σκαρφαλώνοντας το απέναντι βουνό. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν με φράγμα πυροβολικού που σίγησε, όταν οι Έλληνες προώθησαν στην πρώτη γραμμή ένα κανόνι των 105 χιλιοστών. Βράδυ πατήθηκε η πλαγιά. Ως το πρωί, κυριεύτηκε ολόκληρο το ύψωμα. Μπροστά στους Έλληνες ξεπρόβαλε το Πόγραδετς. Στη γενική τους επίθεση, που ακολούθησε, δεν υπήρξε απάντηση. Καμιά ιταλική άμυνα. Ως τη νύχτα, 30 Νοεμβρίου του 1940, το Πόγραδετς πάρθηκε δίχως μάχη. Οι Ιταλοί είχαν εκκενώσει ολόκληρη την περιοχή, από τα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα ως τη βορειοδυτική όχθη της λίμνης Αχρίδας. Είχαν δείξει τέτοια βιασύνη, ώστε ξέχασαν ογδόντα δικούς τους που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πολεμοφόδια, ακόμα πακεταρισμένα. Η μεγάλη νίκη ανακούφισε τους Έλληνες στο κέντρο του μετώπου και στην παραλία. Στις 5 Δεκεμβρίου, πάρθηκε το Δελβίνο, κλειδί στον δρόμο που ενώνει τους Αγίους Σαράντα της παραλίας με το Αργυρόκαστρο. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν ολόκληρο την περιοχή ως τη γραμμή Παπαθιά, στην παραλία, με διάσελο του Κούτσι, στον δρόμο από Αργυρόκαστρο προς Τεπελένι. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο ελληνικός στρατός μπήκε στους Αγίους Σαράντα. Στις 8, ελευθέρωσε το Αργυρόκαστρο δίχως μάχη.

Η προέλαση συνεχίστηκε για να σκαλώσει στο Κούτσι και στην παραλιακή Παπαθιά που οχύρωσαν οι Ιταλοί. Η άγρια φύση και δυο σειρές ιταλικά πυροβολεία έφραζαν στους Έλληνες τον δρόμο. Στις 17 Δεκεμβρίου, ξέσπασε η επίθεση. Καλά οχυρωμένοι, οι Ιταλοί την απέκρουσαν. Η 18 του μήνα πέρασε ήρεμα. Οι Έλληνες έκαναν αναγνώριση του εδάφους. Τη νύχτα, ελληνικά τμήματα πέρασαν έρποντας στις δυο πλαγιές του διάσελου, σχεδόν ακουμπώντας τις ιταλικές γραμμές. Ξημερώματα,19 του Δεκεμβρίου, ξέσπασε τρομερή η ελληνική επίθεση. Οι Ιταλοί είδαν τους Έλληνες να ξεφυτρώνουν δίπλα τους χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού. Η πρώτη σειρά των πυροβόλων τους έπεσε σχεδόν δίχως τουφεκιά. Για τη δεύτερη, έγινε πάλη σώμα με σώμα, με την ξιφολόγχη. Όμως, οι Ιταλοί ήταν κυκλωμένοι. Το ελληνικό πυροβολικό χτυπούσε τα ιταλικά μετόπισθεν εμποδίζοντας να φτάσουν ενισχύσεις στην πρώτη γραμμή. Νύχτα, 19 Δεκεμβρίου, το διάσελο του Κούτσι βρισκόταν σε ελληνικά χέρια.

Στην παραλία, οι Ιταλοί είχαν φράξει το στενό της Παπαθιάς με αλλεπάλληλες αμυντικές γραμμές. Οι Έλληνες αποκρούστηκαν στις 15 του μήνα. Έκαναν τρεις μέρες κι έχασαν 370 άνδρες, ώσπου να πάρουν ένα λόφο. Όταν, στις 19, πάρθηκε στο εσωτερικό το διάσελο του Κούτσι, οι Ιταλοί της Παπαθιάς κυκλώθηκαν. Στις 20, υποχώρησαν στην παραλία. Στις 21, παραδόθηκαν. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1940, ο ελληνικός στρατός ελευθέρωνε για τρίτη φορά σε τριάντα χρόνια τη Χιμάρα. Χωρίς μάχη. Οι Ιταλοί οχυρώνονταν στον Αυλώνα, στην παραλία, και στο Τεπελένι, πιο ανατολικά. Οι αντικειμενικοί στόχοι που είχε θέσει το ελληνικό γενικό επιτελείο, είχαν επιτευχθεί.

