Κεφ. 30 ΑΘΗΝΑ: Κατοχή και Διχασμός

«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»

Ο Μεταξάς θαύμαζε τους Γερμανούς αλλά φοβόταν τους Βρετανούς, επειδή, με τον στόλο τους, μπορούσαν να επιτεθούν στην Ελλάδα με τις ατέλειωτες ακτές ή να επιβάλουν ναυτικό αποκλεισμό που θα οδηγούσε στην κατάρρευση της χώρας. Έτσι, κράτησε διακριτικά φιλοβρετανική ουδέτερη στάση. Κι όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, οδηγήθηκε στην πλευρά των Βρετανών, εξαιτίας, κυρίως, των συνεχών ιταλικών προκλήσεων. Στα 1940, όλοι γνώριζαν ότι η Ελλάδα αποτελούσε στόχο του Μουσολίνι που επιζητούσε μια εύκολη νίκη. Ο τορπιλισμός της Έλλης (15 Αυγούστου του 1940) έγινε το ευδιάκριτο «σήμα κινδύνου».

Νύχτα Σαββάτου, 26 προς 27 Οκτώβρη (1940), ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, έδινε δεξίωση στην πρεσβεία με σκοπό «την αναθέρμανση των σχέσεων φιλίας, που ενώνουν τους δύο λαούς». Την ίδια νύχτα, υπάλληλοι της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το κείμενο του τελεσιγράφου που σε δόσεις ερχόταν από τη Ρώμη και που ο Γκράτσι έπρεπε να επιδώσει στον Μεταξά. Δεξίωση και αποκρυπτογράφηση κράτησαν ως τις πρωινές ώρες. Ξημερώματα Κυριακής, 27 Οκτώβρη, ο Γκράτσι έμαθε, τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Έδωσε τις δέουσες εντολές και πήγε για ύπνο.

Ο Μεταξάς κατοικούσε σε ένα παλιό διώροφο αρχοντικό, στην Κηφισιά. Μαζί του έμενε ένας ακόλουθος που κοιμόταν σε δωμάτιο στο ισόγειο. Σε μια σκοπιά έξω από τη σιδερένια πόρτα του κήπου, εναλλάσσονταν μέρα νύχτα χωροφύλακες φρουροί. Το πάτημα ενός κουμπιού στη σκοπιά έκανε ένα ηλεκτρικό κουδούνι να ηχήσει στο δωμάτιο του ακόλουθου.

Ο Γκράτσι κατοικούσε στο κτίριο της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα. Μεσάνυχτα Κυριακής 27 προς 28 Οκτώβρη, ειδοποίησε τον στρατιωτικό του ακόλουθο να πάει στην πρεσβεία με το αυτοκίνητό του. Ειδοποίησε και τον Αλβανό Ντεσάντο, επίσημο διερμηνέα του. Λίγο μετά τις 2 τα ξημερώματα, το αυτοκίνητο του στρατιωτικού ακολούθου έβγαινε από το κήπο της πρεσβείας. Οδηγούσε ο ίδιος ο ακόλουθος. Στην θέση του συνοδηγού ο Ντεσάντο. Πίσω, ο Γκράτσι. Είχε διαλέξει αυτόν τον τρόπο για να μην προκαλέσει ανησυχίες στους όποιους ξενύχτηδες θα τύχαινε να συναντήσουν. Η πρεσβευτική λιμουζίνα σίγουρα θα κινούσε υποψίες τέτοια άγρια ώρα.

Τρεις παρά δέκα, το αυτοκίνητο έφτασε έξω από την πόρτα του αρχοντικού στην Κηφισιά. Ο Ντεσάντο βγήκε και πλησίασε τον χωροφύλακα φρουρό: Ο πρεσβευτής της Ιταλίας επιθυμούσε να δει τον πρωθυπουργό για μια εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση. Ο φρουρός πάτησε το κουμπί. Το κουδούνι ήχησε στο δωμάτιο του ακόλουθου. Ξύπνησε. Από το παράθυρό του, είδε το αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος. Είδε και το σημαιάκι με τις τρεις κάθετες λουρίδες. Χρώματα δεν αναγνώρισε στο σκοτάδι. Ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο του Μεταξά και τον ξύπνησε.

«Ήρθε κάποιος ξένος διπλωμάτης και σας γυρεύει. Μάλλον της γαλλικής πρεσβείας».

Ο Μεταξάς κοίταξε το ρολόι.

«Τέτοια ώρα;», μουρμούρισε υποψιασμένος. Πέρασε μια ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες του και κατέβηκε στον κήπο. Από μια πλαϊνή πόρτα, έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο, αναγνώρισε την ιταλική σημαία και κατάλαβε. Ξαναμπήκε στον κήπο, πήγε στην κεντρική πόρτα, την άνοιξε, χαιρέτησε τον Γκράτσι και είπε στον χωροφύλακα να τους αφήσει να περάσουν. Ο Αλβανός και ο στρατιωτικός ακόλουθος προτίμησαν να μείνουν στον κήπο. Ο Γκράτσι κι ο Μεταξάς ανέβηκαν στο σαλονάκι του πρώτου ορόφου. Γνώριζαν και οι δύο γαλλικά και δεν χρειάζονταν διερμηνέα. Κάθισαν. Ο Γκράτσι μπήκε αμέσως στο θέμα:

«Με έχουν επιφορτίσει να σας επιδώσω αυτή την διακοίνωση», είπε. Ο Μεταξάς πήρε το έγγραφο κι άρχισε να διαβάζει: Η Ιταλία κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραβίασε τις αρχές της ουδετερότητας, παραχώρησε διευκολύνσεις στον βρετανικό στόλο και καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουριάς. Για όλα αυτά, η Ιταλία ζητούσε να εγκατασταθούν ιταλικές δυνάμεις σε στρατηγικά σημεία, ώστε να διασφαλιστεί η ελληνική ουδετερότητα, ειδάλλως «κάθε αντίδραση θα καμφθεί δια των όπλων». Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 6 το πρωί της 28ης του Οκτώβρη του 1940. Ο Μεταξάς κοίταξε το ρολόι του. Περασμένες τρεις!

«Alors, cest la guerre» (λοιπόν, έχουμε πόλεμο), διαπίστωσε.

«Δεν είναι απαραίτητο», απάντησε ο Γκράτσι και συμπλήρωσε: «Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποδεχτείτε τους όρους της και θα επιτρέψετε να περάσει ο ιταλικός στρατός».

Με κάποια δόση ειρωνείας, ο Μεταξάς τον ρώτησε:

«Και πώς πιστεύετε ότι μπορεί να γίνει αυτό; Λέτε ότι θα ξεκινήσετε επίθεση στις 6 το πρωί, σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ακόμα και να το ήθελα, φαντάζεστε ότι σ’ αυτό το διάστημα προλαβαίνω να ξυπνήσω τον βασιλιά και να τον ενημερώσω, να ειδοποιήσω υπουργό Στρατιωτικών και γενικό επιτελείο, να θέσω σε κίνηση τις τηλεγραφικές υπηρεσίες, να συγκαλέσω υπουργικό συμβούλιο και να παρθούν οι σχετικές αποφάσεις; Και έστω ότι γίνονται όλα αυτά. Ποια είναι τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας;».

«Δεν έχω ιδέα», απάντησε αυθόρμητα ο Γκράτσι.

«Επομένως, έχουμε πόλεμο», επανέλαβε ο Μεταξάς. Ο Γκράτσι ψέλλισε ότι ελπίζει πως όχι, και αποχώρησε. Κοντοστάθηκε ακούγοντας τον Μεταξά να σχολιάζει:

«Vous êtes les plus forts» (είστε οι πιο δυνατοί).

Γράφει στα απομνημονεύματά του ο Γκράτσι:

«Ένιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Έλληνα πρωθυπουργό και έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο».

Με όλα αυτά, η ώρα είχε πάει 3.15’. Τηλεφώνησε να ξυπνήσουν τον Γεώργιο, τον οποίο και ενημέρωσε. Αμέσως μετά, τηλεφώνησε στον πρεσβευτή της Βρετανίας, Πάλερετ, που είπε ότι σπεύδει στην Κηφισιά. Ξύπνησε τον Παπάγο και τον αντιναύαρχο Σακελλαρίου, αρχηγό του ΓΕΝ, και συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο στο υπουργείο Εξωτερικών. Μετά, τηλεφώνησε στους Έλληνες πρεσβευτές στην Άγκυρα και στο Βελιγράδι. Στις 4, ο Πάλερετ του χτυπούσε την πόρτα. Τον διαβεβαίωσε ότι η Βρετανία θα τηρούσε τις δεσμεύσεις της. Κατέβηκαν στην Αθήνα. Το υπουργικό συμβούλιο ξεκίνησε να συνεδριάζει στις 5.30΄ το πρωί, ενώ η Αθήνα ακόμα κοιμόταν. Τα διατάγματα της επιστράτευσης του ναυτικού, της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κήρυξης της αεροπορίας σε εμπόλεμη κατάσταση, της ανάληψης της γενικής αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων από τον βασιλιά Γεώργιο, του διορισμού του Αλέξανδρου Παπάγου ως αρχιστράτηγου των δυνάμεων ξηράς και όλα τα παρεπόμενα ήταν από πριν έτοιμα και απλά υπογράφτηκαν από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου.

Την ίδια ώρα, στα ελληνοαλβανικά σύνορα ξεκινούσαν οι βολές του ιταλικού πυροβολικού. Οι στρατηγοί βιάζονταν και δεν περίμεναν να εκπνεύσει το τελεσίγραφο.

Η ιταλική και η γερμανική εισβολή

Η προνοητικότητα του διοικητή της 8ης μεραρχίας, στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου (1886 - 1962), ανάγκασε τους Ιταλούς να σκαλώσουν στην γραμμή Καλπάκι - Γραμπάλα, στην Ήπειρο, και, από τις αρχές Νοέμβρη (1940), να υποχωρήσουν μέσα στην Αλβανία μετά την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού. Τον ίδιο αυτόν μήνα (Νοέμβρη του 1940), η Γερμανία πρότεινε να μεσολαβήσει στην Ιταλία, ώστε να σταματήσει ο πόλεμος με την Ελλάδα. Όμως, ο Μεταξάς απέρριψε την πρόταση καθώς οι ελληνικές δυνάμεις προέλαυναν στην Βόρεια Ήπειρο και ο ίδιος αισθανόταν δικαιωμένος401. Πέθανε 6 το πρωί, 29 Γενάρη του 1941, τη στιγμή που σχεδόν ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος είχε κυριευτεί από τους Έλληνες.

Μέσα στην ίδια μέρα, ο βασιλιάς Γεώργιος Β', αγνοώντας τα πρωτοπαλίκαρα του Μεταξά, διόρισε πρωθυπουργό τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρο Κορυζή (1885 - 1941), που έχαιρε ευρύτερη αποδοχή από τις πολιτικές παρατάξεις.

Στις 4 Μάρτη (1941), η 1η βρετανική θωρακισμένη ταξιαρχία έφτασε στην Ελλάδα, μαζί με δυο μεραρχίες, μια νεοζηλανδική και την 6η αυστραλιανή. Θα ακολουθούσαν μια πολωνική και η 7η αυστραλιανή, καθώς οι Γερμανοί απειλούσαν ήδη την Ελλάδα. Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε, χαράματα, 6 Απρίλη (1941).

Χαράματα, 6 Απρίλη του 1941, το τηλέφωνο χτύπησε στο σπίτι του πρωθυπουργού Κορυζή. Ο πρεσβευτής της Γερμανίας, Έρμπαχ φον Σέμπεργκ, ζήτησε να τον δει επειγόντως. Το ραντεβού κλείστηκε για τις 5.15’. Η ατέλειωτη σε έκταση διακοίνωση που ο φον Σέμπεργκ παρέδωσε, σήμαινε ότι ο Χίτλερ κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας με το επιχείρημα ότι στο έδαφός της στάθμευαν αγγλικά στρατεύματα. Η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο με τους δυο μεγαλύτερους στρατούς στον κόσμο. Και οι Άγγλοι στάθμευαν 50 χιλιόμετρα πίσω από την γραμμή του μετώπου.

Στις 18 του μήνα, οι Γερμανοί μπόρεσαν να αποκόψουν από τα μετόπισθεν τον ελληνικό στρατό στην Ήπειρο. Την ίδια μέρα, στην Αθήνα, ο Κορυζής προέδρευε σε υπουργικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, επισκέφτηκε τον βασιλιά. Ποτέ δεν έγινε γνωστό, τι ειπώθηκε μεταξύ τους. Όμως, μετά τη συνάντηση, ο πρωθυπουργός ήταν πελιδνός. Έφυγε για το σπίτι του. Ο Γεώργιος έστειλε πίσω του τον διάδοχο Παύλο. Ο διάδοχος έφτασε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στην είσοδο του σπιτιού, τον υποδέχτηκε η γυναίκα του Κορυζή, Ελισάβετ Τσιτσάρα. Αντάλλαξαν μερικές τυπικές φράσεις αλλά τη συνομιλία τους διέκοψε ο ήχος δυο πυροβολισμών. Ανέβηκαν τρέχοντας στον πρώτο όροφο. Βρήκαν τον πρωθυπουργό νεκρό: Είχε αυτοκτονήσει, πυροβολώντας δυο φορές στην καρδιά του.

Το μέτωπο κατέρρεε και ο Γεώργιος ανέλαβε ο ίδιος πρωθυπουργός με αντιπρόεδρο τον Κωνσταντίνο Κοτζιά, στον οποίο ανέθεσε να βρει υπουργούς. Δεν βρήκε κάποιον πρόθυμο, οπότε ο Γεώργιος ανέθεσε την εντολή στον απόστρατο στρατηγό, Αλέξανδρο Μαζαράκη - Αινιάν (1874 - 1943). Ο Μαζαράκης είδε, τι συνέβαινε και (19 Απρίλη) είπε στον Γεώργιο ότι το καλύτερο ήταν να φύγουν από την Ελλάδα. Στις 20 του μήνα, ο βασιλιάς κάλεσε τον Θεόδωρο Πάγκαλο που κι αυτός αρνήθηκε. Την ίδια μέρα, απεσταλμένος του αντιστράτηγου Γεώργιου Τσολάκογλου, διοικητή του Γ' Σώματος Στρατού, ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου έψαχνε να βρει κάποιον να συζητήσουν, τι έπρεπε να γίνει. Δεν υπήρχε κανένας. Τηλεγράφησε στον Τσολάκογλου να πάρει εκείνος πρωτοβουλίες. Ο Τσολάκογλου ήρθε σε επαφή με τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας που βρισκόταν απέναντί του και υπέγραψαν πρωτόκολλο ανακωχής, με την προϋπόθεση ότι στην τελετή παράδοσης των Ελλήνων δεν θα υπήρχαν Ιταλοί (οι οποίοι ουδέποτε νίκησαν τους Έλληνες). Η προϋπόθεση έγινε δεκτή και ο ελληνικός στρατός παραδόθηκε το ίδιο βράδυ, 20 Απρίλη του 1941 (ο Μουσολίνι απαίτησε να βρίσκονται και Ιταλοί στην τελετή παράδοσης και η όλη φιέστα επαναλήφθηκε στις 23 του μήνα).

