Ο Στιούαρτ και οι Αθηναίοι
«Είναι καλοκαμωμένοι, εκφραστικοί και με πολλή ζωντάνια», περιέγραψε τους Αθηναίους ο Τζέιμς Στιούαρτ234, που έμεινε τρία χρόνια στην Αθήνα, στα μέσα του ΙΗ' αιώνα (1751 - 1754):
«Έχουν αθλητικό τύπο δύναμης και ευκαμψίας, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ιδιαίτερη χάρη στην διαμόρφωσή τους και στη μέση τους. Και είναι εξαιρετικές στην τέχνη του κεντήματος και σε κάθε ασχολία που έχει σχέση με την βελόνα», συνέχισε.
Στο πεντάτομο έργο του για τις αθηναϊκές αρχαιότητες, ο Στιούαρτ αφιέρωσε ενάμιση τόμο (τον μισό δεύτερο κι ολόκληρο τον τρίτο) στην περιγραφή της ζωής των Αθηναίων στην εποχή του. Ανάμεσα σε άλλα έγραψε:
«Αγαπούν πολύ τη μουσική και συνηθίζουν να παίζουν ένα όργανο που το αποκαλούν λύρα. Δεν έχει σχέση με την λύρα των αρχαίων. Πιο πολύ θυμίζει κιθάρα ή μαντολίνο. Τραγουδούν με τη συνοδεία αυτού του οργάνου και συνθέτουν τραγούδια με τόσο μεγάλη ευκολία, ώστε πολύ συχνά αυτοσχεδιάζουν».
Για τις δημόσιες συναναστροφές, σημείωσε:
«Υπάρχουν ικανοί ρήτορες και ετοιμόλογοι πολιτικοί που υποστηρίζουν τα συμφέροντα της πόλης τους. Κι εκείνο που πρέπει να τονιστεί, είναι τα καφενεία: Σ' αυτό συχνάζουν όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική. Βρίσκονται στον περίβολο της αρχαίας εκείνης Ποικίλης Στοάς235.
»Μερικοί από τους κληρικούς τους, έχουν πολύ καλή φήμη και είναι καλλιεργημένοι και εξαιρετικοί κήρυκες. Εκείνος που, την εποχή της παραμονής μου στην Αθήνα, θαυμαζόταν πιο πολύ από κάθε άλλον ήταν ο ηγούμενος της μονής Καισαριανής, άνδρας με βαθιά παιδεία που γοήτευε με την άνεση του λόγου του και τις αρμονικές χειρονομίες του».
Όμως, εκείνους που ασχολούνταν με την ζωγραφική δεν τους είχε και σε μεγάλη υπόληψη:
«Ως προς την επιδεξιότητα, δεν υστερούν, αλλά πρέπει να ομολογηθεί ότι η τέχνη τους αξίζει λίγα πράγματα. Έχουν ατελή γνώση σε θέματα προοπτικής και αναλογιών και μάλλον ποτέ δεν έχουν ακούσει για την ανατομία και την αντίθεση της σκιάς προς το φως».
Περιγράφοντας την τουρκική διοίκηση, ανέφερε ότι ο βοεβόδας αλλάζει κάθε χρόνο, με τους Αθηναίους να λένε ότι «φέρνει μαζί του τον πελαργό», καθώς η αλλαγή γίνεται Μάρτη, μήνα κατά τον οποίο αυτά τα πουλιά εμφανίζονται στην Αθήνα.
»Εκτός από τον βοεβόδα, στην Αθήνα έχει την έδρα του ένας κατής, αρμόδιος για την εφαρμογή του νόμου. Διευθύνει την Δικαιοσύνη, λύνει τις διαφορές που ανακύπτουν ανάμεσα στους ιδιώτες και τιμωρεί τους εγκληματίες. Κι ακόμα, υπάρχει ένας "μουντερές εφέντης" που μεριμνά για όσα αφορούν τη λατρεία των μωαμεθανών και διδάσκει μαζί με εκείνους που υπηρετούν στα τζαμιά. Ο δισδάρης αγάς είναι διοικητής του κάστρου της Ακρόπολης κι ο "αζάπ πασάς" της μικρής φρουράς που έχει αναλάβει την φύλαξή της».
Υπολόγισε ότι, τότε, ο πληθυσμός της Αθήνας αριθμούσε γύρω στους 10.000 κατοίκους κι ανέφερε ότι η πόλη ήταν έδρα μητρόπολης με τον μητροπολίτη να ασκεί πολύ μεγάλη εξουσία στους χριστιανούς «εφευρίσκοντας μύριους τρόπους και προσπαθώντας πάντα να διατηρεί καλές σχέσεις με τα μέλη της τουρκικής κοινότητας».
Για την αγροτική παραγωγή της Αττικής, ο Στιούαρτ σημείωσε ότι περιλάμβανε στάρι, λάδι, μέλι, κερί, ρετσίνα, μετάξι, τυρί και ένα είδος βελανιδιού.
Ο Τσάντλερ και οι Αθηναίες
Δέκα χρόνια μετά τον Στιούαρτ, ο περιηγητής Ρίτσαρντ Τσάντλερ, στο έργο του «Ταξίδια στην Ελλάδα», ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ζωή της Αθηναίας του καιρού του:
«Καμιά φορά, ο Αθηναίος δέχεται τον ταξιδιώτη και στον γυναικωνίτη. Μέσα στο σπίτι, οι γυναίκες κυκλοφορούν σχεδόν γυμνές σε αντίθεση με το τι φορούν, όταν βγαίνουν από αυτό. Εδώ, όπως η αρχαία Θέτιδα, η νέα κοπέλα περπατά πάνω σ' ένα μαλακό χαλί και αφήνει να φαίνονται τα κάτασπρα και λεπτοκαμωμένα πόδια της, που είναι γυμνά με τα νύχια βαμμένα κόκκινα.
»Η νεαρή γυναίκα φορά βράκες από μάλλινη τσόχα τον χειμώνα κι από ωραία ινδιάνα ή από λεπτό διάφανο ύφασμα το καλοκαίρι. Αυτές οι βράκες καλύπτουν το γυναικείο σώμα από την μέση ως τους αστράγαλους κι έχουν μεγάλες πτυχές. Τα κάτω άκρα είναι στολισμένα με κεντητά λουλούδια. Το πουκάμισο δεν φαίνεται. Τα μανίκια του, όμως, είναι φαρδιά, ανοιχτά κι έχουν στο τελείωμά τους καλλιτεχνικά κεντήματα, καμωμένα με βελόνι. Το μεταξένιο ζιπούνι παρουσιάζει την διάπλαση του στήθους και του σώματος τόσο πιστά, ώστε, παρ' όλο που τα καλύπτει, δεν τα κρύβει από την θέα. Ο στηθόδεσμος είναι πιο κοντός από το πουκάμισο. Τα φαρδιά μανίκια του μερικές φορές κουμπώνουν γύρω από τον καρπό και είναι φοδραρισμένα με σατέν κόκκινο ή κίτρινο.
