Κεφ. 8 Η αυτοκτονία της Αθήνας

 

Ο ανταγωνισμός με την Κόρινθο

Το μίσος των Κορινθίων για τους Αθηναίους ξεκίνησε με αφορμή τα Μέγαρα, με τα οποία η Κόρινθος είχε ανοίξει μέτωπο εξαιτίας συνοριακών διαφορών. Στα 458 π. Χ., ένα χρόνο πριν από την φονική μάχη στην Τανάγρα87, οι Μεγαρείς αποσχίσθηκαν από την Πελοποννησιακή και εντάχθηκαν στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Αθηναίοι τους βοήθησαν να χτίσουν από τα Μέγαρα ως το λιμάνι της Νίσας τείχος που ωφελούσε και τους ίδιους. Οι Κορίνθιοι το είδαν ως απειλή καθώς οι Αθηναίοι έφταναν έτσι ως τα σύνορά τους. Δέκα χρόνια αργότερα (445 π. Χ.), οι Μεγαρείς αποστάτησαν και με την βοήθεια Πελοποννήσιων έσφαξαν τους άνδρες της αθηναϊκής φρουράς. Η Αθήνα, τότε, μπόρεσε να κρατήσει τη Νίσα, ενώ οι Αθηναίοι απάντησαν με ψήφισμα που απέκλειε τους Μεγαρείς από τα λιμάνια και τις αγορές τους.

Η απαγόρευση αυτή στοίχισε πολλά στα Μέγαρα και ήταν μια από τις αφορμές να ξεσπάσει αργότερα ο Πελοποννησιακός πόλεμος, στην διάρκεια του οποίου η πόλη υπέφερε τα πάνδεινα. Αρχικά, οι Αθηναίοι εισέβαλαν στη Μεγαρίδα και ερήμωσαν την χώρα ως έξω από τα τείχη των Μεγάρων, ενώ στόλος τους απέκλεισε τη Νίσα. Οι επιδρομές επαναλαμβάνονταν ανελλιπώς μια και, κάπου κάπου, δυο φορές τον χρόνο. Η πρόσκαιρη ειρήνη του 422/1 π. Χ. βρήκε την περιοχή λαβωμένη.

Η άλλη αφορμή είχε να κάνει πάλι με την Κόρινθο που είδε την Αθήνα να συμμαχεί με την Κέρκυρα στον πόλεμο της μητρόπολης Κορίνθου με την αποικία της, με αιτία την Επίδαμνο. Η Κέρκυρα αποτελούσε ιδανικό σκαλοπάτι για την εμπορική επέκταση της Αθήνας στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία και μια συμμαχία μαζί της ήταν ό,τι το καλύτερο για την επίτευξη του στόχου αυτού, έστω κι αν η αθηναϊκή ανάμιξη στην αντιδικία της Κέρκυρας με την Κόρινθο ήταν βέβαιο πως αποτελούσε «αιτία πολέμου» με τους Πελοποννήσιους. Ο Περικλής είχε πεισθεί ότι ο πόλεμος με την Πελοποννησιακή Συμμαχία ήταν πραγματικά αναπόφευκτος, αν όχι καλοδεχούμενος, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης. Πια, το μίσος περίσσευε.

Σε όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π. Χ.), οι Κορίνθιοι ήταν οι πιο δραστήριοι σύμμαχοι της Σπάρτης στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν την Αθήνα από το πρόσωπο της γης. Το αντιαθηναϊκό μένος τούς οδήγησε να αντιδράσουν στη συμφωνία για την ειρήνη του 421 π. Χ. (Νίκειος ειρήνη), να αποχωρήσουν από την Πελοποννησιακή συμμαχία και να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν τρίτο μέτωπο μαζί με το ως τότε ουδέτερο Άργος, την Ήλιδα και τη Μαντινεία. Κι όταν τελικά νικήθηκε η Αθήνα, οι Κορίνθιοι, μαζί με τους Θηβαίους, απαιτούσαν από τους Σπαρτιάτες να ξεθεμελιωθεί η ηττημένη πόλη και να μεταβληθεί σε απέραντο χωράφι. Οι Σπαρτιάτες δεν τους έκαναν το χατίρι.

 

Το επεισόδιο της Επιδάμνου

Γύρω στα 734 π. Χ., Κορίνθιοι άποικοι έφτασαν στην Κέρκυρα έχοντας ηγέτη τους τον Χερσικράτη, έναν από τους απογόνους των Ηρακλειδών. Έκτισαν την Χερσόπολη. Ταυτίζεται με την πόλη Κέρκυρα των ιστορικών χρόνων και εντοπίζεται στην περιοχή του όρμου της Γαρίτσας, στην Παλαιόπολη, στα νότια της σύγχρονης πόλης.

Η Κέρκυρα έγινε μια από τις μεγαλοπρεπέστερες ελληνικές πόλεις, δημιούργησε δικές της αποικίες, την Επίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο) και την Απολλωνία (στις όχθες του ποταμού Αώου). Σύντομα, αυτονομήθηκε από τη μητρόπολη, την ανταγωνίστηκε και την εκδίωξε από πολλές αγορές. Η πρώτη ναυμαχία ανάμεσα σε ελληνικές πόλεις ήταν αυτή, στην οποία συγκρούστηκαν Κερκυραίοι και Κορίνθιοι. Συνέβη στα 660 π. Χ. με νικητές τους Κερκυραίους, γεγονός που οδήγησε σε μεταπολίτευση στην Κόρινθο. Στα χρόνια του τυράννου Περίανδρου (668 – 584 π. Χ.), οι Κορίνθιοι επανήλθαν, νίκησαν τους Κερκυραίους κι εγκατέστησαν εκεί άρχοντα τον Νικόλαο (γιο του τυράννου της Κορίνθου). Οι Κερκυραίοι επαναστάτησαν και τον σκότωσαν. Νέος άρχοντας στάλθηκε ο Ψαμμήτιχος, ανιψιός του τυράννου. Απαλλάχτηκαν κι από αυτόν.

Την εποχή των Περσικών πολέμων, οι Κερκυραίοι διέθεταν εξήντα πολεμικά πλοία που όμως δεν μετείχαν στις ελληνοπερσικές ναυμαχίες. Όταν, αργότερα, ο Θεμιστοκλής εξοστρακίστηκε από την Αθήνα κι εκδιώχθηκε και από το Άργος, στην Κέρκυρα βρήκε πρώτο καταφύγιο καθώς οι κάτοικοι τον υποδέχθηκαν εγκάρδια και του απέδωσαν τιμές.

Στην κερκυραϊκή αποικία Επίδαμνο ξέσπασαν ταραχές, όταν οι δημοκρατικοί επαναστάτησαν κι έδιωξαν τους ολιγαρχικούς. Οι τελευταίοι βρήκαν συμμάχους τους γειτονικούς βαρβαρικούς λαούς κι επανήλθαν λεηλατώντας την πόλη. Οι Επιδάμνιοι ζήτησαν την επέμβαση της μητρόπολης Κέρκυρας, ώστε να μπει τέλος στις διαμάχες. Οι Κερκυραίοι δήλωσαν ότι δεν ανακατεύονται. Οι Επιδάμνιοι προσέφυγαν στην Κόρινθο, μητρόπολη της Κέρκυρας αλλά και ανταγωνίστριά της. Οι Κορίνθιοι δέχτηκαν να επέμβουν και έστειλαν στην Επίδαμνο φρουρά. Οι Κερκυραίοι ζήτησαν από τους δημοκρατικούς της Επιδάμνου να διώξουν την κορινθιακή φρουρά που έμπαινε εμπόδιο στην εμπορική επικοινωνία τους με την Βόρεια Αδριατική. Οι Επιδάμνιοι αρνήθηκαν. Οι Κερκυραίοι πολιόρκησαν την Επίδαμνο.

Στα ξαφνικά, πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Κόρινθο. Ο στόλος της Κορίνθου και των συμμάχων της έπλευσε στο Ιόνιο. Ο κερκυραϊκός στόλος έπλευσε νότια. Οι δυο στόλοι συναντήθηκαν έξω από το Άκτιο. Οι Κερκυραίοι νίκησαν. Καλού κακού, συμμάχησαν και με τους Αθηναίους. Σε νέα ναυμαχία κοντά στα Σύβοτα (περιοχή στην Θεσπρωτία, αν και κάποιοι υποθέτουν ότι η ναυμαχία έγινε κοντά στους Παξούς), οι Κερκυραίοι, με την βοήθεια και των Αθηναίων, νίκησαν για δεύτερη φορά. Το «επεισόδιο» με την Επίδαμνο ήταν μια ακόμα από τις αφορμές του έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτου Πελοποννησιακού πολέμου.

 

Η αυτοκτονία της Ελλάδας

Τον Μάρτη του 431 π. Χ., Θηβαίοι επιτέθηκαν ενάντια στους Πλαταιείς. Απέτυχαν να πάρουν την πόλη. Δυο μήνες αργότερα (Μάης 431 π. Χ.), στην Αττική εμφανίστηκε ο στρατός της Πελοποννησιακής συμμαχίας με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης, Αρχίδαμο. Είχε ξεκινήσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος που συνήθως τον χωρίζουν σε τρεις περιόδους: Την Αρχιδάμειο (από το όνομα του βασιλιά της Σπάρτης, 432 – 421 π. Χ.), την Εκστρατεία στη Σικελία (415 – 413 π. Χ.) και τον Δεκελικό πόλεμο (413 – 404 π. Χ.).