Την επόμενη μέρα, 21 του μήνα, πρωθυπουργός διορίστηκε ο Εμμανουήλ Τσουδερός (1882 - 1956). Δυο μέρες αργότερα (23 Απρίλη), βασιλιάς και κυβέρνηση εγκατέλειψαν την Αθήνα και κατέφυγαν στην Κρήτη (ο βασιλιάς και ο Τσουδερός, με υδροπλάνο). Θα έφευγαν κι από την Κρήτη, για την Αίγυπτο, στις 26 Μάη. Την ίδια μέρα του φευγιού από την Αθήνα (23 Απρίλη), τα γερμανικά «στούκας» (αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης) βομβάρδισαν τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας.

Η σωτηρία των αρχαιολογικών θησαυρών

Η λεηλασία των μουσείων στις κατακτημένες από τους Γερμανούς ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία και άλλες) ήταν ήδη γνωστή, όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Και, στο υπουργικό συμβούλιο, ξημερώματα 28 Οκτώβρη του 1940, ο Μεταξάς είχε προειδοποιήσει:

«Ας μην αυταπατώμεθα ότι θα πολεμήσωμεν μόνον τους Ιταλούς. Τα συμφέροντα του Άξονος είναι αναπόσπαστα και, αργά ή γρήγορα, θα πολεμήσωμεν και τους Γερμανούς. Το πιθανώτερον λοιπόν είναι να χάσωμεν προσωρινώς την Μακεδονίαν και την Ήπειρον και δεν αποκλείεται και αυτάς τας Αθήνας...».

Εκείνη την ώρα, υφυπουργός Παιδείας ήταν ο δικηγόρος Νικόλαος Σπέντζας (1905 - 1959)402. Μέλημά του έγινε η προστασία των αρχαιολογικών θησαυρών. Στις 11 Νοέμβρη (1940), έστειλε εγκύκλιο προς όλους τους εφόρους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με οδηγίες για την προστασία των αρχαιοτήτων. «Επιτροπές απόκρυψης και προστασίας» σχηματίστηκαν σε όλη την χώρα, με αντικειμενικό σκοπό να προστατευτούν οι αρχαιολογικοί θησαυροί από τους βομβαρδισμούς και, σε περίπτωση κατάληψης της Ελλάδας, τη λεηλασία τους. Συντονιστής της όλης προσπάθειας ορίστηκε ο από το 1924 γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, Γεώργιος Οικονόμου (1883 - 1951).

Στο Αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας η απόκρυψη ξεκίνησε από την επόμενη μέρα, 29 του Οκτώβρη, χωρίς να περιμένουν την υπουργική εγκύκλιο για να αφυπνιστούν. Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Σπύρος Ιακωβίδης (1922 - 2013), θυμόταν:

«Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής. Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μια από τις αποθήκες όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω Ταναγραίες403 σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια...».

Τα αγγεία και τα εκθέματα μικροτεχνίας συσκευάστηκαν σε κιβώτια και φυλάχτηκαν στο υπόγειο του μουσείου. Τα χρυσά κοσμήματα τοποθετήθηκαν σε κιβώτια και στάλθηκαν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκεί φυλάχτηκαν και τα χρυσά και ελεφάντινα που βρέθηκαν στις ανασκαφές στους Δελφούς, μαζί με πολλά άλλα ευρήματα.

Στα υπόγεια του Αρχαιολογικού μουσείου, έσπασαν τα πατώματα κι άνοιξαν τεράστιους λάκκους μέσα στους οποίους κρύφτηκαν τα μεγάλα αγάλματα. Εξιστορούσε ο Σπ. Ιακωβίδης:

«Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια, χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε. Και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».

Ανάμεσά τους ήταν οι κούροι του Σουνίου, η Θέμις και η ιέρεια Αρσινόη του Ραμνούντα, ο κούρος των Μεγάρων, ο Ερμής της Άνδρου, το ανάγλυφο της Ελευσίνας. Το αρχαιολογικό μουσείο άδειασε από τα εκθέματα. Στις αίθουσές του, στην διάρκεια της κατοχής, εγκαταστάθηκαν υπηρεσίες του υπουργείου Υγιεινής, το ταχυδρομείο και η κρατική ορχήστρα. Στον εμφύλιο, χρησίμευσε ακόμα και ως κρατητήριο.

Στην αίθουσα του Παρθενώνα, στο μουσείο της Ακρόπολης, ανοίχτηκε τεράστιος λάκκος, που χωρίστηκε στα τρία. Τοποθετήθηκαν εκεί όσα εκθέματα χωρούσαν και σκεπάστηκαν με μια πλάκα από μπετόν. Μετά, αποκαταστάθηκε το δάπεδο της αίθουσας. Περίσσευαν, όμως, πολλά εκθέματα. Άλλα από αυτά μεταφέρθηκαν σε κρύπτες στην Εννεάκρουνο404, στην είσοδο του μουσείου και στην αυλή και άλλα στην φυλακή του Σωκράτη405. Κι ακόμα, σκάφτηκαν τέσσερα φρεάτια κατά μήκος του τείχους στην βόρεια πλευρά του Παρθενώνα.

Πολλά από τα εκθέματα του Βυζαντινού μουσείου στάλθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος και άλλα σε δυο πηγάδια που ανοίχτηκαν στην αυλή του. Σε λάκκους, θάφτηκαν και τα γλυπτά των μουσείων του Κεραμεικού και του Πειραιά. Και, μέχρι τις 10 Νοέμβρη, όλα τα εκθέματα του Νομισματικού μουσείου είχαν τοποθετηθεί σε 60 κιβώτια και είχαν φυλαχτεί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ανάλογη δουλειά είχε γίνει στους αντίστοιχους αρχαιολογικούς χώρους σε όλη την Ελλάδα.

Ο Σπύρος Ιακωβίδης πίστευε ότι οι Γερμανοί τα γνώριζαν όλα αυτά:

«Όμως, δεν ήθελαν να δείξουν πως ασκούν βία για να τα σπάσουν και να τα ξεθάψουν. Θα γινόταν φασαρία. Δεν ήθελαν να φανεί ότι πειράζουν τα αρχαία».

Άλλωστε, στον Κεραμεικό, τις ανασκαφές έκανε το γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα, ζήτησαν να ξεθαφτούν τα εκεί θαμμένα με το επιχείρημα ότι έτσι οι αρχαιολόγοι θα συνέχιζαν την δουλειά τους. Τα εκθέματα ξεθάφτηκαν και τοποθετήθηκαν στις θέσεις τους κι έγινε ξενάγηση των Γερμανών αξιωματικών. Ένας τους βρήκε πολύ όμορφο κάποιο μελανόμορφο έκθεμα και το «κατάσχεσε» για τον εαυτό του. Κανένας δεν το ξαναείδε.

Έτσι κι αλλιώς, μετά την απελευθέρωση, καταμετρήθηκαν κλοπές από τους Γερμανοϊταλούς σε 37 πόλεις, ενώ, σε όλη την διάρκεια της κατοχής, Γερμανοί αρχαιολόγοι έκαναν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές και, ό,τι βρήκαν, το έστειλαν στην Γερμανία.

Η παράδοση της Αθήνας

«Η φιλονικία για τη νικηφόρα είσοδο των στρατευμάτων στην Αθήνα ήταν ένα κεφάλαιο από μόνη της. Ο Χίτλερ ήθελε να γίνει χωρίς κάποια ειδική παρέλαση, για να αποφύγει να πληγώσει την ελληνική εθνική υπερηφάνεια. Ο Μουσολίνι, όμως, επέμενε σε μία λαμπρή είσοδο στην πόλη των ιταλικών του στρατευμάτων. Ο Φίρερ ενέδωσε στην ιταλική απαίτηση και μαζί με τα γερμανικά βάδισαν στην Αθήνα και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό το άθλιο θέαμα, που προετοιμάστηκε από τον γενναίο σύμμαχό μας, τον οποίο είχαν έντιμα νικήσει, πρέπει να δημιούργησε κάποιο ελαφρύ χαμόγελο στους Έλληνες», σημείωσε ο στρατάρχης και αρχηγός της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης του Χίτλερ, Βίλχελμ Μπόντεβιν Γιόχαν Γκούσταφ Κάιτελ (Wilhelm Bodewin Johann Gustav Keitel, 1882 - 1946).

Δεν υπήρξε χαμόγελο. Από τις 25 Απρίλη, όλοι γνώριζαν ότι είχε φθάσει το τέλος: Η Αθήνα είχε γεμίσει από φάλαγγες βρετανικών φορτηγών που, υποχωρώντας από τις Θερμοπύλες, κατευθύνονταν προς την Κόρινθο αλλά και Έλληνες στρατιώτες που είχαν καταφέρει να φτάσουν από το μέτωπο κι αναζητούσαν τρόπο να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Νύχτα, 26 προς 27 του μήνα, οι τελευταίοι Βρετανοί εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα. Ως το ξημέρωμα, ακούγονταν εκρήξεις, καθώς ανατινάζονταν αποθήκες με πολεμοφόδια που δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια των Γερμανών.

Ξημέρωνε συννεφιασμένη Κυριακή του Θωμά, 27 Απρίλη του 1941. Γερμανικά αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά πάνω από την πόλη, της οποίας οι δρόμοι ήταν εντελώς έρημοι. Οι Αθηναίοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, με κατάκλειστα τα παντζούρια. Από το ραδιόφωνο, ακουγόταν ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος:

«Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι…

Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.

Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!».

Κάθε λίγα λεπτά, το ραδιόφωνο μετέδιδε διαταγή του στρατιωτικού διοικητή της Αθήνας, υποστράτηγου Χρήστου Καβράκου, κανένας να μην κυκλοφορεί στους δρόμους, στους οποίους περιπολούσαν ένοπλοι αστυφύλακες.

Στις 8 το πρωί, δυο γερμανικά θωρακισμένα αυτοκίνητα, εξοπλισμένα με ένα πυροβόλο και τέσσερα πολυβόλα, κατέβαιναν τη λεωφόρο Κηφισίας. Πίσω τους, ακολουθούσε ένα τάγμα μοτοσικλετιστών. Στο ύψος των Αμπελοκήπων, δυο αυτοκίνητα τους περίμεναν. Σε αυτά, βρίσκονταν τα μέλη της επιτροπής παράδοσης της πόλης. Ήταν ο Καβράκος μαζί με τους νομάρχη Αττικοβοιωτίας, δημάρχους Αθήνας (Αμβρόσιο Πλυτά) και Πειραιά (Μιχάλη Μανούσκο) καθώς κι έναν γερμανομαθή συνταγματάρχη. Συμφώνησαν, η παράδοση να γίνει στον διοικητή των Γερμανών, αντισυνταγματάρχη φον Σέιμπεν, στο ίδιο σημείο, στις 10.45'.

Οι Γερμανοί συνέχισαν στη λεωφόρο Βασ. Σοφίας, έστριψαν στην Αμαλίας κι έφτασαν στην Ακρόπολη. Κάποιοι από αυτούς, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και, στην θέση της, ύψωσαν τη σβάστικα.

Λίγο αργότερα, ο Κώστας Σταυρόπουλος, από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, μετέδιδε:

«Προσοχή! Προσοχή!

Η πρωτεύουσα περιέρχεται εις χείρας των κατακτητών. Επάνω εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως δεν κυματίζει πλέον υπερήφανη η γαλανόλευκος. Αντ’ αυτής εστήθη το λάβαρον της βίας. Ο φρουρός της σημαίας μας, διαταχθείς να την υποστείλει διά να ανυψωθεί η γερμανική, ηυτοκτόνησε ριφθείς εις το κενόν από του σημείου όπου ευρίσκετο η γαλανόλευκος406. Ζήτω η Ελλάς!».

Κι αμέσως μετά:

«Προσοχή!

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα!

Έλληνες! Μην τον ακούτε!

Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης!

Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!».

Ακολούθησε ημίωρη διακοπή. Έπειτα, το ραδιόφωνο ξανάρχισε να λειτουργεί. Υπερήφανοι δυο Γερμανοί αξιωματικοί, έστελναν μήνυμα προς τον Χίτλερ:

«Προς τον Φίρερ και Καγκελάριο του Ράιχ, Βερολίνο:

Φίρερ μου, την 27η Απριλίου 1941 και ώρα 8.10' πρωινή φθάσαμε εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45' υψώσαμε την γερμανική σημαία στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο. Χάιλ μάιν Φίρερ.

Ίλαρχος Γιακόμπι του 10ου Συντάγματος του Βραδεμβούργου και υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης Ορεινής Μεραρχίας».

Σε σύντομο διάστημα, οι Γερμανοί κατέλαβαν όλα τα νευραλγικά κτίρια της Αθήνας. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του αρχιεπισκόπου Αθηνών, Χρύσανθου, γύρω στις 10 το πρωί, κάποιος απεσταλμένος του δήμαρχου, του μετέφερε επιθυμία «των Γερμανών στρατηγών», να τελέσει δοξολογία στη μητρόπολη. Ο αρχιεπίσκοπος, όπως γράφει, τον έδιωξε. Στις 10.45', στην γωνία Κηφισίας και Αλεξάνδρας, έφθασε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, που προπορευόταν μιας μηχανοκίνητης φάλαγγας. Συνεπής στο ραντεβού του, ο φον Σέιμπεν βγήκε από αυτό, πλησίασε την επιτροπή παράδοσης, χαιρέτησε στρατιωτικά και συστήθηκε με ευγένεια. Ο γερμανομαθής συνταγματάρχης του σύστησε τα μέλη της επιτροπής κι όλοι μαζί μπήκαν στο παρακείμενο καφενείο «Ο Παρθενών». Παρόντες στη συνάντηση ήταν και ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ελλάδα, Έρμπαχ φον Σέμπεργκ, τον οποίο ο Χίτλερ είχε μόλις διορίσει προσωρινό διοικητή της Αθήνας, και ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας, συνταγματάρχης Κλεμ φον Χόχενμπεργκ, που, από το Ψυχικό, ακολουθούσαν την φάλαγγα.

Μέσω του διερμηνέα, η επιτροπή δήλωσε στον Σέιμπεν ότι Αθήνα και Πειραιάς αποτελούσαν ανοχύρωτες πόλεις και δεν επρόκειτο να αντιτάξουν οποιαδήποτε αντίσταση στην κατάληψή τους. Υπογράφτηκε πρωτόκολλο παράδοσης και ο Σέιμπεν πήρε τον λόγο:

«Κύριοι, εξ ονόματος του Φίρερ σας δηλώνω ότι ερχόμαστε ως φίλοι. Οι κάτοικοι της Αθήνας δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Επιθυμώ να συνεχιστεί ομαλά ο ρυθμός της ζωής στην πόλη. Ο Ανώτατος Διοικητής, στρατάρχης Λιστ, με εξουσιοδότησε να αναθέσω την άσκηση όλων των εξουσιών για την πόλη της Αθήνας στον δήμαρχο κ. Πλυτά και για την πόλη του Πειραιά στον δήμαρχο κ. Μανούσκο».