»Η πολύτιμη ζώνη που περιβάλλει τη μέση δένεται με πόρπες ασημένιες, επίχρυσες ή και χρυσές, στολισμένες με πολύτιμες πέτρες. Πάνω από το ζιπούνι ρίχνουν ένα φόρεμα που το καλοκαίρι έχει φόδρα από ερμίνα και τον χειμώνα από γούνα.
»Το κάλυμμα του κεφαλιού είναι ένα είδος σκούφου ή μπερέ από κόκκινο ή κίτρινο ύφασμα, γαρνιρισμένο με μαργαριτάρια. Τον προσδένουν από το σαγόνι με μια κορδέλα και ένα κίτρινο διάδημα που καλύπτει το μέτωπο. Τα μπράτσα είναι στολισμένα με χρυσά βραχιόλια και, σαν την Αυγή, η νέα κοπέλα έχει ρόδινα τα δάχτυλα, γεμάτα στίγματα ή τα νύχια με πιο σκούρο χρώμα. Για περιδέραιο φορά χρυσά φλουριά ή βυζαντινά κοσμήματα, περασμένα σε κλωστή. Κατά μήκος των μάγουλων κρέμεται μια φούντα από σγουρά μαλλιά, ενώ στο πίσω μέρος του κεφαλιού κρέμονται πολλές πλεξίδες που κυματίζουν πάνω στους ώμους».
Ο Τσάντλερ κατέγραψε πληροφορίες και για την πριν από το ντύσιμο διαδικασία:
«Όταν βγαίνουν από το μπάνιο, ασχολούνται πολλή ώρα με το χτένισμα και το πλέξιμο των μαλλιών τους, ενώ, τις ημέρες των μεγάλων γιορτών, χάνουν ακόμα πιο πολύ χρόνο για να τα περιποιηθούν και να τα στολίσουν με μικρές ασημένιες επίχρυσες πλάκες, σε σχήμα βιολιού, που τοποθετούν στο κεφάλι, σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις.
»Τέλος, βάφουν με γαλάζιο χρώμα τον γύρο των ματιών τους, ενώ το εσωτερικό της κόγχης ως και τα άκρα, όπου φυτρώνουν οι βλεφαρίδες, τα βάφουν μαύρα. Και οι Τουρκάλες χρησιμοποιούν τα ίδια τεχνάσματα για να τονίσουν την φυσική τους ομορφιά.
»Για να βάψουν τις βλεφαρίδες και την κόγχη των ματιών, ρίχνουν σε αναμμένα κάρβουνα θυμίαμα ή λάβδανο. Μαζεύουν έπειτα με ένα πιατάκι την καπνιά και το μαύρο υπόλειμμα της καύσης.
»Παραβρέθηκα ο ίδιος σε μια τέτοια διαδικασία. Μια νέα κάθισε σε ένα σοφά, σταυροπόδι, όπως συνηθίζουν, έκλεισε το ένα μάτι, έπιασε με τον δείκτη και τον αντίχειρα του αριστερού χεριού τα βλέφαρα, τα τράβηξε προς τα έξω και, με μια γλυφίδα που βούτηξε στην καπνιά, τους έβαλε τα υπολείμματα της καύσης. Όταν τράβηξε την γλυφίδα, τα μάτια είχαν βαφτεί γύρω γύρω, μαύρα. Λένε ότι η καπνιά αυτή έχει την ιδιότητα να δείχνει τα μάτια πιο λαμπερά και να φαίνονται μεγαλύτερα από όσο είναι».
Ο Τσάντλερ θαύμαζε την ομορφιά και το ντύσιμο των γυναικών της Αθήνας αλλά όχι και τη μόρφωση και την κοινωνική τους θέση:
«Η ανάπτυξη του πνεύματος και της ηθικής παιδείας δεν θεωρείται ουσιώδες τμήμα της ανατροφής των γυναικών στην Αθήνα. Περιορίζονται να μαθαίνουν στις νεαρές τον χορό, την τουρκική κιθάρα, να χτυπούν το τύμπανο και το τυμπανάκι και να κεντούν. Στο κέντημα γενικά διακρίνονται οι πιο νέες.
»Μια γυναίκα που γνωρίζει γραφή και ανάγνωση θεωρείται φαινόμενο μόρφωσης. Η μητέρα του Τούρκου Οσμάν αγά, που με επισκεπτόταν συχνά, ήταν μια από τις ελάχιστες σοφές και πολλές φορές μου είπε ότι ο συγγενής της, Αχμέτ αγάς, την φοβόταν για τις γνώσεις που είχε, όταν τον επισκεπτόταν μια φορά τον χρόνο.
»Στην κοινωνική ζωή, η γυναίκα υπηρετεί τον άνδρα και, αφού ετοιμάσει το φαγητό (τα τρόφιμα τα φέρνει ο άνδρας στο σπίτι), υποχρεώνεται συχνά να φάει με την υπηρέτρια, αφού ο σύζυγος τρώει μόνος του και δεν δέχεται παρά μόνο άνδρες στο τραπέζι του».
Κόμης Σουαζέλ, ο σκαπανέας του Έλγιν
Ο Έλγιν και η «πέτρα του σκανδάλου»
Η «Ντιλετάντι» ιδρύθηκε στα 1733 κι ώσπου να γεννηθεί ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, είχε πίσω της ιστορία μιας γενιάς με ανασκαφές στη Μικρά Ασία αλλά και με μια επιτυχή διείσδυση στη λονδρέζικη κοινωνία. Η δραστηριότητά της είχε κάνει τους Βρετανούς να απαρνηθούν τον θαυμασμό τους σε κάθε ρωμαϊκό και να αρχίσουν να μιμούνται την ελληνική κλασική αρχαιότητα. Αυτή άλλωστε ήταν και η αρχή του κακού.
Τον Τόμας Μπρους, έβδομο κόμη του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, ο κόσμος όλος τον ξέρει ως λόρδο Έλγιν. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1766, στην Βόρεια Σκοτία, όπου και η κομητεία του μεγαλογαιοκτήμονα μπαμπά του. Σπούδασε στο Λονδίνο, στο Παρίσι (Διεθνές Δίκαιο!) και στην Γερμανία. Στα 26 του, ήταν πρεσβευτής της Βρετανίας στις Βρυξέλλες. Στα 29 του, στο Βερολίνο. Ήταν το 1795, χρονιά που γνώρισε την Μαίρη Νίσμπετ (Mary Nisbet), θυγατέρα και κληρονόμο του Ουίλιαμ Χάμιλτον Νίσμπετ (William Hamilton Nisbet) του Ντίρλετον (Dirleton), πλούσια Εγγλέζα αριστοκράτισσα, ενημερωμένη απόλυτα σε θέματα μόδας. Και οι επιταγές της μόδας, εκείνον τον καιρό επέβαλαν την «αρχαιοελληνική λατρεία».