Οι Πελοποννήσιοι λεηλατούσαν την αττική ύπαιθρο, ενώ οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα Μακρά τείχη της πόλης. Μάχη δεν έγινε. Το ναυτικό τους, όμως, περιέπλεε την Πελοπόννησο, με επιδρομές στα παράλιά της. Στα τέλη Ιουλίου, οι Πελοποννήσιοι αποχώρησαν. Οι Αθηναίοι βρήκαν ευκαιρία κι επέπεσαν στα Μέγαρα και την Αίγινα, την οποία κυρίευσαν, ενώ, στην τελετή ταφής των νεκρών της πόλης, ο Περικλής εκφώνησε τον περίφημο Επιτάφιο λόγο.

Την επόμενη χρονιά, ενέσκηψε ο λοιμός:

«Ενώ ήταν υγιείς, τους έπιανε, ξαφνικά και χωρίς καμιά αφορμή, πρώτα ισχυρός πυρετός, κοκκίνισμα και φλόγωση των ματιών, και ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν κόκκινα σαν αίμα κι έβγαζαν ασυνήθιστη δυσοσμία. Κατόπιν, άρχιζε φτάρνισμα και βραχνάδα και ύστερα από λίγο ο πόνος κατέβαινε στα στήθη και συνοδευόταν από βήχα δυνατό. Κατέληγε στο στομάχι και προκαλούσε εμετό συνοδευόμενο από καταπόνηση του σώματος και σπασμούς. Το σώμα γέμιζε πληγές. Οι άρρωστοι ένιωθαν λαύρα και δεν ανέχονταν ρούχα. Πολλοί έπεφταν στα πηγάδια αναζητώντας δροσιά. Πέθαιναν την έβδομη ή την ένατη ημέρα. Αν επιζούσαν αρχικά, πέθαιναν αργότερα από εξάντληση».

Έτσι τον περιγράφει ο Θουκυδίδης. Αν και νεότερες έρευνες ενοχοποιούν τον τυφοειδή πυρετό, τα συμπτώματα θυμίζουν πνευμονική πανώλη: Πανούκλα. Ξεκίνησε από την περιοχή της Νουβίας, στα νότια της Αιγύπτου, πέρασε στην χώρα του Νείλου κι απλώθηκε στην Αφρική. Από εκεί, προχώρησε στην Ασία, έπληξε το απέραντο βασίλειο των Περσών, έφτασε στη Μικρά Ασία κι έκανε απόβαση στη Λήμνο. Το πλήρωμα κάποιου πλοίου την κουβάλησε στον Πειραιά.

Λέει ο Θουκυδίδης:

«Χτύπησε ξαφνικά πρώτα τους Πειραιώτες και κάποιοι είπαν ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει δηλητήριο στις δεξαμενές τους. Δεν υπήρχαν όμως ακόμα βρύσες εκεί. Έπειτα, μεταδόθηκε στην Αθήνα, όπου πέθαιναν πολύ περισσότεροι».

Πέθαιναν και τα πληρώματα στις αθηναϊκές τριήρεις που χτυπούσαν τα παράλια της Πελοποννήσου σε αντίποινα για την εισβολή στην Αττική. Πέθανε και ο Περικλής, ηγέτης των Αθηναίων. Τρόμαξαν οι εισβολείς κι έφυγαν. Ο λοιμός του 430 σάρωσε την Αττική και αφάνισε τον πληθυσμό της καθώς και οι αγρότες συνωστίζονταν πίσω από τα τείχη της Αθήνας για να γλιτώσουν από τους Σπαρτιάτες. Ήταν η πρώτη πανδημία που γνωρίζουμε να χτύπησε την Ελλάδα και κράτησε μέχρι το 425 π. Χ. Ο Περικλής υπέκυψε στα 429 π. Χ.

Στα 428 π. Χ., δυο φιλοπόλεμοι άνδρες βρέθηκαν στο προσκήνιο, ασκώντας μεγάλη επιρροή στα πλήθη. Ο δημαγωγός Κλέωνας στην Αθήνα και ο επίσης δεινός ρήτορας, ικανός στρατηγός Βρασίδας, στη Σπάρτη. Και οι δυο εκφωνούσαν εμπρηστικούς λόγους με στόχο να παρασύρουν τους συμπολίτες τους σε αγώνα ως τον οριστικό αφανισμό των αντιπάλων τους.

Ο πόλεμος εξελίχθηκε σε αναμέτρηση των ολιγαρχικών (με αριστοκρατικό καθεστώς) πόλεων από τη μια και των δημοκρατικών από την άλλη. Οι Αθηναίοι νικούσαν στην θάλασσα, αν και έχασαν κάποιες ναυμαχίες και είδαν τη σημαντική γι’ αυτούς Αμφίπολη να υποκύπτει στους Σπαρτιάτες (422 π. Χ.). Οι Πελοποννήσιοι υπερτερούσαν στην ξηρά και κατάφερναν καίρια χτυπήματα στον στρατό της Αθηναϊκής συμμαχίας που όμως, κάποια στιγμή, νίκησε τους Σπαρτιάτες, κυρίευσε την Πύλο (425 π. Χ.) και εξανάγκασε τη φρουρά της στο νησί Σφακτηρία να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο ο αθηναϊκός στόλος κυρίευσε τα Κύθηρα και τα χρησιμοποίησε ως βάση εξόρμησης για τη λεηλασία της Λακωνίας. Ο πόλεμος έδειχνε να μην έχει τέλος, προκαλώντας καταστροφές και στους δυο αντιπάλους.

Βρασίδας και Κλέωνας βρέθηκαν αντιμέτωποι στην καταστροφική για τους Αθηναίους μάχη της Αμφίπολης (422 π. Χ.). Οι Αθηναίοι έπαθαν πανωλεθρία, έχασαν την πόλη και είχαν 600 νεκρούς. Ανάμεσά τους ήταν και ο Κλέωνας. Οι Σπαρτιάτες έχασαν μόλις επτά, ένας από τους οποίους, όμως, ήταν και ο Βρασίδας. Ξαφνικά, στις δυο ηγέτιδες πόλεις των αντιπάλων, οι φιλοπόλεμες παρατάξεις έμειναν χωρίς τους αρχηγούς τους.

Επικεφαλής των αριστοκρατών της Αθήνας και με διακαή προσανατολισμό στην επίτευξη δίκαιης ειρήνης ήταν ο στρατηγός Νικίας. Με την απαλλαγή από τον Κλέωνα, βρήκε χώρο να την επιδιώξει, καθώς βασιλιάς στη Σπάρτη εκείνη τη χρονιά βρέθηκε ο φιλειρηνιστής Πλειαστάνακτας. Ο οποίος φοβόταν τα χειρότερα για τη Σπάρτη, αν στον πόλεμο έμπαινε το ως τότε ουδέτερο αλλά φιλοαθηναϊκό Άργος που είχε ανοιχτούς προαιώνιους λογαριασμούς με τη Λακωνία. Αθήνα και Σπάρτη υπέγραψαν ειρήνη με πενηντάχρονη διάρκεια και, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις, επέστρεψαν στα πριν από τον πόλεμο εδάφη τους. Συμφωνήθηκε και αμυντική συμμαχία ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Ονομάστηκε Νίκειος Ειρήνη και κράτησε λιγότερο από έξι χρόνια.

 

Κλέωνας ο δημαγωγός

Με τον θάνατο του Περικλή, ξεκίνησε ένα νέο είδος ηγετών, πρώτος από τους οποίους ήταν ο Κλέωνας. Ήταν η εποχή των δημαγωγών που, προκειμένου να πετύχουν, φανάτιζαν τα πλήθη. Πλούσιος βυρσοδέψης, ο Κλέωνας ανακατεύτηκε με την πολιτική ως αντίπαλος του Περικλή, φανατικός δημοκρατικός και λαοπλάνος. Αρχικά, συμμάχησε με τον ηγέτη των αριστοκρατών, Θουκυδίδη (άσχετο με τον ομώνυμο ιστορικό), και τον επίσης φανατικό χρησμολόγο ρήτορα, Διοπείθη, και πέρασαν νόμο από την Εκκλησία του Δήμου, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να καταδικαστούν για ασέβεια, όσοι αρνούνταν την «πατρώα θρησκεία». Χάρη στον νόμο αυτό, μπόρεσαν να κατηγορήσουν τον φιλόσοφο Αναξαγόρα για αθεΐα (434 π. Χ.), θέλοντας να υπονομεύσουν τον Περικλή (με τον ίδιο νόμο, δεκαετίες αργότερα, έμελλε να καταδικαστεί και ο Σωκράτης). Ο Αριστοφάνης τον διακωμώδησε στους «Ιππής» του, παρουσιάζοντάς τον ως τον βυρσοδέψη που σέρνει από την μύτη τον τύφλα στο μεθύσι Δήμο (στον οποίο οι Αθηναίοι εύκολα αναγνώρισαν τον αθηναϊκό λαό). Κι ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι «ήταν ο πρώτος πολίτης που κραύγαζε και επιτιμούσε». Περιγράφεται ως λαοπλάνος που υποδαύλιζε μίσος των Αθηναίων ενάντια στον Περικλή, τον οποίο μάταια προσπάθησε να ανατρέψει.