 

 

Η «Εαρινή επίθεση»

 

Γυμνές καστανιές, δάσος ολόκληρο, σκέπαζαν τον παγωμένο λόφο, κείνη την ήσυχη νύχτα, 8 Μαρτίου του 1941. Ο 29χρονος εφοριακός από τη Θεσσαλονίκη στάθηκε πενήντα μέτρα από τα χαρακώματα. Μόλις είχε φτάσει: Έφεδρος ανθυπολοχαγός και η μοίρα τον έταξε διοικητή του 9ου λόχου του 19ου συντάγματος της 1ης μεραρχίας του Β’ σώματος στρατού. Ύψωμα 731, το όνομα του λόφου. Ευριπίδης Χρυσάφης, το όνομα του 29χρονου Σαλονικιού.

Το κακό ξεκίνησε στις έξι και μισή το πρωί, 9 Μαρτίου του 1941. Πενήντα ιταλικές οβίδες έπεσαν μαζεμένες πάνω στις γυμνές καστανιές. Εκατό χιλιάδες βλήματα σ’ όλο το μέτωπο. Ήταν η αρχή. Δεκαεπτά ημέρες αργότερα, στις 26 Μαρτίου, ο έφεδρος Ευριπίδης Χρυσάφης ζητούσε να αντικατασταθεί. Το ύψωμα 731 είχε περάσει στον χώρο του θρύλου. Δεν υπήρχαν πια καστανιές ν’ ανθίσουν την άνοιξη που ερχόταν. Το αίμα είχε ποτίσει βαθιά τη γη. Στην πλαγιά του, η ιταλική μεραρχία Πούλιε είχε εξοντωθεί μέσα σε τρεις μόλις μέρες. Τα πτώματα των Ιταλών χρησίμευαν για προπύργιο του ρημαγμένου λόφου. Το ύψωμα 731 έγινε το σύμβολο της ελληνικής αντοχής στα μανιασμένα κύματα της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι, που ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου κι έσβησε στις 25 του ίδιου μήνα.

 

Η μεγάλη ιταλική εαρινή επίθεση προετοιμάστηκε συστηματικά από τα μέσα Ιανουαρίου. Ήταν η μεγάλη ελπίδα του Μουσολίνι. Σε έκθεσή του προς τον βασιλιά της Ιταλίας, έγραφε:

«Οφείλουμε να έχουμε τουλάχιστο μία στρατιωτική επιτυχία, πριν οι Γερμανοί αρχίσουν την επίθεσή τους, τον Απρίλιο».

Στις 23 Φεβρουαρίου, σε λόγο του στη Ρώμη, έλεγε:

«Το τελευταίο έρεισμα της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρώπη ήταν και είναι η Ελλάδα. Ήταν απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε την Ελλάδα. Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη και επειδή η άνοιξη είναι η δική μας εποχή (δηλαδή των φασιστών), όλα θα μας έρθουν ρόδινα».

Στις αρχές Μαρτίου, έφτασε ο ίδιος στην Αλβανία για να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις. Κύριος στόχος, η διάσπαση του μετώπου σε μια γραμμή έξι χιλιομέτρων, από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι. Την επιχείρηση είχε αναλάβει το όγδοο ιταλικό σώμα στρατού που έριξε στη μάχη τέσσερις μεραρχίες και δυο τάγματα μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο σε εφεδρεία. Απέναντί του, η πρώτη ελληνική μεραρχία που πολεμούσε συνεχώς, χωρίς σταματημό, από την αρχή της εκστρατείας.

Στις 26 Μαρτίου, ο απολογισμός ήταν τραγικός: Δώδεκα ιταλικές μεραρχίες με άφθονα εφόδια είχαν ριχτεί σε έξι πεινασμένες και ξεθεωμένες ελληνικές και δεν πήραν ούτε μια σπιθαμή.