Για να την πείσει ο Έλγιν να αφήσει το πολύβουο Λονδίνο και να πάει να εγκατασταθεί στη σκοτεινή Σκοτία, υποσχέθηκε ότι θα της κτίσει ένα πραγματικό ελληνικό ανάκτορο, το Broom Hall. Για του λόγου το αληθές, προσέλαβε σπουδαίο αρχιτέκτονα, τον Τόμας Χάρισον. Με σπουδές στη Ρώμη, ο αρχιτέκτονας φάνταζε ιδανικός για να χτίσει ένα ελληνικού στιλ μέγαρο στα σκοτσέζικα λιβάδια. Ο γάμος έγινε στις 11 Μάρτη του 1799.
Ήταν η χρονιά που ο Χάρισον υπέβαλε τα σχέδια της τελικής διαμόρφωσης. Τα ανέτρεψε ο ίδιος μαθαίνοντας από τον λόρδο Έλγιν ότι τον έστελναν πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη:
«Η ευκαιρία είναι μοναδική! Αν κατορθώσετε να αποκτήσετε άφθονα πιστά αντίγραφα ελληνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής κι αν, ακόμα καλύτερα, μπορέσετε να παραγγείλετε καλούπια των πρωτοτύπων, εγώ, ο Τόμας Χάρισον, υπόσχομαι να σας κτίσω το πιο εκπληκτικό ανάκτορο που η κόμισσα μπορεί να φανταστεί».
Ο κύριος και η κυρία Τόμας Μπρους, έβδομου κόμη του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, καθώς και ο γραμματέας τους, Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, μπήκαν στο πλοίο καλοκαιράκι του 1799. Στη Νάπολι, έκαναν μια στάση. Ο Ναπολιτάνος ζωγράφος Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι ευχαρίστως μπήκε στην υπηρεσία του λόρδου: Έμελλε να εισπράξει 12.000 λίρες Αγγλίας για όλη την δουλειά. Οι Μπρους συνέχισαν για την Κωνσταντινούπολη, ο Χάμιλτον και ο Λουσιέρι έμειναν πίσω, να συγκεντρώσουν τους κατάλληλους για την δουλειά εργάτες. Βρέθηκαν στην Αθήνα.
Η επιχείρηση «ζωγραφικά αντίγραφα» των γλυπτών και κτιρίων της Ακρόπολης, κουτσά στραβά, περπατούσε. Η «επιχείρηση καλούπια» σκόνταφτε στα ψηλά σημεία. Ο φρούραρχος του κάστρου, Ντιστάρ εφέντης, απαγόρευε να στηθούν σκαλωσιές, επειδή από το ύψος τους οι βέβηλες ματιές των απίστων μπορούσαν να εισχωρήσουν στις αυλές και στα ενδότερα των μουσουλμανικών σπιτιών που είχαν κτιστεί στον Ιερό Βράχο.
Ο ηθικός αυτουργός και η «μετάφραση»
Στην Κωνσταντινούπολη, ο λόρδος Έλγιν βρήκε έναν βαθύ γνώστη της αρχαίας Τέχνης να έχει κάποιον να κουβεντιάζουν: Τον εφημέριο του παρεκκλησίου της πρεσβείας, δρα Φίλιπ Χαντ. Του διάβασε την αναφορά του Λουσιέρι για τις δυσκολίες που συναντούσαν στην Αθήνα με τα καλούπια. Ο δρ Φίλιπ έγινε έξω φρενών:
«Τα έχετε δει αυτά που ζωγραφίζουν οι άνθρωποί σας;», ρώτησε.
«Μόνο σε ζωγραφιές», ομολόγησε ο λόρδος.
«Έχω προτείνει να πάρουμε άδεια και να μεταφέρουμε στο Λονδίνο το Ερεχθείο αλλά δεν εισακούστηκα», πρόσθεσε θυμωμένος.
«Πολύ δεν πάει;», αντέταξε ο λόρδος.
«Από οικονομικής πλευράς, όχι», πρόσθεσε ο εφημέριος: «Το ζωγραφίζουμε λεπτομερώς, το τεμαχίζουμε, το μεταφέρουμε στο Λονδίνο και το στήνουμε από την αρχή, ενώνοντας τα κομμάτια με βάση τα σχέδια. Απλό είναι».
«Θέλετε να πάτε ως εκεί, να επιθεωρήσετε και να μου αναφέρετε;» ρώτησε ο Έλγιν.
Αρχές του 1801237, ο δρ Χαντ βρισκόταν στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα, έστελνε επιστολή στην Πόλη. Ο Έλγιν την διάβασε κι έπεσε σε περισυλλογή. Έγραφε:
«Να πάτε στον σουλτάνο! Είστε επίσημος εκπρόσωπος της Αυτού Μεγαλειότητας του Γεωργίου Γ’, βασιλιά της κραταιάς Μεγάλης Βρετανίας. Τον περασμένο Σεπτέμβρη πήραμε τη Μάλτα. Την Πρωτοχρονιά, ενσωματώσαμε την Ιρλανδία. Στις 8 Μάρτη, ο ναύαρχος Νέλσον τσάκισε τους Γάλλους στο Αμπουκίρ. Είναι αδιανόητο να συναντούν οι άνθρωποί σας δυσκολίες στη δουλειά τους. Να ζητήσετε να εκδοθεί φιρμάνι που να απαλλάσσει τους εργάτες από τους περιορισμούς με τις σκαλωσιές. Και καλό είναι να επιτρέπει να απομακρυνθούν όποια γλυπτά εμποδίζουν τις εργασίες».
Εκείνο το βράδυ, ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όλη νύχτα συνεδρίαζε με τον εαυτό του, μετρώντας τις επιπτώσεις ως διπλωμάτης καριέρας που ήταν. Απ’ όταν ο εφημέριος μίλησε για το Ερεχθείο, προσπαθούσε να το φανταστεί όχι στο Λονδίνο αλλά στην κομητεία του Έλγιν, στα πατρογονικά κτήματα. Με τις αναγκαίες προσθήκες, φυσικά. Λίγο λίγο, η φαντασίωση άλλαζε εικόνα. Ο εφημέριος ήταν πρακτικός άνθρωπος. Ο Έλγιν ένιωθε καλλιτέχνης. Και ποιος καλλιτέχνης θα προτιμούσε το Ερεχθείο από τον Παρθενώνα! Τον εφημέριο προφανώς ενοχλούσε το ότι ο Παρθενώνας δεν είχε στέγη. Ο αρχιτέκτονάς του όμως, ο Τόμας Χάρισον, θα μπορούσε να του προσθέσει καινούρια.