Μετά τον θάνατο του Περικλή και του Λυσικλή88, κυριάρχησε στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή εξαπολύοντας βιαιότατες επιθέσεις και εκφωνώντας εμπρηστικούς λόγους. Ήταν σπουδαίος ρήτορας και κυρίως παρέσερνε τις μεσαίες τάξεις ως αρχηγός της μερίδας του λαού που σε κάθε περίπτωση διαφωνούσε με οποιασδήποτε μορφής υπογραφή ειρήνης με τους Σπαρτιάτες.

Ο άκρατος φανατισμός του εκδηλώθηκε στην υπόθεση της Μυτιλήνης: Ήταν καλοκαίρι του 428 π. Χ., όταν οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν για μια ακόμα φορά στην Αττική με αρχηγό τον βασιλιά τους, Αρχίδαμο. Προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές αλλά το αθηναϊκό ιππικό και η έλλειψη τροφίμων τους ανάγκασαν να αποχωρήσουν. Όσο, όμως, βρίσκονταν στην Αττική, οι Μυτιληναίοι αριστοκρατικοί θεώρησαν πως βρήκαν την ευκαιρία να αποστατήσουν από την Αθηναϊκή συμμαχία. Οι κάτοικοι της Μήθυμνας και της Τενέδου, καθώς και οι δημοκρατικοί της Μυτιλήνης, υπέθεσαν ότι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τους Σπαρτιάτες κι έσπευσαν να ειδοποιήσουν τους Αθηναίους. Οι Μυτιληναίοι κίνησαν γη και ουρανό για να ξεσηκώσουν τις πόλεις της Πελοποννήσου να εισβάλουν στην Αττική, ώστε αυτοί να μπορέσουν να στεριώσουν τη νέα κατάσταση. Δεν τα κατάφεραν, καθώς η πρόταση των Σπαρτιατών να συγκεντρωθεί ο πελοποννησιακός στρατός στον Ισθμό και να εισβάλει στην Αττική έπεσε στο κενό. Ο βασιλιάς Αρχίδαμος και ο στρατός του έφτασαν έγκαιρα στο προκαθορισμένο σημείο αλλά οι σύμμαχοί τους μαζεύονταν αργά κι απρόθυμα, καθώς «συνέπεσε να είναι η εποχή της συγκομιδής και δεν είχαν μεγάλη όρεξη για εκστρατείες», όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης. Με όλα αυτά, οι Μυτιληναίοι αποστάτες βρέθηκαν άσχημα περικυκλωμένοι. Παραδόθηκαν. Στάλθηκαν στην Αθήνα. Τότε συνεδρίασε η Εκκλησία του Δήμου για να αποφασίσει, τι θα γίνει μ’ αυτούς.

Εκεί, ο Κλέωνας, ο, κατά τον Θουκυδίδη, «πιο βίαιος από τους πολίτες», έβγαλε ένα γεμάτο μίσος λόγο εναντίον των Μυτιληναίων, κατηγορώντας τους ότι από καιρό προετοίμαζαν την αποστασία. Κι έπεισε τους Αθηναίους να αποφασίσουν την εξόντωση όλων των κατοίκων της Μυτιλήνης και όχι μόνο εκείνων που είχαν σταλεί στην Αθήνα. Και, για να μη χαθεί χρόνος, κανόνισε να φύγει πλοίο την ίδια μέρα και να μεταφέρει τη διαταγή στον Αθηναίο επικεφαλής του στόλου που ναυλοχούσε στη Λέσβο. Μετά την πρώτη εντύπωση, όμως, οι Αθηναίοι το ξανασκέφτονταν το ζήτημα, θεωρώντας υπερβολή την εκτέλεση όλων των πολιτών κι όχι μόνο των υπαίτιων. Οι πρέσβεις της Μυτιλήνης στην Αθήνα, που ένιωσαν τη μεταστροφή, κινητοποίησαν το υπέρ τους αθηναϊκό λόμπι και πέτυχαν να ξανασυζητηθεί το θέμα την επόμενη μέρα.

Και πάλι, ο Κλέωνας πήρε τον λόγο κι έψεξε τους ακροατές του ότι έδειχναν να αλλάζουν άποψη από οίκτο κι εξαιτίας της πολλής δημοκρατίας που δεν φαίνεται να κάνει τόσο καλό. Αν εξοντώνονταν όλοι οι Μυτιληναίοι, οι λοιποί σύμμαχοι της Αθήνας θα το σκέφτονταν πολύ πριν να επιχειρήσουν αποστασία. Μακρηγόρησε κι επικαλέστηκε μισαλλόδοξα επιχειρήματα, προβάλλοντας ακόμα και τον ισχυρισμό ότι «οι αμαθέστεροι, σε σύγκριση με τους μορφωμένους, διοικούν τις πόλεις σχετικά καλύτερα», επειδή «οι μορφωμένοι θέλουν να φαίνονται πιο σοφοί από τους νόμους και (θέλουν) να επιβάλλουν τη γνώμη τους για το καθετί», υπονοώντας ότι την απαλλαγή των Μυτιληναίων ζητούσαν οι κουλτουριάρηδες του καιρού εκείνου.

Τον αντέκρουσε κάποιος Διόδοτος, λέγοντας πως «δυο πράγματα είναι τα πιο αντίθετα στην ορθή απόφαση: η βιασύνη και η οργή». Και θύμισε ότι η Εκκλησία του Δήμου δεν είναι δικαστήριο αλλά παίρνει πολιτικές αποφάσεις. Η απόφαση ήταν να θανατωθούν οι (χίλιοι) που είχαν ήδη μεταφερθεί στην Αθήνα, να κατεδαφιστούν τα τείχη της Μυτιλήνης και να χωριστεί η χώρα σε 3.000 κλήρους (427 π. Χ.).

Δυο χρόνια αργότερα (425 π. Χ.), ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης, πήρε με αιφνιδιασμό την Πύλο, αποκλείοντας τη σπαρτιατική φρουρά στη Σφακτηρία, κι ανάγκασε τη Σπάρτη να ζητήσει ειρήνη. Ο Κλέωνας έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να επιβάλει εξοντωτικούς όρους, που οι Σπαρτιάτες απέρριψαν. Ο Κλέωνας ζήτησε να σταλούν ενισχύσεις στον Δημοσθένη αλλά οι αντίπαλοί του, με προεξάρχοντα τον Νικία, του είπαν, αν ήθελε πόλεμο, να πήγαινε ο ίδιος. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, ο Κλέωνας ανέλαβε την επιχείρηση, δηλώνοντας ότι, σε είκοσι μέρες, θα επέστρεφε νικητής, με αιχμάλωτους τους Σπαρτιάτες. Γι’ άλλη μια φορά ο Δημοσθένης αιφνιδίασε τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας και τους ανάγκασε να παραδοθούν, γεγονός πρωτοφανές εκείνη την εποχή. Ο Κλέωνας έσυρε τους αιχμαλώτους στην Αθήνα και παρουσίασε την όλη ιστορία ως προσωπική του νίκη, κάνοντας μεγάλη φασαρία, «σαν να είχε κυριεύσει την ίδια τη Σπάρτη».

Όμως, η όλη υπόθεση γύρισε ενάντιά του, καθώς βρέθηκε στρατηγός στη Μακεδονία και (423 π. Χ.) σκοτώθηκε στην Αμφίπολη, πέφτοντας σε παγίδα που του έστησαν ο Βρασίδας και οι Σπαρτιάτες του (422 π. Χ.).

Ο ωραίος Αλκιβιάδης

Χαϊδεμένος ανιψιός του Περικλή που φρόντισε για την ανατροφή του, ο Αλκιβιάδης (448 – 404 π. Χ.) έγινε ο μοιραίος άνθρωπος για την τύχη της Αθήνας. Η τέλεια διάπλαση του σώματός του έκανε τους γλύπτες αυτόν να έχουν ως πρότυπο (μοντέλο) όταν φιλοτεχνούσαν αγάλματα του θεού Ερμή. Φημισμένος εραστής, γλεντζές, αμοραλιστής και δεινός ρήτορας, είχε όλα τα προσόντα να γίνει πολιτικός αρχηγός. Ήταν 17 χρόνων, όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που, όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο άγριος, όλο και πιο φονικός. Στα 421 π. Χ., μόλις 27χρονος, αναδείχτηκε ηγέτης των δημοκρατικών, στη θέση του νεκρού Κλέωνα.

Ευφυής, τολμηρός, μορφωμένος και επιβλητικός, εξαρχής διακρίθηκε στον πολιτικό στίβο. Οργάνωσε νέα αντισπαρτιακή συμμαχία (420 π. Χ.) που όμως διαλύθηκε, όταν οι Αθηναίοι νικήθηκαν στη Μαντινεία (418 π. Χ.), σε μια μάχη που προσωρινά έσπασε τη συμφωνία για ειρήνη. Τον ίδιο καιρό, στη Σικελία, η αύξηση της δύναμης των Συρακουσών, προκαλούσε τον φόβο των άλλων πόλεων. Οι Συρακούσες μετατρέπονταν σε ηγέτιδα πόλη με τάσεις να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους ολόκληρη τη μεγαλόνησο. Η συμμαχία τους με τη Σπάρτη τρόμαζε την Αθήνα. Και η συμμαχία τους με τον Σελινούντα (ελληνική πόλη στη Νότια Σικελία) τρόμαζε την, επίσης ελληνική εκεί πόλη, Έγεστα. Οι Εγεσταίοι ζήτησαν βοήθεια από την Καρχηδόνα και τον Ακράγαντα. Συνάντησαν άρνηση. Κατέφυγαν στην Αθήνα. Ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν τα έξοδα του στόλου, αν οι Αθηναίοι έστελναν τα πλοία τους. Στην Εκκλησία του Δήμου, οι συζητήσεις ήταν δραματικές. Μια τέτοια εκστρατεία έβαζε σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση της Αθήνας, της οποίας η δύναμη στηριζόταν στον στόλο. Αποφασίστηκε να σταλούν κάποιοι να δουν, πώς είχε η κατάσταση εκεί. Τον Μάρτιο του 415 π. Χ., γύρισαν εντυπωσιασμένοι από τον πλούτο που τους επιδείχτηκε και είχαν μαζί τους πρεσβεία Εγεσταίων με εξήντα τάλαντα90 ως πρώτα έξοδα για την εκστρατεία. Στην Εκκλησία του Δήμου έγινε μάχη.

