Κεφ. 18 ΑΘΗΝΑ: Η δράση των περιηγητών

Ο Στιούαρτ και οι Αθηναίοι

«Είναι καλοκαμωμένοι, εκφραστικοί και με πολλή ζωντάνια», περιέγραψε τους Αθηναίους ο Τζέιμς Στιούαρτ234, που έμεινε τρία χρόνια στην Αθήνα, στα μέσα του ΙΗ' αιώνα (1751 - 1754):

«Έχουν αθλητικό τύπο δύναμης και ευκαμψίας, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ιδιαίτερη χάρη στην διαμόρφωσή τους και στη μέση τους. Και είναι εξαιρετικές στην τέχνη του κεντήματος και σε κάθε ασχολία που έχει σχέση με την βελόνα», συνέχισε.

Στο πεντάτομο έργο του για τις αθηναϊκές αρχαιότητες, ο Στιούαρτ αφιέρωσε ενάμιση τόμο (τον μισό δεύτερο κι ολόκληρο τον τρίτο) στην περιγραφή της ζωής των Αθηναίων στην εποχή του. Ανάμεσα σε άλλα έγραψε:

«Αγαπούν πολύ τη μουσική και συνηθίζουν να παίζουν ένα όργανο που το αποκαλούν λύρα. Δεν έχει σχέση με την λύρα των αρχαίων. Πιο πολύ θυμίζει κιθάρα ή μαντολίνο. Τραγουδούν με τη συνοδεία αυτού του οργάνου και συνθέτουν τραγούδια με τόσο μεγάλη ευκολία, ώστε πολύ συχνά αυτοσχεδιάζουν».

Για τις δημόσιες συναναστροφές, σημείωσε:

«Υπάρχουν ικανοί ρήτορες και ετοιμόλογοι πολιτικοί που υποστηρίζουν τα συμφέροντα της πόλης τους. Κι εκείνο που πρέπει να τονιστεί, είναι τα καφενεία: Σ' αυτό συχνάζουν όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με την πολιτική. Βρίσκονται στον περίβολο της αρχαίας εκείνης Ποικίλης Στοάς235.

»Μερικοί από τους κληρικούς τους, έχουν πολύ καλή φήμη και είναι καλλιεργημένοι και εξαιρετικοί κήρυκες. Εκείνος που, την εποχή της παραμονής μου στην Αθήνα, θαυμαζόταν πιο πολύ από κάθε άλλον ήταν ο ηγούμενος της μονής Καισαριανής, άνδρας με βαθιά παιδεία που γοήτευε με την άνεση του λόγου του και τις αρμονικές χειρονομίες του».

Όμως, εκείνους που ασχολούνταν με την ζωγραφική δεν τους είχε και σε μεγάλη υπόληψη:

«Ως προς την επιδεξιότητα, δεν υστερούν, αλλά πρέπει να ομολογηθεί ότι η τέχνη τους αξίζει λίγα πράγματα. Έχουν ατελή γνώση σε θέματα προοπτικής και αναλογιών και μάλλον ποτέ δεν έχουν ακούσει για την ανατομία και την αντίθεση της σκιάς προς το φως».

Περιγράφοντας την τουρκική διοίκηση, ανέφερε ότι ο βοεβόδας αλλάζει κάθε χρόνο, με τους Αθηναίους να λένε ότι «φέρνει μαζί του τον πελαργό», καθώς η αλλαγή γίνεται Μάρτη, μήνα κατά τον οποίο αυτά τα πουλιά εμφανίζονται στην Αθήνα.

»Εκτός από τον βοεβόδα, στην Αθήνα έχει την έδρα του ένας κατής, αρμόδιος για την εφαρμογή του νόμου. Διευθύνει την Δικαιοσύνη, λύνει τις διαφορές που ανακύπτουν ανάμεσα στους ιδιώτες και τιμωρεί τους εγκληματίες. Κι ακόμα, υπάρχει ένας "μουντερές εφέντης" που μεριμνά για όσα αφορούν τη λατρεία των μωαμεθανών και διδάσκει μαζί με εκείνους που υπηρετούν στα τζαμιά. Ο δισδάρης αγάς είναι διοικητής του κάστρου της Ακρόπολης κι ο "αζάπ πασάς" της μικρής φρουράς που έχει αναλάβει την φύλαξή της».

Υπολόγισε ότι, τότε, ο πληθυσμός της Αθήνας αριθμούσε γύρω στους 10.000 κατοίκους κι ανέφερε ότι η πόλη ήταν έδρα μητρόπολης με τον μητροπολίτη να ασκεί πολύ μεγάλη εξουσία στους χριστιανούς «εφευρίσκοντας μύριους τρόπους και προσπαθώντας πάντα να διατηρεί καλές σχέσεις με τα μέλη της τουρκικής κοινότητας».

Για την αγροτική παραγωγή της Αττικής, ο Στιούαρτ σημείωσε ότι περιλάμβανε στάρι, λάδι, μέλι, κερί, ρετσίνα, μετάξι, τυρί και ένα είδος βελανιδιού.

Ο Τσάντλερ και οι Αθηναίες

Δέκα χρόνια μετά τον Στιούαρτ, ο περιηγητής Ρίτσαρντ Τσάντλερ, στο έργο του «Ταξίδια στην Ελλάδα», ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ζωή της Αθηναίας του καιρού του:

«Καμιά φορά, ο Αθηναίος δέχεται τον ταξιδιώτη και στον γυναικωνίτη. Μέσα στο σπίτι, οι γυναίκες κυκλοφορούν σχεδόν γυμνές σε αντίθεση με το τι φορούν, όταν βγαίνουν από αυτό. Εδώ, όπως η αρχαία Θέτιδα, η νέα κοπέλα περπατά πάνω σ' ένα μαλακό χαλί και αφήνει να φαίνονται τα κάτασπρα και λεπτοκαμωμένα πόδια της, που είναι γυμνά με τα νύχια βαμμένα κόκκινα.

»Η νεαρή γυναίκα φορά βράκες από μάλλινη τσόχα τον χειμώνα κι από ωραία ινδιάνα ή από λεπτό διάφανο ύφασμα το καλοκαίρι. Αυτές οι βράκες καλύπτουν το γυναικείο σώμα από την μέση ως τους αστράγαλους κι έχουν μεγάλες πτυχές. Τα κάτω άκρα είναι στολισμένα με κεντητά λουλούδια. Το πουκάμισο δεν φαίνεται. Τα μανίκια του, όμως, είναι φαρδιά, ανοιχτά κι έχουν στο τελείωμά τους καλλιτεχνικά κεντήματα, καμωμένα με βελόνι. Το μεταξένιο ζιπούνι παρουσιάζει την διάπλαση του στήθους και του σώματος τόσο πιστά, ώστε, παρ' όλο που τα καλύπτει, δεν τα κρύβει από την θέα. Ο στηθόδεσμος είναι πιο κοντός από το πουκάμισο. Τα φαρδιά μανίκια του μερικές φορές κουμπώνουν γύρω από τον καρπό και είναι φοδραρισμένα με σατέν κόκκινο ή κίτρινο.

»Η πολύτιμη ζώνη που περιβάλλει τη μέση δένεται με πόρπες ασημένιες, επίχρυσες ή και χρυσές, στολισμένες με πολύτιμες πέτρες. Πάνω από το ζιπούνι ρίχνουν ένα φόρεμα που το καλοκαίρι έχει φόδρα από ερμίνα και τον χειμώνα από γούνα.

»Το κάλυμμα του κεφαλιού είναι ένα είδος σκούφου ή μπερέ από κόκκινο ή κίτρινο ύφασμα, γαρνιρισμένο με μαργαριτάρια. Τον προσδένουν από το σαγόνι με μια κορδέλα και ένα κίτρινο διάδημα που καλύπτει το μέτωπο. Τα μπράτσα είναι στολισμένα με χρυσά βραχιόλια και, σαν την Αυγή, η νέα κοπέλα έχει ρόδινα τα δάχτυλα, γεμάτα στίγματα ή τα νύχια με πιο σκούρο χρώμα. Για περιδέραιο φορά χρυσά φλουριά ή βυζαντινά κοσμήματα, περασμένα σε κλωστή. Κατά μήκος των μάγουλων κρέμεται μια φούντα από σγουρά μαλλιά, ενώ στο πίσω μέρος του κεφαλιού κρέμονται πολλές πλεξίδες που κυματίζουν πάνω στους ώμους».

Ο Τσάντλερ κατέγραψε πληροφορίες και για την πριν από το ντύσιμο διαδικασία:

«Όταν βγαίνουν από το μπάνιο, ασχολούνται πολλή ώρα με το χτένισμα και το πλέξιμο των μαλλιών τους, ενώ, τις ημέρες των μεγάλων γιορτών, χάνουν ακόμα πιο πολύ χρόνο για να τα περιποιηθούν και να τα στολίσουν με μικρές ασημένιες επίχρυσες πλάκες, σε σχήμα βιολιού, που τοποθετούν στο κεφάλι, σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις.

»Τέλος, βάφουν με γαλάζιο χρώμα τον γύρο των ματιών τους, ενώ το εσωτερικό της κόγχης ως και τα άκρα, όπου φυτρώνουν οι βλεφαρίδες, τα βάφουν μαύρα. Και οι Τουρκάλες χρησιμοποιούν τα ίδια τεχνάσματα για να τονίσουν την φυσική τους ομορφιά.

»Για να βάψουν τις βλεφαρίδες και την κόγχη των ματιών, ρίχνουν σε αναμμένα κάρβουνα θυμίαμα ή λάβδανο. Μαζεύουν έπειτα με ένα πιατάκι την καπνιά και το μαύρο υπόλειμμα της καύσης.

»Παραβρέθηκα ο ίδιος σε μια τέτοια διαδικασία. Μια νέα κάθισε σε ένα σοφά, σταυροπόδι, όπως συνηθίζουν, έκλεισε το ένα μάτι, έπιασε με τον δείκτη και τον αντίχειρα του αριστερού χεριού τα βλέφαρα, τα τράβηξε προς τα έξω και, με μια γλυφίδα που βούτηξε στην καπνιά, τους έβαλε τα υπολείμματα της καύσης. Όταν τράβηξε την γλυφίδα, τα μάτια είχαν βαφτεί γύρω γύρω, μαύρα. Λένε ότι η καπνιά αυτή έχει την ιδιότητα να δείχνει τα μάτια πιο λαμπερά και να φαίνονται μεγαλύτερα από όσο είναι».

Ο Τσάντλερ θαύμαζε την ομορφιά και το ντύσιμο των γυναικών της Αθήνας αλλά όχι και τη μόρφωση και την κοινωνική τους θέση:

«Η ανάπτυξη του πνεύματος και της ηθικής παιδείας δεν θεωρείται ουσιώδες τμήμα της ανατροφής των γυναικών στην Αθήνα. Περιορίζονται να μαθαίνουν στις νεαρές τον χορό, την τουρκική κιθάρα, να χτυπούν το τύμπανο και το τυμπανάκι και να κεντούν. Στο κέντημα γενικά διακρίνονται οι πιο νέες.