Γράφει ο Άγγελος Τερζάκης:

«Μπορεί ο βομβαρδισμός να γινόταν σ’ όλο το κεντρικό μέτωπο, η επιμονή, όμως, του εχθρού, το μανιακό σφυροκόπημα, συγκεντρωνόταν στα υψώματα 717 και 731. Στις 7 η ώρα, ενώ ο καταιγισμός του πυροβολικού συνεχιζόταν, ξεκινούσε για την επίθεση το εχθρικό πεζικό. Θα περίμενε κανένας πως εκεί απάνω, στα υψώματα αυτά που τ’ ανασκάλεψε με νύχια πυρωμένα το πνεύμα της οργής, δε θ’ ανάσαινε πια ψυχή ζωντανή. Κι όμως, να! Μεσ’ απ’ τα χώματα, τις πέτρες, τα κομματιασμένα συρματοπλέγματα, τους ξεκοιλιασμένους γαιόσακους, αναδεύτηκαν ανθρώπινα όντα, σα να βρικολάκιαζαν, ανασηκώθηκαν. Έσφιξαν στο μάγουλο το όπλο, σημάδεψαν, έριξαν. Τα ιταλικά τάγματα χτυπήθηκαν στο ψαχνό και ματώθηκαν, πολλοί γονάτισαν, κυλίστηκαν χάμω. Το ιταλικό πεζικό αναγκάστηκε να σταματήσει...».

Το κακό, όμως, μόλις είχε αρχίσει:

«Στις 9.30, ύστερα από νέα μπόρα πυροβολικού, ξεκινάνε πάλι για το 731. Ήτανε τώρα ένα τάγμα. Τους υποδέχτηκε άγριο τουφεκίδι, πολυβόλα που θέριζαν, χειροβομβίδες. Ύστερα από τρία τέταρτα προσπάθεια, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν, αποτραβήχτηκαν...

Το μεσημέρι, νέα επίθεση των Ιταλών παίρνει το 717. Στις δύο η ώρα δοκιμάζουν και για το 731. Αποκρούονται. Ξαναδοκιμάζουν στις τρεις στο Κιάφε Λουζίτ. Σκοντάβουν. Στις τέσσερις χτυπάνε στα δεξιά. Τίποτα. Στις εξήμιση πάλι. Αποτυχία. Είχανε βάλει τώρα δυο τάγματα σε δυο κλιμάκια και σύγκαιρα βομβάρδιζαν όλη την περιοχή ως την Τρεμπεσίνα, να τη φάνε. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους. Όταν αποτραβήχτηκαν, τέλος, κατατσακισμένοι, μπροστά στις ελληνικές γραμμές ήτανε στοίβες τα πτώματα. Η πρώτη ημέρα έσβησε με ειρωνικό κέρδος για τους Ιταλούς το 717, μια παρωνυχίδα. Στον επιτελάρχη του Β’ Σώματος, που ρωτούσε από το τηλέφωνο τον μέραρχο της 1ης, στρατηγό Βραχνό, αν θα επιδιώξει να ξαναπάρει το ύψωμα, εκείνος αποκρινόταν: ’’Για ποιο λόγο; Το είχαμε, καθώς έχει η πίνα την καραβίδα, να την ειδοποιεί για τον κίνδυνο. Μας ειδοποίησε. Έκανε τη δουλειά το’’».

Φυσικά κι επανήλθαν την άλλη μέρα οι Ιταλοί:

«Ξημερώνει η 10 Μαρτίου, ημέρα Δευτέρα, και το πυροβολικό του Καβαλέρο ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα με πείσμα διπλό. Το κανονίδι απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τα ελληνικά χαρακώματα δεν υπάρχουν πια. Μήτε τα συρματοπλέγματα. Έγιναν ένα με το χώμα. Ώρα εννιά παρά δέκα, το ιταλικό πεζικό παρουσιάζεται, προχωρεί καταπάνω στο 731. Απίστευτο! Εκεί απάνω υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, ξετρυπώνουν κάτω απ’ τους σωρούς τα χαλάσματα, πολεμάνε. Δυο λόχοι από τους αμυνόμενους έχουν αποδεκατιστεί. Τους στάλθηκαν δυο διμοιρίες να συμπληρώσουν όσο γινότανε τα κενά τους. Οι αντίπαλοι ήταν τώρα τόσο κοντά μεταξύ τους, που δούλευε η χειροβομβίδα. Στις δέκα παρά δέκα, οι Ιταλοί έδειξαν πως απόκαμαν. Ένας τους λοχαγός είχε πιαστεί αιχμάλωτος, μερικοί στρατιώτες το ίδιο. Η επίθεση έσπαζε, σκόρπιζε πίσω...».