Ο Αλκιβιάδης ήταν υπέρ της εκστρατείας. Θα χτυπούσαν τις Συρακούσες πριν να γίνουν επικίνδυνες για την Αθήνα ως σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Ο Νικίας ήταν κατά. Οι Συρακούσες δεν είχαν κάνει τίποτα ενάντια στην Αθήνα και δεν ήταν σκόπιμο να αποκτήσει η πόλη ακόμα έναν εχθρό, τη στιγμή που τόσες πολλές πόλεις την υπέβλεπαν. «Δύναμή μας είναι ο στόλος και δεν πρέπει να βρίσκεται τόσο μακριά», έλεγε ο Νικίας. «Τότε ας γίνουμε ισχυροί και στη στεριά», απαντούσε ο Αλκιβιάδης, παρασέρνοντας τη νεολαία με τον ενθουσιασμό του.

Αποφασίστηκε η εκστρατεία να γίνει. Με τον Αλκιβιάδη στρατηγό και τον Νικία συμμετέχοντα στρατηγό. Ξεκίνησαν προετοιμασίες.

Με όπλο τη λάσπη

Ένα πρωί, τέλη του Μαΐου, οι Ερμές91 βρέθηκαν ακρωτηριασμένες. «Όλες εκτός από εκείνη που βρισκόταν στην είσοδο του σπιτιού του Ανδοκίδη», γράφει ο Πλούταρχος. Θεωρήθηκε μεγάλη ιεροσυλία και κακός οιωνός. Κι εκδόθηκε απόφαση που επικήρυσσε τους ενόχους και απάλλασσε όποιον μετείχε αλλά κατέδιδε τους συνενόχους του. Οι συντηρητικοί διέδιδαν ότι ήταν έργο του Αλκιβιάδη και των μεθυσμένων της παρέας του. Κι αποκάλυπταν ότι και πιο παλιά ο Αλκιβιάδης είχε μετάσχει σε παρωδία των Ελευσίνιων Μυστηρίων (άρα ήταν πωρωμένος ιερόσυλος).

Ήταν περίπου βέβαιο ότι τη ζημιά είχε κάνει μια από τις συμμορίες των ολιγαρχικών που τότε δρούσαν στην πόλη με σκοπό την ανατροπή της Δημοκρατίας. Μετά από συζητήσεις επί συζητήσεων και ανακρίσεις επί ανακρίσεων, εντοπίστηκαν δέκα «παρωδοί» των μυστηρίων, ανάμεσα στους οποίους και ο Αλκιβιάδης. Οι εννέα καταδικάστηκαν σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Ο ένας εκτελέστηκε, ενώ οι οκτώ κατάφεραν να διαφύγουν. Για τον Αλκιβιάδη συνοπτική διαδικασία δεν χωρούσε. Ζήτησε να δικαστεί και να εκτελεστεί, αν ήταν ένοχος. Οι συντηρητικοί θυμήθηκαν την εκστρατεία που οι ίδιοι αντιμάχονταν και είπαν ότι προείχε το καθήκον στην πατρίδα. Η δίκη αναβλήθηκε.

Ο συμμαχικός στόλος (134 τριήρεις από τις οποίες οι εκατό αθηναϊκές) απέπλευσε με κάθε επισημότητα. Κουτσά στραβά, η εκστρατεία περπατούσε, οι Σπαρτιάτες δεν φαίνονταν στον ορίζοντα αλλά στην Αθήνα συνεχίζονταν οι ανακρίσεις για τον ακρωτηριασμό των Ερμών. Ο Ανδοκίδης είχε προφυλακιστεί. Για να γλιτώσει, είπε ότι αυτός ήταν ο δράστης της ιεροσυλίας μαζί με άλλους 27, τους οποίους κατονόμασε. Αφέθηκε ελεύθερος, ενώ οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Αλκιβιάδης είχε έμμεσα απαλλαγεί. Βρέθηκαν όμως κάποιοι και τον κατάγγειλαν ότι ήταν παρών σε παρωδίες των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Ο φάκελος ξανάνοιξε. Έτυχε και μια παρεξήγηση με μια μικρή σπαρτιατική μονάδα που γι’ αλλού πήγαινε αλλά τη νόμισαν προπομπό επίθεσης ενάντια στην Αθήνα.

Οι συντηρητικοί διέδιδαν ότι πίσω από όλα αυτά ήταν ο Αλκιβιάδης: Ιερόσυλος σύμμαχος των ολιγαρχικών, με σκοπό την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, παραπλάνησε τον λαό και πήρε τον στόλο μακριά, ώστε εύκολα να μπουν στην πόλη τους οι κακοί Σπαρτιάτες και να εγκαταστήσουν ολιγαρχία. Με απόντα τον άμεσα ενδιαφερόμενο, οι διαδόσεις έπιασαν. Το ιερό πλοίο των Αθηναίων, «Σαλαμινία», απέπλευσε μεταφέροντας εντολή στον Αλκιβιάδη να επιστρέψει για να δικαστεί. Ο Αλκιβιάδης γνώριζε ότι ίσχυε αυτό που μετά από πολλούς αιώνες έγραψε ο Μπέρναρ Σο: «Όλα είναι έτοιμα για την εκτέλεση. Απομένει μόνο η δίκη». Σε μια στάση στους Θούριους92, στο ταξίδι της επιστροφής, το έσκασε μαζί με τους φίλους του.

Συμμαχία με τον εχθρό

Από τους Θούριους, ο Αλκιβιάδης και οι δικοί του πέρασαν στην Κυλλήνη. Διαπίστωσαν πως δεν είχαν, πού να πάνε. Ο Αλκιβιάδης δεν είχε κανένα πρόβλημα να περάσει στις γραμμές των Σπαρτιατών. Στην Αθήνα, το δικαστήριο τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο. Στη Σπάρτη τον θεώρησαν προδότη καθώς (414 π. Χ.) οι Αθηναίοι πρόσκαιρα νικούσαν, στον πόλεμο που πάλι είχε ξεκινήσει. Μόνο η Τίμαια, γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης, Άγη, περηφανευόταν ότι είχε περάσει σπουδαίες νύχτες με τον περίφημο Αθηναίο εραστή. Ο ίδιος προσφέρθηκε να παράσχει τις καλές του υπηρεσίες.

Συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες να οχυρώσουν την Δεκέλεια, να έχουν εκεί μόνιμη δύναμη και να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες. Τον Σεπτέμβρη του 413 π. Χ., ο αθηναϊκός στόλος είχε καταστραφεί, 18.000 Αθηναίοι είχαν σφαχτεί σε μια μόνο μάχη και οι στρατηγοί τους, Νικίας και Δημοσθένης, είχαν εκτελεστεί. Οι αιχμάλωτοι πουλήθηκαν δούλοι αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είτε το έσκασαν από τα αφεντικά τους και γύρισαν στην Αθήνα είτε αφέθηκαν ελεύθεροι από τους ιδιοκτήτες τους που δεν άντεχαν να έχουν σκλάβους «τόσο μορφωμένους ανθρώπους», όπως γράφει ο Πλούταρχος:

Εντυπωσίαζαν απαγγέλλοντας τους τόσο επίκαιρους γι’ αυτούς στίχους από τις τραγωδίες του Ευριπίδη. Κι όταν, μετά τον επαναπατρισμό τους, συναντούσαν τον μεγάλο τραγικό στον δρόμο, τον χαιρετούσαν με βαθύ σεβασμό. Οι στίχοι του ήταν που τους είχαν σώσει.

Η Αθήνα όμως είχε οριστικά ξεκινήσει την μακριά πορεία προς την παρακμή. Με τον πόλεμο να συνεχίζεται και τον Αλκιβιάδη να μη χωρά στα όρια της Σπάρτης. Βρέθηκε στην Ιωνία, σύμβουλος των Σπαρτιατών που πολεμούσαν εκεί. Η βασιλική ερωμένη του συνέχιζε να υπερηφανεύεται για τη σχέση τους, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να φτάσουν οι κομπασμοί της και στ’ αφτιά του βασιλιά συζύγου της που τον μίσησε. Μια ήττα της Σπάρτης στη Μίλητο θεωρήθηκε ότι ήταν δικό του έργο με πληροφορίες που έστειλε στην Αθήνα.