Στην συνέχεια, απευθύνθηκε στον Καβράκο:

«Στρατηγέ μου, σεις από αυτήν την στιγμή ακολουθείτε την τύχη των αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, δηλαδή θεωρείσθε προσωρινά αιχμάλωτος πολέμου αλλά μπορείτε να κυκλοφορείτε ελεύθερα και να φέρετε το ξίφος σας».

Προσωρινά, το γερμανικό στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» και το φρουραρχείο των στρατευμάτων κατοχής στο ξενοδοχείο «Κινγκ Τζορτζ».

Από τις 11.30 το πρωί, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ξεκίνησε να μεταδίδει διάγγελμα του Πλυτά, στα ελληνικά και στα γερμανικά. Με αυτό, ανάγγειλε ότι του δόθηκαν όλες οι εξουσίες τις πόλης407 και διαβεβαιώσεις ότι οι κάτοικοι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Καλούσε τους Αθηναίους να επαναλάβουν την κανονική ζωή της πόλης «με τάξη, αξιοπρέπεια και ευγένεια» και πληροφορούσε ότι η κυκλοφορία απαγορευόταν από τις 11 τη νύχτα ως τις 6 το πρωί. Ζητούσε από όσους είχαν όπλα, να τα παραδώσουν στα αστυνομικά τμήματα, και έδινε εντολή, όπου υπήρχε ελληνική σημαία, να υψωνόταν δεξιά της και η γερμανική. Και εξηγούσε ότι στο εξής θα κυκλοφορούσαν νόμιμα το μάρκο και η δραχμή με ισοτιμία «50 δρχ. κατά μάρκον».

Με διαταγή του στρατηγού Στούμε, στις 3 το μεσημέρι, πλάι στην σβάστικα, στην Ακρόπολη και στο δημαρχείο, υψώθηκε και η ελληνική σημαία. Οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν διαταχθεί να φέρονται με διακριτικότητα και ευγένεια στους Έλληνες408. Στις 4, ο Στούμε επισκέφτηκε τον αρχιεπίσκοπο, εθιμοτυπικά. Ο Χρύσανθος τον δέχτηκε ψυχρά. Την επομένη, 28 Απρίλη του 1941, ο Στούμε ζήτησε από τον Χρύσανθο να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου που οι Γερμανοί διόρισαν. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Η κατοχική κυβέρνηση έμελλε να τον καθαιρέσει με συντακτική πράξη (2 Ιουνίου του 1941).

Όταν θέριζε η πείνα

Ανήμερα του Πάσχα, 20 Απρίλη του 1941, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου κατάργησε με πραξικόπημα τον διοικητή της στρατιάς Ηπείρου (Ιωάννη Πιτσίκα), ανέλαβε διοικητής ο ίδιος, ήρθε σε επαφή με τους Γερμανούς και υπέγραψε το πρωτόκολλο ανακωχής409. Εννιά μέρες αργότερα (29 του μήνα), ανέλαβε πρωθυπουργός με κυβέρνηση δοσίλογων. Η ορκωμοσία έγινε την επόμενη μέρα στην Βουλή από τον πρωθιερέα του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να ανακηρύξει την «Ελληνική Πολιτεία», καταργώντας έτσι την βασιλευόμενη δημοκρατία και μαζί της τον βασιλιά και την κυβέρνηση Τσουδερού (βρίσκονταν ακόμα στην Κρήτη) και αποδεχόμενος την τριπλή κατοχή: Τα στρατηγικά σημεία της χώρας, ανάμεσα στα οποία οι μεγάλες πόλεις, πέρασαν στην δικαιοδοσία των Γερμανών, η ανατολική Μακεδονία και η Θράκη δόθηκαν στους Βούλγαρους και η υπόλοιπη χώρα στον έλεγχο των Ιταλών. Στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε μικτή γερμανοϊταλική διοίκηση.

Η Πηνελόπη Δέλτα πέθανε στις 2 Μάη410. Δεν έζησε να δει την παρέλαση των στρατευμάτων κατοχής, στις 3 του μήνα: Οι Γερμανοί σκόπευαν να παρελάσουν μπροστά από τον Άγνωστο στρατιώτη, μόνοι. Οι Ιταλοί διαμαρτυρήθηκαν και το Βερολίνο, για να μην τους κακοκαρδίσει, επέτρεψε τη συμμετοχή τους στην επινίκια φιέστα. Στην Αθήνα, κατέφθασαν κάποια ιταλικά στρατιωτικά τμήματα που πρόλαβαν να παρελάσουν μαζί με τους Γερμανούς. Η είσοδος των ιταλικών στρατευμάτων έγινε τον Ιούνιο, όταν οι Γερμανοί αποσύρονταν για να ενισχύσουν την επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση.

Τον ίδιο καιρό, οι Γερμανοί παραμέρισαν τις ευγένειες, τον θαυμασμό για την ελληνική νίκη ενάντια στους Ιταλούς και την αναγνώριση του «αρχαιοελληνικού μεγαλείου». Κατάσχεσαν όλη την παραγωγή σε βρώσιμα είδη και σε βιομηχανικά προϊόντα, οπότε, στην Αθήνα (όπως και στις άλλες μεγάλες πόλεις) ελάχιστα τρόφιμα έφταναν. Κι αυτά, κατά κανόνα, κατέληγαν στους «μαυραγορίτες» που τα έκρυβαν, ώσπου να ακριβύνουν υπέρμετρα, κι έπειτα τα πουλούσαν, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.

Την όλη κατάσταση επιδείνωσε ο επισιτιστικός βρετανικός αποκλεισμός της Ελλάδας, καθώς το αγγλικό πολεμικό ναυτικό εμπόδιζε τον εφοδιασμό της χώρας με τρόφιμα από ουδέτερα κράτη. Παρά τις διαμαρτυρίες τρίτων προς την βρετανική κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός της, Τσόρτσιλ, επέμενε να μην επιτρέπει την εξαγωγή τροφίμων στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι, αν έφταναν στην χώρα, θα κατέληγαν στους Γερμανούς αλλά και με την ελπίδα ότι η εξαθλίωση θα έκανε τους Έλληνες να στραφούν ενάντια στην κατοχική κυβέρνηση. Όλα αυτά, όμως, έπλητταν την Αθήνα περισσότερο από άλλες περιοχές. Οι μοναδικές αποστολές που έφταναν από το εξωτερικό ήταν εισαγωγές από την Τουρκία, που μετέφερε στην Ελλάδα το πλοίο «Κούρτουλους». Τα αγόραζε η κυβέρνηση με χρήματα από τα όποια συναλλαγματικά διαθέσιμα διέθετε.

Πλούσιες οικογένειες αντάλλασσαν τα σπίτια τους, κοσμήματα και όποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο διέθεταν, για «έναν τενεκέ λάδι», ενώ οι μαυραγορίτες μετατρέπονταν στη «νέα πλουτοκρατία». Όσοι δεν είχαν περιουσία να ανταλλάξουν με τρόφιμα, κατέφευγαν σε διατροφικές επινοήσεις. Έτρωγαν «μπομπότα» (σπιτίσιο χυλό από καλαμποκάλευρο και νερό), κουκουτσάλευρο, ακόμα και σκαντζόχοιρους, γαϊδούρια ή και χελώνες. Με τις εφημερίδες να δημοσιεύουν ειδικές «συνταγές»: Με το κρέας να μην υπάρχει, συμβούλευαν τους αναγνώστες τους να βρουν μια μελιτζάνα, να την τρίψουν, ώσπου να γίνει σκούρα, οπότε να τη μαγειρέψουν και να την φάνε, έχοντας την εντύπωση ότι τρώνε μοσχάρι ή αρνί. Και συμβούλευαν, τα ψίχουλα από τραπέζι να μην πετιούνται αλλά να μαζεύονται σε βάζο, ώστε, στο τέλος της βδομάδας, να έχει μαζευτεί αρκετή ποσότητα για φαγητό. Από τους πρώτους μήνες της κατοχής, σκυλιά και γάτες εξαφανίστηκαν, ενώ τα χορταρικά, όποτε βρίσκονταν, αποτελούσαν κύριο γεύμα. Συνταγή για φασολάκια, έλεγε ότι, μετά το καθάρισμα, οι άκρες τους και οι κλωστές τους, μπορούσαν να ψιλοκοπούν και να ριχτούν σε μια κατσαρόλα με νερό. Προσθέτοντας λίγο κρεμμύδι ή ντομάτα ή ελιές και βράζοντας όλο το μίγμα, προέκυπτε εύπεπτη σούπα. Άλλες συνταγές εξηγούσαν με ποιον τρόπο οι φλούδες της πατάτας μπορούσαν να γίνουν κεφτέδες, τα ρεβίθια να μετατραπούν σε καφεδάκι, οι φλούδες των μήλων σε ροφήματα ή γλυκίσματα κ.λπ.

Κι όταν έλιωναν τα παπούτσια, οι κάτοικοι της Αθήνας τα αντικαθιστούσαν με αυτοσχέδια ξύλινα: Ήταν η εποχή που τα «τσόκαρα» έγιναν συνηθισμένο συμπλήρωμα αμφίεσης.

Η αφαίμαξη του ελληνικού δημόσιου χρήματος με τις υπέρογκες «πολεμικές αποζημιώσεις» που η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώνει κάθε χρόνο στην Γερμανία και η εκμηδένιση της αξίας της δραχμής έστειλαν τον πληθωρισμό σε δυσθεώρητα ύψη. Μια οκά λάδι που κόστιζε, προπολεμικά, 44 δρχ., έφτασε τον Οκτώβρη του 1941 να πουλιέται 800 δρχ. (4.500 δρχ. στις αρχές του 1942 και 14.000 δρχ. στα τέλη αυτού του χρόνου).

Αυτό είχε αποτέλεσμα να μην υπάρχει εμπιστοσύνη στα χαρτονομίσματα. Όσοι μπορούσαν, μετέτρεπαν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε χρυσές λίρες, τις οποίες έκρυβαν, ενώ όλοι προτιμούσαν την ανταλλαγή από την αγορά. Στην Αθήνα, η οδό Αθηνάς, είχε μετατραπεί σε «ανταλλακτική αγορά»: Καθένας που έβρισκε κάτι να πουλήσει (έπιπλα από το σπίτι του ή προσωπικά είδη ή ο,τιδήποτε άλλο), το αντάλλασσε με φαγητά ύποπτης προέλευσης ή (σπιτικό) σαπούνι, καθώς τα είδη υγιεινής βρίσκονταν σε μεγάλη έλλειψη.

Υπήρχαν, όμως, και εκείνοι που, έστω κι έτσι, δεν είχαν την δυνατότητα να τραφούν. Φτωχοί, νοσηλευόμενοι στα νοσοκομεία που είχαν αφεθεί στην τύχη τους, στρατιώτες που δεν είχαν την δυνατότητα να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, άνεργοι, αλλά και συνταξιούχοι. Επαιτούσαν, λιμοκτονούσαν και σκελετωμένοι πέθαιναν στους δρόμους. Τα κουπόνια σίτισης δεν μπορούσαν να πολεμήσουν την πείνα. Και πολλοί σύλλογοι μοναδικό τους μέλημα είχαν την εξεύρεση τροφίμων, ώστε κάπως να ανακουφίσουν τα μέλη τους. Οι θάνατοι στην Αθήνα έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο με τους συγγενείς, πάμπολλες φορές, να μην τους δηλώνουν, προκειμένου να καρπωθούν τα κουπόνια των νεκρών. Άλλωστε, με το πέρασμα του χρόνου, η θέα των νεκρών άφηνε αδιάφορους τους περαστικούς: Την είχαν συνηθίσει.

«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονται με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία, τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί», έγραψε στο βιβλίο του, «Η αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα», ο Πωλ Μον, Σουηδός, πρόεδρος σουηδοελβετικής επιτροπής: Σχηματίστηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό έπειτα από μεσολάβησή του στις αντιμαχόμενες δυνάμεις του Άξονα και των συμμάχων, όταν η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο.

Και ο πεζογράφος Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 1958) έγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο:

«Μέρες απαίσιες. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν στα σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ‘πεσε χολέρα, πανούκλα κι όλες οι αρρώστιες που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ‘πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία. Δεν μπόρεσαν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγαλύτερους και τους ρίχνουν μέσα».

Όμως, τον Σεπτέμβρη του 1941, η ναζιστική κυβέρνηση δήλωνε:

«...είναι πολύ πιο επείγον να στηρίξουμε με τρόφιμα το Βέλγιο και ίσως την Ολλανδία και τη Νορβηγία υπό το πρίσμα των στρατιωτικών μας προσπαθειών, από το να στηρίξουμε την Ελλάδα».

Και ο δεύτερος μετά τον Χίτλερ στην ιεραρχία των ναζί, Χέρμαν Γκέρινγκ, στις αναφορές για τον λιμό απαντούσε:

«Καρφί δεν μου καίγεται όταν μου λέτε ότι οι άνθρωποι της ζώνης ευθύνης σας πεθαίνουν από την πείνα. Αφήστε τους να πεθάνουν, εφόσον έτσι δεν λιμοκτονεί κανένας Γερμανός».

Στις 31 Γενάρη του 1942, ο υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ, Γιόζεφ Γκαίμπελς, έγραψε στο ημερολόγιό του:

«Έλαβα μια αξιοθρήνητη αναφορά για την κατάσταση στην Ελλάδα. Εκεί, η πείνα έχει καταστεί ενδημική νόσος. Στους δρόμους της Αθήνας οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες από εξάντληση. Όλα αποτελούν συνέπεια του βάναυσου βρετανικού αποκλεισμού και μάλιστα εναντίον ενός λαού, που, επιπόλαια, θέλησε να βγάλει για λογαριασμό των Άγγλων τα κάστανα από τη φωτιά. Αυτό είναι το ευχαριστώ τού Λονδίνου».

Από το Κάιρο, ο βασιλιάς Γεώργιος βρέθηκε στην Ουάσινγκτον και ζήτησε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούσβλετ, να μεσολαβήσει στον Τσόρτσιλ, ώστε ο αποκλεισμός να αρθεί. Οι αμερικανικές πιέσεις καρποφόρησαν τον ίδιο καιρό που ο Ερυθρός Σταυρός πέτυχε συμφωνία με τους εμπολέμους. Σεπτέμβρη του 1942, η επιτροπή του Πωλ Μον ξεκίνησε να εργάζεται και σύντομα δημιουργήθηκε ένας πρωτοφανής για τα τότε δεδομένα μηχανισμός διανομής τροφίμων που, σταδιακά, ανακούφισε τον πληθυσμό, της Αθήνας ιδιαίτερα. Όμως, η πείνα είχε στοιχίσει 45.000 θανάτους εκείνον τον χειμώνα στην πρωτεύουσα.