»Μια γυναίκα που γνωρίζει γραφή και ανάγνωση θεωρείται φαινόμενο μόρφωσης. Η μητέρα του Τούρκου Οσμάν αγά, που με επισκεπτόταν συχνά, ήταν μια από τις ελάχιστες σοφές και πολλές φορές μου είπε ότι ο συγγενής της, Αχμέτ αγάς, την φοβόταν για τις γνώσεις που είχε, όταν τον επισκεπτόταν μια φορά τον χρόνο.

»Στην κοινωνική ζωή, η γυναίκα υπηρετεί τον άνδρα και, αφού ετοιμάσει το φαγητό (τα τρόφιμα τα φέρνει ο άνδρας στο σπίτι), υποχρεώνεται συχνά να φάει με την υπηρέτρια, αφού ο σύζυγος τρώει μόνος του και δεν δέχεται παρά μόνο άνδρες στο τραπέζι του».

Κόμης Σουαζέλ, ο σκαπανέας του Έλγιν

O κόμης Μαρί Γκαμπριέλ Φλορέν Αύγουστος ντε Σουαζέλ - Γκουφλιέ (Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul - Gouffier, 1752 - 1817), μόλις εκλεγμένο μέλος της γαλλικής Ακαδημίας και μόλις διορισμένος, από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ', πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, πάτησε το πόδι του για δεύτερη φορά στην Αττική, στις 10 Αυγούστου του 1784. Ανάγγειλαν την άφιξή του κανονιοβολισμοί από την Ακρόπολη, ενώ ο υπασπιστής του Χασεκή του πρόσφερε ένα «εστολισμένον λαμπρώς» άλογο, για να το ιππεύσει.

Την προηγούμενη φορά, που είχε επισκεφτεί την Αθήνα (στα 1776), δεν ήταν τόσο γνωστός, ώστε να του γίνει τέτοια υποδοχή. Είχε φροντίσει, όμως, να απαθανατίσει την παρουσία του στην πόλη, χαράζοντας το όνομά του σε κολόνα στο Θησείο, κάτι που δεν παρέλειψε να κάνει και την δεύτερη φορά.

Ήταν αρχαιολάτρης και μαθητής του Ζαν Ζακ Μπαρτελεμύ, που εκείνη την εποχή συνέγραφε τον «Νέο Ανάχαρση236» (τον είχε ξεκινήσει στα 1757 και τον τέλειωσε στα 1787). Ο Γκουφλιέ θέλησε να πραγματοποιήσει ο ίδιος το ταξίδι του Ανάχαρση, πριν από τον Ανάχαρση. Στα 1776, σε ηλικία 24 χρόνων, ταξίδεψε για δώδεκα μήνες στο Αιγαίο και τη Μικρά Ασία. Στα 1782, δημοσίευσε τον πρώτο τόμο του έργου του «Γραφικό ταξίδι στην Ελλάδα» («Voyage pittoresque de la Grèce»), με έναν φλογερό φιλελληνικό πρόλογο. Περιείχε 331 χαλκογραφίες και επεξηγητικά κείμενα αλλά και περιγραφή του τρόπου ζωής των σύγχρονών του Ελλήνων. Το έργο έκανε πάταγο. Δυο χρόνια αργότερα (1784), εκλέχτηκε ακαδημαϊκός και διορίστηκε πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη. Στην διαδρομή του προς τα εκεί, πέρασε κι από την Αθήνα.

Συντροφιά με τον Γάλλο πρόξενο, Λουδοβίκο Φοβέλ (Luis François-Sébastien Fauvel), ξεκίνησε ερευνητικές επισκέψεις στις αθηναϊκές αρχαιότητες. Tο πιο μεγάλο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στα κτίρια και τα γλυπτά της Ακρόπολης. Κάποια στιγμή, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί, έστειλε (το 1785) στον Φοβέλ φιρμάνι του σουλτάνου, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα «να συλλέγει αρχιτεκτονικά τμήματα μνημείων και άλλων αρχαιοτήτων». Καραβιές με γλυπτά στάλθηκαν στην Γαλλία. Δεν ήταν αρπαγή, όπως δικαιολογήθηκε, αλλά «διάσωση» των γλυπτών. Στα 1790, δεύτερο χρόνο της Γαλλικής Επανάστασης, ανακλήθηκε στο Παρίσι με προοπτική να μετατεθεί στο Λονδίνο. Προτίμησε να παραιτηθεί και να καταφύγει στην αυλή της μεγάλης Αικατερίνης, στη Ρωσία. Ξαναγύρισε στην Γαλλία, μετά την μετατροπή της επανάστασης σε αυτοκρατορία του Ναπολέοντα, έκτισε ένα σπίτι μίμηση του Ερέχθειου, το 1809 έγινε πρόεδρος της μυστικής οργάνωσης «Ελληνόγλωσσο ξενοδοχείο» κι εξέδωσε τον ίδιο χρόνο τον δεύτερο τόμο του έργου του «Γραφικό ταξίδι στην Ελλάδα». Άλλες ελληνικές αρχαιότητες από τον Παρθενώνα δεν μπόρεσε να «διασώσει», καθώς τον είχε προλάβει ο λόρδος Έλγιν. Αυτές που ήδη είχε αποσπάσει, τις πούλησε στο Λούβρο και σε ιδιώτες και, σε αντίθεση με τον Έλγιν, αυτός πλούτισε. Πέθανε το 1817. Όπως έγραψε ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολούμπια, στον Καναδά, Τζέιμς Άλαν Έβανς (James Allan Evans), στο έργο του «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα, παρελθόν και μέλλον» («The Parthenon marbles, past and future»), «εάν όλα είχαν πάει καλά, τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν θα βρίσκονταν στο Βρετανικό Μουσείο αλλά στο Μουσείο του Λούβρου».

Τούντελ, το πρώτο θύμα του Έλγιν

Στα 29 του χρόνια, ο Τζον Τούντελ (John Tweddell) είχε ήδη διασχίσει την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, όταν, τον Δεκέμβρη του 1798, έφτασε στην Αθήνα. Κατέλυσε στο αρχοντικό του πρόξενου της Αγγλίας, Λογοθέτη. Απόφοιτος του Τρίνιτι Κόλετζ του Κέιμπριτζ, ήθελε να γίνει διπλωμάτης αλλά τα διεθνή γεγονότα της εποχής (Γαλλική Επανάσταση κ.λπ.) του στάθηκαν εμπόδιο. Κατέληξε αρχαιολάτρης ερευνητής. Για τον λόγο αυτό, στην Αθήνα συνοδευόταν από τον Γάλλο καλλιτέχνη Μισέλ Φρανσουά Πρεόλ (Michel-François Préaulx), που τον βοηθούσε στην αποτύπωση των αρχαίων μνημείων.

Εκείνη την χρονιά, Οθωμανική αυτοκρατορία και Γαλλία βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, με την Αγγλία να στέκεται στο πλευρό των Τούρκων. Προληπτικά, ο σουλτάνος Σελίμ Γ' είχε διατάξει τη σύλληψη και φυλάκιση όλων των Γάλλων υπηκόων, που βρίσκονταν σε τουρκικό έδαφος. Οι λίγοι Γάλλοι της Αθήνας ουσιαστικά είχαν εξελληνιστεί ή είχαν παντρευτεί Αθηναίες αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τον διωγμό τους. Ο Τούντελ έστειλε αναφορές στον πρεσβευτή της Αγγλίας, στην Κωνσταντινούπολη, παρακαλώντας τον να μεσολαβήσει υπέρ των Γάλλων της Αθήνας. Οι ενέργειές του έφεραν αποτέλεσμα. Υποχρεωμένος, ο πρόξενος της Γαλλίας, Φοβέλ, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον διευκολύνει.

Οι Αθηναίοι είχαν εντυπωσιαστεί, τόσο από την άνεση, με την οποία ο Τούντελ έγραφε στα ελληνικά, όσο κι από την εμμονή του στην χορτοφαγία. Και θαύμαζαν την ανεξαρτησία της γνώμης του, ιδιότητα που τον χαρακτήριζε απ' όταν ακόμα ζούσε στην Αγγλία, όπου συναναστρεφόταν ριζοσπαστικούς κύκλους.

Αρχές του 1799, ξεκίνησε ταξίδι που τον έφερε ως την Θεσσαλονίκη. Βρήκε όλους τους εκεί Γάλλους να βρίσκονται στην φυλακή, με κάποιους να έχουν πεθάνει από τις κακουχίες. Με νέες αναφορές στον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη, ζήτησε την παρέμβασή του. Σύντομα, κατέφθασε ταχυδρόμος που μετέφερε κυβερνητική εντολή να ελευθερωθούν όλοι οι Γάλλοι φυλακισμένοι.

Γύρισε στην Αθήνα τέλη Ιουνίου (1799) αλλά, μια μέρα μετά, «ανέβασε πυρετό». Πέθανε λίγο αργότερα. Παρά τον πρόωρο θάνατό του, άφησε πλούσιο υλικό: ημερολόγιο, σημειώσεις, σχέδια. Πρόσφατα διορισμένος πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη (9 Νοέμβρη του 1799), ο λόρδος Έλγιν ζήτησε να του το στείλουν. Τα κιβώτια με το υλικό εξαφανίστηκαν! Αργότερα, ο Έλγιν υποστήριξε ότι έστειλε όλο το υλικό στον, αδελφό του Τζον, ιερέα Ρόμπερτ Τούντελ. Εκείνος απάντησε ότι ποτέ του δεν έλαβε ο,τιδήποτε. Και κατάγγειλε τον Έλγιν για υπεξαίρεση. Το όλο ζήτημα προκάλεσε σκάνδαλο στην Αγγλία, με την υψηλή κοινωνία να χωρίζεται σε δυο στρατόπεδα.

Οπωσδήποτε, κάποια τμήματα του υλικού αυτού βρέθηκαν στα χέρια του πεθερού του Έλγιν, ο οποίος τα επέστρεψε αλλά κάηκαν σε κάποια πυρκαγιά. Το ένα τρίτο των σημειώσεων και των σχεδίων είχαν υποστεί ζημιές από νερό κατά τη μεταφορά. Ό,τι απέμεινε, δόθηκε σε δυο (φιλικά προσκείμενους προς τον Έλγιν) ειδικούς για να αποδελτιωθεί. Εξαφανίστηκε. Ο ένας από τους δυο υποστήριξε ότι έστειλε το υλικό με εμπορικό πλοίο. Και ομολόγησε ότι έκανε αντίγραφά του.

Η διαμάχη κράτησε ως τα 1816, όταν ο πεθερός του Έλγιν παρέδωσε στον Ρόμπερτ Τούντελ υλικό που ο γαμπρός του τού είχε στείλει. Ήταν η χρονιά, που η αγγλική κυβέρνηση αγόρασε από τον Έλγιν τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Οι συλλογές του Τζον Τούντελ δεν βρέθηκαν ποτέ.

Σύμφωνα με δική του επιθυμία, θάφτηκε στον περίβολο του Θησείου. Η κηδεία του έγινε με μεγάλη επισημότητα και την παρακολούθησαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας. Ρίχτηκαν τιμητικοί πυροβολισμοί αλλά ξέσπασε και διαμάχη, για το τί ακριβώς θα γραφόταν στην επιτύμβια πλάκα. Το ζήτημα αυτό λύθηκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο λόρδος Βύρων πήρε μια μαρμάρινη πέτρα από ανάγλυφο του Παρθενώνα, πάνω στην οποία ο αγγλικανός ιερέας, Ρόμπερτ Γουόλπολ (Walpole) χάραξε επίγραμμα στα ελληνικά και την τοποθέτησε πάνω στον τάφο.