Μια ακόμα συνωμοσία σε βάρος του στήθηκε: Οι πέντε έφοροι έστειλαν κρυφή εντολή κάποιος να τον δολοφονήσει. Το πήρε είδηση και διέφυγε για μια ακόμα φορά. Πέρασε στους Πέρσες του σατράπη Τισσαφέρνη. Τον καλοδέχτηκε. Τον έχρησε αντιπρόσωπό του κι ακολούθησε πιστά τις συμβουλές του: Έπαψε να βοηθά τους Σπαρτιάτες για να συνεχίζεται ο πόλεμος, έκοψε την επιχορήγηση στη Χίο με το σκεπτικό ότι, όσο ήταν σύμμαχοι της Αθήνας, οι Χιώτες πλήρωναν ενώ τώρα ήθελαν να πληρώνονται κ.λπ.

Όλα αυτά φάνηκαν (και ήταν) υπηρεσίες προς την Αθήνα. Είχε μεσολαβήσει και η ομολογία του Ανδοκίδη ότι έπλασε την ιστορία με τους «ερμοκοπίδες» για να γλιτώσει ο ίδιος. Άρχισαν να σκέφτονται, μήπως αδίκησαν τον Αλκιβιάδη. Ο οποίος Αλκιβιάδης έμμεσα έπεισε τους Αθηναίους ότι θα κέρδιζαν τη συμμαχία των Περσών στον πόλεμο που συνεχιζόταν και θα κατατρόπωναν τους Σπαρτιάτες, αν άλλαζαν το πολίτευμά τους σε ολιγαρχικό κι αυτόν τον καλούσαν πίσω.

Ο Τισσαφέρνης δεν είχε τέτοιο σκοπό, αφού, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αλκιβιάδη, ενδιαφερόταν ο πόλεμος να συνεχίζεται στο διηνεκές, ώστε να φθείρονται και οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι. Στην διαπραγμάτευση με τον Τισσαφέρνη, οι Αθηναίοι πρεσβευτές κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο ποτέ να βοηθηθούν. Ήταν όμως αυτοί που είχαν συνηγορήσει σε μια πολιτειακή αλλαγή και δεν ήξεραν, πώς να το πουν στους Αθηναίους. Τα μάσησαν. Ήδη, το κλίμα στην Αθήνα ήταν βαρύ και η δράση των ολιγαρχικών συμμοριών ανοιχτή, με τους πλούσιους να τους υποστηρίζουν, ελπίζοντας σε ένα τέλος του πολέμου που θα σήμαινε και απαλλαγή τους από τα βάρη του. Στο χάλι που είχε περιέλθει η Αθήνα, αυτοί μόνοι πλήρωναν όλα τα έξοδα με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου.

Το πολίτευμα άλλαξε σε ολιγαρχικό (411 π. Χ.) με την ενεργό συμμετοχή του αριστοκράτη στρατηγού Θηραμένη, ο οποίος, μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, επανέφερε τη Δημοκρατία. Ο σκληρός ολιγαρχικός Κριτίας τον είπε κόθορνο (το παπούτσι των ηθοποιών που «έκανε» για κάθε πόδι) δηλαδή «χοντροπάπουτσο» ή ότι «πατά σε δυο βάρκες», άλλοτε με τους αριστοκράτες κι άλλοτε με τους δημοκρατικούς. Αυτό, επειδή, και μερικά χρόνια αργότερα, ήταν ανάμεσα στους «Τριάκοντα Τυράννους», τους οποίους οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν και από τους οποίους αποχώρησε αλλά υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει πίνοντας κώνειο.

Πορεία προς την καταστροφή

Ο Αλκιβιάδης διορίστηκε στρατηγός. Νίκησε τους Σπαρτιάτες και κατέστρεψε τον στόλο τους σε δυο ναυμαχίες (στην Άβυδο το 411 π. Χ. και στην Κύζικο το 410 π. Χ.) κι έφτασε θριαμβευτής στην Αθήνα (409 π. Χ.). Οι Σπαρτιάτες πρότειναν ειρήνη. Οι Αθηναίοι απέρριψαν τις προτάσεις, βέβαιοι ότι θα βγουν νικητές από τον πόλεμο. Ο Αλκιβιάδης επιζητούσε την «τελική ναυμαχία» αλλά ο Σπαρτιάτης ναύαρχος, Λύσανδρος, την απέφευγε. Ο Αλκιβιάδης άφησε τον στρατηγό Αντίοχο με την εντολή να μη δώσει μάχη κι έφυγε στην Ιωνία, να δώσει εκεί χέρι βοήθειας. Ο Αντίοχος θέλησε να γίνει ήρωας και προκάλεσε ναυμαχία με τους Σπαρτιάτες. Ο Λύσανδρος κατάλαβε πως είχε να κάνει με κατώτερό του αντίπαλο και απάντησε στην πρόκληση: 15 αθηναϊκά πλοία βυθίστηκαν κι ο Αντίοχος σκοτώθηκε (407 π. Χ.). Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε εσπευσμένα. Με αυτόν αντίπαλο, ο Λύσανδρος απέφευγε συστηματικά να ναυμαχήσει.

Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα η ήττα στη ναυμαχία, οι δημαγωγοί κατηγόρησαν τον Αλκιβιάδη: Δεν έπρεπε να φύγει. Κι έκτιζε φρούρια στη Θράκη. Και ήταν σε συνεχείς συνεννοήσεις με τους Πέρσες. «Άρα, ετοίμαζε τυραννίδα». Τον καθαίρεσαν. Ο Αλκιβιάδης αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Θράκη. Αλλά και ο Λύσανδρος ανακλήθηκε στη Σπάρτη, επειδή είχε λήξει η θητεία του. Αντικαταστάτης του ορίστηκε ο Καλλικρατίδας. Αντικαταστάτης του Αλκιβιάδη με πρώτο λόγο στις επιχειρήσεις είχε οριστεί ο Θράσυλλος

Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν κοντά στα νησάκια Αργινούσες93 (406 π. Χ.). Η σύγκρουση ήταν τρομερή και καταγράφηκε ως μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες που είχαν δοθεί ποτέ: 150 αθηναϊκά πλοία αντιμέτωπα με 120 σπαρτιατικά. Ο Καλλικρατίδας σκοτώθηκε. Οι Σπαρτιάτες έχασαν 69 πλοία τους (οι Αθηναίοι, 25). Η αθηναϊκή νίκη ήταν συντριπτική. Ο Θράσυλλος ανέθεσε στους τριηράρχους Θρασύβουλο και Θηραμένη να πάρουν 47 πλοία και να περισυλλέξουν τους τραυματίες και τους νεκρούς τους. Η θαλασσοταραχή τους εμπόδισε. Ο θρίαμβος επισκιάστηκε. Οι συγγενείς των νεκρών ζητούσαν δικαίωση. Ο Θηραμένης κι ο Θρασύβουλος βρέθηκαν υπόλογοι. Έριξαν τις ευθύνες στους στρατηγούς. Τους καθαίρεσαν όλους πλην του Κόνωνα που δεν ήταν παρών στη ναυμαχία και τους κάλεσαν στην Αθήνα να δικαστούν. Οι δύο αποφάσισαν να μην επιστρέψουν καθώς υποπτεύονταν ότι στην Αθήνα οι δημαγωγοί έκαναν ό,τι ήθελαν. Οι έξι που γύρισαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο! Από τα πράγματα, μόνοι αθώοι ήταν εκείνοι στους οποίους είχε ανατεθεί η περισυλλογή και δεν την είχαν κάνει! Έστω κι αν εμποδίστηκαν από τη φουρτούνα, ήταν οι πραγματικοί ένοχοι, αν ντε και καλά έπρεπε να υπάρχουν ένοχοι. Όμως, η Δημοκρατία είχε πάρει την κάτω βόλτα και ο λαός υπερψήφιζε τις προτάσεις όχι εκείνων που είχαν δίκιο αλλά αυτών που δημαγωγούσαν.

Οι νικητές στρατηγοί βγήκαν απ’ τη μέση και στην θέση τους στάλθηκαν άλλοι. Στη Σπάρτη, ο Λύσανδρος ανακλήθηκε από την εφεδρεία κι, επειδή δεν μπορούσε να είναι στρατηγός, στάλθηκε «σύμβουλος» του στόλου, ουσιαστικά αρχηγός. Με περσικά χρήματα (του Κύρου, αδελφού του βασιλιά Αρταξέρξη) κατάφερε να ανασυστήσει τον στόλο. Με τον δικό τους στόλο, οι Αθηναίοι έπιασαν την παραλία των Αιγός Ποταμών94. Επί πέντε πλήρεις μέρες, έβγαιναν από τα πλοία και διασκορπίζονταν «για ψώνια». Ο Λύσανδρος τους παρακολουθούσε από μακριά. Ο Αλκιβιάδης, που έμενε εκεί κοντά, τους συμβούλευσε να οχυρωθούν νοτιότερα, στο ασφαλές λιμάνι της Σηστού. Οι στρατηγοί του απάντησαν ότι είναι ιδιώτης και να μην ανακατεύεται. Την πέμπτη νύχτα, οι Σπαρτιάτες του Λύσανδρου επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και τσάκισαν τους διασκορπισμένους Αθηναίους (Σεπτέμβρης 405 π. Χ.): Από τις 180 αθηναϊκές τριήρεις, μόλις εννέα διασώθηκαν υπό τον στρατηγό Κόνωνα. Οι υπόλοιπες έπεσαν στα χέρια των Σπαρτιατών, έτοιμες να χρησιμοποιηθούν. Πιάστηκαν πάνω από 3.000 αιχμάλωτοι. Τον επόμενο χρόνο, η Αθήνα παραδόθηκε στους Σπαρτιάτες (Μάρτης 404 π. Χ.). Ο Λύσανδρος εγκατέστησε την αρχή των Τριάκοντα τυράννων και διέταξε να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη. Γκρεμίστηκαν κάτω από τους ήχους μουσικής που έπαιζαν αυλητρίδες.