Το πρόβλημα δεν ήταν εκεί. Το πρόβλημα εστιαζόταν στο γεγονός ότι η μεταφορά του Παρθενώνα στη Σκοτία, θα προκαλούσε διπλωματική εμπλοκή. Χώρια που θα ξεσήκωνε και τα μέλη της Εταιρείας Ντιλετάντι. Τη σωστή λύση την είχε προτείνει στο γράμμα του ο δρ Χαντ χωρίς να το καταλάβει. Ξαναδιάβασε την φράση:
«Και καλό είναι να επιτρέπει να απομακρυνθούν όποια γλυπτά εμποδίζουν τις εργασίες».
Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα! «Απομακρύνουμε ό,τι “εμποδίζει” και το μεταφέρουμε στη Σκοτία»! Μεγαλοφυές! Αετώματα, ζωφόροι, καμιά Καρυάτιδα για την είσοδο, κολόνες, κάποια γλυπτά για την αίθουσα υποδοχής και θ’ αφεθεί ο Χάρισον να μεγαλουργήσει. Και μηδέν επιπτώσεις! Όλοι οι Εγγλέζοι που επισκέπτονται την Ελλάδα όλο και με κάποιο κλοπιμαίο ως σουβενίρ επιστρέφουν στην πατρίδα.
Ο λόρδος Έλγιν δεν θα επέστρεφε με κλοπιμαία. Ο Μεγάλος Βεζίρης έβαλε τα γέλια, όταν του υπέβαλε το αίτημά του. Πέτρες! Ο σουλτάνος δεν είχε αντίρρηση. Αν η εύνοια της Μεγάλης Βρετανίας εξαντλιόταν σε κάποια μάρμαρα, πολύ φθηνά του ερχόταν. Άλλωστε, είχαν περάσει 345 χρόνια αφότου ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε απαγορέψει την καταστροφή ή αφαίρεση κάθε αρχαίου μνημείου. Κανένας δεν το θυμόταν.
Ο λόρδος Έλγιν ξεκίνησε, έχοντας στις αποσκευές του το πολύτιμο φιρμάνι. Και, καλού κακού, και μια μετάφραση στα ιταλικά. Ώσπου να φτάσει στην Αθήνα, το πρωτότυπο είχε χαθεί. Του έμενε η μετάφραση στα ιταλικά238. Ο φρούραρχος της Ακρόπολης δεν γνώριζε την γλώσσα. Υπήρχε όμως κάποιος που την ήξερε. Η επίμαχη φράση έλεγε ότι μπορούσαν να απομακρυνθούν «qualche pezzi di pietra con iscrizione e figure». Ο μεταφραστής μετέφραζε το «qualche» ως «μερικά»: «Μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και σχήματα». Ο Τζιοβάνι Ρουσιέρι, Ναπολιτάνος ζωγράφος στην υπηρεσία του Έλγιν, έδινε χίλιους όρκους ότι η λέξη σήμαινε «οποιαδήποτε»: «Οποιαδήποτε κομμάτια πέτρας με επιγραφές και σχήματα». Με ταρίφα πέντε λίρες Αγγλίας την ημέρα για όσο θα συνεχίζονταν οι εργασίες, ο φρούραρχος συμφώνησε ότι η σωστή μετάφραση ήταν «οποιαδήποτε». Και αυτό το «οποιαδήποτε» απαιτούσε την εργασία τριακοσίων, κάποτε και τριακοσίων πενήντα, εργατών, σε καθημερινή βάση. Με εντατική δουλειά, η απομάκρυνση των «οποιωνδήποτε» κομματιών θα έπαιρνε ένα χρόνο. Ο εντιμότατος Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ έτυχε να είναι παρών την ζοφερή ημέρα του 1801 που «απομακρυνόταν» μια μετόπη.
Αυτόπτες στην βαρβαρότητα
Έτριξε η σκαλωσιά. Ασυναίσθητα, ο εργάτης προσπάθησε να κρατηθεί από την χωμένη στα σπλάχνα του τοιχώματος σφήνα. Το σφυρί έπεσε από τα χέρια του. Κάτω από το βάρος του σώματός του, η σφήνα λειτούργησε σαν έμβολο. Ξεκόλλησε η μετόπη. Ο εργάτης κατάφερε να ισορροπήσει στη σκαλωσιά. Με τα χέρια του, προσπάθησε να συγκρατήσει τη μετόπη, ώσπου να φέρουν σχοινιά. Ήταν βαριά. Γλίστρησε από τα χέρια του.
Ο Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ παρακολουθούσε με αγωνία. Έστριψε αυθόρμητα αλλού το πρόσωπό του, να μη δει την καταστροφή: Η μετόπη του Παρθενώνα έπεσε με πάταγο στο έδαφος. Όταν ο Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ ξανακοίταξε, μόνο σκόρπια κομμάτια θρυμματισμένου μάρμαρου υπήρχαν. Ψηλά, στην ζωφόρο, έχασκε ανοιχτή η πληγή, εκεί όπου, για περισσότερα από 2.430 χρόνια, η σύνθεση στην ανάγλυφη πλάκα θάμπωνε βαρβάρους και πολιτισμένους, κατακτητές κι επισκέπτες.
Ο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι κάτι μάσησε στα ιταλικά. Δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για την καταστροφή. Μετόπες υπήρχαν πολλές να αντικαταστήσουν αυτήν που διαλύθηκε. Εκείνο που τον έκαιγε ήταν ότι η ζημιά έγινε μπροστά στον εντιμότατο Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ, διάσημο περιηγητή, αρχαιολόγο και ορυκτολόγο. Ανάμεσα στις 365 μέρες του χρόνου, αυτήν είχε διαλέξει για να επισκεφτεί την Ακρόπολη! Ελάχιστη ώρα πριν, θαύμαζε το «υπέροχο γλυπτό» της μετόπης που οι άνθρωποι του Έλγιν είχαν βάλει στο μάτι. Και ήταν αυτός, ο ζωγράφος Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι, που του είχε υπερφίαλα προτείνει να περιμένει λίγο, ώσπου να την κατεβάσουν, να θαυμάσει το ανάγλυφο από κοντά.
Ο Ντιστάρ εφέντης, απομακρύνθηκε βιαστικός να μη δουν οι άπιστοι ότι δάκρυσε. Χρόνια φρούραρχος στην Ακρόπολη της Αθήνας, είχε εξοικειωθεί με το κλασικό περιβάλλον. Είχε έντονα εναντιωθεί στη λεηλασία των Άγγλων αλλά ο Έλγιν του είχε τρίψει στα μούτρα το σουλτανικό φιρμάνι που του επέτρεπε να σηκώσει ό,τι ήθελε. Και του είχε κόψει πέντε λίρες τη μέρα μισθό, ώστε να μεταφράζει τη λέξη «qualche» του φιρμανιού ως «οποιαδήποτε» κι όχι ως «μερικά» κομμάτια.