Οι Ιταλοί ανασυντάχθηκαν:

«Στις έξι το απόγευμα, οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες, στο θρύλο. Η επίθεση σκόνταψε, όπως οι προηγούμενες. Στις εφτάμιση το βράδυ σταμάτησε η φωτιά σ’ όλο το μέτωπο και τέλειωσε η δεύτερη ημέρα της "εαρινής"».

Μαζί με το βράδυ, στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής έφτασε από το στρατηγείο η ημερήσια διαταγή του Β’ Σώματος προς τους άνδρες της 1ης μεραρχίας. Ο στρατηγός δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του:

«Πολεμιστάς 1ης μεραρχίας,

Προ του ακαμάτου ηρωισμού σας, εθραύσθησαν από της χθες άπασαι αι απεγνωσμέναι εχθρικαί προσπάθειαι.

Προ των χαλυβδίνων γραμμών σας, συνετρίβησαν κατά το διήμερον διάστημα τρεις νωπαί εχθρικαί μεραρχίαι.

Είμαι υπερήφανος, διότι ηγούμαι τοιούτων ηρώων.

Η πατρίς σεμνύνεται δι’ αυτούς.

Η παρούσα να φθάση μέχρι του τελευταίου οπλίτου της μεραρχίας.

                                                       Γεώργιος Μπάκος

                                                        Υποστράτηγος»

 

Ακολουθούσε, όμως, νύχτα τρομερή. Περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης:

«Ήτανε μια κολασμένη γιορτή εκεί κάτω, τελετή μαύρης μαγείας. Μέσα στη νύχτα η πλάση είχε κυριευτεί από το δαίμονα και δερνόταν αφηνιασμένη. Έκαναν μια επίθεση στο 731, αποκρούστηκαν, τους κυνήγησε η αντεπίθεση, πιάστηκε αιχμάλωτος κι ο διοικητής τους. Για να ξεθυμάνουν, κάψανε στο κανονίδι το ύψωμα που τους είχε γίνει πια καημός.

Άλλα τμήματα είχανε χωθεί, βοηθούμενα από το σκοτάδι, στη χαράδρα, προχώρησαν, όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Αν κατόρθωναν να βγούνε στο χάνι Βινοκάζιτ, θα πετύχαιναν να υπερκεράσουν το 731. Ήταν δυο τάγματα διαλεχτά, μελανοχίτωνες. Η κίνησή τους καλά λογαριασμένη. Την αυγή, πρόβαλαν ξαφνικά αντίκρυ σ’ έναν ελληνικό αντιαρματικό ουλαμό, κοντά στο χάνι. Την ίδια ώρα, ξαμολιόταν πάνω στο 731 η κατά μέτωπο επίθεση. Η μάχη είχε γενικευτεί. Στο 731, τα κύματα του εχθρού ανέβαιναν, προβάτιζαν στριμωχτά, όμως σκόνταβαν και πέφτανε προύμυτα μπροστά στα πυρά του ελληνικού πεζικού (...) Στη δημοσιά, τα τμήματα της Πούλιε άρχιζαν να καθηλώνονται πελεκημένα. Όμως, τα 2 τάγματα προχωρούσαν. Βρέθηκαν κάπου τριακόσια μέτρα από το ελληνικό πυροβολικό. Ένας ανθυπολοχαγός του πετάχτηκε τότε αυτόκλητος, μπήκε μπροστά στο ελληνικό πεζικό, τους συνεπήρε. Πέσανε πάνω στους μελανοχίτωνες, ενώ σύγκαιρα, καθώς έναν καιρό στα Δερβενάκια, άρχιζαν από τις δυο πλαγιές της χαράδρας να ρίχνουν και να ροβολάνε τα ελληνικά τμήματα. Οι Ιταλοί είδανε πως ήτανε χαμένοι. 501 οι αιχμάλωτοι, απ’ αυτούς τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός, δεκατρείς κατώτεροι αξιωματικοί. Η χαράδρα ήταν γεμάτη πτώματα. Την είπανε "Χαράδρα του θανάτου".