Ο Έλγιν και η «πέτρα του σκανδάλου»

Η «Ντιλετάντι» ιδρύθηκε στα 1733 κι ώσπου να γεννηθεί ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, είχε πίσω της ιστορία μιας γενιάς με ανασκαφές στη Μικρά Ασία αλλά και με μια επιτυχή διείσδυση στη λονδρέζικη κοινωνία. Η δραστηριότητά της είχε κάνει τους Βρετανούς να απαρνηθούν τον θαυμασμό τους σε κάθε ρωμαϊκό και να αρχίσουν να μιμούνται την ελληνική κλασική αρχαιότητα. Αυτή άλλωστε ήταν και η αρχή του κακού.

Τον Τόμας Μπρους, έβδομο κόμη του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, ο κόσμος όλος τον ξέρει ως λόρδο Έλγιν. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1766, στην Βόρεια Σκοτία, όπου και η κομητεία του μεγαλογαιοκτήμονα μπαμπά του. Σπούδασε στο Λονδίνο, στο Παρίσι (Διεθνές Δίκαιο!) και στην Γερμανία. Στα 26 του, ήταν πρεσβευτής της Βρετανίας στις Βρυξέλλες. Στα 29 του, στο Βερολίνο. Ήταν το 1795, χρονιά που γνώρισε την Μαίρη Νίσμπετ (Mary Nisbet), θυγατέρα και κληρονόμο του Ουίλιαμ Χάμιλτον Νίσμπετ (William Hamilton Nisbet) του Ντίρλετον (Dirleton), πλούσια Εγγλέζα αριστοκράτισσα, ενημερωμένη απόλυτα σε θέματα μόδας. Και οι επιταγές της μόδας, εκείνον τον καιρό επέβαλαν την «αρχαιοελληνική λατρεία».

Για να την πείσει ο Έλγιν να αφήσει το πολύβουο Λονδίνο και να πάει να εγκατασταθεί στη σκοτεινή Σκοτία, υποσχέθηκε ότι θα της κτίσει ένα πραγματικό ελληνικό ανάκτορο, το Broom Hall. Για του λόγου το αληθές, προσέλαβε σπουδαίο αρχιτέκτονα, τον Τόμας Χάρισον. Με σπουδές στη Ρώμη, ο αρχιτέκτονας φάνταζε ιδανικός για να χτίσει ένα ελληνικού στιλ μέγαρο στα σκοτσέζικα λιβάδια. Ο γάμος έγινε στις 11 Μάρτη του 1799.

Ήταν η χρονιά που ο Χάρισον υπέβαλε τα σχέδια της τελικής διαμόρφωσης. Τα ανέτρεψε ο ίδιος μαθαίνοντας από τον λόρδο Έλγιν ότι τον έστελναν πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη:

«Η ευκαιρία είναι μοναδική! Αν κατορθώσετε να αποκτήσετε άφθονα πιστά αντίγραφα ελληνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής κι αν, ακόμα καλύτερα, μπορέσετε να παραγγείλετε καλούπια των πρωτοτύπων, εγώ, ο Τόμας Χάρισον, υπόσχομαι να σας κτίσω το πιο εκπληκτικό ανάκτορο που η κόμισσα μπορεί να φανταστεί».

Ο κύριος και η κυρία Τόμας Μπρους, έβδομου κόμη του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, καθώς και ο γραμματέας τους, Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, μπήκαν στο πλοίο καλοκαιράκι του 1799. Στη Νάπολι, έκαναν μια στάση. Ο Ναπολιτάνος ζωγράφος Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι ευχαρίστως μπήκε στην υπηρεσία του λόρδου: Έμελλε να εισπράξει 12.000 λίρες Αγγλίας για όλη την δουλειά. Οι Μπρους συνέχισαν για την Κωνσταντινούπολη, ο Χάμιλτον και ο Λουσιέρι έμειναν πίσω, να συγκεντρώσουν τους κατάλληλους για την δουλειά εργάτες. Βρέθηκαν στην Αθήνα.

Η επιχείρηση «ζωγραφικά αντίγραφα» των γλυπτών και κτιρίων της Ακρόπολης, κουτσά στραβά, περπατούσε. Η «επιχείρηση καλούπια» σκόνταφτε στα ψηλά σημεία. Ο φρούραρχος του κάστρου, Ντιστάρ εφέντης, απαγόρευε να στηθούν σκαλωσιές, επειδή από το ύψος τους οι βέβηλες ματιές των απίστων μπορούσαν να εισχωρήσουν στις αυλές και στα ενδότερα των μουσουλμανικών σπιτιών που είχαν κτιστεί στον Ιερό Βράχο.

Ο ηθικός αυτουργός και η «μετάφραση»

Στην Κωνσταντινούπολη, ο λόρδος Έλγιν βρήκε έναν βαθύ γνώστη της αρχαίας Τέχνης να έχει κάποιον να κουβεντιάζουν: Τον εφημέριο του παρεκκλησίου της πρεσβείας, δρα Φίλιπ Χαντ. Του διάβασε την αναφορά του Λουσιέρι για τις δυσκολίες που συναντούσαν στην Αθήνα με τα καλούπια. Ο δρ Φίλιπ έγινε έξω φρενών:

«Τα έχετε δει αυτά που ζωγραφίζουν οι άνθρωποί σας;», ρώτησε.

«Μόνο σε ζωγραφιές», ομολόγησε ο λόρδος.

«Έχω προτείνει να πάρουμε άδεια και να μεταφέρουμε στο Λονδίνο το Ερεχθείο αλλά δεν εισακούστηκα», πρόσθεσε θυμωμένος.

«Πολύ δεν πάει;», αντέταξε ο λόρδος.

«Από οικονομικής πλευράς, όχι», πρόσθεσε ο εφημέριος: «Το ζωγραφίζουμε λεπτομερώς, το τεμαχίζουμε, το μεταφέρουμε στο Λονδίνο και το στήνουμε από την αρχή, ενώνοντας τα κομμάτια με βάση τα σχέδια. Απλό είναι».

«Θέλετε να πάτε ως εκεί, να επιθεωρήσετε και να μου αναφέρετε;» ρώτησε ο Έλγιν.

Αρχές του 1801237, ο δρ Χαντ βρισκόταν στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα, έστελνε επιστολή στην Πόλη. Ο Έλγιν την διάβασε κι έπεσε σε περισυλλογή. Έγραφε:

«Να πάτε στον σουλτάνο! Είστε επίσημος εκπρόσωπος της Αυτού Μεγαλειότητας του Γεωργίου Γ’, βασιλιά της κραταιάς Μεγάλης Βρετανίας. Τον περασμένο Σεπτέμβρη πήραμε τη Μάλτα. Την Πρωτοχρονιά, ενσωματώσαμε την Ιρλανδία. Στις 8 Μάρτη, ο ναύαρχος Νέλσον τσάκισε τους Γάλλους στο Αμπουκίρ. Είναι αδιανόητο να συναντούν οι άνθρωποί σας δυσκολίες στη δουλειά τους. Να ζητήσετε να εκδοθεί φιρμάνι που να απαλλάσσει τους εργάτες από τους περιορισμούς με τις σκαλωσιές. Και καλό είναι να επιτρέπει να απομακρυνθούν όποια γλυπτά εμποδίζουν τις εργασίες».

Εκείνο το βράδυ, ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όλη νύχτα συνεδρίαζε με τον εαυτό του, μετρώντας τις επιπτώσεις ως διπλωμάτης καριέρας που ήταν. Απ’ όταν ο εφημέριος μίλησε για το Ερεχθείο, προσπαθούσε να το φανταστεί όχι στο Λονδίνο αλλά στην κομητεία του Έλγιν, στα πατρογονικά κτήματα. Με τις αναγκαίες προσθήκες, φυσικά. Λίγο λίγο, η φαντασίωση άλλαζε εικόνα. Ο εφημέριος ήταν πρακτικός άνθρωπος. Ο Έλγιν ένιωθε καλλιτέχνης. Και ποιος καλλιτέχνης θα προτιμούσε το Ερεχθείο από τον Παρθενώνα! Τον εφημέριο προφανώς ενοχλούσε το ότι ο Παρθενώνας δεν είχε στέγη. Ο αρχιτέκτονάς του όμως, ο Τόμας Χάρισον, θα μπορούσε να του προσθέσει καινούρια.

Το πρόβλημα δεν ήταν εκεί. Το πρόβλημα εστιαζόταν στο γεγονός ότι η μεταφορά του Παρθενώνα στη Σκοτία, θα προκαλούσε διπλωματική εμπλοκή. Χώρια που θα ξεσήκωνε και τα μέλη της Εταιρείας Ντιλετάντι. Τη σωστή λύση την είχε προτείνει στο γράμμα του ο δρ Χαντ χωρίς να το καταλάβει. Ξαναδιάβασε την φράση:

«Και καλό είναι να επιτρέπει να απομακρυνθούν όποια γλυπτά εμποδίζουν τις εργασίες».

Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα! «Απομακρύνουμε ό,τι “εμποδίζει” και το μεταφέρουμε στη Σκοτία»! Μεγαλοφυές! Αετώματα, ζωφόροι, καμιά Καρυάτιδα για την είσοδο, κολόνες, κάποια γλυπτά για την αίθουσα υποδοχής και θ’ αφεθεί ο Χάρισον να μεγαλουργήσει. Και μηδέν επιπτώσεις! Όλοι οι Εγγλέζοι που επισκέπτονται την Ελλάδα όλο και με κάποιο κλοπιμαίο ως σουβενίρ επιστρέφουν στην πατρίδα.

Ο λόρδος Έλγιν δεν θα επέστρεφε με κλοπιμαία. Ο Μεγάλος Βεζίρης έβαλε τα γέλια, όταν του υπέβαλε το αίτημά του. Πέτρες! Ο σουλτάνος δεν είχε αντίρρηση. Αν η εύνοια της Μεγάλης Βρετανίας εξαντλιόταν σε κάποια μάρμαρα, πολύ φθηνά του ερχόταν. Άλλωστε, είχαν περάσει 345 χρόνια αφότου ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε απαγορέψει την καταστροφή ή αφαίρεση κάθε αρχαίου μνημείου. Κανένας δεν το θυμόταν.