Η «γαλανόλευκη μεραρχία»

Την χρονιά αυτή, η κυβέρνηση των δοσίλογων είχε άλλα ενδιαφέροντα. Υπουργός Εθνικής Άμυνας και φανατικός γερμανόφιλος, ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος προσπαθούσε να δημιουργήσει την «γαλανόλευκη μεραρχία», σώμα Ελλήνων εθελοντών που θα στέλνονταν στο ανατολικό μέτωπο και θα πολεμούσαν στο πλάι των Γερμανών ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Την ιδέα προωθούσαν οι οργανώσεις «Εθνική Ένωσις Ελλάς»411, γνωστότερη ως Τρια Έψιλον, και ΕΣΠΟ412. Για να προωθήσουν την δημιουργία της «μεραρχίας», οι Γερμανοί την διαφήμιζαν στις εφημερίδες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι, με αυτήν, η Ελλάδα θα καθόταν στην πλευρά των νικητών του πολέμου, που βέβαια θα ήταν οι Γερμανοί. Στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν διαθέσιμοι 2.000 εθελοντές και στην Αθήνα κάπου διακόσιοι αλλά γύρω από το θέμα δημιουργήθηκε κυβερνητική κρίση: Προσπαθώντας ο Τσολάκογλου να χτίσει το προφίλ του, είχε αρνηθεί να κηρύξει πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, όπως είχαν κάνει όλες οι διορισμένες κυβερνήσεις στις υπόδουλες στους Γερμανούς χώρες. Η γαλανόλευκη μεραρχία του χαλούσε την εικόνα, οπότε έβαλε τα μεγάλα μέσα: Ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα πληροφορήθηκε εμπιστευτικά ότι οι εθελοντές, στην πραγματικότητα, σκόπευαν να πάρουν τα όπλα κι έπειτα να φύγουν στα βουνά για να χτυπήσουν τους Ιταλούς. Ο πρεσβευτής πήγε αμέσως στην γερμανική πρεσβεία και ζήτησε αναβολή του εγχειρήματος. Στις 12 Αυγούστου (1941), ο «υπουργός του Ράιχ στην Ελλάδα» (ουσιαστικά ανώτατος άρχοντας αντί του βασιλιά), δρ Γκίντερ Άλτενμπουργκ, τηλεγράφησε στο Βερολίνο για οδηγίες σχετικά με το τι θα γίνει. Υπογράμμιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε προχωρήσει το όλο θέμα κι έμενε μόνο η οριστική υλοποίησή του. Όμως, την ίδια μέρα (12 Αυγούστου), οι Ιταλοί ζήτησαν επίσημα να μην επιτραπεί στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει την «γαλάζια μεραρχία» στο μέτωπο. Οι Γερμανοί τους έκαναν το χατίρι. Ο Άλτενμπουργκ ανακοίνωσε στον Τσολάκογλου ότι, «επειδή συγκεντρώθηκαν πολλές λεγεώνες στη Ρωσία, δημιουργήθηκε θέμα ανεφοδιασμού και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα».

Η κυβέρνηση Τσολάκογλου καταργήθηκε στις 2 Δεκέμβρη του 1942. Διορίστηκε άλλη με πρωθυπουργό τον γερμανόφιλο καθηγητή της Ιατρικής, Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, ήδη αντιπρόεδρο της προηγούμενης κυβέρνησης και υπουργό της (Πρόνοιας). Οι Γερμανοί θα την καταργούσαν κι αυτήν στις 7 Απρίλη του 1943.

Παρά την αποτυχία του να στείλει Έλληνες στο ανατολικό μέτωπο για να πολεμήσουν στο πλάι των Γερμανών, ο Γεώργιος Μπάκος έμεινε υπουργός Εθνικής Άμυνας και στην επόμενη κυβέρνηση δοσίλογων. Μετά την απελευθέρωση, προφυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπως και ο Τσολάκογλου. Τον εντόπισαν αντάρτες του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, και τον έστειλαν κάπου στην Πάρνηθα, όπου δικάστηκε από λαϊκό δικαστήριο. Βρέθηκε ένοχος προδοσίας κι εκτελέστηκε στο χωριό Στεφάνη413, στις 6 Γενάρη του 1945.

Οι «πρώτοι παρτιζάνοι»

Νύχτα 30 προς 31 Μάη του 1941, οι 19χρονοι φοιτητές, Μανόλης Γλέζος της ΑΣΟΕΕ (τώρα Οικονομικό πανεπιστήμιο) και Λάκης Σάντας της Νομικής, σκαρφάλωσαν στην Ακρόπολη από την βορειοδυτική πλευρά της και κατέβασαν την χιτλερική σημαία από τον ιστό της, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι Γερμανοί της εκεί φρουράς. Την πέταξαν στο πηγάδι, όπου οι αρχαίοι υποτίθεται ότι τάιζαν τον Εριχθόνιο414, κι έφυγαν. Κατεβαίνοντας από τον βράχο, τους είδε ένας αστυφύλακας αλλά έκανε ότι δεν τους κατάλαβε.

Ήταν η πρώτη και ηχηρή αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μόλις τέσσερις μέρες μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Ο συμβολισμός ήταν αυτονόητος. Η πράξη τους ξεσήκωσε κύμα ενθουσιασμού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ ο Γερμανός φρούραρχος της Αθήνας ανακοίνωσε ότι ο δράστης ή οι δράστες καταδικάστηκαν σε θάνατο415. Κατάφεραν να τους συλλάβουν στις 24 Μάρτη του 1942. Τους έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ, όπου τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια.

Ο Γλέζος προσβλήθηκε από φυματίωση βαριάς μορφής κι αφέθηκε ελεύθερος. Η μητέρα του Σάντα είχε την τύχη να γνωρίζει την διάσημη, τότε, Σόνια. Η οποία Σόνια είχε σχέσεις με έναν Γερμανό συνταγματάρχη. Συνταγματάρχης και Σόνια βρέθηκαν επισκέπτες στο γραφείο του διοικητή της φυλακής, όπου κλήθηκε και ο Σάντας, τον οποίο ήθελαν να γνωρίσουν. Λίγες μέρες αργότερα, ο Σάντας αποφυλακίστηκε. Τον ίδιο χρόνο, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στην ΕΠΟΝ. Στα 1943, βρισκόταν μαχητής του ΕΛΑΣ και τραυματίστηκε σε μια μάχη (1944). Το 1946, εξορίστηκε στην Ικαρία, το 1947 φυλακίστηκε στην Ψυττάλεια και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε στη Μακρόνησο. Δραπέτευσε και βρέθηκε στον Καναδά. Γύρισε στην Ελλάδα το 1963. Πέθανε στις 30 Απρίλη του 2011.

Ο Γλέζος φυλακίστηκε για δεύτερη φορά την άνοιξη του 1943. Αποφυλακίστηκε τρεις μήνες αργότερα. Τρίτη φορά, τον φυλάκισαν (Φλεβάρη του 1944) συνεργάτες των Γερμανών με την κατηγορία της επικίνδυνης αντεθνικής δράσης. Δραπέτευσε τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, μόλις τρεις βδομάδες πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας.

Εργάστηκε στον «Ριζοσπάστη» ως τα τέλη Δεκέμβρη του 1947, οπότε η τότε κυβέρνηση έκλεισε την εφημερίδα. Αρχές Μάρτη του 1948, τον συνέλαβαν και τον πέρασαν από διαδοχικές δίκες. Τον Οκτώβρη του 1948, καταδικάστηκε σε θάνατο για παραβάσεις του νόμου περί Τύπου και τον Μάρτη του 1949 για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος416. Η ελληνική αλλά και η διεθνής κοινή γνώμη ξεσηκώθηκαν. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που κινήθηκαν για την διάσωσή του ήταν και ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ, αρχηγός των Ελεύθερων Γάλλων στην διάρκεια του πολέμου και μελλοντικός πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος αποκάλεσε τον Γλέζο «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης». Οι ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια (1950). Αποφυλακίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα (1954).

Στα 1958, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης και φυλακίστηκε για άλλη μια φορά. Η διεθνής κινητοποίηση ήταν ακόμα πιο έντονη, από εκείνη, δέκα χρόνια νωρίτερα. Παρ' όλα αυτά, στην δίκη που έγινε το 1959, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση. Η γενική κατακραυγή οδήγησε στην αποφυλάκισή του, το 1962. Οι περιπέτειές του συνεχίστηκαν από τα ξημερώματα της 21ης Απρίλη του 1967. Συνολικά, καταδικάστηκε 28 φορές και πέρασε 16 χρόνια από την ζωή του στις φυλακές και σε τόπους εξορίας. Πέθανε στις 30 του Μάρτη 2020.

Η αποκαθηλωμένη σβάστικα ή ό,τι απέμεινε από αυτήν, εξακολουθεί να βρίσκεται στο πηγάδι της Ακρόπολης. Στα 1984, η υπουργός Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, θέλησε να την βγάλει στην επιφάνεια αλλά οι αρχαιολόγοι την απέτρεψαν από αυτό το εγχείρημα, επειδή έκριναν ότι ήταν επικίνδυνο.

Οι πρώτες κινητοποιήσεις

Ήταν Ιούνιος του 1941, όταν δημιουργήθηκε η οργάνωση «Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών». Εμπνευστές της ο καθηγητής πανεπιστημίου και μελλοντικός πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902 - 1986), και ο απότακτος αξιωματικός της Αεροπορίας, Κωνσταντίνος Περρίκος (1905 - 1943), που υπήρξε και αρχηγός της και ένας από τους ιδρυτές της (Ανδρέας Γυφτάκης και Νικόλαος Μυλωνάς, εφοριακοί, οι άλλοι δυο). Με προκηρύξεις της η «Στρατιά» κάλεσε τον αθηναϊκό λαό να τιμήσει το «Όχι» των Ελλήνων στους Ιταλούς, στην πρώτη επέτειο της κήρυξης του πολέμου (28 Οκτώβρη του 1941).

Ανήμερα της επετείου, στο πανεπιστήμιο, ο μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος (1889 - 1987), εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας, στο τέλος του οποίου παρότρυνε τους φοιτητές να καταθέσουν λουλούδια στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.

Με πρωτοπόρους τους φοιτητές αλλά και τους ανάπηρους πολέμου, σχηματίστηκε αυθόρμητη και ανοργάνωτη πορεία μερικών χιλιάδων Αθηναίων που κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Συντάγματος. Οι Γερμανοί φρουρούσαν το μνημείο και δεν επέτρεψαν την κατάθεση στεφάνου. Οι διαδηλωτές στράφηκαν στον Εθνικό κήπο και στεφάνωσαν την εκεί προτομή του εθνικού ποιητή, Διονύσιου Σολωμού. Στη συνέχεια, ομάδες διαδηλωτών κατέθεσαν στεφάνια στα αγάλματα των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας και αγωνιστών της επανάστασης του 1821. Ο Τσάτσος απολύθηκε από το πανεπιστήμιο το επόμενο πρωί, 29 του μήνα.

Το απόγευμα της 28ης, νέα ενθουσιώδης εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα. Την οργάνωσε το ΕΑΜ, που είχε ιδρυθεί μόλις ένα μήνα πριν. Οι πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι Αθηναίοι βγήκαν στους δρόμους για να τιμήσουν τον ένα χρόνο από την έναρξη του έπους στην Αλβανία.

Το ίδιο βράδυ (28 Οκτώβρη), η «Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών» ουσιαστικά διαλύθηκε. Μέλη της αρνήθηκαν να ταχθούν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, οπότε, με την έγκριση του Κανελλόπουλου, ιδρύθηκε η «Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων» (ΠΕΑΝ). Ιδρυτής της ήταν ο Κώστας Περρίκος, με συνιδρυτές τον και πρόεδρο της οργάνωσης, Θάνο Σκούρα (της κινηματογραφικής οικογένειας), τον εισαγωγέα οχημάτων Διονύση Παπαβασιλόπουλο και τους δικηγόρους Γιάννη Κατεβάκη και Γιώργο Αλεξιάδη. Έναν χρόνο αργότερα, θα πραγματοποιούσαν «το πρώτο μεγάλο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη».

Από τις 4 Μάη (1941), ο Σταύρος Γιαννακόπουλος (αργότερα γνωστός με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, Πέτρος Ανταίος, 1920 - 2002), και άλλοι φοιτητές, δημιούργησαν την οργάνωση «Φιλική Εταιρεία Νέων». Έγραφαν προκηρύξεις σε έναν πολύγραφο και τις σκορπούσαν στην κατεχόμενη Αθήνα. Με πρωτοβουλία τους, ξεκίνησε η πρώτη απεργία ενάντια στους κατακτητές: Η απόφαση πάρθηκε σε πανσπουδαστική συγκέντρωση στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου. Ξέσπασε στις 17 Νοέμβρη του 1941 με αιτήματα την επέκταση σε όλους τους φοιτητές και βελτίωση των συσσιτίων καθώς και την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να είναι εφικτή η μελέτη των συγγραμμάτων. Μετείχαν 4.000 φοιτητές με κεντρικό σύνθημα «Το ψωμί κι η Λευτερια δεν χαρίζονται μα καταχτιόνται». Η κυβέρνηση Τσολάκογλου προχώρησε σε συλλήψεις αλλά δεν μπόρεσε να την καταστείλει. Η απεργία έληξε έπειτα από επτά μέρες με την κυβέρνηση να αποδέχεται όλα τα αιτήματα. Δεν τα έκανε πράξη, οπότε η απεργία επαναλήφθηκε στις 6 Απρίλη του 1942.

Οι ζυμώσεις για να δημιουργηθεί το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) είχαν ξεκινήσει από τον Ιούλιο του 1941, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ: Με βάση απόφαση της 6ης ολομέλειας του κόμματος (1 με 3 Ιούλιου), κλήθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις να συμπράξουν στην ίδρυσή του. Στις διακομματικές επαφές, διαπιστώθηκε καχυποψία ως εχθρότητα. Μόνο τρία συγγενή κόμματα δέχτηκαν να μπουν στο παιχνίδι (Σοσιαλιστικό, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και Αγροτικό). Η ιδρυτική διακήρυξη υπογράφτηκε στις 27 Σεπτέμβρη του 1941, σε ένα σπίτι κοντά στο τέρμα της οδού Ιπποκράτους, στην Αθήνα417.

Η οργάνωση του ΕΑΜ υπήρξε ραγδαία. Και η παρουσία του έντονη, αρχικά με προκηρύξεις και συνθήματα στους τοίχους της πρωτεύουσας. Στις 5 Φλεβάρη του 1942, δημιουργήθηκε και το ΕΑΜ Νέων με γραμματέα τον Σταύρο Γιαννακόπουο (Ανταίο). Δικτυώθηκε κυρίως στον χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας.