Ο Καβαλέρο δεν έπαυε τις προσπάθειές του για το 731. Στις έντεκα παρά τέταρτο, εξαπόλυσε νέα επίθεση, γερή. Τσακίστηκε. Η μεραρχία Πούλιε, μπροστά στο 731, είχε πάθει αιμορραγία φοβερή. Ο Καβαλέρο, την ίδια νύχτα, αναγκάστηκε να την αντικαταστήσει με τη μεραρχία Μπάρι, που την είχε για εφεδρική. Ο Μουσολίνι τον ρώτησε ποια είναι η γνώμη του για τον απολογισμό του πρώτου τριημέρου. "Μέτριος", αποκρίθηκε ο Καβαλέρο. "Μηδέν", έκανε ο Ντούτσε, κοφτά».

Η εαρινή επίθεση του Μουσολίνι έσβησε οριστικά στις 26 Μαρτίου. Δέκα μέρες αργότερα, ήταν ο Χίτλερ που θα έμπαινε στον χορό.

 

Η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία

 

Ο άνεμος του πολέμου είχε κοπάσει στην Ευρώπη, στα τέλη Μαρτίου του 1941, καθώς η άπνοια διαδέχτηκε τη συντριβή της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι στο ελληνοϊταλικό μέτωπο. Η γαλήνη πριν από την καταιγίδα δεν έφτανε να καθησυχάσει τους Έλληνες, τους μόνους που πολεμούσαν εναντίον του άξονα σε ευρωπαϊκό έδαφος. Για τον Χίτλερ, από τις 27 Μαρτίου, προτεραιότητα είχε η Γιουγκοσλαβία, αλλά το πρόσφατο παρελθόν βεβαίωνε πως τίποτα δεν τον εμπόδιζε να χτυπήσει ταυτόχρονα.

Μετά την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι Βρετανοί απέσπασαν από τη Βόρεια Αφρική μικρό αριθμό αεροπλάνων που τα έστειλαν στην Ελλάδα. Νηοπομπές μετέφεραν εφόδια και οπλισμό. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ σημείωνε (6 Ιανουαρίου του 1941):

«Τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού μας βοήθησαν σημαντικά. Οι Έλληνες εξέφρασαν μεγάλη ευγνωμοσύνη για την ασήμαντη αεροπορική βοήθεια που τους προσφέραμε και που ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτούς. Αν όμως τις νίκες τους αυτές ακολουθούσε μια αποτυχία, θα αύξαιναν αμέσως τις απαιτήσεις τους».

Ήταν το άλλοθι για τις αποτυχημένες συνομιλίες που θα είχε στην Αθήνα (13 Ιανουαρίου) ο στρατάρχης Πέρσιβαλ Ουέιβελ, αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων Μέσης Ανατολής.

Ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου. Τον διαδέχτηκε ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρος Κοριζής (1885 - 1941), ενώ οι ελληνοαγγλικές διαβουλεύσεις συνεχίζονταν, καθώς τα γεγονότα έτρεχαν. Από τον Νοέμβριο του 1940, ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας είχε συναντήσει τον Χίτλερ με αποτέλεσμα την υπογραφή του ουγγρογιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας (12 Δεκεμβρίου). Η είσοδος των Γερμανών στη Βουλγαρία (2 Μαρτίου 1941) ανάγκασε την ελληνική και τη βρετανική κυβέρνηση να έρθουν σε απευθείας επαφή.