Ο λόρδος Έλγιν ξεκίνησε, έχοντας στις αποσκευές του το πολύτιμο φιρμάνι. Και, καλού κακού, και μια μετάφραση στα ιταλικά. Ώσπου να φτάσει στην Αθήνα, το πρωτότυπο είχε χαθεί. Του έμενε η μετάφραση στα ιταλικά238. Ο φρούραρχος της Ακρόπολης δεν γνώριζε την γλώσσα. Υπήρχε όμως κάποιος που την ήξερε. Η επίμαχη φράση έλεγε ότι μπορούσαν να απομακρυνθούν «qualche pezzi di pietra con iscrizione e figure». Ο μεταφραστής μετέφραζε το «qualche» ως «μερικά»: «Μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και σχήματα». Ο Τζιοβάνι Ρουσιέρι, Ναπολιτάνος ζωγράφος στην υπηρεσία του Έλγιν, έδινε χίλιους όρκους ότι η λέξη σήμαινε «οποιαδήποτε»: «Οποιαδήποτε κομμάτια πέτρας με επιγραφές και σχήματα». Με ταρίφα πέντε λίρες Αγγλίας την ημέρα για όσο θα συνεχίζονταν οι εργασίες, ο φρούραρχος συμφώνησε ότι η σωστή μετάφραση ήταν «οποιαδήποτε». Και αυτό το «οποιαδήποτε» απαιτούσε την εργασία τριακοσίων, κάποτε και τριακοσίων πενήντα, εργατών, σε καθημερινή βάση. Με εντατική δουλειά, η απομάκρυνση των «οποιωνδήποτε» κομματιών θα έπαιρνε ένα χρόνο. Ο εντιμότατος Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ έτυχε να είναι παρών την ζοφερή ημέρα του 1801 που «απομακρυνόταν» μια μετόπη.

Αυτόπτες στην βαρβαρότητα

Έτριξε η σκαλωσιά. Ασυναίσθητα, ο εργάτης προσπάθησε να κρατηθεί από την χωμένη στα σπλάχνα του τοιχώματος σφήνα. Το σφυρί έπεσε από τα χέρια του. Κάτω από το βάρος του σώματός του, η σφήνα λειτούργησε σαν έμβολο. Ξεκόλλησε η μετόπη. Ο εργάτης κατάφερε να ισορροπήσει στη σκαλωσιά. Με τα χέρια του, προσπάθησε να συγκρατήσει τη μετόπη, ώσπου να φέρουν σχοινιά. Ήταν βαριά. Γλίστρησε από τα χέρια του.

Ο Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ παρακολουθούσε με αγωνία. Έστριψε αυθόρμητα αλλού το πρόσωπό του, να μη δει την καταστροφή: Η μετόπη του Παρθενώνα έπεσε με πάταγο στο έδαφος. Όταν ο Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ ξανακοίταξε, μόνο σκόρπια κομμάτια θρυμματισμένου μάρμαρου υπήρχαν. Ψηλά, στην ζωφόρο, έχασκε ανοιχτή η πληγή, εκεί όπου, για περισσότερα από 2.430 χρόνια, η σύνθεση στην ανάγλυφη πλάκα θάμπωνε βαρβάρους και πολιτισμένους, κατακτητές κι επισκέπτες.

Ο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι κάτι μάσησε στα ιταλικά. Δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για την καταστροφή. Μετόπες υπήρχαν πολλές να αντικαταστήσουν αυτήν που διαλύθηκε. Εκείνο που τον έκαιγε ήταν ότι η ζημιά έγινε μπροστά στον εντιμότατο Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ, διάσημο περιηγητή, αρχαιολόγο και ορυκτολόγο. Ανάμεσα στις 365 μέρες του χρόνου, αυτήν είχε διαλέξει για να επισκεφτεί την Ακρόπολη! Ελάχιστη ώρα πριν, θαύμαζε το «υπέροχο γλυπτό» της μετόπης που οι άνθρωποι του Έλγιν είχαν βάλει στο μάτι. Και ήταν αυτός, ο ζωγράφος Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι, που του είχε υπερφίαλα προτείνει να περιμένει λίγο, ώσπου να την κατεβάσουν, να θαυμάσει το ανάγλυφο από κοντά.

Ο Ντιστάρ εφέντης, απομακρύνθηκε βιαστικός να μη δουν οι άπιστοι ότι δάκρυσε. Χρόνια φρούραρχος στην Ακρόπολη της Αθήνας, είχε εξοικειωθεί με το κλασικό περιβάλλον. Είχε έντονα εναντιωθεί στη λεηλασία των Άγγλων αλλά ο Έλγιν του είχε τρίψει στα μούτρα το σουλτανικό φιρμάνι που του επέτρεπε να σηκώσει ό,τι ήθελε. Και του είχε κόψει πέντε λίρες τη μέρα μισθό, ώστε να μεταφράζει τη λέξη «qualche» του φιρμανιού ως «οποιαδήποτε» κι όχι ως «μερικά» κομμάτια.

Ο εργάτης, στη σκαλωσιά, είχε μείνει στήλη άλατος. Ο Λουσιέρι του έβαλε τις φωνές. Τόση δουλειά, να στήσουν την σκαλωσιά, είχε πάει χαμένη. Ας τσακιζόταν να κατέβει. Έπρεπε να μετακινηθεί παραδίπλα η σκαλωσιά, να μπορέσουν να ξηλώσουν άλλη μετόπη. Κι έπρεπε να κάνουν γρήγορα, πριν να τους πάρει η νύχτα. Ταυτόχρονα, ο ζωγράφος από την Νάπολι προσπαθούσε να βάλει το μυαλό του να λειτουργήσει. Κάτι έπρεπε να πει στον εντιμότατο κύριο Κλαρκ. Αναστέναξε με ανακούφιση, διαπιστώνοντας ότι δεν χρειαζόταν. Συντετριμμένος από την βαρβαρότητα, ο Εγγλέζος αρχαιολόγος είχε αποχωρήσει.

Ο εντιμότατος Έντουαρντ Δανιήλ Κλαρκ γύρισε στην Αγγλία όπου τον περίμενε μια πανεπιστημιακή έδρα ορυκτολογίας. Ένα από τα βιβλία του, το «Ταξίδι στις χώρες της Ευρώπης», δημοσιεύτηκε στα 1811. Εκεί, περιέγραψε με μελανά χρώματα την καταστροφή της μετόπης, ως αυτόπτης μάρτυρας στο συμβάν. Εκείνο που παρέλειψε να αναφέρει, ήταν ότι, φεύγοντας ο ίδιος από την Ελλάδα, πήρε μαζί του, σουβενίρ, ένα κολοσσιαίο άγαλμα της Δήμητρας. Κοσμεί το μουσείο του Κέιμπριτζ, άγνωστο αν προσφέρθηκε εκεί σε αντάλλαγμα για την πανεπιστημιακή του έδρα.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε ακριβώς την εποχή που η «υπόθεση Έλγιν» απασχολούσε την βρετανική κοινή γνώμη, χωρίζοντάς την σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες. Έχοντας επικεφαλής τον αρχαιολόγο Ρίτσαρντ Πέιν Νάιτ, η «Εταιρεία Ντιλετάντι» (Dilettanti Society) ξεσπάθωνε ενάντια στον κόμη Τόμας Μπρους.

Ο αρχαιολόγος Έντουαρντ Ντόντουελ έτυχε να βρεθεί στην Ακρόπολη άλλη μέρα, τον ίδιο χρόνο. Είχε φτάσει στην Αθήνα συντροφιά με τον Ιταλό ζωγράφο Πομάντι. Ζωγράφισαν χίλιους πίνακες με ελληνικά θέματα κι έκαναν ανασκαφές. Η μοίρα οδήγησε τα βήματά τους στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε συνωστισμός. Κάτω από τις οδηγίες του ακάματου Ρουσιέρι, οι τριακόσιοι εργάτες αποκαθήλωναν αγάλματα, αετώματα, την έρμη την Καρυάτιδα. Με μεγάλη προσοχή, είναι η αλήθεια. Τοποθετούσαν τα αποκτήματα σε κιβώτια και τα αμπαλάριζαν με σχολαστικότητα. Κι όποια γλυπτά δεν χωρούσαν στα κιβώτια, σημείωναν με προσοχή τις λεπτομέρειες και τα τεμάχιζαν: Θα τα ξανακολλούσαν στη Σκοτία.

Ο αρχαιολόγος Έντουαρντ Ντόντουελ έφριξε με όσα είδε. Στο έργο του, «Αρχαιολογική και Τοπογραφική περιήγηση της Ελλάδας, 1801 – 1806)», σημείωσε πως «Ο,τιδήποτε σχετίζεται με αυτή την καταστροφή, έγινε με μια φλόγα παράλογης αρπακτικότητας, σε αντίθεση όχι μόνο με κάθε αίσθηση του γούστου αλλά και με κάθε συναίσθημα δικαιοσύνης και ανθρωπιάς».

Ο Έλγιν, γράφει ο Ντόντουελ, μπορούσε να περιοριστεί στα καλούπια του Φειδία, από τα οποία πολλά είχε να κερδίσει η Βρετανία. Στην Αθήνα, γράφει ο Ντόντουελ, διαπράχθηκε ιεροσυλία. Εκείνο που δεν γράφει ο Ντόντουελ, είναι ότι, φεύγοντας ο ίδιος από την κατεχόμενη Ελλάδα, πήρε μαζί του μια πλούσια συλλογή ευρημάτων από τις ανασκαφές του. Η συλλογή αυτή, σήμερα, κοσμεί το μουσείο του Μονάχου καθώς την αγόρασε ο μελλοντικός εκεί βασιλιάς Λουδοβίκος, πατέρας του μετέπειτα βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας.

Στον βυθό και στην καρβουναποθήκη

Τα Χριστούγεννα του 1801, ο Έλγιν τα πέρασε στο ιδιόκτητο πλοίο του, «Μέντορας», που ήταν αραγμένο στον Πειραιά. Πρωί, 26 Δεκέμβρη, ξύπνησε αλαφιασμένος. Κανένας δεν γνωρίζει, αν είδε εφιάλτη. Τον είχε όμως πιάσει τρόμος, μήπως οι Γάλλοι, τελευταία στιγμή, του χαλάσουν την δουλειά. Το άστρο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη είχε αρχίσει να ανατέλλει και αυτό τίποτε καλό δεν προμήνυε για τους Άγγλους.

Πήρε μαζί του τους ναύτες κι ανέβηκε στην Ακρόπολη. Επιστρατεύτηκε για την περίσταση μια άμαξα μεταφοράς όπλων. Όσα κιβώτια ήταν έτοιμα, φορτώθηκαν σ’ αυτήν. Η άμαξα έκανε το δρομολόγιο Ακρόπολη – «Μέντορας» κάμποσες φορές. Όταν η μεταφόρτωση ολοκληρώθηκε, ο Έλγιν έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Ο «Μέντορας» απέπλευσε, για την Αγγλία. Ποτέ δεν έφτασε. Ως το ακρωτήριο Μαλέας καλά τα πήγαινε. Όμως, άγρια φουρτούνα τον βρήκε εκεί. Το πλήρωμα πάλεψε τα κύματα με όλες του τις δυνάμεις. Νικήθηκε. Οι ναύτες σώθηκαν κολυμπώντας ως την ακτή. Ο «Μέντορας» και το πολύτιμο φορτίο του αναπαύθηκαν στον βυθό, ανάμεσα Κύθηρα και Πελοπόννησο.