Καθώς πλησίαζε η 25 Μάρτη, προκηρύξεις καλούσαν τους Αθηναίους να τιμήσουν την εθνική επέτειο και οι τοίχοι της Αθήνας γέμισαν πατριωτικά μηνύματα. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου είχε διατάξει γενικό σημαιοστολισμό αλλά είχε απαγορεύσει κάθε μαζική εκδήλωση. Παραμονή της επετείου, 24 του μήνα, από διάφορες πλευρές, πλήθος νέων κατέφθασε στην πλατεία Εξαρχείων, που γέμισε ασφυκτικά. Κάποια στιγμή, ένας τους ανέβηκε σε μια κάσα κι άρχισε να μιλά φωναχτά:

«Νέοι και Νέες της Αθήνας. Το ΕΑΜ Νέων μάς καλεί να τιμήσουμε όλοι μαζί τους προγόνους μας, τους ήρωες του 1821, που έδωσαν την ζωή τους για τη Λευτεριά μας. Να συνεχίσουμε το παράδειγμά τους. Να παλέψουμε για τη Λευτεριά μας. Ζήτω ο ελληνικός λαός. Ζήτω τα νιάτα της Ελλάδας. Λευτεριά ή Θάνατος».

Τα λόγια του έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό. Στη συνέχεια, άλλος ομιλητής κάλεσε τους συγκεντρωμένους να στεφανώσουν την προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου, στην πλατεία της Φιλικής Εταιρείας, στο Κολωνάκι. Σχηματίστηκε ογκώδης πορεία με τους διαδηλωτές να τραγουδούν «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά». Σε κάποιο σημείο, στάθηκαν για λίγο και ξεκίνησαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο. Λίγο αργότερα, έφτασαν στον προορισμό τους, κατέθεσαν στεφάνι, γονάτισαν και τραγούδησαν πάλι τον εθνικό ύμνο.

Ξαφνικά, βρέθηκαν κυκλωμένοι από Ιταλούς καραμπινιέρους που όρμησαν κατά πάνω τους και, με τους υποκόπανους, χτυπούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Έγινε πραγματική μάχη. Οι φοιτητές διασκορπίστηκαν αλλά, λίγο αργότερα, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Δεξαμενής, όπου συνέχισαν την εκδήλωση. Από τον Λυκαβηττό, οι Ιταλοί άρχισαν να τους πυροβολούν και να εκτοξεύουν ενάντιά τους χειροβομβίδες. Η συγκέντρωση διαλύθηκε.

Ανήμερα 25 Μάρτη, ο Τσολάκογλου και οι εκπρόσωποι των κατακτητών παρακολούθησαν δοξολογία στη μητρόπολη. Έπειτα, ο Τσολάκογλου πήγε και κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ ο αντιπρόεδρός του, Λογοθετόπουλος, κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο των Γερμανών στρατιωτών και ο υπουργός Οικονομικών, Γκοτζαμάνης, στο αντίστοιχο μνημείο των Ιταλών.

Την ίδια ώρα, στο πανεπιστήμιο, γινόταν εκδήλωση για τον εορτασμό της επετείου με ομιλητή τον καθηγητή Διονύσιο Ζακυθηνό (1905 - 1993). Ο πατριωτικός του λόγος τέλειωσε με τον στίχο «Ακόμα τούτη η άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες». Ενθουσιασμένοι οι ακροατές του βγήκαν στους δρόμους, όπου σχηματίστηκε πορεία χιλιάδων Αθηναίων, μπροστά από την οποία πορεύονταν οι τραυματίες πολέμου. Έφτασαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, όπου κατέθεσαν στεφάνι, κι έπειτα προχώρησαν ως το πεδίο του Άρεως, όπου στεφάνωσαν τις προτομές των ηρώων του 1821. Έφιπποι Ιταλοί, με γυμνά σπαθιά, προσπάθησαν να τους διαλύσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Ως τη νύχτα, ατέλειωτες πορείες από μαυροντυμένες γυναίκες, άντρες και παιδιά κατέφθαναν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθεταν στεφάνια. Σχηματίστηκε τεράστιος σωρός από αυτά.

Δεκαεπτά μέρες αργότερα και με αφορμή τη λιποθυμία από την πείνα, σε ώρα δουλειάς, ενός ταχυδρομικού διανομέα (12 Απρίλη του 1942), ξέσπασε πανελλαδική απεργία των δημόσιων υπαλλήλων, τραπεζικών, δικαστικών υπαλλήλων, εργαζομένων στις συγκοινωνίες καθώς και των εργατών στα επιταγμένα από τους κατακτητές εργοστάσια. Ήταν η πρώτη ανάλογη απεργία στην κατεχόμενη Ευρώπη και με αυτήν συγχωνεύτηκε η κινητοποίηση των φοιτητών, που είχε ξεκινήσει μια βδομάδα νωρίτερα.

Βασικό αίτημα των απεργών ήταν η επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος. Η κυβέρνηση, όμως, απάντησε με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου που προέβλεπε την απόλυση όλων των απεργών. Ελάχιστοι πτοήθηκαν. Η απεργία έληξε στις 22 Απρίλη με την αποδοχή των περισσοτέρων από τα αιτήματα και την διαβεβαίωση ότι κανένας δεν θα απολυόταν.

Το «πιο μεγάλο σαμποτάζ»

Το πρώτο σαμποτάζ που επιχειρήθηκε από τον «Ουλαμό Καταστροφών» της ΠΕΑΝ ήταν η ανατίναξη μιας γερμανικής υγειονομικής υπηρεσίας που συγκέντρωνε υλικό για να το στείλει στο Άφρικα Κορπ του Ρόμελ, στην Αφρική. Στεγαζόταν στο κτίριο Ιωσηφόγλου (γωνία των οδών Πατησίων και βασιλέως Ηρακλείου, γειτονικά στο αρχαιολογικό μουσείο). Η επιχείρηση (15 Αυγούστου του 1942) πέτυχε, αν και οι σαμποτέρ κόντεψαν να σκοτωθούν: Η βόμβα παραλίγο να σκάσει στα χέρια τους, επειδή, από απειρία, χρησιμοποίησαν κοντό φιτίλι. Λίγες μέρες αργότερα, ο ουλαμός έβαλε βόμβα στα γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης ΟΕΔΕ (Οργάνωσις Εθνικοσοσιαλιστικών Δυνάμεων Ελλάδος), κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Και τα δυο χτυπήματα αποτέλεσαν πρόβα για την μεγάλη επιχείρηση που ο αρχηγός του ουλαμού, Κώστας Περρίκος, ετοίμαζε.

Η ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση), η οποία είχε πρωτοστατήσει στην δημιουργία της «γαλάζιας μεραρχίας», φιλοδοξούσε να εξελιχθεί σε ελληνικό ναζιστικό κόμμα, που θα αναλάβαινε τις τύχες του ελληνικού κράτους. Με τις ευλογίες και την χρηματοδότηση των Γερμανών, διακινούσε προπαγανδιστικό υλικό και οργάνωνε διαλέξεις που προσέλκυαν πάρα πολλούς ακροατές, καθώς, μετά το τέλος τους, μοιράζονταν δελτία τροφίμων αλλά και τρόφιμα. Τα μέλη της οργάνωσης είχαν στολές και ταυτότητες που τους επέτρεπαν ελευθερία κινήσεων, ενώ, στα γραφεία της (Γλάδστωνος και Πατησίων), σύχναζαν και πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί. Μετά την βόμβα στα γραφεία της ΟΕΔΕ, στην είσοδο είχε τοποθετηθεί φρουρός, ενώ παράλληλα υπήρχε και ομάδα περιφρούρησης.

Ο Κώστας Περρίκος σχεδίασε την επιχείρηση και εξασφάλισε τα υλικά (φυσίγγια δυναμίτη) για την κατασκευή της βόμβας που είχε βάρος δέκα οκάδες (περίπου 13 κιλά). Την έφτιαξαν στο σπίτι της δασκάλας του κατηχητικού, Ιουλίας Μπίμπα, ο τεχνικός της τηλεφωνικής εταιρείας, Αντώνης Μυτιληναίος, και ο φοιτητής, Σπύρος Γαλάτης.

Πρωί Κυριακής, 20 Σεπτέμβρη του 1942, Μυτιληναίος και Μπίμπα, έβαλαν την βόμβα μέσα σε μια πάνινη σακούλα για ψώνια, την σκέπασαν με χόρτα, πήραν το τραμ και κατέβηκαν στην Ομόνοια. Από εκεί, με τα πόδια, έφτασαν στην πλατεία Κάνιγγος, τόπο συνάντησης με τα άλλα μέλη της ΠΕΑΝ.

Στα γραφεία της ΕΣΠΟ, πλήθος μέλη της είχαν συγκεντρωθεί, καθώς κλήθηκαν να μετάσχουν σε συνέλευση. Ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης μπήκαν στην πολυκατοικία, ανέβηκαν στον άδειο ημιόροφο και κόλλησαν την βόμβα στο ταβάνι, άναψαν το φιτίλι και βγήκαν. Στην είσοδο, ο Μυτιληναίος άναψε τσιγάρο, σύνθημα ότι η δουλειά έγινε, κι απομακρύνθηκε. Δώδεκα και τρία λεπτά το μεσημέρι (ή, κατ' άλλους, παρά τρία λεπτά), η έκρηξη συγκλόνισε την Αθήνα. Πήρε φωτιά το κτίριο, με αποτέλεσμα να εκραγούν και τα πυρομαχικά που φυλάσσονταν σε αυτό. Σκοτώθηκαν 29 (κατ' άλλους, 39) μέλη της ΕΣΠΟ, ανάμεσα στους οποίους και ο, από τις αρχές του χρόνου, αρχηγός τη Σπύρος Στεροδήμας, καθώς και 43 Γερμανοί αξιωματικοί418.

Το χτύπημα ήταν τρομακτικό. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των συμμάχων το θεώρησαν ως «το πιο μεγάλο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη». Το ΕΑΜ καταδίκασε την ενέργεια και κατάγγειλε τον Περρίκο, ως κατάσκοπο των Γερμανών. Οι οποίοι Γερμανοί επικήρυξαν τους σαμποτέρ για ποσά ισοδύναμα με τρεις χρυσές λίρες το κεφάλι και ξεκίνησαν εντατικές έρευνες.

Ο υπαξιωματικός της χωροφυλακής και μέλος της ΠΕΑΝ, Πολύκαρπος Νταλιάνης, βρήκε την αμοιβή ενδιαφέρουσα και πρόδωσε στην Γκεστάπο τους συντρόφους του. Ξημερώματα, 11 Νοέμβρη του 1942, συνελήφθησαν 13 μέλη της ΠΕΑΝ, ανάμεσά τους και οι Περρίκος, Μπίμπα, Μυτιληναίος και Γαλάτης, που υπέστησαν τρομερά βασανιστήρια. Μετά από περιπέτειες, ο Μυτιληναίος δραπέτευσε κι έφτασε στη Μέση Ανατολή. Ένα στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο τους Περρίκο, Γαλάτη και Μπίμπα. Οι Θάνος Σκούρας, Γιάννης Κατεβάτης, Δημήτρης Λόης και Διονύσης Παπαδόπουλος απαλλάχτηκαν αλλά κρατήθηκαν όμηροι και εκτελέστηκαν στις 7 Γενάρη του 1943, ως αντίποινα για κάποιο άλλο σαμποτάζ. Ο Περρίκος εκτελέστηκε στο σκοπευτήριο Καισαριανής (4 Φλεβάρη του 1943). Η πλούσια οικογένεια του Γαλάτη δωροδόκησε με χίλιες λίρες κάποιον Γερμανό υπεύθυνο που μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια. Ο Γαλάτης στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία (μετά τον πόλεμο, γύρισε στην Ελλάδα με κλονισμένη υγεία). Η Ιουλία Μπίμπα στάλθηκε, επίσης, στην Γερμανία: Την αποκεφάλισαν. Συλληφθείσα μέλος της οργάνωσης, η Αικατερίνη Μπέση καταδικάστηκε σε ισόβια και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ (επέζησε ως το 1979).

Ο προδότης, Πολύκαρπος Νταλιάνης, δεν τα πρόλαβε όλα αυτά. Η οργάνωση «Όμηρος» που κι αυτή είχε δημιουργηθεί με πρωτοβουλία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, με σκοπό να στέλνει πληροφορίες στους Άγγλους, και μέλη της ΠΕΑΝ που διέφυγαν τη σύλληψη, τον συνέλαβαν, τον πέρασαν από δίκη και, στις 14 Δεκέμβρη του 1942, τον εκτέλεσαν. Στην οικογένειά του είπαν ότι «έπεσε υπέρ πατρίδος».

Η ΠΕΑΝ συνέχισε να υπάρχει αλλά χωρίς ιδιαίτερη δράση. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που βρισκόταν στο εξωτερικό πρότεινε στα μέλη της να ενταχθούν στο ΕΑΜ αλλά αρνήθηκαν. Στα Δεκεμβριανά, πολέμησαν ενάντια στον ΕΛΑΣ.

Η πολιτική επιστράτευση

Ο Νοέμβρης του 1942 μπήκε τραγικός για τους Γερμανούς. Στις 5 του μήνα, έληξε νικηφόρα για τους συμμάχους η μάχη του Ελ Αλαμέιν. Στις 19, ο σοβιετικός στρατός περικύκλωσε τους 250.000 Γερμανούς της Α' Στρατιάς που πολιορκούσαν το Στάλινγκραντ. Και, στις 25, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ ανατίναξαν την γέφυρα στον Γοργοπόταμο.

Τα νέα μεταδίδονταν από το BBC και μαθαίνονταν στην Αθήνα, προκαλώντας ενθουσιασμό κι ελπίδες στους κατοίκους. Στις 2 του Δεκέμβρη, οι Γερμανοί απέλυσαν από πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου κι έβαλαν στην θέση του τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (1878 - 1961). Στις 17 του μήνα, κηρύχθηκε απεργία στον Πειραιά και πραγματοποιήθηκε διαδήλωση 7.000 Πειραιωτών. Ήταν τα προεόρτια:

Στις 22 του Δεκέμβρη, ξέσπασε η οργανωμένη από το ΕΑΜ μεγάλη απεργία στην Αθήνα, ενώ την ίδια μέρα 40.000 διαδηλωτές κινήθηκαν προς το κτίριο του υφυπουργείου Εργασίας (στην γωνία των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας). Κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα «Ψωμί και συσσίτια», «Λευτεριά στους κρατούμενους», «Κάτω η τρομοκρατία». Έλληνες αστυνομικοί και Ιταλοί καραμπινιέροι προσπάθησαν να τους ανακόψουν. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, οι διαδηλωτές έσπασαν το φράγμα και προχώρησαν. Δεύτερο φράγμα είχε στηθεί μπροστά στο Αρχαιολογικό μουσείο. Το μπλοκ των υφαντουργών της Νέας Ιωνίας επιτέθηκε με τούβλα και πέτρες, οπότε αστυνομικοί και καραμπινιέροι υποχώρησαν. Καθώς οι διαδηλωτές πλησίαζαν στο κτίριο του υφυπουργείου, ο υφυπουργός αλλά και εργατοπατέρας, Νίκος Καλύβας, το έσκασε από το γραφείο του.