Ο εργάτης, στη σκαλωσιά, είχε μείνει στήλη άλατος. Ο Λουσιέρι του έβαλε τις φωνές. Τόση δουλειά, να στήσουν την σκαλωσιά, είχε πάει χαμένη. Ας τσακιζόταν να κατέβει. Έπρεπε να μετακινηθεί παραδίπλα η σκαλωσιά, να μπορέσουν να ξηλώσουν άλλη μετόπη. Κι έπρεπε να κάνουν γρήγορα, πριν να τους πάρει η νύχτα. Ταυτόχρονα, ο ζωγράφος από την Νάπολι προσπαθούσε να βάλει το μυαλό του να λειτουργήσει. Κάτι έπρεπε να πει στον εντιμότατο κύριο Κλαρκ. Αναστέναξε με ανακούφιση, διαπιστώνοντας ότι δεν χρειαζόταν. Συντετριμμένος από την βαρβαρότητα, ο Εγγλέζος αρχαιολόγος είχε αποχωρήσει.
Ο εντιμότατος Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ γύρισε στην Αγγλία όπου τον περίμενε μια πανεπιστημιακή έδρα ορυκτολογίας. Ένα από τα βιβλία του, το «Ταξίδι στις χώρες της Ευρώπης», δημοσιεύτηκε στα 1811. Εκεί, περιέγραψε με μελανά χρώματα την καταστροφή της μετόπης, ως αυτόπτης μάρτυρας στο συμβάν. Εκείνο που παρέλειψε να αναφέρει, ήταν ότι, φεύγοντας ο ίδιος από την Ελλάδα, πήρε μαζί του, σουβενίρ, ένα κολοσσιαίο άγαλμα της Δήμητρας. Κοσμεί το μουσείο του Κέιμπριτζ, άγνωστο αν προσφέρθηκε εκεί σε αντάλλαγμα για την πανεπιστημιακή του έδρα.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε ακριβώς την εποχή που η «υπόθεση Έλγιν» απασχολούσε την βρετανική κοινή γνώμη, χωρίζοντάς την σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες. Έχοντας επικεφαλής τον αρχαιολόγο Ρίτσαρντ Πέιν Νάιτ, η «Εταιρεία Ντιλετάντι» (Dilettanti Society) ξεσπάθωνε ενάντια στον κόμη Τόμας Μπρους.
Ο αρχαιολόγος Έντουαρντ Ντόντουελ έτυχε να βρεθεί στην Ακρόπολη άλλη μέρα, τον ίδιο χρόνο. Είχε φτάσει στην Αθήνα συντροφιά με τον Ιταλό ζωγράφο Πομάντι. Ζωγράφισαν χίλιους πίνακες με ελληνικά θέματα κι έκαναν ανασκαφές. Η μοίρα οδήγησε τα βήματά τους στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε συνωστισμός. Κάτω από τις οδηγίες του ακάματου Ρουσιέρι, οι τριακόσιοι εργάτες αποκαθήλωναν αγάλματα, αετώματα, την έρμη την Καρυάτιδα. Με μεγάλη προσοχή, είναι η αλήθεια. Τοποθετούσαν τα αποκτήματα σε κιβώτια και τα αμπαλάριζαν με σχολαστικότητα. Κι όποια γλυπτά δεν χωρούσαν στα κιβώτια, σημείωναν με προσοχή τις λεπτομέρειες και τα τεμάχιζαν: Θα τα ξανακολλούσαν στη Σκοτία.
Ο αρχαιολόγος Έντουαρντ Ντόντουελ έφριξε με όσα είδε. Στο έργο του, «Αρχαιολογική και Τοπογραφική περιήγηση της Ελλάδας, 1801 – 1806)», σημείωσε πως «Ο,τιδήποτε σχετίζεται με αυτή την καταστροφή, έγινε με μια φλόγα παράλογης αρπακτικότητας, σε αντίθεση όχι μόνο με κάθε αίσθηση του γούστου αλλά και με κάθε συναίσθημα δικαιοσύνης και ανθρωπιάς».
Ο Έλγιν, γράφει ο Ντόντουελ, μπορούσε να περιοριστεί στα καλούπια του Φειδία, από τα οποία πολλά είχε να κερδίσει η Βρετανία. Στην Αθήνα, γράφει ο Ντόντουελ, διαπράχθηκε ιεροσυλία. Εκείνο που δεν γράφει ο Ντόντουελ, είναι ότι, φεύγοντας ο ίδιος από την κατεχόμενη Ελλάδα, πήρε μαζί του μια πλούσια συλλογή ευρημάτων από τις ανασκαφές του. Η συλλογή αυτή, σήμερα, κοσμεί το μουσείο του Μονάχου καθώς την αγόρασε ο μελλοντικός εκεί βασιλιάς Λουδοβίκος, πατέρας του μετέπειτα βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας.
Στον βυθό και στην καρβουναποθήκη
Τα Χριστούγεννα του 1801, ο Έλγιν τα πέρασε στο ιδιόκτητο πλοίο του, «Μέντορας», που ήταν αραγμένο στον Πειραιά. Πρωί, 26 Δεκέμβρη, ξύπνησε αλαφιασμένος. Κανένας δεν γνωρίζει, αν είδε εφιάλτη. Τον είχε όμως πιάσει τρόμος, μήπως οι Γάλλοι, τελευταία στιγμή, του χαλάσουν την δουλειά. Το άστρο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη είχε αρχίσει να ανατέλλει και αυτό τίποτε καλό δεν προμήνυε για τους Άγγλους.
Πήρε μαζί του τους ναύτες κι ανέβηκε στην Ακρόπολη. Επιστρατεύτηκε για την περίσταση μια άμαξα μεταφοράς όπλων. Όσα κιβώτια ήταν έτοιμα, φορτώθηκαν σ’ αυτήν. Η άμαξα έκανε το δρομολόγιο Ακρόπολη – «Μέντορας» κάμποσες φορές. Όταν η μεταφόρτωση ολοκληρώθηκε, ο Έλγιν έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Ο «Μέντορας» απέπλευσε, για την Αγγλία. Ποτέ δεν έφτασε. Ως το ακρωτήριο Μαλέας καλά τα πήγαινε. Όμως, άγρια φουρτούνα τον βρήκε εκεί. Το πλήρωμα πάλεψε τα κύματα με όλες του τις δυνάμεις. Νικήθηκε. Οι ναύτες σώθηκαν κολυμπώντας ως την ακτή. Ο «Μέντορας» και το πολύτιμο φορτίο του αναπαύθηκαν στον βυθό, ανάμεσα Κύθηρα και Πελοπόννησο.