Ο Λουσιέρι τραβούσε τα μαλλιά του. Ο Έλγιν μετρούσε τα λεφτά του: Τόσα τα χαμένα, συν τόσα η αναπλήρωσή τους με καινούρια, το κόστος ανέβαινε στις 28.000 λίρες Αγγλίας. Η επιχείρηση αποξήλωση του Παρθενώνα και των ιερών της Ακρόπολης ξεκίνησε από την αρχή: Μια κολόνα από το Ερεχθείο, 17 γλυπτά από τα αετώματα του Παρθενώνα, δεκαπέντε μετόπες. Τεμαχίστηκαν και τακτοποιήθηκαν σε διακόσια κιβώτια. Πώς όμως θα έφταναν ως τη Σκοτία;

Τη λύση έδωσε η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο πρεσβευτής Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, ανακλήθηκε στο Λονδίνο. Είχε το δικαίωμα να μεταφερθεί με πολεμικό πλοίο. Ο ίδιος, η σύζυγος και η οικοσκευή τους. Και κανένας νόμος δεν όριζε μέχρι πόσα τεμάχια έπρεπε να είναι η οικοσκευή. Πλην όμως, το πλοίο χωρούσε τα 65 από τα διακόσια κιβώτια. Φορτώθηκαν και μεταφέρθηκαν με δαπάνες της Αυτού Μεγαλειότητας. Έφτασαν στο Λονδίνο, Γενάρη του 1804. Ο κόμης δεν βρισκόταν εκεί, να τα παραλάβει. Προτίμησε να επιστρέψει στην Αγγλία οδικώς ως τη Μάγχη και από εκεί να πάρει πλοίο για απέναντι. Κανένας στην διαδρομή δεν φρόντισε να τον πληροφορήσει ότι, στα ξαφνικά, ένας ακόμα αγγλογαλλικός πόλεμος είχε ξεσπάσει, με τον πρωθυπουργό της Αγγλίας, Γουίλιαμ Πιτ τον Νεότερο, να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον Βοναπάρτη. Έτσι, χαζά, πιάστηκε αιχμάλωτος.

Τα 65 κιβώτια μόλις που χώρεσαν στην υγρή καρβουναποθήκη του Burlington, του σπιτιού που ο λόρδος Έλγιν κρατούσε στο Πάρκο Λέιν, στο Λονδίνο. Ο Έλγιν, όμως, δεν είχε γίνει άδικα διπλωμάτης. Του πήρε δυο χρόνια αλλά κατάφερε να αποφυλακιστεί. Ήταν βέβαιος ότι η γυναίκα του θα έδειχνε κατανόηση για το γεγονός ότι το τίμημα της ελευθερίας ήταν ότι θα χάριζε στο Λούβρο κάποια από τα κομμάτια του Παρθενώνα. Δεν χρειάστηκε. Όσο να δοθούν οι εντολές και να ξεκινήσει η αποστολή των γλυπτών για την Γαλλία, ο λόρδος Έλγιν ξέφυγε από την επιτήρηση κι έφτασε σώος στο Λονδίνο.

Ήταν το 1806 και κανένας δεν χάρηκε που τον είδε! Η έδρα του στη Βουλή των λόρδων είχε δοθεί σε άλλον. Ο αρχαιολόγος Ρίτσαρντ Πέιν Νάιτ δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη κι όπου βρισκόταν τον κατηγορούσε για άθλιο βάνδαλο, καταστροφέα του Παρθενώνα και αρχαιοκάπηλο. Τα κιβώτια παρέμεναν στην καρβουναποθήκη, αναμένοντας πότε θα μεταφερθούν στη Σκοτία. Κι αυτό ποτέ δεν θα γινόταν. Η γυναίκα του, η ακριβή αγαπημένη Μαίρη, για χάρη της οποίας είχαν γίνει όλα αυτά, τον είχε παρατήσει κι είχε πάει με άλλον. Μήνυσε τον εραστή της και μπόρεσε να πάρει διαζύγιο το 1808, με την γαργαλιστική υπόθεση της μοιχείας να γίνεται στα λονδρέζικα σαλόνια σκάνδαλο μεγαλύτερο από εκείνο της λεηλασίας των γλυπτών του Παρθενώνα.

Για 35.000 λίρες

Το μόνο ευοίωνο στην όλη ιστορία ήταν ο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι. Αυτός δεν τον είχε εγκαταλείψει. Παρέμενε στην Αθήνα και συνέχιζε το έργο του. Ανησυχούσε κάπως, επειδή είχε δυο χρόνια να πάρει τον μισθό του, αλλά ήταν εκεί. Και, το σπουδαιότερο, συνέχιζε την αποψίλωση της Ακρόπολης.

Ο Έλγιν μετέτρεψε σε αίθουσες Τέχνης κάποια σημεία του σπιτιού του κι έστησε εκεί μερικά από τα κομμάτια της Ακρόπολης. Βρήκε έναν γνωστό ζωγράφο, τον Μπένζαμιν Ρόμπερτ Χέιντον, και θέλησε να του δείξει τα εκθέματα. Ο Χέιντον έμεινε κεραυνόπληκτος. Και, ξαφνικά, σηκώθηκε κι έφυγε. Επέστρεψε λίγο αργότερα μ’ ένα φίλο του, τον επίσης ζωγράφο Χένρι Φουζέλι. Αντίθετα με τον Χέιντον, ο Φουζέλι δεν αποσβολώθηκε. Απλά, άρχισε να φωνάζει:

«Οι Έλληνες ήταν θεοί! Οι Έλληνες ήταν θεοί!».

Αγκάλιαζε και φιλούσε τον Έλγιν, λέγοντάς του: «Έγινες αθάνατος που τα έφερες εδώ». Και ξανά να φωνάζει:

«Οι Έλληνες ήταν θεοί! Οι Έλληνες ήταν θεοί!».

Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν είχε το πιστοποιητικό της αξίας των θησαυρών του. Και στην Αθήνα τον περίμεναν κι άλλοι. Και στον πάτο της θάλασσας μερικοί ακόμα.

Την ίδια εκείνη σημαδιακή χρονιά, 1806, βρισκόταν στην Ελλάδα. Η Καρυάτιδα ήταν ήδη στο κιβώτιο. Και τα φουνταρισμένα στα Κύθηρα είχαν ανελκυστεί: 6.000 λίρες Αγγλίας ο λογαριασμός. Μεταφέρθηκαν όλα στο Λονδίνο. Ο λόρδος επισκέφτηκε την Ελλάδα, τελευταία φορά, στα 1810, αφαιρώντας κι άλλα κομμάτια και «συλλέγοντας και αγγεία»: 253 τεμάχια αναφέρει ένας κατάλογος. Χωρίς τα αγγεία. Μια που τα είχε δικά του όλα αυτά και μια που η καλή του τον είχε παρατήσει, θα μπορούσε κάτι να βγάλει, αν έβρισκε καλό αγοραστή. Και να ξαναπαντρευτεί: Τυχερή ήταν η 30χρονη Ελισάβετ, η πιο μικρή από τις κόρες του Τζέιμς Τάουνσεντ Όσβαλντ (James Townsend Oswald).

Στην Αθήνα, έβαλε τις φωνές στον Λουσιέρι που συνόδευσε τον λόρδο του Μπάιρον (λόρδο Βύρωνα) στην Ακρόπολη, τον εξόφλησε κι έφυγε. Στο μυαλό του είχε σφηνωθεί το επίγραμμα που, ένα χρόνο πριν, ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ λόρδος του Μπάιρον, ο για τους Έλληνες λόρδος Βύρων, είχε σκαλίσει σ' ένα μάραμαρο:

«Quod non fecerunt Gothi, fecerunt Scoti» (Ό,τι δεν κατάφεραν οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκώτοι [Σκοτσέζοι]).

Ο Λουσιέρι είχε βολευτεί στην Αθήνα. Συνέχισε το ξήλωμα. Στα 1812, έστειλε στο Λονδίνο τα τελευταία ογδόντα κιβώτια. Ο Έλγιν τα βόλεψε όπως όπως. Έψαχνε αγοραστή αλλά αυτός που ενδιαφέρθηκε, βρήκε την τιμή τσουχτερή κι αποσύρθηκε: Ήταν ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πατέρας του μελλοντικού βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας. Βρήκε πιο λογική την τιμή της συλλογής του Έντουαρντ Ντόντουελ και την πήρε στην Βαυαρία.

Στα 1815, όσα από τα αρχαία κομμάτια δεν χωρούσαν στις αίθουσες του κτιρίου στο Λέιν Παρκ, εξακολουθούσαν να στοιβάζονται στην καρβουναποθήκη. Κι ο λόρδος Έλγιν χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Απευθύνθηκε στην κυβέρνηση. Τον ρώτησαν πόσα θέλει. Τους έστειλε τον λογαριασμό:

«Τόσα οι εργάτες, τόσα τα κιβώτια, τόσα η μεταφορά, τόσα η αποθήκευση, τόσα ο Λουσιέρι, σύνολο εξόδων 51.000 λίρες. Αν επενδύονταν, θα απέφεραν 23.240. Κάνει να παίρνω, 74.240 λίρες».

Η κυβέρνηση πρώτα ερεύνησε την ηθική πλευρά του ζητήματος. Ο δρ Φίλιπ Χαντ διαβεβαίωσε την αρμόδια επιτροπή πως ο λόρδος Έλγιν έσωσε τα μάρμαρα από την φθορά. Εκείνος είχε προτείνει την μεταφορά του Ερεχθείου αλλά τέλος πάντων. Ο Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, ο γραμματέας του κόμη, ορκίστηκε ότι στην Αθήνα, τα μάρμαρα σάπιζαν. Το ηθικό ζήτημα καλύφθηκε. Έμενε ο λογαριασμός, λίγο διαφορετικός από αυτόν που της παρουσίασε ο λόρδος. Του επιδόθηκε στα 1816: «Μείον η μεταφορά με πολεμικό πλοίο, μείον το γεγονός ότι η απόκτησή τους οφείλεται στο ότι ο κόμης ενεργούσε ως κυβερνητικός υπάλληλος, μείον ότι θα κτιστεί ειδική αίθουσα στο Βρετανικό Μουσείο, κάνει να παίρνει 35.000 λίρες».

Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν θέλησε να το παζαρέψει το ζήτημα. Η απάντηση ήταν: 35.000. Ή ναι ή όχι.

Ήταν «ναι». Η αίθουσα στο Βρετανικό Μουσείο έγινε με δωρεά του σερ Τζόζεφ Ντουβίν. Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν και του Κινκαρντάιν, πέθανε στα 1841, στερημένος από αξιώματα και καταφρονεμένος ακόμα και στην πατρίδα του. Αν και ικανός διπλωμάτης, δεν χρησιμοποιήθηκε άλλη φορά από την βρετανική κυβέρνηση. Πέθανε εβδομήντα χρόνων ανάμεσα στα μάρμαρα που λήστεψε, καθώς η διεύθυνση του μουσείου τον χρησιμοποιούσε ως επιμελητή.

Σατωβριάνδος, ο Έλληνας

«Είμαι από την φύση μου δημοκρατικός, μοναρχικός εξ αιτίας της λογικής και βουρβονικός239 για λόγους τιμής», ομολογούσε ο Σατωβριάνδος, ο οποίος πίστευε για την Γαλλία ότι ήταν «η πρωτότοκη κόρη της Ελλάδας κατά την ανδρεία, την ευφυΐα και τις τέχνες». Ο συγγραφέας, πολιτικός και μεγάλος φιλέλληνας, Φρανσουά - Ωγκύστ - Ρενέ, υποκόμης ντε Σατομπριάν, ο για τους Έλληνες Σατωβριάνδος (François -Auguste - René, vicomte de Chateaubriand, 1768-1848), θεωρείται ο ιδρυτής του ρομαντισμού στα γαλλικά γράμματα. Ήταν ήδη γνωστός πολιτικός, αναγνωρισμένος συγγραφέας και πολυταξιδεμένος, όταν, στα 1806, επιχείρησε το ταξίδι που αποτυπώθηκε στο βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι ως τα Ιεροσόλυμα». Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, αποβιβάστηκε στη Μεθώνη. Συναντήθηκε με τον «θλιβερό ανθρωπάκο», τον αγά της περιοχής, κι αμέσως διαπίστωσε την διαφορά ανάμεσα στον δούλο και τον αφέντη: Στα νεκροταφεία. Άθλιο το χριστιανικό, περιποιημένο των μωαμεθανών.