Είχαν, όμως, κινητοποιηθεί ενάντια στους διαδηλωτές και Ιταλοί μελανοχίτωνες. Από σφαίρες ενός από αυτούς, σκοτώθηκε ο φοιτητής της Νομικής Δημήτρης Κωνσταντινίδης και τραυματίστηκε βαριά ο φοιτητής της Ιατρικής Γιώργος Φίλης (πέθανε λίγες μέρες αργότερα). Ήταν οι πρώτοι νεκροί διαδηλωτές στην Ευρώπη.

Ο Καλύβας εκτελέστηκε (24 Γενάρη του 1944) από στέλεχος της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών), καθώς, λίγες βδομάδες νωρίτερα (20 Δεκέμβρη του 1943), είχε περάσει νόμο που καταργούσε τους όποιους περιορισμούς ίσχυαν στις απολύσεις.

Ήταν 23 Φλεβάρη του 1943, όταν στην εφημερίδα «Γερμανικά Νέα» δημοσιεύτηκε διαταγή για την πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων. Την ίδια μέρα, στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», δημοσιεύτηκε διάταγμα «Περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδος». Το υπέγραφαν πρωθυπουργός και υφυπουργός Εργασίας. Γινόταν φανερό ότι Έλληνες θα στέλνονταν να ενισχύσουν την γερμανική εργοστασιακή μηχανή ανά την Ευρώπη.

Αυθόρμητα, την επομένη (24 του μήνα), χιλιάδες διαδηλωτές κατέκλυσαν τους αθηναϊκούς δρόμους, φωνάζοντας «Κάτω η επιστράτευση». Διαδηλωτές εισέβαλαν στην Βουλή και διέλυσαν το εκεί γραφείο του Λογοθετόπουλου, ενώ άλλοι πυρπόλησαν το υφυπουργείο Εργασίας. Στις άγριες συγκρούσεις που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν τρεις διαδηλωτές κι άλλοι τριάντα τραυματίστηκαν βαριά.

Τις επόμενες μέρες, οι διαδηλώσεις οργανώθηκαν με πρωτοπόρους τηλεφωνητές, μαθητές και δημόσιους υπαλλήλους.

Μη αντέχοντας τον χαμό της γυναίκας του (7 του Φλεβάρη), στα βαθιά γεράματα των 84 χρόνων, ο ως τότε μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα, Κωστής Παλαμάς, πέθανε στις 27 του μήνα. Η πορεία του ποιητή προς την τελευταία του κατοικία ήταν αντάξια με την πορεία του στην ζωή. Η κηδεία του, στις 28, στο Α' Νεκροταφείο, μετατράπηκε σε τεράστια αντικατοχική διαδήλωση. Στον επικήδειο, ο Άγγελος Σικελιανός σχολίασε:

«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός...

.....................................................................

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη την χώρα, πέρα ως πέρα.

Βόγκα, Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές,

στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα!

Οι κατακτητές δεν τόλμησαν να επέμβουν. Γνώριζαν ότι ο ελληνικός λαός είναι ζυμωμένος με τον θάνατο. Κι ένας Γερμανός «εκπρόσωπος των αρχών κατοχής» θέλησε να καταθέσει στεφάνι. Στην θέα του, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης ξεκίνησε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Τον μιμήθηκαν όλοι οι συγκεντρωμένοι.

Στις 5 του Μάρτη, νέα ογκώδης και καλά οργανωμένη από το ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Ένωση Νέων419) διαδήλωση συγκλόνισε την Αθήνα. Οι κατακτητές την άφησαν να εξελιχθεί και πάλι χωρίς να επέμβουν. Κι όταν οι διαδηλωτές περνούσαν μπροστά από το δημαρχείο, ο διορισμένος δήμαρχος, Άγγελος Γεωργάτος, βγήκε στον εξώστη, με πρόθεση να καθησυχάσει τα πλήθη. Η υποδοχή ήταν συνεχές γιουχάισμα με συνθήματα «Μέσα, αδερφή», «Ουστ, Αγγέλα». Ο δήμαρχος αποσύρθηκε.

Όμως, όσο περνούσε η ώρα, οι διαδηλώσεις ογκώνονταν. Υπολογίστηκε ότι μετείχαν σ' αυτές περισσότεροι από 300.000 διαδηλωτές. Ιταλοί κινήθηκαν να τις ανακόψουν. Στην οδό Πραξιτέλους, μια διαδηλώτρια έπεσε νεκρή. Τα πράγματα αγρίεψαν. Στις μάχες μπήκαν και Γερμανοί, ενώ μηχανοκίνητα βγήκαν στους δρόμους. Έγινε χρήση πολυβόλων και χειροβομβίδων. Οι διαδηλωτές απαντούσαν με πέτρες. Κάποιες ομάδες μπόρεσαν, γι' άλλη μια φορά, να μπουν στο υφυπουργείο Εργασίας. Βρήκαν τις καταστάσεις με τα ονόματα των επίστρατων και τις έκαψαν. Τουλάχιστον οκτώ (κατ' άλλους, δώδεκα ή πάνω από 18) νεκροί και περισσότεροι από 160 τραυματίες ήταν ο απολογισμός της ημέρας.

Την επομένη (6 του μήνα), δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες δήλωση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ότι θέμα επιστράτευσης δεν υπήρχε. Στις 10 Μάρτη του 1943, το διάταγμα για την πολιτική επιστράτευση ακυρώθηκε.

Οι λαϊκές εκδηλώσεις απαγορεύτηκαν στην επέτειο της 25ης Μάρτη αλλά η απαγόρευση αγνοήθηκε από τους Αθηναίους. Περίπου 100.000 κάτοικοι της πρωτεύουσας έκαναν πορείες με ελληνικές σημαίες, ενώ, στο πεδίο του Άρεως, οργανώθηκε ειδική εκδήλωση. Ιταλοί καραμπινιέροι τους επιτέθηκαν με τις μάχες να γενικεύονται. Κάποιες γυναίκες αντεπιτέθηκαν και τους αφόπλισαν αλλά, στο τέλος της μέρας, μετρήθηκαν τέσσερις διαδηλωτές νεκροί και πολλοί τραυματίες.

Στις 7 Απρίλη του 1943, ο Λογοθετόπουλος καταργήθηκε. Οι Γερμανοί διόρισαν τον Ιωάννη Ράλλη πρωθυπουργό.

Η μάχη της Αθήνας

Το καλοκαίρι του 1943, η Γερμανία παραχώρησε στην Βουλγαρία την κατεχόμενη Βόρεια Ελλάδα ως τον Αξιό. Ο Ιωάννης Ράλλης, υπέγραψε τα διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία η ελληνική χωροφυλακή έπρεπε να αποχωρήσει από τα εδάφη που παραχωρήθηκαν. Η αποχώρηση έγινε στις 7 Ιουλίου του 1943 και ήταν το σύνθημα για την λαϊκή αφύπνιση. Στις 8, προκηρύξεις του ΕΑΜ καλούσαν τους Έλληνες σε πανεθνική πάλη. Μαχητικές διαδηλώσεις ξέσπασαν στο Κιλκίς, στον Λαγκαδά, στην Έδεσσα, στην Βέροια, στη Νάουσα, στα Γιαννιτσά, στην Αριδαία και στην Κοζάνη. Οι Γερμανοί έμειναν εμβρόντητοι.

Στις 22 Ιουλίου του 1943, η κατεχόμενη πρωτεύουσα βρισκόταν σε συναγερμό. Στις 10 το πρωί, ο λαός ερχόταν από παντού, ξεφύτρωνε στα στενά, βάδιζε προς το κέντρο της γερμανοκρατούμενης Αθήνας. Έρχονταν κατά ομάδες, με πανό και συνθήματα:

«Έξω οι Βούλγαροι απ' τη Μακεδονία», «Κάτω οι προδότες», «Φραγμός στην επέκταση».

Στις 10.30, οι πρώτες φάλαγγες ενώνονταν στην Πανεπιστημίου και Μπενάκη. Διακόσιες χιλιάδες λαού βάδιζαν προς το Σύνταγμα. Οι δυνάμεις κατοχής επιστράτευσαν αρχικά το ιταλικό ιππικό που έκανε επέλαση. Οι βροντερές φωνές των διαδηλωτών τρόμαξαν τα άλογα κι αχρήστευσαν το ιππικό. Οι Έλληνες κατάφεραν να προχωρήσουν ως την Τράπεζα της Ελλάδος (Πανεπιστημίου και Ομήρου). Όμως, πια είχαν να κάνουν με τα γερμανικά τανκς που έφραξαν το δρόμο κι άρχισαν να πολυβολούν.

Από την Ομήρου, κατέβαιναν τα θωρακισμένα. Με μια φωνή, ο λαός ρίχτηκε πάνω στα άρματα. Μεσημέριασε, όταν κόπασαν οι οδομαχίες. Το αίμα των εκατό νεκρών στην άσφαλτο και στα πεζοδρόμια έφερε το ποθητό αποτέλεσμα. Οι γερμανικές αναφορές προς το Βερολίνο μιλούσαν για απρόσμενη λαϊκή εξέγερση, για παράδοξο εθνικό φρόνημα. Οι κατακτητές δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς ήταν δυνατό να πεθαίνουν άνθρωποι για μια παραχώρηση από τον έναν κατακτητή στον άλλον. Όμως, μια λακωνική ανακοίνωση έβαζε τέλος στην αναστάτωση:

Η παραχώρηση των εδαφών στη Βουλγαρία «αναβλήθηκε επ’ αόριστον».

Τα Τάγματα Ασφαλείας

Η πληθωρική δράση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο και η απήχηση των κατορθωμάτων του στον λαό ανησυχούσε τους αντικομμουνιστές, καθώς, σταδιακά, ακόμα και η αστυνομία και η χωροφυλακή απέφευγαν να κινηθούν ενάντιά του. Με αιχμή τον πρώην δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο και τον πρώην επαναστάτη Στυλιανό Γονατά, προώθησαν την ιδέα να δημιουργηθεί στρατιωτικό σώμα που κύριο έργο του θα είχε να αντιμετωπίσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Ο Ιωάννης Ράλλης έβαλε όρο, προκειμένου να αναλάβει πρωθυπουργός, ότι οι δυνάμεις κατοχής θα του επέτρεπαν να σχηματίσει ένοπλη παραστρατιωτική οργάνωση από Έλληνες, που θα είχε αστυνομικά καθήκοντα ως προς την «διατήρηση της τάξης» και στρατιωτικά ως προς την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής τρομοκρατίας». Οι Γερμανοί δέχτηκαν, καθώς απαλλάσσονταν από πολλές ευθύνες, οι Ιταλοί είχαν επιφυλάξεις. Έτσι, με τον νόμο 260 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου (1943), δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας.

Αρχικά, είχαν αντιμοναρχικό και αντικομμουνιστικό προσανατολισμό αλλά γρήγορα το πρώτο σκέλος εγκαταλείφθηκε, προκειμένου να ενταχθούν σ' αυτά και βασιλόφρονες. Άλλωστε, η αρχική υποδοχή του νέου σώματος από τον λαό ήταν μάλλον αδιάφορη. Πολύ λίγοι έσπευσαν να ενταχθούν σ' αυτό, κυρίως εξαθλιωμένοι αντικομμουνιστές που έτσι απέκτησαν έναν όχι ευκαταφρόνητο μισθό. Αναγκαστικά, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε ως καρδιά της προσπάθειάς της την φρουρά ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη της Αθήνας. Με στολή, αυτήν των ανδρών της φρουράς (γι' αυτό και γερμανοτσολιάδες τους έλεγαν). Ορκίζονταν να υπακούουν στις διαταγές του Χίτλερ αλλά σχεδόν καμιά σχέση δεν είχαν με τους Γερμανούς, πέρα από την εξασφάλιση του οπλισμού τους.

Ως το τέλος της χρονιάς (του 1943), είχαν δημιουργηθεί στην Αθήνα τέσσερα τάγματα (που συγκρότησαν το 1ο σύνταγμα Ευζώνων, με αρχηγό τον αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο) κι άλλα τέσσερα στην Πελοπόννησο (2ο σύνταγμα). Κι ως το τέλος της κατοχής, σε ολόκληρη την Ελλάδα δραστηριοποιήθηκαν περίπου 22.000 ταγματασφαλίτες. Στις 8 Σεπτέμβρη (του 1943), η Ιταλία υπέγραψε ανακωχή με τους συμμάχους, οπότε οι Ιταλοί στρατιώτες βρέθηκαν απέναντι από τους Γερμανούς. Κι όταν, στις 11 Οκτώβρη, η ιταλική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία, οι Ιταλοί φασίστες, που υπηρετούσαν στην Ελλάδα, εντάχθηκαν στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Οι αντιφασίστες πέρασαν με τον οπλισμό τους στις αντιστασιακές οργανώσεις, κυρίως στον ΕΛΑΣ. Τα τάγματα ασφαλείας απέκτησαν ζωτικό ρόλο. Στις 18 Οκτώβρη του 1943, ο στρατηγός των SS, Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana, 1898 - 1948), διορίστηκε διοικητής της γερμανικής αστυνομίας και των SS στην Ελλάδα καθώς και στρατιωτικός διοικητής των ταγμάτων ασφαλείας, στην γιγάντωση των οποίων αναλώθηκε (ουσιαστικά, ήταν ο κυβερνήτης της χώρας).

Οι ταγματασφαλίτες ενεργούσαν επιδρομές σε σπίτια για να τα λεηλατήσουν, με πρόσχημα ότι έλεγχαν, αν εκεί έμεναν συγγενείς μαχητών του ΕΛΑΣ, βίαζαν ή ξυλοκοπούσαν γυναίκες, πυρπολούσαν τις κατοικίες «υπόπτων». Μετέτρεψαν σε ιδιωτική τους φυλακή το πρώην ορφανοτροφείο Χατζηκώστα και κρατούσαν εκεί τους «υποψήφιους» για καταναγκαστική εργασία στην Γερμανία ή για το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι. Κι ακόμα, έβαζαν φρουρές, ώστε οι συγγενείς των από τους Γερμανούς κρεμασμένων σε κοινή θέα, να μην μπορούν να πάρουν τις σορούς των νεκρών τους

Στις 27 Νοέμβρη του 1943, πραγματοποίησαν την πρώτη τους οργανωμένη επιχείρηση: Μπήκαν στα στρατιωτικά νοσοκομεία της Αθήνας και συνέλαβαν όλους, όσους θεώρησαν ότι είναι κομμουνιστές. Στην ύπαιθρο, πολεμούσαν στο πλάι των Γερμανών ενάντια στον ΕΛΑΣ και συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.