Ο Λουσιέρι τραβούσε τα μαλλιά του. Ο Έλγιν μετρούσε τα λεφτά του: Τόσα τα χαμένα, συν τόσα η αναπλήρωσή τους με καινούρια, το κόστος ανέβαινε στις 28.000 λίρες Αγγλίας. Η επιχείρηση αποξήλωση του Παρθενώνα και των ιερών της Ακρόπολης ξεκίνησε από την αρχή: Μια κολόνα από το Ερεχθείο, 17 γλυπτά από τα αετώματα του Παρθενώνα, δεκαπέντε μετόπες. Τεμαχίστηκαν και τακτοποιήθηκαν σε διακόσια κιβώτια. Πώς όμως θα έφταναν ως τη Σκοτία;
Τη λύση έδωσε η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο πρεσβευτής Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, ανακλήθηκε στο Λονδίνο. Είχε το δικαίωμα να μεταφερθεί με πολεμικό πλοίο. Ο ίδιος, η σύζυγος και η οικοσκευή τους. Και κανένας νόμος δεν όριζε μέχρι πόσα τεμάχια έπρεπε να είναι η οικοσκευή. Πλην όμως, το πλοίο χωρούσε τα 65 από τα διακόσια κιβώτια. Φορτώθηκαν και μεταφέρθηκαν με δαπάνες της Αυτού Μεγαλειότητας. Έφτασαν στο Λονδίνο, Γενάρη του 1804. Ο κόμης δεν βρισκόταν εκεί, να τα παραλάβει. Προτίμησε να επιστρέψει στην Αγγλία οδικώς ως τη Μάγχη και από εκεί να πάρει πλοίο για απέναντι. Κανένας στην διαδρομή δεν φρόντισε να τον πληροφορήσει ότι, στα ξαφνικά, ένας ακόμα αγγλογαλλικός πόλεμος είχε ξεσπάσει, με τον πρωθυπουργό της Αγγλίας, Γουίλιαμ Πιτ τον Νεότερο, να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον Βοναπάρτη. Έτσι, χαζά, πιάστηκε αιχμάλωτος.
Τα 65 κιβώτια μόλις που χώρεσαν στην υγρή καρβουναποθήκη του Burlington, του σπιτιού που ο λόρδος Έλγιν κρατούσε στο Πάρκο Λέιν, στο Λονδίνο. Ο Έλγιν, όμως, δεν είχε γίνει άδικα διπλωμάτης. Του πήρε δυο χρόνια αλλά κατάφερε να αποφυλακιστεί. Ήταν βέβαιος ότι η γυναίκα του θα έδειχνε κατανόηση για το γεγονός ότι το τίμημα της ελευθερίας ήταν ότι θα χάριζε στο Λούβρο κάποια από τα κομμάτια του Παρθενώνα. Δεν χρειάστηκε. Όσο να δοθούν οι εντολές και να ξεκινήσει η αποστολή των γλυπτών για την Γαλλία, ο λόρδος Έλγιν ξέφυγε από την επιτήρηση κι έφτασε σώος στο Λονδίνο.
Ήταν το 1806 και κανένας δεν χάρηκε που τον είδε! Η έδρα του στη Βουλή των λόρδων είχε δοθεί σε άλλον. Ο αρχαιολόγος Ρίτσαρντ Πέιν Νάιτ δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη κι όπου βρισκόταν τον κατηγορούσε για άθλιο βάνδαλο, καταστροφέα του Παρθενώνα και αρχαιοκάπηλο. Τα κιβώτια παρέμεναν στην καρβουναποθήκη, αναμένοντας πότε θα μεταφερθούν στη Σκοτία. Κι αυτό ποτέ δεν θα γινόταν. Η γυναίκα του, η ακριβή αγαπημένη Μαίρη, για χάρη της οποίας είχαν γίνει όλα αυτά, τον είχε παρατήσει κι είχε πάει με άλλον. Μήνυσε τον εραστή της και μπόρεσε να πάρει διαζύγιο το 1808, με την γαργαλιστική υπόθεση της μοιχείας να γίνεται στα λονδρέζικα σαλόνια σκάνδαλο μεγαλύτερο από εκείνο της λεηλασίας των γλυπτών του Παρθενώνα.
Για 35.000 λίρες
Το μόνο ευοίωνο στην όλη ιστορία ήταν ο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι. Αυτός δεν τον είχε εγκαταλείψει. Παρέμενε στην Αθήνα και συνέχιζε το έργο του. Ανησυχούσε κάπως, επειδή είχε δυο χρόνια να πάρει τον μισθό του, αλλά ήταν εκεί. Και, το σπουδαιότερο, συνέχιζε την αποψίλωση της Ακρόπολης.
Ο Έλγιν μετέτρεψε σε αίθουσες Τέχνης κάποια σημεία του σπιτιού του κι έστησε εκεί μερικά από τα κομμάτια της Ακρόπολης. Βρήκε έναν γνωστό ζωγράφο, τον Μπένζαμιν Ρόμπερτ Χέιντον, και θέλησε να του δείξει τα εκθέματα. Ο Χέιντον έμεινε κεραυνόπληκτος. Και, ξαφνικά, σηκώθηκε κι έφυγε. Επέστρεψε λίγο αργότερα μ’ ένα φίλο του, τον επίσης ζωγράφο Χένρι Φουζέλι. Αντίθετα με τον Χέιντον, ο Φουζέλι δεν αποσβολώθηκε. Απλά, άρχισε να φωνάζει:
«Οι Έλληνες ήταν θεοί! Οι Έλληνες ήταν θεοί!».
Αγκάλιαζε και φιλούσε τον Έλγιν, λέγοντάς του: «Έγινες αθάνατος που τα έφερες εδώ». Και ξανά να φωνάζει:
«Οι Έλληνες ήταν θεοί! Οι Έλληνες ήταν θεοί!».
Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν είχε το πιστοποιητικό της αξίας των θησαυρών του. Και στην Αθήνα τον περίμεναν κι άλλοι. Και στον πάτο της θάλασσας μερικοί ακόμα.
Την ίδια εκείνη σημαδιακή χρονιά, 1806, βρισκόταν στην Ελλάδα. Η Καρυάτιδα ήταν ήδη στο κιβώτιο. Και τα φουνταρισμένα στα Κύθηρα είχαν ανελκυστεί: 6.000 λίρες Αγγλίας ο λογαριασμός. Μεταφέρθηκαν όλα στο Λονδίνο. Ο λόρδος επισκέφτηκε την Ελλάδα, τελευταία φορά, στα 1810, αφαιρώντας κι άλλα κομμάτια και «συλλέγοντας και αγγεία»: 253 τεμάχια αναφέρει ένας κατάλογος. Χωρίς τα αγγεία. Μια που τα είχε δικά του όλα αυτά και μια που η καλή του τον είχε παρατήσει, θα μπορούσε κάτι να βγάλει, αν έβρισκε καλό αγοραστή. Και να ξαναπαντρευτεί: Τυχερή ήταν η 30χρονη Ελισάβετ, η πιο μικρή από τις κόρες του Τζέιμς Τάουνσεντ Όσβαλντ (James Townsend Oswald).