Αρχές Μαρτίου του 1941, η 1η βρετανική θωρακισμένη ταξιαρχία έφτασε στην Ελλάδα, μαζί με δυο μεραρχίες, μια νεοζηλανδική και την 6η αυστραλιανή. Θα ακολουθούσαν μια πολωνική της διασποράς και η 7η αυστραλιανή. Ο Τσόρτσιλ σημείωνε την εποχή εκείνη:

«Οι μικρές δυνάμεις που μπορούσαμε να στείλουμε δεν θα έκριναν την τύχη των Βαλκανίων. Η ελπίδα μας περιοριζόταν στο να υποκινήσουμε και να οργανώσουμε συντονισμένη δράση», με στόχο μια καθυστέρηση στη γερμανική εισβολή. Βρετανικός σκοπός: «Ένα μέτωπο που να περιλαμβάνει τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Τουρκία».

Η Τουρκία, όμως, αρνιόταν οποιαδήποτε εμπλοκή. Και η Γιουγκοσλαβία βυθιζόταν στην αγκαλιά του Τριμερούς Συμφώνου (Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας): Στις 24 Μαρτίου του 1941, ο πρωθυπουργός Τσβέτκοβιτς κι ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκοβιτς βρέθηκαν στη Βιέννη, όπου υπέγραψαν τη συμφωνία με τον άξονα.

Κανένας δεν πρόλαβε να χαρεί ή να λυπηθεί γι’ αυτήν. Μόλις τρεις μέρες αργότερα (27 Μαρτίου του 1941), ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε την κυβέρνηση των φιλοναζί. Ο αντιβασιλιάς Παύλος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Στον θρόνο ανέβηκε ο Πέτρος Β’, γιος του πριν από χρόνια δολοφονημένου Αλεξάνδρου, ενώ πρωθυπουργός ανέλαβε ο στρατηγός Σίμοβιτς.

Οι εξελίξεις ήρθαν ραγδαίες. Ο λαός της Γιουγκοσλαβίας βγήκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας, οι Ιταλοί απέσυραν δυνάμεις από το μέτωπο με τους Έλληνες για να φυλάξουν τα νώτα τους και οι Βρετανοί ονειρεύονταν κοινή ελληνογιουγκοσλαβική δράση στην Αλβανία, που θα έριχνε τους Ιταλούς στη θάλασσα.

Αρχές Απριλίου, ο αρχηγός του βρετανικού επιτελείου, στρατηγός Ντιλ, έφτασε στο Βελιγράδι και προσπάθησε να εξηγήσει το σχέδιο. Δεν τους έπεισε. Οι Γιουγκοσλάβοι ενδιαφέρονταν για τη Γιουγκοσλαβία κι ο Χίτλερ δε φαινόταν ενθουσιασμένος με τη μεταπολίτευση. Το πρόβλημά τους βρισκόταν ακριβώς στην άλλη πλευρά των συνόρων: Εκεί που γειτόνευαν με Αυστρία, Ουγγαρία και Βουλγαρία. Ήρθαν σε απευθείας επαφή με τους Έλληνες.

Τη νύχτα 3 προς 4 Απριλίου, στον σιδηροδρομικό σταθμό Κέναλι νότια στο Μοναστήρι, ο υποστράτηγος Γιάνκοβιτς υποδεχόταν τον Έλληνα αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο. Συμφώνησαν για κοινό μέτωπο προς τη Βουλγαρία και για κοινή δράση στην Αλβανία από τις 12 του μήνα, οπότε πίστευαν ότι θα ήταν έτοιμοι. Ο Χίτλερ τους πρόλαβε.