Κυνηγημένος από τους νικητές, ο Αλκιβιάδης κατέφυγε στον σατράπη Φαρνάβαζο. Αυτός, υπακούοντας στην πίεση των Σπαρτιατών και του Κύρου, τον δολοφόνησε95. Ήταν το 404 π. Χ. κι ο Αλκιβιάδης έκλεινε τα 44 του χρόνια.

Ο Θηραμένης και το πραξικόπημα

Γιος του πάμπλουτου Νικήρατου, ο συντηρητικός Νικίας αύξησε δυναμικά την περιουσία που κληρονόμησε κι έφτασε να νοικιάζει χίλιους δούλους για τις ανάγκες του ορυχείου ασημιού στο Λαύριο, που εκμεταλλευόταν. Μπόρεσε να γίνει ηγέτης της πτέρυγας των αριστοκρατών και δημοφιλής στους συμπολίτες του, χάρη στη γενναιοδωρία του. Πέτυχε την «Νίκειο ειρήνη» με τους Σπαρτιάτες, απέτυχε να αποτρέψει την εκστρατεία στη Σικελία, όπου και σκοτώθηκε. Για την οικογενειακή του ζωή, ανάμεσα σε άλλα, γνωρίζουμε ότι απέκτησε δυο γιους: Τον νεότερο Νικάρατο, έναν από τους πιο μορφωμένους και δημοφιλείς Αθηναίους της εποχής του, τριήραρχο στα 410 π. Χ., τον οποίο, έξι χρόνια αργότερα (404 π. Χ.) καταδίκασαν σε θάνατο οι «Τριάκοντα τύραννοι» για να οικειοποιηθούν την τεράστια περιουσία του. Και τον Άγνωνα, στρατηγό και οικιστή της Αμφίπολης (437 π. Χ.) και συνυπογράψαντα την «Νίκειο ειρήνη». Στα 413 π. Χ., οι Αθηναίοι τον εξέλεξαν ανάμεσα στους δέκα πρόβουλους96 με καθήκον να τους βγάλουν από τα αδιέξοδα που προκάλεσε η καταστροφή από την έκβαση της εκστρατείας στη Σικελία. Ο Άγνωνας αυτός είχε υιοθετήσει (και αναγνωρίσει γιο του) ένα αγόρι από την Τζιά, τον Θηραμένη.

Γεννημένος το 451 π. Χ., ο Θηραμένης είχε την τύχη να μορφωθεί, έχοντας δάσκαλό του τον, επίσης από την Τζιά, γιατρό και σοφιστή Πρόδικο, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα κι έβγαζε το ψωμί τους ως δάσκαλος: Πίστευε ότι η θρησκεία είναι το αποτέλεσμα του εντυπωσιασμού που η φύση προκαλεί στον άνθρωπο, ο οποίος θεοποιεί τις εχθρικές δυνάμεις της αλλά και τα αγαθά που παρέχει (κρασί – Διόνυσος, ήλιος – Απόλλωνας κ.λπ.). Ακολούθησε τη μοίρα του Σωκράτη, καταδικασμένος για αθεΐα να πιει το κώνειο, σε βαθιά γεράματα. Όπως και να έχει το ζήτημα, ο Θηραμένης εξελίχθηκε σε «άνθρωπο δυνατό και στη σκέψη και στον λόγο», όπως τον παρουσιάζει ο Θουκυδίδης, ηγέτη των αριστοκρατών, γενικά μετριοπαθή, όπως απέδειξαν τα γεγονότα. Στα 411 π. Χ., βρισκόταν ένας από τους Αθηναίους στρατηγούς που με τον στόλο ναυλοχούσαν στη Σάμο.

Ήταν η εποχή που ο Αλκιβιάδης είχε ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τους αριστοκράτες της Αθήνας και υποσχόταν τη συμμαχία των Περσών, αν το πολίτευμά της μετατρεπόταν σε ολιγαρχικό. Στη Σάμο, ολιγαρχικοί Αθηναίοι και οι στρατηγοί του στόλου ξεκίνησαν συζήτηση για το θέμα. Φανατικός αντίπαλος του Αλκιβιάδη, ο στρατηγός Φρύνιχος αγόρευε ενάντια σε οποιασδήποτε πολιτειακή μεταβολή. Φανατικός υποστηρικτής του Αλκιβιάδη και γνωστός από την εποχή των ανακρίσεων για τις κεφαλές των Ερμών, ο Πείσανδρος βρέθηκε ηγέτης εκείνων που επιζητούσαν πραξικόπημα και έπεισε τους λοιπούς στρατηγούς να τον στείλουν στην Αθήνα για να επιτευχθεί η ανάκληση του Αλκιβιάδη.

Για να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη, ο Φρύνιχος δε δίστασε να στείλει, κρυφά, επιστολή στον Σπαρτιάτη ναύαρχο, Αστύοχο, που ναυλοχούσε στη Μίλητο, στην απέναντι μικρασιατική ακτή. Του αποκάλυπτε την προσπάθεια του Αλκιβιάδη να πείσει τον Πέρση σατράπη, Τισσαφέρνη, να βοηθήσει τους Αθηναίους καθώς και μυστικά του αθηναϊκού στόλου. Ο Σπαρτιάτης πήγε και βρήκε τον Τισσαφέρνη, του έδειξε την επιστολή και του ζήτησε τον λόγο. Ο Τισσαφέρνης τα μετέφερε όλα στον Αλκιβιάδη κι αυτός ενημέρωσε τους στρατηγούς στη Σάμο, αξιώνοντας την εκτέλεση του Φρύνιχου. Φοβισμένος αυτός, έστειλε δεύτερο γράμμα στον Αστύοχο, αποκαλύπτοντάς του όλα τα αδύνατα σημεία του αθηναϊκού στόλου και καλώντας τον να επιτεθεί, όσο ακόμα η Σάμος ήταν ατείχιστη. Μετά από πιο ώριμη σκέψη, κατάλαβε ότι είχε κάνει κουταμάρα, καθώς ο Αστύοχος δεν το είχε σε τίποτα να τον προδώσει πάλι στον Αλκιβιάδη. Αμέσως, έσπευσε να ενημερώσει τους Αθηναίους ότι έμαθε από πηγές του πως οι Σπαρτιάτες ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν και τους παρότρυνε να τειχίσουν την Σάμο. Οι εργασίες είχαν ήδη ξεκινήσει, όταν έφτασε νέα επιστολή του Αλκιβιάδη ενάντια στον Φρύνιχο, ότι τους έχει προδώσει και ο εχθρός πρόκειται να τους επιτεθεί. Οι στρατηγοί, όμως, πείσθηκαν ότι ο Αλκιβιάδης τα έλεγε αυτά, επειδή οι δυο τους είχαν προσωπική έχθρα, καθώς ο Φρύνιχος τους είχε ειδοποιήσει έγκαιρα. Ακόμα πιο πολύ, που πια εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ανατροπής του πολιτεύματος.

Στην ίδια την Αθήνα, συνωμότες σκότωναν γνωστούς δημοκρατικούς κι ανάμεσά τους τον αρχηγό τους (τον δημαγωγό Ανδροκλή) και καλλιεργούσαν το έδαφος για τη επιτυχία του πραξικοπήματος. Στη Σάμο, οι συνωμότες και ντόπιοι αριστοκρατικοί σχεδίασαν και την εκεί ανατροπή του πολιτεύματος, ενώ οι αρχηγοί τους έφυγαν για την Αθήνα. Ο Θηραμένης ήταν μαζί τους. Βρήκαν την κατάσταση ώριμη για την ανατροπή. Ήταν Μάρτης του 411 π. Χ., όταν η Εκκλησία του Δήμου ψήφισε τη δημιουργία μιας «Βουλής των 400», που απαρτιζόταν από αριστοκράτες. Αυτοί επέλεξαν 5.000 πλούσιους, στους οποίους, ουσιαστικά, περιορίστηκε το δικαίωμα ψήφου και συμμετοχής στις αποφάσεις.

Το νέο καθεστώς εγκαθιδρύθηκε με ηγέτες τους Πείσανδρο, Φρύνιχο και Θηραμένη αλλά πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπο με βίαιες εσωτερικές έριδες. Οι ακραίοι των συνωμοτών, με επικεφαλής τους ως πρόσφατα αντίπαλους, Φρύνιχο και Πείσανδρο, έλεγχαν την «Βουλή των 400» κι εργάζονταν για την υπογραφή ειρήνης με τη Σπάρτη, κάτω από οποιουσδήποτε όρους, δολοφονώντας τους αντίθετους. Οι μετριοπαθείς, με ηγέτη τον Θηραμένη, που έλεγχαν τους 5.000, στους οποίους πρόσθεσαν και εκπροσώπους από οικονομικά κατώτερες τάξεις, ήθελαν την ειρήνη αλλά όχι και την υποταγή της Αθήνας στη Σπάρτη.