Συνηθισμένη πρακτική ήταν τα μπλόκα. Γερμανοί και Έλληνες συνεργάτες τους κύκλωναν μια συνοικία, συγκέντρωναν τους κατοίκους κι ένας καταδότης με κουκούλα, ώστε να μην τον αναγνωρίσουν, υποδείκνυε τους «κομμουνιστές» ή ΕΛΑΣίτες της περιοχής, οι οποίοι είτε εκτελούνταν επιτόπου είτε οδηγούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όχι λίγες φορές, οι καταδότες υποδείκνυαν άσχετους, με τους οποίους οι ίδιοι είχαν προσωπικές διαφορές ή εποφθαλμιούσαν την όποια περιουσία του δήθεν «αντεθνικώς δρώντα». Σε περισσότερα από τριάντα μπλόκα, επικεφαλής των ταγματασφαλιτών ήταν ο ίδιος ο αρχηγός τους, Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.

Στην Καλογρέζα και στην Κοκκινιά

Όσο προχωρούσε το 1943, τόσο πιο φανερό γινόταν ότι το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ έλεγχε την Αττική. Άλλωστε, ΕΠΟΝίτες δεν δίσταζαν να βγαίνουν στις συνοικίες και να κάνουν εράνους υπέρ των αντιστασιακών οργανώσεων. Η Καλογρέζα, η Κοκκινιά (σήμερα, Νίκαια) και η Καισαριανή αποτελούσαν ισχυρά προπύργια της αντίστασης.

Αύγουστο του 1943, οι τροχιοδρομικοί κατέβηκαν σε απεργία, ενώ ο ΕΛΑΣ έκανε σαμποτάζ στο αμαξοστάσιο της Καλλιθέας, όπου καταστράφηκαν 93 βαγόνια. Οι Γερμανοί συνέλαβαν πολλούς απεργούς και απείλησαν ότι θα τους εκτελέσουν. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν στα κρατητήρια της Νέας Ιωνίας. Στις 2 Σεπτέμβρη του 1943, ανθρακωρύχοι και κάτοικοι της Καλογρέζας, γύρω στα 1.500 άτομα, ξεκίνησαν πορεία προς το αστυνομικό τμήμα της Νέας Ιωνίας με σκοπό να τους ελευθερώσουν. Ακολουθούσαν τη λεωφόρο Ηρακλείου αλλά στο ύψος της οδού Μικράς Ασίας, ο ταγματάρχης της χωροφυλακής, Δημήτριος Αλεξόπουλος, είχε απλώσει τους άνδρες του, για να σταματήσει την πορεία. Όταν οι ανθρακωρύχοι έφτασαν κοντά στους χωροφύλακες, ο Αλεξόπουλος διέταξε «πυρ». Το πλήθος διαλύθηκε αλλά στον δρόμο βρίσκονταν τρεις ανθρακωρύχοι νεκροί και έξι τραυματισμένοι από τις σφαίρες. Ήταν η πρώτη φορά που Έλληνας αξιωματικός διέταξε πυρ ενάντια σε άμαχους, χωρίς την δικαιολογία ότι εκτελούσε διαταγή των κατακτητών, που άλλωστε δεν ήταν παρόντες εκείνη την ημέρα.

Μόλις 25 μέρες αργότερα (27 Σεπτέμβρη, δεύτερη επέτειο από την ίδρυση του ΕΑΜ), μια ομάδα ανδρών της ΟΠΛΑ, εντόπισε τον Αλεξόπουλο πάνω στην γέφυρα της Νέας Ιωνίας και τον σκότωσε. Οι εκτελεστές καρφίτσωσαν στα ρούχα του ένα χαρτί που έγραφε «Έτσι τιμωρεί τους προδότες ο ΕΛΑΣ». Οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την εκτέλεση από συνθήματα που γράφτηκαν σε τοίχους και μάντρες.

Έξι μήνες αργότερα, οι ταγματασφαλίτες αποφάσισαν να εκδικηθούν την εκτέλεσή του. Στις 15 Μάρτη του 1944, χωροφυλακή και ταγματασφαλίτες περικύκλωσαν, ξημερώματα, την συνοικία της Καλογρέζας. Ξεκίνησαν εισβολές στα σπίτια, με λεηλασίες και ξυλοδαρμούς. Κι έπειτα, συγκέντρωσαν όλους πάνω από 16 χρόνων αρσενικούς κατοίκους, γύρω στα 500 άτομα, σε ένα οικόπεδο. Ξεχώρισαν 22 (21 Έλληνες, μέλη της ΕΠΟΝ, και έναν Ιταλό) και τους εκτέλεσαν επί τόπου.

Στον τόπο της θυσίας, υπάρχει αναθηματική πλάκα της γλύπτριας Αφροδίτης Λίτη, με το επίγραμμα του Γιάννη Ρίτσου:

«Στην Καλογρέζα σαν περνάς
ξέγνοιαστε εσύ διαβάτη,
με ευλάβεια πρέπει να πατάς,
γιατί σε τούτα τα λιθάρια,
έπεσαν για τη λευτεριά
εικοσιδύο παλικάρια».

Μια βδομάδα νωρίτερα, είχε λήξει με ήττα των Γερμανών και των ταγματασφαλιτών, η μάχη της Κοκκινιάς. Πρωί Σαββάτου, 4 Μάρτη του 1944, τρία καμιόνια με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες, εισέβαλαν από διαφορετικές κατευθύνσεις στην Κοκκινιά (Νίκαια). Δυο τάγματα του ΕΛΑΣ τους απώθησαν, ενώ η μάχη γενικεύτηκε γύρω από Γ' Νεκροταφείο και τις εργατικές κατοικίες (εκεί, όπου σήμερα υπάρχει το νοσοκομείο Νικαίας). Οι ταγματασφαλίτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και, στην άτακτη φυγή τους, σκότωσαν έναν λούστρο και έναν παλιατζή.

Το επόμενο πρωί, οι κάτοικοι της Κοκκινιάς πραγματοποίησαν συλλαλητήριο διαμαρτυρίας αλλά, με τη λήξη του, χωροφυλακή και τάγματα ασφαλείας πραγματοποίησαν νέα εισβολή. Κι αυτήν την φορά, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, έχοντας, όμως, συλλάβει πέντε επώνυμους Κοκκινιώτες. Την Δευτέρα, 6 του Μάρτη, οι κάτοικοι του Πειραιά κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης στην Κοκκινιά αλλά οι συνεργάτες των κατακτητών δεν πτοήθηκαν. Επιτέθηκαν γι' άλλη μια φορά, με δέκα καμιόνια κι από διάφορες πλευρές. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ τους περίμεναν και τους έτρεψαν σε άτακτη σε φυγή. Ξημερώματα Τρίτης, 7 Μάρτη, η Κοκκινιά περικυκλώθηκε από γερμανικές δυνάμεις, που κατέφτασαν για να ενισχύσουν τους Έλληνες συνεργάτες τους. Ο ΕΛΑΣ εξαπέλυσε επίθεση ενάντιά τους αλλά, εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών, αναγκάστηκε να υποχωρήσει με τους Γερμανούς να κυριεύουν τμήμα της πόλης. Με όσα πυρομαχικά του απέμεναν, ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε αντεπίθεση, αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να οχυρωθούν σε ένα σχολείο. Έμειναν εκεί ολόκληρη τη νύχτα, κάνοντας μικρές επιδρομές τριγύρω και συλλαμβάνοντας κατοίκους μέσα στα σπίτια τους. Πρωί Τετάρτης, 8 του Μάρτη, έστησαν στην πλατεία της περιοχής τους πέντε που είχαν συλληφθεί την προηγούμενη Κυριακή και τους εκτέλεσαν. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες αποχώρησαν την ίδια μέρα, έχοντας μαζί τους και τριακόσιους κατοίκους της Κοκκινιάς. Τους έστειλαν στο στρατόπεδο, στο Χαϊδάρι. Οι 37 από αυτούς εκτελέστηκαν.

Στην ματωμένη Καισαριανή

Ήταν 25 Μάρτη του 1944 και συνεργεία της ΕΠΟΝ είχαν ξεχυθεί στην πόλη κι έκαναν έρανο. Ένα από αυτά, τρεις ΕΠΟΝίτες και δυο ΕΛΑΣίτες που, από μακριά, τους πρόσεχαν, κινιόταν στην οδό Παπαδιαμαντοπούλου, στα Ιλίσια. Κάποια στιγμή, οι ΕΠΟΝίτες βρέθηκαν «φάτσα με φάτσα» με τον «λοχαγό των ευζώνων», Κωνσταντίνο Μανωλάκο, τον οποίο συνόδευαν η γυναίκα του και η κόρη του. Ο λοχαγός τους ακινητοποίησε, σημαδεύοντάς τους με το πιστόλι του και, με το βλέμμα του, αναζήτησε πιθανές ενισχύσεις. Τότε, ο ένας από τους δυο άνδρες του ΕΛΑΣ, που πρόσεχαν τους ΕΠΟΝίτες, πλησίασε γοργά και σκότωσε τον Μανωλάκο. Η ομάδα σκόρπισε πριν οι περίοικοι να καταλάβουν, τι έγινε.

Έντεκα μέρες αργότερα, ξημερώματα 5 Απρίλη, Γερμανοί και ταγματασφαλίτες, έστησαν επτά κρεμάλες στα δέντρα της μικρής πλατείας Ολυμπιονίκη Σκαρλάτου, κοντά στο σημείο της εκτέλεσης του λοχαγού. Στις πέντε από αυτές, κρέμασαν από έναν άνδρα, ενώ στις άλλες δυο έβαλαν πινακίδες: «Γεώργιος Σιδέρης - τον περιμένει η κρεμάλα» έγραφε η μια, «Αθανάσιος Νικολαΐδης - τον περιμένει η κρεμάλα» έγραφε η άλλη.

Η ανακοίνωση, που τοιχοκολλήθηκε, ανέφερε:

«Ως Αντίποινα δια την κατά την 25.3.44 εν Αθήναις (Αμπελόκηποι) κατά του λοχαγού των ευζώνων Κωνσταντίνου Μανωλάκου υπό κομμουνιστών διαπραχθείσαν δολοφονίαν, διέταξα τον απαγχονισμόν εις τον τόπον του εγκλήματος των κάτωθι ιθυνόντων κομμουνιστών:

Αχιλλ. Πλατυμέση, γεν. 1907, ΚΚΕ αξιωματούχου.

Επαμεινώνδα Βαμπούλη γεν. 1918. ΚΚΕ, ρήτορος και αρχηγού προπαγάνδας.

Ευαγγέλου Στεργίου, γεν. 1896, ΚΚΕ αξιωματούχου.

Βλάσση Αποστολάρη, γεν. 1923, ΕΑΜ γραμματέως ομάδος.

Βασιλείου Μπακοπούλου, γεν 1903, ΕΑΜ, γραμματέως ομάδος.

Αι κατά των ευζώνων γενόμεναι επιθέσεις θα τιμωρούνται εις το μέλλον κατά τον αυτόν τρόπον».

Την ανακοίνωση υπέγραφε ο «Ανώτατος αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας Ελλάδος», Βάλτερ Σιμάνα. Είχε διατάξει τα σώματα των πέντε να μείνουν κρεμασμένα τρεις μέρες, ώστε να παραδειγματιστούν οι Αθηναίοι. Ανέλαβε να τα φρουρεί ένας λόχος ταγματασφαλιτών, ώστε να εμποδιστούν οι όποιοι θα ήθελαν να τα κατεβάσουν.

Ήταν οι πρώτες κρεμάλες στην Αθήνα. Οι πέντε που κρεμάστηκαν και οι δυο που διέφυγαν, είχαν καταδοθεί από νοσοκόμο σε μπλόκο στο νοσοκομείο Συγγρού.

Στις 12 το μεσημέρι, στην πλατεία εκδηλώθηκε επίθεση ανδρών του ΕΛΑΣ, την οποία δεν μπόρεσαν να ανακόψουν οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες που έσπευσαν να ενισχύσουν τον λόχο των φρουρών. Δυο ταγματασφαλίτες σκοτώθηκαν. Οι Γερμανοί ανασυντάχθηκαν και θέλησαν να υπερφαλαγγίσουν τους ΕΛΑΣίτες αλλά εκείνοι υποχώρησαν προς την Καισαριανή, όπου δεν μπόρεσαν να μπουν οι επιτιθέμενοι. Οι σοροί των κρεμασμένων αποδόθηκαν στους δικούς τους το βράδυ της ίδιας μέρας.

Όμως, η ένοπλη παρέμβαση του ΕΛΑΣ ανησύχησε τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους κι αποφάσισαν να ελέγξουν την Καισαριανή. Θέλησαν να εγκαταστήσουν μόνιμα στο κέντρο της πόλης ένα λόχο των Ταγμάτων Ασφαλείας και δύναμη της Ειδικής Ασφάλειας420. Ως έδρα, επέλεξαν το κτίριο του άδειου εκείνο τον καιρό 1ου Δημοτικού Σχολείου Καισαριανής (του και «Βενιζέλου» ονομαζόμενου421).

Πρωί, 18 Απρίλη του 1944, ο ΕΛΑΣ πληροφορήθηκε την πρόθεση αυτή των Γερμανών και οργάνωσε μεγάλη διαδήλωση για να την αποτρέψει. Παρ' όλα αυτά, το βράδυ της ίδιας μέρας, στο κτίριο έφτασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις αξιωματικούς, δυο ταγματασφαλίτες και δυο Γερμανούς, που μπήκαν να δουν τους χώρους από κοντά. Οι κάτοικοι της Καισαριανής το έμαθαν και πραγματοποίησαν νέα διαδήλωση, έξω από το σχολείο. Οι επισκέπτες είδαν ότι ήθελαν κι αποχώρησαν.

Νύχτα, 18 Απρίλη, ΕΛΑΣίτες υπονόμευσαν τη σκάλα του σχολείου με δυναμίτη, με πρόθεση να ανατινάξουν το κτίριο. Καθώς τα εκρηκτικά δεν επαρκούσαν, η έκρηξη έκανε μικρή ζημιά αλλά ακούστηκε τρομακτική. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες υπέθεσαν ότι είχε υπονομευτεί ολόκληρο το κτίριο, οπότε ματαίωσαν την εκεί εγκατάσταση των ανδρών τους. Αποφάσισαν, όμως, να εισβάλουν στην Καισαριανή και να εξοντώσουν τους αντιστασιακούς.

Μεσημέρι Παρασκευής, 21 Απρίλη του 1944, Γερμανοί, ταγματασφαλίτες και μηχανοκίνητα της αστυνομίας (οι λεγόμενοι «μπουραντάδες»422) εισέβαλαν στην πόλη και τις γειτονικές συνοικίες. Ο ΕΛΑΣ τους περίμενε. Ακολούθησε σφοδρή μάχη. Γύρω στις 5.30 το απόγευμα, οι ΕΛΑΣίτες βρίσκονταν στα όριά τους, καθώς τους τέλειωναν και τα πολεμοφόδια. Νύχτωνε, όμως, και οι εισβολείς φοβήθηκαν το σκοτάδι. Αποχώρησαν νικημένοι, έχοντας μαζί τους πέντε αιχμαλώτους (ο ένας, βαριά τραυματισμένος). Οι τέσσερις εκτελέστηκαν στου Γουδή. Οι ΕΛΑΣίτες είχαν επτά νεκρούς. Ο ΕΛΑΣ υπολόγισε ότι οι εισβολείς είχαν 27 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ως το τέλος της κατοχής, Γερμανός ή ταγματασφαλίτης δεν πάτησε στην Καισαριανή.