Η αποστολή της γερμανικής αεροπορίας με στόχο το Βελιγράδι έφερε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Τιμωρία». Ο Χίτλερ είχε πάρει εντελώς προσωπικά την πολιτειακή αλλαγή. Η από τον αέρα επίθεση ξέσπασε τρομερή στις 6 Απριλίου του 1941, ταυτόχρονα με την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Επί τρεις ολόκληρες μέρες, τα στούκας περνούσαν ξυστά από τις στέγες των σπιτιών στο Βελιγράδι κι άδειαζαν τις βόμβες τους στον άμαχο πληθυσμό δημιουργώντας κόλαση φωτιάς και ολέθρου. Πάνω από 20.000 υπολογίστηκαν οι νεκροί. Από τα βουλγαρικά σύνορα ξεχύθηκαν οι 15 μεραρχίες του φον Λιστ κι από τα σύνορα με την Αυστρία η στρατιά του φον Βάις. Στις 7, προστέθηκαν και οι Ιταλοί του Μουσολίνι, που δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Την ίδια μέρα (7 Απριλίου), ο φον Λιστ έμπαινε στα Σκόπια και συνέχιζε ακάθεκτος για το Μοναστήρι. Το πήρε στις 13 του μήνα. Στην πολύπαθη χώρα μπήκαν και οι Ούγγροι (από τις 11 Απριλίου): Αυτοί, «έπρεπε να προστατεύσουν τη μειονότητα».

Η γιουγκοσλαβική αντίσταση στον Βορρά ήταν ηρωική αλλά μάταιη. Οι στρατοί τριών κρατών τους απωθούσαν, ενώ η αεροπορία διέλυε τις επικοινωνίες και ο φον Λιστ αποδιοργάνωνε τα μετόπισθεν στον Νότο. Η στρατιά του φον Βάις κατέβαινε από την κοιλάδα του Μοράβα. Πήρε τη Νίσα στις 9 Απριλίου. Στις 10 του μήνα, μπήκε στο Ζάγκρεμπ. Οι Κροάτες βρήκαν την ώρα να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους από το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και να ενωθούν με τους Γερμανούς. Στις 13, έπεσε και το Βελιγράδι. Ο αγώνας συνεχίστηκε άνισος. Στις 17 Απριλίου του 1941, ο βασιλιάς Πέτρος εγκατέλειπε τη χώρα που παραδινόταν «άνευ όρων». Στα χαρτιά. Γιατί, από την ίδια εκείνη ημέρα, χιλιάδες αξιωματικοί και στρατιώτες κατέφευγαν στα βουνά μαζί με τον οπλισμό τους. Ετοιμαζόταν η αντίσταση των παρτιζάνων.

 

Χαράματα, 6 Απριλίου του 1941, πάνω από τα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων ο ουρανός ξερνούσε φωτιά: 800 στούκας με σειρήνες που έσπαζαν το ηθικό και με καυτό μολύβι που σκόρπιζε τον θάνατο έκαναν κάθετες εφορμήσεις πάνω στα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Τρεις γερμανικές μεραρχίες ξεχύνονταν να καταλάβουν το οχυρό του Ρούπελ. Τανκς σκαρφάλωναν στην πλαγιά. Το δάσος του Μπέλες καιγόταν. Στο φυλάκιο προκάλυψης 162, όλοι οι υπερασπιστές σκοτώθηκαν ως το μεσημέρι. Στο πολυβολείο Π - 9, ο λοχίας Δημήτρης Ίντζος ξόδεψε ως τις επτάμιση τη νύχτα και τα 33.000 φυσίγγια που διέθετε. Δεν είχε πια, με τι να πολεμήσει. Ο Γερμανός διοικητής του έδωσε συγχαρητήρια για την ανδρεία του. Και τον εκτέλεσε για τη ζημιά που του έκανε.

Χαράματα, 6 Απριλίου του 1941, το τηλέφωνο χτυπούσε στο σπίτι του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κοριζή. Ο πρεσβευτής της Γερμανίας Έρμπαχ φον Σέμπεργκ ζήτησε να τον δει επειγόντως. Το ραντεβού κλείστηκε για τις 5.15’. Η ατέλειωτη σε έκταση διακοίνωση που ο φον Σέμπεργκ ενεχείρισε, σήμαινε ότι ο Χίτλερ κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας με το επιχείρημα ότι στο έδαφός της σταθμεύανε αγγλικά στρατεύματα. Η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο με τους δυο μεγαλύτερους στρατούς στον κόσμο. Και οι Άγγλοι στάθμευαν 50 χιλιόμετρα πίσω από τη γραμμή του μετώπου.