Στη Σάμο, οι εκεί δημοκρατικοί, με τη βοήθεια και ομοϊδεατών τους Αθηναίων, αντιμετώπισαν τους ολιγαρχικούς συνωμότες με επιτυχία. Άλλωστε, ο αθηναϊκός στόλος που ναυλοχούσε στο νησί επανδρωνόταν κυρίως από βαθιά δημοκρατικούς που, όταν έφθασαν στη Σάμο τα νέα του πραξικοπήματος στην Αθήνα, αποφάσισαν να επέμβουν. Οι ακραίοι των συνωμοτών ξεκίνησαν να τειχίζουν την πειραϊκή χερσόνησο Ηιετιώνεια97, με σκοπό να αποκρούσουν τον αθηναϊκό στόλο που ερχόταν ενάντιά τους. Με ελιγμό του Θηραμένη, το τείχος αυτό κατεδαφίστηκε. Οι ακραίοι παραμερίστηκαν, ο Φρύνιχος δολοφονήθηκε, ο Πείσανδρος και άλλοι επιφανείς εξτρεμιστές κατέφυγαν στη Σπάρτη, ενώ ο «θεωρητικός» των ολιγαρχικών, που διοικούσε από το παρασκήνιο, Αντιφώντας, παρέμεινε εκούσια στην Αθήνα, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον Σεπτέμβρη του 411 π. Χ., η διακυβέρνηση της Αθήνας είχε περάσει στους 5.000. Το 410 π. Χ., η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί.

Ο Θηραμένης και οι «τριάκοντα τύραννοι»

Όσο την Αθήνα διοικούσαν οι «5.000», ο Θηραμένης όργωνε το Αιγαίο. Στα 410 π. Χ., βρέθηκε στην Κύζικο του Ελλησπόντου, την οποία πολιορκούσαν οι Σπαρτιάτες, έχοντας και τη βοήθεια Περσών. Μαζί και με τους δυο άλλους αρχηγούς του στόλου, τον Αλκιβιάδη και τον Θρασύβουλο, καθώς και με τον στρατηγό Χάρη, σχεδίασαν τη σωτηρία της πόλης: Ενώ ο Χάρης με το πεζικό κινήθηκε ενάντια στους πολιορκητές, ο Αλκιβιάδης με λίγα πλοία έκανε εικονική επίθεση στον σπαρτιατικό στόλο κι, αμέσως μετά την πρώτη εμπλοκή, τράπηκε σε φυγή. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος, Μίνδαρος, διέταξε να τον κυνηγήσουν τα πλοία του. Με αυτόν τον τρόπο, ο Αλκιβιάδης παρέσυρε τον εχθρικό στόλο στ’ ανοιχτά, οπότε ξεπρόβαλαν πίσω τους από διαφορετικές πλευρές οι δυο μοίρες του αθηναϊκού στόλου που διοικούσαν ο Θηραμένης και ο Θρασύβουλος, ενώθηκαν κι έβαλαν τους Σπαρτιάτες στη μέση. Ο σπαρτιατικός στόλος ηττήθηκε, ο Μίνδαρος σκοτώθηκε και οι άνδρες του παραδόθηκαν. Αμέσως μετά, έκαναν απόβαση ο Θηραμένης και ο Θρασύβουλος με τους άνδρες τους, ενώθηκαν με το πεζικό του Χάρη και τσάκισαν τους Πέρσες. Όταν τα νέα έφτασαν στην Αθήνα, οι «5.000» παρέδωσαν την εξουσία και η δημοκρατία αποκαταστάθηκε.

Ο Θηραμένης (μαζί με τον Θρασύβουλο) βρέθηκε υπόλογος της εγκατάλειψης τραυματιών και νεκρών μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες αλλά μπόρεσε να απαλλαγεί, παρουσιάζοντας μια επιστολή των στρατηγών, με την οποία απέδιδαν την καταστροφή στην θαλασσοταραχή.

Στα 405 π. Χ., μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς, ανέλαβε τη διαπραγμάτευση των όρων της ειρήνης με την Πελοποννησιακή συμμαχία. Βρέθηκε στη Σπάρτη, όπου Θηβαίοι και Κορίνθιοι απαιτούσαν η Αθήνα να ξεθεμελιωθεί, αλλά κατάφερε να περιορίσει την εκδίκηση στο γκρέμισμα των Μακρών τειχών και της οχύρωσης του Πειραιά, με τον αθηναϊκό στόλο να περιορίζεται σε μικρότερο αριθμό πλοίων. Όμως, ο κυριότερος όρος ήταν η επιβολή της «πάτριας πολιτείας», δηλαδή του «πολιτεύματος των προγόνων». Οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι η συμφωνία εννοούσε την δημοκρατία αλλά οι Σπαρτιάτες απαιτούσαν ολιγαρχία. Ο Θηραμένης έμεινε στη Σπάρτη τρεις ολόκληρους μήνες, θέλοντας, κατά τον Ξενοφώντα, να εξαντλήσει τους πολιορκημένους Αθηναίους και να τους εξαναγκάσει έτσι να δεχτούν τους όρους. Τους παρουσίασε στην Εκκλησία του Δήμου και οι συμπολίτες του τους αποδέχτηκαν. Οι πολιορκητές αποχώρησαν.

Οι ολιγαρχικοί εξέλεξαν πέντε επόπτες για να προετοιμάσουν τη μετάβαση στην ολιγαρχία. Τον Ιούλιο του 404 π. Χ., στην Εκκλησία του Δήμου, με τον Σπαρτιάτη Λύσανδρο παρόντα, κάποιος Δρακοντίδης πρότεινε η εξουσία να ασκηθεί από τριάντα εκλεγμένους ολιγαρχικούς. Η πρόταση έγινε δεκτή: Οι πέντε επόπτες πρότειναν τους δέκα από αυτούς, ο Θηραμένης άλλους δέκα και ο Λύσανδρος ακόμα δέκα. Αποκλήθηκαν «τριάκοντα τύραννοι». Ένας από αυτούς ήταν ο ίδιος ο Θηραμένης. Ένας άλλος ήταν ο Κριτίας.

Γιος του πλούσιου Αθηναίου, Κάλλαισχρου (προπάππου του Πλάτωνα, από τον άλλο του γιο), ο Καλλίας γεννήθηκε γύρω στα 460 π. Χ. και έλαβε πολύ καλή παιδεία, έχοντας ανάμεσα στους δασκάλους του τον Σωκράτη και τον σημαντικότατο ρήτορα Γοργία. Εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο μορφωμένους Αθηναίους της εποχής του και από τους πιο ικανούς πολιτικούς και πίστευε ότι σωστό πολίτευμα είναι η ολιγαρχία. Με ιδέες που άγγιζαν την αθεΐα, λόγο πράο αλλά πειστικό, έκρυβε μέσα του κράμα οπαδού της θηριωδίας, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του, και εραστή του λόγου (έγραψε ποιήματα και τραγωδίες). Πίστευε ότι νόμοι και θρησκεία είναι επινοήσεις του ανθρώπου, στην προσπάθειά του να εμποδίσει ανήθικες συμπεριφορές.

Στενός φίλος του Αλκιβιάδη, κατηγορήθηκε για τον αποκεφαλισμό των Ερμών (415 π. Χ.) και φυλακίστηκε, ενώ, το 411 π. Χ., αναμίχθηκε στο ολιγαρχικό πραξικόπημα και (το 410 π. Χ.), μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εξορίστηκε. Γύρισε στην Αθήνα το 408 π. Χ. με την επιστροφή του Αλκιβιάδη κι έγινε στενός συνεργάτης του. Τον επόμενο χρόνο, εξορίστηκε στην Θεσσαλία απ’ όπου επέστρεψε μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς. Ήταν ένας από τους πέντε επόπτες και εξελίχθηκε σε αρχηγό των πιο ακραίων από τους «τριάκοντα τυράννους».

Η νέα εξουσία περιόρισε σε τρεις χιλιάδες αυτούς που είχαν πολιτικά δικαιώματα και επέλεξε τα μέλη της Βουλής των 500, η οποία προχώρησε στην κατάργηση νόμων της δημοκρατίας αλλά και όσων από τους νόμους του Σόλωνα δεν τους βόλευαν. Κι ακόμα, δημιούργησε ένα σώμα δέκα ολιγαρχικών που θα διοικούσε αποκλειστικά τον Πειραιά, προπύργιο των δημοκρατικών, προσέλαβε τριακόσιους σωματοφύλακες που κουβαλούσαν μαστίγια και δεν δίστασε να προχωρήσει σε δολοφονίες δημοκρατικών και εκτελέσεις πλουσίων, για να οικειοποιηθεί τις περιουσίες τους και να μπορεί να πληρώνει τους μισθούς των 700 της σπαρτιατικής φρουράς που παρέμενε στην Αθήνα για να την προστατεύει.

Όλα αυτά ενόχλησαν τον Θηραμένη που ξεκίνησε διαμαρτυρίες κι, ανάμεσα σε άλλα, ζητούσε να διευρυνθεί ο αριθμός εκείνων που θα είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Και κατάγγειλε ότι η εντολή να εκτελεστούν πλούσιοι μέτοικοι για να δημευτούν οι περιουσίες τους αποτελούσε ακρότητα χειρότερη και από τη μεγαλύτερη υπερβολή, στην οποία ποτέ είχαν προχωρήσει οι δημοκρατικοί. Αρνήθηκε να μετάσχει στην πραγματοποίησή της.