Μετά την πρώτη εντύπωση, διέσχισε την Πελοπόννησο κι έφτασε στην αρχαία Σπάρτη, όπου φώναξε:

«Λεωνίδα, Λεωνίδα»,

θέλοντας να ακούσει «τουλάχιστο την ηχώ, στην χώρα αυτή, όπου η φωνή του ανθρώπου δεν ακούγεται πια».

Αλλά:

«Κανένα από τα ερείπια δεν επανέλαβε το μεγάλο αυτό όνομα. Κι αυτή ακόμα η Σπάρτη φαινόταν να τον έχει ξεχάσει».

Έφυγε στο Άργος και την Κόρινθο, πέρασε από τα Μέγαρα και τη Σαλαμίνα, κατέβηκε στην παραλία κι ατένισε τη Σαλαμίνα:

«Οι επευφημίες και η δόξα είχαν περάσει προ πολλού, βαθιά σιωπή επικρατούσε στην γη και στα νερά», σημείωσε.

Περιπλανήθηκε για λίγο στην Ελευσίνα, «την πιο αξιοσέβαστη χώρα στην Ελλάδα» κι έφυγε για την Αθήνα:

«Ανέτειλε η μεγάλη μέρα της εισόδου στην Αθήνα. Τρεις το πρωί, ξεκινήσαμε σιωπηρά την πορεία, μέσω της Ιεράς Οδού. Μπορώ να βεβαιώσω πως ούτε ο πιο ευσεβής μυημένος στα μυστήρια της Δήμητρας αισθάνθηκε μεγαλύτερη συγκίνηση από την δική μου», έγραψε. Και συμπλήρωσε:

«Από τα ερείπια της Σπάρτης πηγαίνοντας στα ερείπια της Αθήνας, ένιωσα ότι επιθυμούσα να πεθάνω με τον Λεωνίδα αλλά να ζήσω με τον Περικλή».

Ξημέρωμα, είδε τον ήλιο να φωτίζει την Ακρόπολη που, από εκεί όπου βρισκόταν, του φάνηκε «σαν να στηρίζεται στον Υμηττό».

Η πρώτη εντύπωσή του από την Ακρόπολη ήταν ότι έμοιαζε «με ανακατεμένο μίγμα από τα κιονόκρανα των Προπυλαίων και του Ερεχθείου, επάλξεις τειχών με κανόνια, γοτθικά ερείπια, χριστιανικές και μωαμεθανικές καλύβες. Οι επίπεδες στέγες των σπιτιών της πόλης, ανάμεσα στις οποίες υψώνονταν μιναρέδες και κυπαρίσσια, τα αρχαία ερείπια, οι μοναχικές κολόνες και οι θόλοι των τζαμιών, όπου φώλιαζαν γερανοί, παρουσίαζαν ένα ευχάριστο θέαμα, το οποίο φωτιζόταν από τις ακτίνες του ήλιου που ανέτειλε. Μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει την Αθήνα από τα ερείπιά της αλλά θα αντιλαμβανόταν ότι πια δεν ζούσε σ' αυτήν ο λαός της Αθηνάς».

Την εποχή που έφθασε στην Αθήνα, την πόλη απειλούσε με νέους φόρους ο πασάς της Χαλκίδας («αιώνια απειλή», όπως τον χαρακτήρισε). Προσπαθούσε να τον αντιμετωπίσει ο μητροπολίτης, ενώ οι Αθηναίοι επισκεύαζαν τα τείχη, για να μπορέσουν να αποκρούσουν πιθανή επίθεσή του. Κι ελπίζανε να παρέμβει υπέρ τους ο Αιθίοπας αρχιευνούχος στο σεράι του σουλτάνου. Τα έμαθε αυτά ο Σατωβριάνδος κι αναστέναξε:

«Ω Σόλων! Ω Θεμιστοκλή! Ο αρχηγός των μαύρων ευνούχων είναι κύριος της Αθήνας και οι υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας την φθονούν γι' αυτή τη μεγάλη τιμή!».

Κατέλυσε στο σπίτι του πρόξενου Φοβέλ, το οποίο περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια, κι ανέχθηκε τα πειράγματα του οικοδεσπότη του, καθώς βρήκε πικρή την ρετσίνα, ενώ το μέλι του μύριζε φάρμακο. Βγήκαν βόλτα στο παζάρι, όπου «όλοι φιλούσαν τον κ. Φοβέλ και τον ρωτούσαν, ποιος είμαι, αλλά κανένας δεν μπορούσε να προφέρει σωστά το όνομά μου».

Πέρασε κι από τα καφενεία: «Οι Τούρκοι έλεγαν Φραντζέζος εφέντης και συνέχιζαν να καπνίζουν αδιάφορα τον ναργιλέ, ενώ, όταν μας είδαν να περνάμε, οι Έλληνες σήκωσαν τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους, λέγοντας: Καλώς ήλθατε, άρχοντες, πάτε καλά στην Παλιά Αθήνα; Φαίνονταν υπερήφανοι σαν να μας έλεγαν: Προχωρήστε προς τον Φειδία ή τον Ικτίνο».

Ο γυρισμός στο σπίτι του Φοβέλ, το βράδι, συνέπεσε με το άκουσμα της φωνής του ιμάμη από κάποιον μιναρέ:

«Αδυνατώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου, ακούγοντας την φωνή του ιμάμη, που δεν ήταν ανάγκη να υπενθυμίσει το γρήγορο πέρασμα του χρόνου: Η παρουσία του στην Αθήνα με έπειθε ότι, στ' αλήθεια, είχαν περάσει πολλοί αιώνες».

Έμεινε στην πόλη τέσσερις μέρες. Στο «Οδοιπορικό» του περιέγραψε, τόσο την Αθήνα όσο και τους Αθηναίους, με αγάπη και με κάθε λεπτομέρεια. Έφυγε από το λιμάνι της Κερατέας, όπου αρρώστησε και, για λίγο, φοβήθηκε ότι θα πεθάνει:

«Αν έμενα στην Αθήνα, τουλάχιστον θα πέθαινα σε ένδοξο τόπο, έχοντας τα μάτια μου στραμμένα προς τον Παρθενώνα».

Επέζησε. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στα 1821, ήταν από τους ηγέτες του φιλελληνικού κινήματος στην Ευρώπη. Επανέκδωσε το «Οδοιπορικό», προτάσσοντας «Υπόμνημα περί την Ελλάδα», υποστηρίζοντας τα δίκαια των Ελλήνων από νομική, ιστορική και ηθική άποψη.

Κι έλεγε:

«Ό,τι και αν συμβεί, εγώ θα πεθάνω Έλληνας».

Πέθανε στα 1848, μέσα στην αναταραχή των επαναστάσεων στην Ευρώπη, που ξεκίνησαν από το Παρίσι.

Ο λόρδος Βύρων και ο Τζον Χόμπχαουζ

Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, έκτος βαρόνος Μπάιρον, ο για τους Έλληνες λόρδος Βύρων (George Gordon Byron, 6th baron Byron, 22 Γενάρη του 1788 - 19 Απρίλη του 1824) ήταν 21 χρόνων, όταν, παρέα με τον Τζον Χόμπχάουζ (John Cam Hobhouse, 1786 - 1869), έφθασε στην Αθήνα, προπαραμονή Χριστουγέννων του 1809. Είχαν επισκεφτεί τον Αλή πασά στο Τεπελένι, γύρισαν στα Γιάννινα και την Πρέβεζα, πήραν πλοίο για την Πάτρα, τους έπιασε φουρτούνα και ξαναγύρισαν στην Πρέβεζα, κατέβηκαν στο Μεσολόγγι, πέρασαν στην Πάτρα απέναντι, προχώρησαν στη Βοστίτσα (Αίγιο) κι από εκεί έπλευσαν στην Ιτέα, απ' όπου, μέσω Αράχοβας, έφτασαν στην Θήβα. Νοίκιασαν άλογα και προχώρησαν στο χωριό Σκούρτα240. Διανυκτέρευσαν σε ένα άθλιο χάνι και το πρωί κίνησαν για την Αθήνα. Γύρω στις δυόμισι το μεσημέρι, ο οδηγός τους ανέκραξε:

«Αφέντη, αφέντη, το χωριό».

Γράφει ο Χόμπχαουζ:

«Με έκπληξη, είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη απόσταση, μια πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορούσαμε να διακρίνουμε και οικοδομήματα, και πέρα από την πόλη, την θάλασσα».

Ήταν η Αθήνα. Για τους ξένους, διέθετε δυο χάνια, τον ξενώνα των καπουτσίνων μοναχών και «ενοικιαζόμενα δωμάτια». Δυο από τις πανσιόν αυτές, κολλητά η μια στην άλλη, ανήκαν στην οικογένεια Μακρή. Γιος εγκατεστημένου στην Αθήνα Κερκυραίου γιατρού, ο υποπρόξενος της Αγγλίας, Προκόπιος Μακρής, παντρεύτηκε (στα 1794) την Ταρσία Μπατίστα Βρεττού, τότε 23 χρόνων. Απέκτησαν τρεις κόρες. Στα 1799, ο Μακρής πέθανε αφήνοντας χωρίς προστασία την χήρα και τα τρία κορίτσια τους. Στα τέλη του 1809, η 38χρονη χήρα και oι «κονσολίνες» (οι κόρες του πρόξενου, consul), όπως τις αποκαλούσαν, η 15χρονη Μαριάννα, η 14χρονη Κατίγκω και η 13χρονη Τερέζα (Θηρεσία) Μακρή, μαζί με την αδελφή του νεκρού Προκόπιου, Θεοδωρούλα, δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Ζούσαν χάρη στα νοίκια από τα δωμάτια του πάνω ορόφου του σπιτιού τους, από τα κεντήματα που πουλούσαν κι από τις ξεναγήσεις που έκαναν, καθώς όλες τους μιλούσαν πολύ καλά αγγλικά. Η γνώση των αγγλικών ήταν και η αιτία που ο Βύρων διάλεξε να μείνει μαζί τους. Ο Χόμπχαουζ νοίκιασε στο δίπλα σπίτι, που κι αυτό ανήκε στην οικογένεια Μακρή. Για να επικοινωνούν ευκολότερα, ο Βύρων και ο Χόμπχαουζ άνοιξαν μια πόρτα στην μεσοτοιχία των δυο σπιτιών. Στο ισόγειο εκείνου που έμενε ο Βύρων, κατοικούσαν οι πέντε γυναίκες, μαζί με την γιαγιά των κοριτσιών (μητέρα του Προκόπιου), Μαριάννα.