Η επίθεση στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με τη γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία. Οι τρεις μεραρχίες που προχωρούσαν στον Νέστο, υποχρεώθηκαν να σταματήσουν. Στο στενό του Ρούπελ, η 5η ορεινή μεραρχία γνώρισε αιματηρή αποτυχία και η 6η προχώρησε με κόπο πάνω στις κορυφογραμμές, δυτικά του Στρυμόνα. Επί τρεις ημέρες, σφοδρές επιθέσεις από την ξηρά κι από τον αέρα διαδέχονταν η μια την άλλη στη γραμμή Μεταξά, που δε διασπάστηκε σε κανένα σημείο. Τρία μερόνυχτα πολέμου ήταν αρκετά για τους Γερμανούς να κατανοήσουν, για ποιον λόγο νικήθηκαν οι Ιταλοί στην Αλβανία.

Στούκας, τανκς, πυροβολαρχίες και πεζικό σφυροκοπούσαν νύχτα μέρα τα οχυρά. Τα κύματα των επιθέσεων αποκρούονταν. Σε μερικά σημεία, κατάφεραν να μπουν στις στοές. Κανένας τους δε βγήκε ζωντανός. Καθώς τα στούκας εφορμούσαν κάθετα, κάποιοι Έλληνες βγήκαν ακάλυπτοι από τα οχυρά και τα σημάδευαν με τα τουφέκια. Οι πιλότοι γελούσαν: Όμως, οι τρελοί στο έδαφος δεν πυροβολούσαν τα αεροπλάνα. Όταν τα στούκας περνούσαν ξυστά στο έδαφος, σημάδευαν τους πιλότους. Μερικοί τσακίστηκαν στα υψώματα.

Οι Γερμανοί βρήκαν τη λύση περνώντας μέσα από τη Γιουγκοσλαβία, που κατέρρεε. Η 2η μεραρχία πάντσερ πέρασε τα σύνορα κι έφτασε στη Θεσσαλονίκη (8 Απριλίου). Στα οχυρά πολεμούσαν ακόμη. Η διαταγή να σταματήσουν έφτασε την άλλη μέρα.

Οι εισβολείς αντίκριζαν έκπληκτοι τους μαχητές να βγαίνουν από τις στοές τσακισμένοι. Στους Παλιουριώνες, ο Γερμανός συνταγματάρχης παρέταξε (τιμητικό απόσπασμα) ένα ολόκληρο τάγμα και κάλεσε τον Έλληνα διοικητή να το επιθεωρήσει. Στο Ρούπελ, ο Γερμανός διοικητής, μετά τα συγχαρητήρια για την άμυνα, δήλωσε πως είναι τιμή και περηφάνια για τους Γερμανούς να έχουν τέτοιους αντιπάλους. Ο στρατηγός Πάουλ Χάσε έγραψε άρθρο με τίτλο «Οι γενναίοι 'Ελληνες» και ο στρατάρχης φον Λιστ στην ημερήσια διαταγή του ανάφερε: «Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους γενναία».

Ο ίδιος ο Χίτλερ, σε λόγο του στο Ράιχσταγ (4 Μαΐου του 1941) παραδέχτηκε:

«Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω πως, απ’ όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης ιδίως, πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Είναι ο μόνος στρατός, που άντεξε στα στούκας».

Η σύμπτυξη του στρατού στο αλβανικό μέτωπο ξεκίνησε στις 13 Απριλίου. Την επομένη (14 του μήνα) και καθώς το μέτωπο κατέρρεε, αυτοκτόνησε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κοριζής. Η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε στη Λάρισα στις 21 Απριλίου του 1941. Η τελετή ξανάγινε στη Θεσσαλονίκη, στις 24 του μήνα, έπειτα από απαίτηση του Μουσολίνι να παρίστανται και Ιταλοί στην παράδοση. Την ίδια μέρα, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αποχωρούσαν από την ελληνική πρωτεύουσα. Η απαγκίστρωση των Βρετανών πραγματοποιήθηκε αιματηρή από τις 21 ως τις 29 του μήνα, καθώς βυθίστηκαν 26 πλοία γεμάτα στρατιώτες. Τα πέντε από αυτά ήταν νοσοκομειακά.

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941.

 

(Ιστορία του Έθνους, 17.10.2010)

Add comment


Security code
Refresh

Επικοινωνήστε μαζί μας