Ο Κριτίας τον κατηγόρησε ότι το έπαιζε πότε ολιγαρχικός και πότε δημοκρατικός, ανάλογα με την περίσταση (τότε ήταν που τον αποκάλεσε «κόθορνο»), και ζήτησε να τον περάσουν από δίκη. Εκεί, όμως, η επιχειρηματολογία του αντικρούστηκε από τον Θηραμένη. Φοβήθηκε ότι θα τον απάλλασσαν και ζήτησε τη συνδρομή φρουρών που εισέβαλαν με προτεταμένες τις λόγχες τους, ενώ ο ίδιος έβγαλε μόνος του την απόφαση ότι ο Θηραμένης καταδικάζεται σε θάνατο!

Καταλαβαίνοντας ο Θηραμένης ότι δεν μπορούσε να γλιτώσει, έτρεξε κι αγκάλιασε τον βωμό της θεάς Εστίας. Και κατάγγειλε τον Κριτία ότι ήταν τόσο ασεβής, ώστε ούτε το άσυλο θα τον σταματούσε, ενώ η πολιτεία του αποτελούσε κίνδυνο για οποιονδήποτε Αθηναίο. Οι ένοπλοι του Κριτία άρπαξαν τον Θηραμένη και, με τη βία, τον έσυραν στην Αγορά και τον οδήγησαν στη φυλακή. Εκεί, τον υποχρέωσαν να πιει κώνειο κι έτσι ξεμπέρδεψαν μαζί του (Οκτώβρης του 404 π. Χ.). Ο Κριτίας έμεινε χωρίς αντίπαλο. Όχι για πολύ.

Ο Θρασύβουλος και η Δημοκρατία

Γαλουχημένος με τις δημοκρατικές ιδέες του Περικλή, ο Θρασύβουλος πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 442 π. Χ., στον δήμο Στειρίας98. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λύκος και η οικογένειά του πρέπει να ήταν αρκετά ευκατάστατη, καθώς ο ίδιος (στα 411 π. Χ.) ήταν τριήραρχος (κάλυπτε τα έξοδα μιας τριήρης που υπολογίζονται σε περίπου ένα τάλαντο, ποσό εξαιρετικά μεγάλο). Ως τριήραρχος, άλλωστε, βρέθηκε στη Σάμο, όταν εξυφάνθηκε το πραξικόπημα των ολιγαρχικών στο νησί. Δημοκρατικοί Σαμιώτες είχαν τότε ειδοποιήσει τους στρατηγούς Λέοντα και Διομέδοντα, τον οπλίτη Θράσυλλο και τον Θρασύβουλο για τα τεκταινόμενα. Χάρη και στην επέμβαση των Αθηναίων που ναυλοχούσαν εκεί, η δημοκρατικοί επιβλήθηκαν στη Σάμο και ένα πλοίο στάλθηκε στην Αθήνα να μεταφέρει τα νέα. Εκεί, όμως, οι πραξικοπηματίες είχαν ήδη επικρατήσει. Συνέλαβαν τα μέλη του πληρώματος, εκτός από έναν ο οποίος γύρισε στη Σάμο κρυφά και περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση στην Αθήνα. Οι στρατιώτες του αθηναϊκού στόλου στασίασαν, καθαίρεσαν όποιους από τους στρατηγούς τους γνώριζαν ότι είναι ολιγαρχικοί και εξέλεξαν νέους στρατηγούς τον Θρασύβουλο και τον Θράσυλλο99. Και οι δυο διέπρεψαν στα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν. Με τον Θρασύβουλο να εξελίσσεται σε έναν από τους δημοφιλέστερους δημοκρατικούς της Αθήνας. Γι’ αυτό και ήταν ένας από τους πρώτους που οι τριάκοντα τύραννοι εξόρισαν.

Κατέφυγε στην Θήβα, όπου τον φιλοξένησε ο Ισμηνίας, ηγέτης του εκεί αντισπαρτιατικού κόμματος. Στην Θήβα βρέθηκαν και άλλοι κυνηγημένοι Αθηναίοι δημοκρατικοί, πρόθυμοι να παλέψουν για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο Ισμηνίας χρηματοδότησε το εγχείρημα και εβδομήντα δημοκρατικοί Αθηναίοι με ηγέτη τον Θρασύβουλο πέρασαν κρυφά στην Αττική και κυρίευσαν την Φυλή (τέλη 404 με αρχές 403 π. Χ.). Όταν αυτό μαθεύτηκε, οι «τριάκοντα» προσπάθησαν να κινηθούν ενάντιά τους αλλά το ξέσπασμα μιας καταιγίδας τους έκανε να το αναβάλουν.

Όσο να καλμάρει ο καιρός, στην Φυλή είχαν καταφθάσει πολλοί δημοκρατικοί και ο στρατός του Θρασύβουλου πια αριθμούσε επτακόσιους άνδρες. Στάλθηκαν ενάντιά του η σπαρτιατική φρουρά της Αθήνας και 3.000 «προνομιούχοι οπλίτες και ιππείς», που πολιόρκησαν την περιοχή. Ξημερώματα, ο Θρασύβουλος και οι άνδρες του επέπεσαν αιφνιδιαστικά στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους και τους τσάκισαν. Σκοτώθηκαν 120 Σπαρτιάτες. Οι υπόλοιποι προτίμησαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια.

Τα νέα ενθάρρυναν τους δημοκρατικούς. Ως τον Απρίλη, οι άνδρες του Θρασύβουλου είχαν φθάσει τους 1.200. Άφησε διακόσιους να φρουρούν την Φυλή και με τους υπόλοιπους χίλιους πέρασε στον Πειραιά, προπύργιο των δημοκρατικών. Οχυρώθηκε στον λόφο της Μουνιχίας (σημερινή Καστέλα) από όπου μπορούσε να έχει ανοιχτό οπτικό πεδίο.

Τον ίδιο καιρό στη Σπάρτη, ο Λύσανδρος είχε παραμεριστεί, με συνέπεια η σπαρτιατική φρουρά να ανακληθεί από την Αθήνα. Τον Μάη, ο Κριτίας μάζεψε στρατό 5.000 (κατ’ άλλους, 3.000) και επιτέθηκε στους χίλιους οχυρωμένους δημοκρατικούς. Έχοντας καλύτερες θέσεις, ο Θρασύβουλος και οι άνδρες του μπόρεσαν να νικήσουν, σκοτώνοντας και εβδομήντα από τους ολιγαρχικούς. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Κριτίας. Όσοι από τους «τριάκοντα» επέζησαν, το έσκασαν στην Ελευσίνα, ενώ, μέσα στην Αθήνα, ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στους ολιγαρχικούς. Εξέλεξαν νέους αρχηγούς αλλά δεν μπόρεσαν να νικήσουν. Οι επιζώντες από τους «τριάκοντα» ζήτησαν την βοήθεια της Σπάρτης. Κατέφθασε με στρατό ο βασιλιάς Παυσανίας Α’ και πολιόρκησε την Αθήνα αλλά προτίμησε, αντί για πόλεμο, να συμφιλιώσει τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Ήταν Σεπτέμβρης του 403 π. Χ., όταν ο θριαμβευτής Θρασύβουλος αποκατέστησε την Δημοκρατία στην Αθήνα, ενώ, όσοι ολιγαρχικοί το επιθυμούσαν, έφυγαν στην Ελευσίνα με ασφάλεια. Η Εκκλησία του Δήμου πέρασε νόμο, επιβάλλοντας τη λήθη για το παρελθόν και απαγορεύοντας οποιαδήποτε αναφορά στα πριν από το 403 (π. Χ.) γεγονότα. Οπωσδήποτε, οι ολιγαρχικοί δεν άντεξαν πάνω από 18 μήνες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

87. Βλέπε κεφάλαιο 4, «η Αθηναϊκή συμμαχία».

 

88. Βλέπε κεφάλαιο 6, «Οι εταίρες, η Λέαινα και η Ασπασία».

 

89. Θουκυδίδης, Γ’ 36.

 

90. Ένα τάλαντο ήταν ίσο με εξήντα μνες (μία μνα = 100 δραχμές).

 

91. Ερμές: Προτομές του Ερμή πάνω σε μαρμάρινες στήλες, στημένες σε σταυροδρόμια, πλατείες, δημόσια κτίρια και εισόδους ναών και σπιτιών.

 

92. Οι Θούριοι ήταν ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία.

 

93. Βρίσκονται στα παράλια της Μ. Ασίας, απέναντι από το νοτιότερο σημείο της Λέσβου.

 

94. Περιοχή, κατά πάσα πιθανότητα, απέναντι στην αρχαία Λάμψακο, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλησπόντου.

 

95. Βλέπε κεφάλαιο 6, «οι ερωμένες του Αλκιβιάδη».

 

96. Πρόβουλος: αυτός που σκέφτεται και πριν να ενεργήσει. Στην αρχαία Αθήνα, πολιτικός κοινής εμπιστοσύνης, που, σε κρίσιμες στιγμές, υποδεικνυόταν από την Εκκλησία του Δήμου μαζί με άλλους για να αποτελέσουν ένα είδος συμβουλίου κοινής σωτηρίας.

 

97. Ηιετιώνεια ονομαζόταν η χερσόνησος στην είσοδο του Πειραιά, στα όρια της σημερινής Δραπετσώνας.

 

98. Ο δήμος Στειρίας βρισκόταν στο σημερινό Πόρτο Ράφτη.

 

 

99. Ο Θράσυλλος ήταν ένας από τους έξι στρατηγούς που εκτελέστηκαν μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες.

 

(τελευταία επεξεργασία, 6 Νοεμβρίου 2020)

 

Επικοινωνήστε μαζί μας