Στην Αθήνα, έβαλε τις φωνές στον Λουσιέρι που συνόδευσε τον λόρδο του Μπάιρον (λόρδο Βύρωνα) στην Ακρόπολη, τον εξόφλησε κι έφυγε. Στο μυαλό του είχε σφηνωθεί το επίγραμμα που, ένα χρόνο πριν, ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ λόρδος του Μπάιρον, ο για τους Έλληνες λόρδος Βύρων, είχε σκαλίσει σ' ένα μάραμαρο:
«Quod non fecerunt Gothi, fecerunt Scoti» (Ό,τι δεν κατάφεραν οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκώτοι [Σκοτσέζοι]).
Ο Λουσιέρι είχε βολευτεί στην Αθήνα. Συνέχισε το ξήλωμα. Στα 1812, έστειλε στο Λονδίνο τα τελευταία ογδόντα κιβώτια. Ο Έλγιν τα βόλεψε όπως όπως. Έψαχνε αγοραστή αλλά αυτός που ενδιαφέρθηκε, βρήκε την τιμή τσουχτερή κι αποσύρθηκε: Ήταν ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πατέρας του μελλοντικού βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας. Βρήκε πιο λογική την τιμή της συλλογής του Έντουαρντ Ντόντουελ και την πήρε στην Βαυαρία.
Στα 1815, όσα από τα αρχαία κομμάτια δεν χωρούσαν στις αίθουσες του κτιρίου στο Λέιν Παρκ, εξακολουθούσαν να στοιβάζονται στην καρβουναποθήκη. Κι ο λόρδος Έλγιν χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Απευθύνθηκε στην κυβέρνηση. Τον ρώτησαν πόσα θέλει. Τους έστειλε τον λογαριασμό:
«Τόσα οι εργάτες, τόσα τα κιβώτια, τόσα η μεταφορά, τόσα η αποθήκευση, τόσα ο Λουσιέρι, σύνολο εξόδων 51.000 λίρες. Αν επενδύονταν, θα απέφεραν 23.240. Κάνει να παίρνω, 74.240 λίρες».
Η κυβέρνηση πρώτα ερεύνησε την ηθική πλευρά του ζητήματος. Ο δρ Φίλιπ Χαντ διαβεβαίωσε την αρμόδια επιτροπή πως ο λόρδος Έλγιν έσωσε τα μάρμαρα από την φθορά. Εκείνος είχε προτείνει την μεταφορά του Ερεχθείου αλλά τέλος πάντων. Ο Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, ο γραμματέας του κόμη, ορκίστηκε ότι στην Αθήνα, τα μάρμαρα σάπιζαν. Το ηθικό ζήτημα καλύφθηκε. Έμενε ο λογαριασμός, λίγο διαφορετικός από αυτόν που της παρουσίασε ο λόρδος. Του επιδόθηκε στα 1816: «Μείον η μεταφορά με πολεμικό πλοίο, μείον το γεγονός ότι η απόκτησή τους οφείλεται στο ότι ο κόμης ενεργούσε ως κυβερνητικός υπάλληλος, μείον ότι θα κτιστεί ειδική αίθουσα στο Βρετανικό Μουσείο, κάνει να παίρνει 35.000 λίρες».
Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν θέλησε να το παζαρέψει το ζήτημα. Η απάντηση ήταν: 35.000. Ή ναι ή όχι.
Ήταν «ναι». Η αίθουσα στο Βρετανικό Μουσείο έγινε με δωρεά του σερ Τζόζεφ Ντουβίν. Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, πέθανε στα 1841, στερημένος από αξιώματα και καταφρονεμένος ακόμα και στην πατρίδα του. Αν και ικανός διπλωμάτης, δεν χρησιμοποιήθηκε άλλη φορά από την βρετανική κυβέρνηση. Πέθανε εβδομήντα χρόνων ανάμεσα στα μάρμαρα που λήστεψε, καθώς η διεύθυνση του μουσείου τον χρησιμοποιούσε ως επιμελητή.
«Ενώ η αφεντιά του έκλεβε τους θεούς,
άλλοι έκλεβαν την γυναίκα του.
Έτσι, η θεά Αφροδίτη εκδικήθηκε
την προσβολή που έκανε στην θεά Αθηνά…».
Η Αφροδίτη, όμως, έπαιζε παιχνίδια και στον ίδιο τον Βύρωνα. Ξετρελαμένος με την Τερέζα και για να μένει κοντά της, της ζήτησε να του μάθει ελληνικά. Δεν χρειάστηκαν ιδιαίτερα πολλά μαθήματα, καθώς, όπως και η δασκάλα του παραδέχτηκε, ο λόρδος μάθαινε τις ξένες γλώσσες με μεγάλη ευκολία. Κάποια στιγμή, έβγαλε ένα μαχαίρι και μ' αυτό χάραξε το στήθος του, απόδειξη του πόσο πολύ την αγαπούσε. Μάταια: Όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, η Τερέζα «άκουσε την ερωτική μου εξομολόγηση με ψυχρότητα κι αδιαφορία. Δεν έδειξε καμιά ευγνωμοσύνη και θεώρησε το εγχείρημά μου ως φόρο υποτέλειας στην ομορφιά της».
Στις 4 Μάρτη του 1810, ο κυβερνήτης του αγγλικού πολεμικού σκάφους «Πυλάδης» κάλεσε τον Βύρωνα και τον Χόμπχαουζ να ταξιδέψουν μαζί του. Απέπλευσαν 11 του μήνα κι έμειναν στο πλοίο ως τη Σμύρνη. Ο Βύρων έγραψε το αφιερωμένο στην Τερέζα ποίημά του «Η κόρη των Αθηνών», στο οποίο επαναλάμβανε την ερωτική του εξομολόγηση:
«Κόρη γλυκιά των Αθηνών, σε τούτη δω του αποχωρισμού την ώρα, δώσε, ώ!
δώσε πίσω την καρδιά μου, π’ αποχωρίστηκε από το στήθος το δικό μου ή πάρε ό,τι
απόμεινε και κράτησέ το.
Προτού να φύγω άκουσε τον όρκο τον δικό μου:
- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!
Μα τα μαλλιά τ' ατίθασα , τα γλυκανεμισμένα απ' το αγέρι του Αιγαίου,
Μα τα βλέφαρά σου που με τα κατάμαυρα ματόκλαδα αγγίζουν τα τρυφερά τα μάγουλα τα ροδοβαμμένα.