Σε γράμμα του, ο Βύρων περιέγραψε το κατάλυμά του:

«Το διαμέρισμα αποτελείται από ένα σαλόνι και δύο κρεβατοκάμαρες. Βλέπει σε μίαν αυλή, όπου υπάρχουν έξι - εφτά  λεμονιές. Τους καρπούς τους τούς κόβουν κάθε πρωί και τον χυμό τους τον ρίχνουν στο πιλάφι και σε άλλα φαγητά που σερβίρουν στο φτωχικό μας γεύμα».

Ο Σαρρής, το μαγικό νερό και οι μάγισσες

Ανάμεσα στα 1.200 με 1.300 ήταν τα σπίτια της Αθήνας, όταν την επισκέφτηκαν ο λόρδος Βύρων και ο Χόμπχαουζ. Η πόλη περικλεινόταν από το τείχος του Χασεκή, του οποίου τον γύρο ο Χόμπχαουζ έκανε, με βήμα ταχύ, σε 47 λεπτά. Τα σπίτια και οι δρόμοι δεν βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Με πιο φαρδύ δρόμο τη (σημερινή) οδό Κυδαθηναίων. Ο περιηγητής, με τον τότε πρόξενο της Αγγλίας, Αλέξανδρο Λογοθέτη, επισκέφτηκε τον βοεβόδα, «άνθρωπο με καλούς τρόπους και γνώσεις περισσότερες από όσες είχαν οι άλλοι ομοεθνείς του». Βρήκε το σπίτι του φτηνή οικοδομή, σε αντίθεση με το μεγαλοπρεπές του μητροπολίτη, που ήταν το καλύτερο της Αθήνας.

«Ο κύριος πλούτος της Αττικής», διαπίστωσε ο Χόμπχαουζ, «είναι από το εμπόριο ελιών και λαδιού. Από τον Πειραιά, εξάγουν κάθε χρόνο τρεις ως τέσσερις χιλιάδες βαρέλια λαδιού, κάποτε και περισσότερα. Εισάγουν εμπορεύματα από την Ιταλία και, τελευταία, και από την Αγγλία».

Λίγες μέρες μετά την άφιξή τους στην Αθήνα, αρχές Γενάρη του 1810, ο λόρδος Βύρων έμαθε την διαφορά ανάμεσα στον δούλο και τον αφέντη. Όχι από τη θέα των νεκροταφείων, όπως ο Σατωβριάνδος, αλλά χάρη σ' έναν νεκρό. Περπατούσε στο Μοναστηράκι μαζί με τον διερμηνέα του, όταν τον είδε μια παρέα Τούρκων που κάθονταν κάτω από μια κληματαριά. Τον κάλεσαν να πιει καφέ μαζί τους. Κουβέντιαζαν για έναν Έλληνα που είχε βρεθεί νεκρός, την νύχτα, στον δρόμο κι έκαναν ότι αναρωτιούνταν, ποιος να τον σκότωσε.

«Μην σκοτίζεστε», γέλασε ένας τους: «Θα τον έφαγε το φεγγάρι».

«Αυτό είναι», συμφώνησαν οι άλλοι γελώντας.

Ο Βύρων σηκώθηκε κι έφυγε θυμωμένος. Και πρόλαβε έναν νεαρό που είχε παρακολουθήσει την σκηνή αλλά συνέχισε τον δρόμο του, σκυφτός. Τον ρώτησε:

«Έλληνας είσαι;».

«Ναι, μυλόρδε», του απάντησε εκείνος

«Αθηναίος;».

«Μάλιστα».

«Άκουσες, τι λέγανε οι αγάδες και γελούσαν;»

«Το άκουσα».

«Και τραβάς τον δρόμο σου;».

«Τι άλλο μπορώ να κάνω;».

Ο Βύρων του έβαλε τις φωνές:

«Δούλε! Είσαι ανάξιος να λέγεσαι Έλληνας και Αθηναίος! Τι να κάνεις; Να εκδικηθείς!».

Ο νεαρός λεγόταν Νικόλαος Σαρρής. Έντεκα χρόνια αργότερα, στα 1821, ορκίστηκε ότι «δεν θα φάει άλλον το φεγγάρι». Ως οπλαρχηγός, διέπρεψε κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Και συμμετείχε στην εκστρατεία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Βοιωτία, όπου αιχμαλωτίστηκε. Δραπέτευσε κι επέστρεψε στην Αθήνα. Πολέμησε ηρωικά αλλά, όπως ο Δ. Καμπούρογλου έγραψε, δολοφονήθηκε «από ξενόφερτους οπλαρχηγούς», που φθονούσαν την υπεροχή του.

Ήταν 16 Γενάρη του 1810, όταν ο Βύρων και ο Χόμπχαουζ πήγαν εκδρομή στην Καισαριανή. Άκουσαν από χωρικούς για το «θαυματουργό νερό» της εκεί πηγής, που ήταν αφιερωμένη στην θεά Αφροδίτη: «Κάθε δεκαπενταύγουστο, Αθηναίες αλλά και Τουρκάλες ανέβαιναν ως την πηγή, έπιναν νερό κι έπειτα λούζονταν. Πίστευαν ότι αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα ήταν ότι θα πιάσουν παιδί και θα γλιτώσουν τους πόνους του τοκετού».

Σε άλλη εκδρομή τους, στο αρχαίο στάδιο, ο Χόμπχαουζ διέκρινε μια πλάκα στο βάθος ενός υπόγειου διαδρόμου: Πάνω της βρίσκονταν σκόρπια πολύχρωμα κομμάτια από ύφασμα, σπασμένα γυαλιά, αλεύρι και μια δυο χούφτες μπιζέλια. Τα πλησίασε από περιέργεια αλλά ο διερμηνέας τους έβαλε τις φωνές:

«Μην τ' αγγίζεις, αφέντη. Είναι πράγματα του διαβόλου. Είναι μαγεμένα».

Απόρησε. Ο συνοδός τους εξήγησε ότι Αθηναίες «γριές μάγισσες» πήγαιναν εκεί, μεσάνυχτα, κι έκαναν μαγικά για να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα.

Ο Χόμπχαουζ ανέφερε το ζήτημα σε άλλον Αθηναίο, ο οποίος ήταν πιο διαφωτιστικός:

«Νύχτα, όταν υπάρχει θύελλα, οι μάγισσες ξεπετιούνται από τους αφρούς της θάλασσας και τις αμμουδιές του Φαλήρου».

Όλα ξεκίνησαν από την επιδημία πανούκλας που χτύπησε την Αθήνα στα 1792: Τότε, «μια μάγισσα, στην οποία οι Αθηναίοι είχαν φερθεί πολύ καλά, ανταπέδωσε το καλό, βάζοντας όλη τη δύναμή της για να διώξει το θανατικό. Έπιασε κι έγραψε σε χαρτιά όλες τις θανατηφόρες αρρώστιες, μάζεψε και πολλές χρωματιστές μεταξωτές κλωστές, τις έβαλε μαζί με τα χαρτιά σε χρωματιστά μεταξωτά περιτυλίγματα, έδεσε όλα αυτά με πολλούς και γερούς κόμπους και τα 'ριξε μέσα σ' ένα τσουκάλι, μουρμουρίζοντας μυστήρια κι ακατάληπτα λόγια και ξόρκια. Μετά, τα σκόρπισε μέσα σε μικρά πιθάρια, που σφάλισε, και τα έθαψε σε λάκκους βαθιά στο χώμα». Οι αρρώστιες, πια, δεν μπορούσαν να βγουν από την γη και να σκοτώσουν τους ανθρώπους.

Ο Χόμπχαουζ ρώτησε, αν τα πίστευαν ολ' αυτά οι Αθηναίοι. Πήρε την αφοπλιστική απάντηση ότι, μετά το 1792, η Αθήνα ούτε από πανούκλα ούτε από άλλη επιδημία χτυπήθηκε ποτέ! Η επέμβαση της μάγισσας υπήρξε καταλυτική!

Η «κόρη των Αθηνών»

«Παραλίγο να ξεχάσω να σου πω ότι πεθαίνω από έρωτα για τρία κορίτσια, τρεις αδερφές Ελληνίδες στην Αθήνα. Έμενα στο σπίτι τους. Τερέζα, Μαριάννα και Κατίγκω είναι τα ονόματα των τριών θεαινών. Κι’ όλες κάτω από τα δεκαπέντε», έγραψε ο Βύρων στον φίλο του, Ντρούρι (Drury), στις 10 Μάη του 1810, στο ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη, όταν για λίγο έφυγε από την Αθήνα.

«Η Τερέζα μελαχρινή και θερμή ως Ινδή, η Μαριάννα με αρχαιοελληνική κατατομή, ενώ η Κατίγκω έδινε την εντύπωση Γεωργιανής. Λευκορόδινη καθώς ήταν, είχε μεγάλα γαλανά μάτια, τορνευτά μπράτσα, ωραία χέρια και κομψά πόδια. Αυτά φαίνονταν σα να πλάστηκαν όχι για να βαδίζει, αλλά να αγγίζει μόλις την γη, ενώ η Τερέζα φαινόταν ότι πλάστηκε μόνον για την κρεβατοκάμαρα, μάλλον εύσαρκη, χαλαρή και ράθυμη, είχε όμως και ομορφιά που θα μπορούσε να κάνει κάποιον να παραφρονήσει…», σημείωσε.

Ο πλατωνικός έρωτάς του επικεντρώθηκε στην ξεναγό του, Τερέζα. Μόνο που εκείνη δεν του έδινε κάποια ερωτική σημασία. Τον συνόδευε, ξεναγώντας τον στα αρχαία μνημεία, όπως και με τους άλλους ξένους που νοίκιαζαν δωμάτια στο σπίτι της. Και με αγανάκτηση του μίλησε για την λεηλασία της Ακρόπολης από τον Έλγιν, που εκείνη την εποχή συνεχιζόταν. Τότε ήταν που χάραξε την φράση «Ό,τι δεν κατάφεραν οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκώτοι» (βλ. πιο πριν, «για 35.000 λίρες»). Ήταν η εποχή που ολόκληρο το Λονδίνο βοούσε από το σκάνδαλο της μοιραίας Μαίρης Νίσμπετ, που είχε παρατήσει τον Έλγιν για το χατίρι του εραστή της. Το διαζύγιο είχε βγει κι ο Έλγιν ετοιμαζόταν να ξαναπαντρευτεί (ο γάμος του με την Ελισάβετ έγινε τον επόμενο Σεπτέμβρη). Ο Βύρων έγραψε ένα σατιρικό ποιηματάκι που χάθηκε. Έλεγε περίπου:

«Ενώ η αφεντιά του έκλεβε τους θεούς,

άλλοι έκλεβαν την γυναίκα του.

Έτσι, η θεά Αφροδίτη εκδικήθηκε

την προσβολή που έκανε στην θεά Αθηνά…».

Η Αφροδίτη, όμως, έπαιζε παιχνίδια και στον ίδιο τον Βύρωνα. Ξετρελαμένος με την Τερέζα και για να μένει κοντά της, της ζήτησε να του μάθει ελληνικά. Δεν χρειάστηκαν ιδιαίτερα πολλά μαθήματα, καθώς, όπως και η δασκάλα του παραδέχτηκε, ο λόρδος μάθαινε τις ξένες γλώσσες με μεγάλη ευκολία. Κάποια στιγμή, έβγαλε ένα μαχαίρι και μ' αυτό χάραξε το στήθος του, απόδειξη του πόσο πολύ την αγαπούσε. Μάταια: Όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, η Τερέζα «άκουσε την ερωτική μου εξομολόγηση με ψυχρότητα κι αδιαφορία. Δεν έδειξε καμιά ευγνωμοσύνη και θεώρησε το εγχείρημά μου ως φόρο υποτέλειας στην ομορφιά της».

Στις 4 Μάρτη του 1810, ο κυβερνήτης του αγγλικού πολεμικού σκάφους «Πυλάδης» κάλεσε τον Βύρωνα και τον Χόμπχαουζ να ταξιδέψουν μαζί του. Απέπλευσαν 11 του μήνα κι έμειναν στο πλοίο ως τη Σμύρνη. Ο Βύρων έγραψε το αφιερωμένο στην Τερέζα ποίημά του «Η κόρη των Αθηνών», στο οποίο επαναλάμβανε την ερωτική του εξομολόγηση:

«Κόρη γλυκιά των Αθηνών, σε τούτη δω του αποχωρισμού την ώρα, δώσε, ώ!

δώσε πίσω την καρδιά μου, π’ αποχωρίστηκε από το στήθος το δικό μου ή πάρε ό,τι

απόμεινε και κράτησέ το.

Προτού να φύγω άκουσε τον όρκο τον δικό μου:

- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!

Μα τα μαλλιά τ' ατίθασα , τα γλυκανεμισμένα απ' το αγέρι του Αιγαίου,

Μα τα βλέφαρά σου που με τα κατάμαυρα ματόκλαδα αγγίζουν τα τρυφερά τα μάγουλα τα ροδοβαμμένα.

Μα τα ελαφίσια τ’ αγριωπά τα μάτια σου,

- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!

Μα τα χείλη σου, που λαχταρώ με πόθο,

Μα τη λιγνή τη μέση σου, που ‘ναι σα δαχτυλίδι.

Μα τα λουλούδια που μιλούν κάλλιο από κάθε λέξη.

Μα της αγάπης την χαρά, που γίνεται μαζί και λύπη:

- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!

Κόρη γλυκιά των Αθηνών, σ' αφήνω για να φύγω,

Μη με ξεχνάς, μόν' έχε με στο νου σου νύχτα μέρα.

Αν και πηγαίνω μακριά, αν κι είμαι γι' άλλη πόλη

Μου 'χει η Αθήνα την καρδιά και την ψυχή σκλαβώσει.

Αγάπη τέτοια σώνεται;

- Ζωή μου, σ’ αγαπώ!».

Πίσω στην Αθήνα

Αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, έμειναν λίγες μέρες και ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη. Στον Ελλήσποντο, ο Βύρων κολύμπησε από την ευρωπαϊκή ως την ασιατική ακτή, όπως ο μυθικός Λέανδρος που κάθε βράδι επισκεπτόταν έτσι την Ηρώ241. Μήνες αργότερα, οι δυο φίλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αγγλία. Όταν, όμως, το πλοίο περνούσε έξω από την Τζια, ο Βύρων ζήτησε να αποβιβαστεί. Ιούλιο του 1810, γύρισε μόνος στην Αθήνα.

Αυτή την φορά, απέφυγε να μείνει στο σπίτι της οικογένειας Μακρή. Προτίμησε την φιλοξενία των καπουτσίνων242.

Σύμφωνα με όσα ο ίδιος έγραψε, πρέπει να του άρεσε εκεί:

«Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!».

Για την εκεί παραμονή του, σημείωσε:

«Τρώμε μπεκάτσες και μπαρμπούνια κάθε μέρα. Προχτές ο βοεβόδας της Αθήνας κι ο μουφτής της Θήβας έφαγαν εδώ κι έγιναν σκνίπα στο μεθύσι. Επειδή κι ο ηγούμενος μέθυσε σαν κι εμάς, γλεντοκοπήσαμε θαύμα».

Κι αλλού:

«Έδιωξα τον διερμηνέα μου κι έμεινα με τα δικά μου εφόδια, λίγα λεβαντίνικα, λίγα ρωμαίικα και μερικές τούρκικες βλαστήμιες, χρήσιμες για το άλογό μου που σκοντάφτει συνέχεια και για τον βλάκα τον υπηρέτη μου».

Έμεινε στην Ελλάδα ως την άνοιξη του 1811, χρησιμοποιώντας το μοναστήρι ως ορμητήριο για εκδρομές γνωριμίας με τον τόπο. Σε μια από αυτές, στο Σούνιο, κινδύνεψε από Μανιάτες πειρατές. Σε μιαν άλλη, στην Πάτρα, προσβλήθηκε από ελονοσία. Στην επιστροφή του στην Αγγλία, έτυχε να ταξιδεύει μαζί με κιβώτια του λόρδου Έλγιν. Οργισμένος, έγραψε το ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς» (The Curse of Minerva).

Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821, ο Βύρων έγινε από τους πιο θερμούς υποστηρικτές των Ελλήνων. Στις 19 Απρίλη του 1824, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι. Τότε, ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε το επίγραμμα:

«Λευτεριά για λίγο πάψε

να χτυπάς με το σπαθί,

έλα σίμωσε και κλάψε

εις του Μπάιρον το κορμί».

Η οικογένεια Μακρή συνέχισε να ζει, όπως παλαιότερα. Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ξένοι δεν έφθαναν στην Αθήνα. Μητέρα και κόρες μετακόμισαν στην Κέρκυρα. Στα 1825, η Τερέζα τύπωσε τον «Διερμηνέα της νεότερης ελληνικής γλώσσας», τρίγλωσσο βιβλίο με διάλογους, χρήσιμους για τη συνεννόηση ξένων με Έλληνες. Στα 1830, παντρεύτηκε τον Άγγλο προξενικό υπάλληλο και καθηγητή, Τζέιμς Μπλακ (James Black). Ο Μπλακ πέθανε στα 1868. Η Τερέζα στα 1875.

Από τις αδελφές της, η Μαριάννα παντρεύτηκε έναν οπλαρχηγό, τον Κουρκουνίδη, και η Κατίγκω τον αρχαιολόγο Κυριακό Πιττάκη, συνιδρυτή της Αρχαιολογικής Εταιρείας και κύριο εισηγητή της δημιουργίας του μουσείου της Ακρόπολης.

Το αρχοντικό της οικογένειας Μακρή στην Αθήνα γνώρισε την εγκατάλειψη. Κατεδαφίστηκε στην δεκαετία του 1970.

Το μοναστήρι των Καπουτσίνων συνέχισε να λειτουργεί και ως ξενώνας. Κάηκε τον Αύγουστο του 1824, στις μάχες ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους του Ομέρ πασά της Καρύστου. Οι Καπουτσίνοι εγκατέλειψαν την Αθήνα.

Νωρίτερα (1818) ο τελευταίος ηγούμενος, Φραγκίσκος, έφερε στην Αθήνα, από το εξωτερικό, την καλλιέργεια της τομάτας. Οι Αθηναίοι την φύτευαν σε γλάστρες ως καλλωπιστικό φυτό, αργότερα την χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή γλυκών κι έπειτα στη μαγειρική και ως βασικό συστατικό σαλάτας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

234. Τα αποσπάσματα είναι παρμένα (και μεταγλωττισμένα) από το έργο του Δημήτριου Γέροντα «Ιστορία των Αθηναίων - Β' περίοδος τουρκοκρατίας». Για τον Στιούαρτ, βλ. και κεφάλαιο 17, «η λεηλασία της Αθήνας».

235. Βλ. κεφάλαιο 5, «πρωινό στην αγορά».

236. Στο μνημειώδες έργο του «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση στην Ελλάδα» («Voyage du jeune Anarcharsis en Grèce»), που εκδόθηκε το 1787, ο Ζαν Ζακ Μπαρθελεμύ (Jean-Jacques Barthélemy, 1716 - 1795) περιγράφει με μυθιστορηματικό τρόπο το οδοιπορικό ενός νεαρού, του Ανάχαρση, σε ελληνικούς τόπους, παραθέτοντας ιστορικά στοιχεία, έθιμα, διακυβέρνηση και αρχαιότητες των τόπων που αυτός επισκέφθηκε.

237. Από πηγή σε πηγή, οι χρονολογίες ποικίλλουν. Εδώ, επιλέχτηκαν εκείνες που ταιριάζουν καλύτερα στη ροή των γεγονότων.

238. Στην επιτροπή που κλήθηκε να εξετάσει το αίτημά του, να αγοραστούν τα μάρμαρα από την αγγλική κυβέρνηση (στα 1816), ο Έλγιν υποστήριξε ότι το πρωτότυπο του εγγράφου είχε παραδοθεί στους Οθωμανούς αξιωματούχους, στην Αθήνα.

239. Οι Βουρβόνοι, ήταν δυναστεία που βασίλευσε στην Γαλλία από το 1589 (Ερρίκος Δ', πρώην Ερρίκος Γ' της Ναβάρας) ως το 1792 (Λουδοβίκος ΙΣΤ') κι από το 1814 (πτώση Ναπολέοντα) ως το 1848 (Λουδοβίκος Φίλιππος).

240. Σκούρτα: Χωριό στην βόρεια πλαγιά της Πάρνηθας, σε υψόμετρο 540 μ. Υπάγεται στην δημοτική ενότητα Δερβενοχωρίων.

241. Στην πόλη Σηστό, στην ευρωπαϊκή παραλία του Ελλησπόντου, ζούσε η Ηρώ, ιέρεια της Αφροδίτης. Σε κάποια γιορτή της θεάς, ήρθε από την Άβυδο, πόλη στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου, ο Λέανδρος. Αγαπήθηκαν, όταν συναντήθηκαν. Όμως, ως ιέρεια θεάς, απαγορευόταν στην Ηρώ κάθε σχέση με άνδρα. Παντρεύτηκαν κρυφά. Κάθε βράδι, η Ηρώ άναβε μια φωτιά στην κορφή του γνωστού ως «Πύργου της Ηρώς» κτίσματος. Από την Άβυδο, ο Λέανδρος ριχνόταν στον Ελλήσποντο και με οδηγό την φωτιά κολυμπούσε ως τη Σηστό και ξενυχτούσε στο πλευρό της αγαπημένης του. Το πρωί, περνούσε κολυμπώντας πάλι τον Ελλήσποντο και γύριζε στο σπίτι του, στην Άβυδο. Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο αν και κρατούσε κρυφό τον έρωτά του. Μια νύχτα κι ενώ ο Λέανδρος κολυμπούσε, ξέσπασε άγρια θύελλα. Ο άνεμος έσβησε την φωτιά. Ο Λέανδρος έχασε τον προσανατολισμό του. Τον πήρε το ρέμα και πνίγηκε. Το πρωί, η Ηρώ είδε στα βράχια της παραλίας το πτώμα του. Τρελάθηκε από την απελπισία της. Ανέβηκε στην κορφή του πύργου και ρίχτηκε στο κενό. Προτίμησε τον θάνατο παρά να ζει χωρίς τον Λέανδρο.

 

242. Βλ. κεφάλαιο 15, «ο Λουμπαρδιάρης και οι καθολικοί μοναχοί».

 

(τελευταία επεξεργασία, 23 Νοεμβρίου 2020)

Επικοινωνήστε μαζί μας