Μα τα ελαφίσια τ’ αγριωπά τα μάτια σου,
- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!
Μα τα χείλη σου, που λαχταρώ με πόθο,
Μα τη λιγνή τη μέση σου, που ‘ναι σα δαχτυλίδι.
Μα τα λουλούδια που μιλούν κάλλιο από κάθε λέξη.
Μα της αγάπης την χαρά, που γίνεται μαζί και λύπη:
- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!
Κόρη γλυκιά των Αθηνών, σ' αφήνω για να φύγω,
Μη με ξεχνάς, μόν' έχε με στο νου σου νύχτα μέρα.
Αν και πηγαίνω μακριά, αν κι είμαι γι' άλλη πόλη
Μου 'χει η Αθήνα την καρδιά και την ψυχή σκλαβώσει.
Αγάπη τέτοια σώνεται;
- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!».
Πίσω στην Αθήνα
Αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, έμειναν λίγες μέρες και ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη. Στον Ελλήσποντο, ο Βύρων κολύμπησε από την ευρωπαϊκή ως την ασιατική ακτή, όπως ο μυθικός Λέανδρος που κάθε βράδι επισκεπτόταν έτσι την Ηρώ241. Μήνες αργότερα, οι δυο φίλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αγγλία. Όταν, όμως, το πλοίο περνούσε έξω από την Τζια, ο Βύρων ζήτησε να αποβιβαστεί. Ιούλιο του 1810, γύρισε μόνος στην Αθήνα.
Αυτή την φορά, απέφυγε να μείνει στο σπίτι της οικογένειας Μακρή. Προτίμησε την φιλοξενία των καπουτσίνων242.
Σύμφωνα με όσα ο ίδιος έγραψε, πρέπει να του άρεσε εκεί:
«Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!».
Για την εκεί παραμονή του, σημείωσε:
«Τρώμε μπεκάτσες και μπαρμπούνια κάθε μέρα. Προχτές ο βοεβόδας της Αθήνας κι ο μουφτής της Θήβας έφαγαν εδώ κι έγιναν σκνίπα στο μεθύσι. Επειδή κι ο ηγούμενος μέθυσε σαν κι εμάς, γλεντοκοπήσαμε θαύμα».
Κι αλλού:
«Έδιωξα τον διερμηνέα μου κι έμεινα με τα δικά μου εφόδια, λίγα λεβαντίνικα, λίγα ρωμαίικα και μερικές τούρκικες βλαστήμιες, χρήσιμες για το άλογό μου που σκοντάφτει συνέχεια και για τον βλάκα τον υπηρέτη μου».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
234. Τα αποσπάσματα είναι παρμένα (και μεταγλωττισμένα) από το έργο του Δημήτριου Γέροντα «Ιστορία των Αθηναίων - Β' περίοδος τουρκοκρατίας». Για τον Στιούαρτ, βλ. και κεφάλαιο 17, «η λεηλασία της Αθήνας».
235. Βλ. κεφάλαιο 5, «πρωινό στην αγορά».
236. Στο μνημειώδες έργο του «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση στην Ελλάδα» («Voyage du jeune Anarcharsis en Grèce»), που εκδόθηκε το 1787, ο Ζαν Ζακ Μπαρθελεμύ (Jean-Jacques Barthélemy, 1716 - 1795) περιγράφει με μυθιστορηματικό τρόπο το οδοιπορικό ενός νεαρού, του Ανάχαρση, σε ελληνικούς τόπους, παραθέτοντας ιστορικά στοιχεία, έθιμα, διακυβέρνηση και αρχαιότητες των τόπων που αυτός επισκέφθηκε.
237. Από πηγή σε πηγή, οι χρονολογίες ποικίλλουν. Εδώ, επιλέχτηκαν εκείνες που ταιριάζουν καλύτερα στη ροή των γεγονότων.
238. Στην επιτροπή που κλήθηκε να εξετάσει το αίτημά του, να αγοραστούν τα μάρμαρα από την αγγλική κυβέρνηση (στα 1816), ο Έλγιν υποστήριξε ότι το πρωτότυπο του εγγράφου είχε παραδοθεί στους Οθωμανούς αξιωματούχους, στην Αθήνα.
239. Οι Βουρβόνοι, ήταν δυναστεία που βασίλευσε στην Γαλλία από το 1589 (Ερρίκος Δ', πρώην Ερρίκος Γ' της Ναβάρας) ως το 1792 (Λουδοβίκος ΙΣΤ') κι από το 1814 (πτώση Ναπολέοντα) ως το 1848 (Λουδοβίκος Φίλιππος).
240. Σκούρτα: Χωριό στην βόρεια πλαγιά της Πάρνηθας, σε υψόμετρο 540 μ. Υπάγεται στην δημοτική ενότητα Δερβενοχωρίων.
241. Στην πόλη Σηστό, στην ευρωπαϊκή παραλία του Ελλησπόντου, ζούσε η Ηρώ, ιέρεια της Αφροδίτης. Σε κάποια γιορτή της θεάς, ήρθε από την Άβυδο, πόλη στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου, ο Λέανδρος. Αγαπήθηκαν, όταν συναντήθηκαν. Όμως, ως ιέρεια θεάς, απαγορευόταν στην Ηρώ κάθε σχέση με άνδρα. Παντρεύτηκαν κρυφά. Κάθε βράδι, η Ηρώ άναβε μια φωτιά στην κορφή του γνωστού ως «Πύργου της Ηρώς» κτίσματος. Από την Άβυδο, ο Λέανδρος ριχνόταν στον Ελλήσποντο και με οδηγό την φωτιά κολυμπούσε ως τη Σηστό και ξενυχτούσε στο πλευρό της αγαπημένης του. Το πρωί, περνούσε κολυμπώντας πάλι τον Ελλήσποντο και γύριζε στο σπίτι του, στην Άβυδο. Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο αν και κρατούσε κρυφό τον έρωτά του. Μια νύχτα κι ενώ ο Λέανδρος κολυμπούσε, ξέσπασε άγρια θύελλα. Ο άνεμος έσβησε την φωτιά. Ο Λέανδρος έχασε τον προσανατολισμό του. Τον πήρε το ρέμα και πνίγηκε. Το πρωί, η Ηρώ είδε στα βράχια της παραλίας το πτώμα του. Τρελάθηκε από την απελπισία της. Ανέβηκε στην κορφή του πύργου και ρίχτηκε στο κενό. Προτίμησε τον θάνατο παρά να ζει χωρίς τον Λέανδρο.
242. Βλ. κεφάλαιο 15, «ο Λουμπαρδιάρης και οι καθολικοί μοναχοί».
(τελευταία επεξεργασία, 23 Νοεμβρίου 2020)