Πέντε μέρες αργότερα (28 Απρίλη), 8 το πρωί, μικρή δύναμη Γερμανών, μηχανοκίνητα της αστυνομίας και πολλοί ταγματασφαλίτες, συνολικά γύρω στους 200 άνδρες, εισέβαλαν στην συνοικία του Υμηττού και περικύκλωσαν ένα σπιτάκι. Είχαν σωστές πληροφορίες ότι εκεί υπήρχε αποθήκη όπλων του ΕΛΑΣ. Εκείνη την ώρα, έτυχε να βρίσκονται εκεί τρεις ΕΠΟΝίτες (Δημήτρης Αυγέρης, Κωνσταντίνος Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης). Οι εισβολείς αγνοούσαν με πόσους είχαν να κάνουν. Τους κάλεσαν να παραδοθούν. Οι τρεις απάντησαν με πυροβολισμούς. Ξεκίνησε μεγάλη μάχη που κράτησε επτά ώρες, ώσπου ο Δημήτρης Αυγέρης, τελευταίος αμυνόμενος, έκανε έξοδο κι έπεσε κι αυτός νεκρός. Οι εισβολείς μετρούσαν πολλούς νεκρούς. Διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι, ουσιαστικά, είχαν να κάνουν με τρία παιδιά. Μάζεψαν όσον από τον οπλισμό δεν είχαν προλάβει να καταστρέψουν οι υπερασπιστές, μαζί με τις σορούς τους και τις σορούς των δικών τους νεκρών, κι αποχώρησαν. Χάρη σε ένα ποίημα της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη (που έγραψε και τον «Ύμνο του ΕΛΑΣ») το σπιτάκι έμεινε στην Ιστορία ως «Κάστρο του Υμηττού».

Προπαραμονή της επίθεσης στον Υμηττό (26 Απρίλη του 1944), πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε. Την παραμονή (27 Απρίλη), μια διμοιρία του ΕΛΑΣ σκότωσε, στους Μολάους της Λακωνίας, τον Γερμανό υποστράτηγο Φραντς Κρεχ (Franz Krech), διοικητή της 41ης μεραρχίας οχυρών, καθώς και τέσσερα μέλη της συνοδείας του. Πέντε ακόμα Γερμανοί τραυματίστηκαν. Το ΕΑΜ διέδωσε ότι εκτελεστές ήταν άνδρες της Γκεστάπο, επειδή, τάχα, συνεργαζόταν με τον στρατηγό Κράιπε και οι δυο τους ανήκαν στην αντιχιτλερική οργάνωση «Ελεύθεροι Γερμανοί». Γνωστοποίησε και γράμμα του, με το οποίο, τάχα, καλούσε τους Γερμανούς στρατιώτες να λιποτακτήσουν.

Για αντίποινα στην εκτέλεση του Κρεχ, ο αρχηγός της χωροφυλακής στην Πελοπόννησο και οργανωτής των εκεί Ταγμάτων Ασφαλείας, Διονύσιος Παπαδόγγονας (1888 - 1944), με δική του πρωτοβουλία, σκότωσε εκατό αντιστασιακούς ή ύποπτους ως κομμουνιστές423.

Στην Αθήνα, οι Γερμανοί ανάγγειλαν (30 Απρίλη) ότι, για αντίποινα, την επομένη (Πρωτομαγιά του 1944) θα εκτελούσαν διακόσιους κομμουνιστές και όσους άνδρες «θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων».

Ήδη, από τον Σεπτέμβρη του 1943, στο Χαϊδάρι424, λειτουργούσε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο οποίο είχαν μεταφερθεί και όλοι οι φυλακισμένοι κομμουνιστές της Ακροναυπλίας. Πρωί της Πρωτομαγιάς, ο διοικητής του στρατοπέδου ξεχώρισε 135 Ακροναυπλιώτες και 65 άλλους κρατούμενους. Ανάμεσά τους (ο αριθμός 71) ήταν ο γερμανομαθής Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο διοικητής προσπάθησε να τον αντικαταστήσει με άλλον. Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε. Με δέκα φορτηγά, οι μελλοθάνατοι στάλθηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Έχοντας αποδεχτεί ότι πάνε για εκτέλεση, έγραφαν αποχαιρετιστήρια σημειώματα και τα πετούσαν στον δρόμο, μήπως και φτάσουν στους δικούς τους.

Στην Καισαριανή, τους κατέβαζαν από το φορτηγό, είκοσι κάθε φορά, και τους έστηναν στον τοίχο. Ένα οπλοπολυβόλο τους θέριζε. Οι επόμενοι είκοσι έπρεπε πρώτα να μεταφέρουν στο φορτηγό τα αιμόφυρτα σώματα των προηγούμενων είκοσι κι έπειτα να στηθούν στον τοίχο. Ο Σουκατζίδης εκτελέστηκε με την τελευταία φουρνιά, επειδή τον χρειάζονταν ως διερμηνέα. Ως τις 10 το πρωί, και οι διακόσιοι ήταν νεκροί. Μεταφέρθηκαν στο Γ' Νεκροταφείο και θάφτηκαν σε ατομικούς τάφους.

Το «ολοκαύτωμα της Καλλιθέας» και η Ηλέκτρα

Καλοκαίρι του 1944, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης κάλεσε τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας, αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, και του εκμυστηρεύτηκε ότι οι Γερμανοί του ζητούσαν να στείλει 100.000 Έλληνες στην Γερμανία, για να δουλέψουν στα εκεί εργοστάσια. Ανέθεσε τη σύλληψη των ομήρων στους ταγματασφαλίτες. Σύμφωνα με ομολογία του ίδιου του Πλυτζανόπουλου, σχηματίστηκε «κοινό επιτελείο» από τον ίδιο, τον Γεώργιο Γρίβα (της οργάνωσης Χ), τον Μπουραντά κι έναν Γερμανό ταγματάρχη.

Ήταν 23 Ιουλίου του 1944, όταν γερμανικές δυνάμεις, μηχανοκίνητα της αστυνομίας καθώς και ταγματασφαλίτες αποπειράθηκαν εκκαθαριστική επιχείρηση ενάντια στον ΕΛΑΣ, ώστε, μετά, να μαζέψουν ομήρους: Ξεκίνησε από το Δουργούτι (σήμερα, στον Νέο Κόσμο), αποκρούστηκε από τους άνδρες του ΕΛΑΣ, συνεχίστηκε στην συνοικία Φάρος (στην Άνω Ν, Σμύρνη) κι απλώθηκε σε ολόκληρη την Άνω Νέα Σμύρνη για να αποκρουστεί κι από εκεί. Οι εισβολείς πέρασαν τη λεωφόρο Συγγρού και μπήκαν στην Καλλιθέα. Οι ΕΛΑΣίτες τους περίμεναν και τους έτρεψαν σε φυγή.

Ξαναγύρισαν το επόμενο ξημέρωμα, Δευτέρα, 24 Ιουλίου, ενισχυμένοι και με άνδρες των SS, συνολικά 1.500 άτομα. Κύκλωσαν την Καλλιθέα αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με δυνάμεις του ΕΛΑΣ που έσπευσαν και από γειτονικές περιοχές. Ξέσπασε αιματηρή μάχη.

Στην αυλή του 2ου Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας, κοιμούνταν καμιά δεκαπενταριά νεαροί ΕΠΟΝίτες. Με τους πρώτους πυροβολισμούς, ξύπνησαν και σκόρπισαν. Οι τρεις πρόλαβαν κι έφυγαν. Δυο συνελήφθησαν κι εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι δέκα κατάφεραν να φτάσουν σε ένα σπιτάκι, στον αριθμό 10 της οδού Μπιζανίου (ένα μικρό στενό). Οι εισβολείς τους κύκλωσαν, έστησαν πολυβόλα στις γύρω ταράτσες κι άρχισαν να γαζώνουν το μικρό σπίτι. Οι δέκα νεαροί απάντησαν. Στο σπίτι, όμως, ζούσαν δυο γυναίκες χήρες και τρία παιδάκια (ή, κατ' άλλους, μια χήρα και δυο παιδιά), που ξαφνικά βρέθηκαν στο κέντρο της μάχης. Ένας από τους ΕΠΟΝίτες ύψωσε λευκή σημαία. Οι πολιορκητές σταμάτησαν να πυροβολούν, πιστεύοντας ότι ήθελαν να παραδοθούν. Ο ΕΠΟΝίτης βγήκε έξω συνοδεύοντας τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι πολιορκητές πήραν τους άμαχους αλλά σκότωσαν τον νεαρό με τη λευκή σημαία.

Η μάχη συνεχίστηκε επί πέντε ώρες, ώσπου οι πολιορκημένοι ξέμειναν από πυρομαχικά. Αυτοκτόνησαν για να μην αιχμαλωτιστούν. Οι ΕΛΑΣίτες, τελικά, απέκρουσαν τους εισβολείς και τους εξανάγκασαν να αποχωρήσουν από την Καλλιθέα άπρακτοι. Το σπιτάκι έμεινε να θυμίζει το «ολοκαύτωμα της οδού Μπιζανίου».

Δυο μέρες αργότερα, 26 Ιουλίου του 1944, το πτώμα μιας γυναίκας βρέθηκε πεταμένο έξω από το ξενοδοχείο «Κρυστάλ», όπου στεγαζόταν το ανακριτικό τμήμα της Ειδικής Ασφάλειας. Μεταφέρθηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία. Η νεκροψία αποκάλυψε φοβερά βασανιστήρια: Είχε δαρθεί άγρια με μαστίγιο, με βούρδουλα, με αλυσίδα και με συρματόπλεγμα, είχε κρεμαστεί από τις μασχάλες, είχε υποστεί εγκαύματα από αναμμένο τσιγάρο και είχε καμένα τα μαλλιά της καθώς και κάθε τριχωτό σημείο του σώματός της425. Η σήμανση διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τη «σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ’ αριθ. 59953» Ηλέκτρα Αποστόλου. Την επομένη, 27 Ιουλίου, το πτώμα ξαναπετάχτηκε στον δρόμο.

Μικρότερη αδελφή του Λευτέρη Αποστόλου (1903 - 1981), εκπρόσωπου του ΚΚΕ κατά την ίδρυση του ΕΑΜ426, η γεννημένη το 1912 Ηλέκτρα δραστηριοποιήθηκε από νεαρή ηλικία στις οργανώσεις του ΚΚΕ. Στα 1939, έγκυος στην κόρη της, Αγνή, πιάστηκε για μια ακόμα φορά από τη μεταξική δικτατορία και στάλθηκε εξορία στην Ανάφη (γέννησε στην διάρκεια της μεταγωγής της). Από την Ανάφη, Σεπτέμβρη του 1942, μεταφέρθηκε, μαζί με την τότε τρίχρονη κόρη της, σε αθηναϊκό νοσοκομείο. Μπόρεσε να δραπετεύσει από το Τμήμα Μεταγωγών και πέρασε στην Αντίσταση: Έγινε υπεύθυνη της και φεμινιστικής οργάνωσης «Λεύτερη Νέα», προσπαθώντας να πείσει τις γυναίκες, εκτός από την ελευθερία, να αγωνιστούν και για τα κοινωνικά τους δικαιώματα. Φλεβάρη του 1943, η «Λεύτερη Νέα» εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Η αντιστασιακή δράση της Ηλέκτρας άφησε εποχή. Όμως, πρωί της Τρίτης, 25 Ιουλίου (1944), κι ενώ βάδιζε στην οδό Γ' Σεπτεμβρίου, κάποιος από τους παλιούς δεσμοφύλακές της την αναγνώρισε. Η Ηλέκτρα οδηγήθηκε στην Ειδική Ασφάλεια. Την επόμενη μέρα ήταν νεκρή. Η ΟΠΛΑ ανέλαβε να την εκδικηθεί: Όπου τα μέλη της εντόπιζαν συνεργάτες των Γερμανών, τους εκτελούσαν. Στα πτώματά τους καρφίτσωναν χαρτάκια με την ένδειξη «Ηλέκτρα 1», «Ηλέκτρα 2», «Ηλέκτρα 3» κ.λπ.

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε:

«Ηλέκτρα μας.

Η ώρα της λευτεριάς έφτασε, μα συ δε λείπεις.

Είναι τ' όνομά σου γραμμένο πλάι - πλάι

στ' όνομα της λευτεριάς

το αίμα σου μέσα στις φλέβες μας, η καρδιά σου

στην καρδιά μας».

Το μπλόκο της Κοκκινιάς

Από την 1η Αυγούστου του 1944, με καθημερινά μπλόκα των ταγματασφαλιτών, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να εξουδετερώσει τις αντιστασιακές οργανώσεις, κυρίως το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που ουσιαστικά έλεγχε την πρωτεύουσα. Την 1η του μήνα, αποπειράθηκαν να μπουν στον Βύρωνα και στην Καισαριανή. Αποκρούστηκαν από τον ΕΛΑΣ κι αποχώρησαν, μετρώντας γύρω στους εβδομήντα νεκρούς. Φεύγοντας, έκαψαν δέκα παράγκες και συνέλαβαν διακόσια άτομα, τα οποία έστειλαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στις 3, προσπάθησαν στον Νέο Κόσμο. Μετά από δίωρη μάχη, αποχώρησαν άπρακτοι. Στις 7 Αυγούστου, ξαναπροσπάθησαν στον Βύρωνα. Αυτή την φορά, ο ΕΛΑΣ είχε να κάνει με Γερμανούς. Στη μάχη, που ακολούθησε, ο ΕΛΑΣ είχε δυο νεκρούς και οι Γερμανοί έναν. Οι ΕΛΑΣίτες απομακρύνθηκαν και οι εισβολείς πραγματοποίησαν μπλόκο στην πλατεία Αγίου Λαζάρου της περιοχής. Κουκουλοφόροι καταδότες υπέδειξαν δέκα από τους συγκεντρωμένους. Τους έστησαν στον τοίχο και τους σκότωσαν. Αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους 487 ομήρους.

Ήταν γύρω στις 3, ξημερώματα 17 Αυγούστου του 1944, όταν δύναμη από 2.500 Γερμανούς, Έλληνες ταγματασφαλίτες και «μπουραντάδες» εισέβαλαν από διάφορα σημεία και κύκλωσαν την Κοκκινιά. Επικεφαλής των εισβολέων ήταν ο αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, Ιωάννης Πλυτζανόπουλος. Στις 6 το πρωί, οι κάτοικοι ξύπνησαν από τα μεγάφωνα των ταγματασφαλιτών: Καλούσαν τους άνδρες από 14 ως 60 χρόνων να παρουσιαστούν στην κεντρική πλατεία της Οσίας Ξένης «για έλεγχο», διευκρινίζοντας ότι θα εκτελούσαν επί τόπου, όποιον δεν πειθαρχούσε και παρέμενε στο σπίτι του.

Λίγες ώρες αργότερα, περίπου 20.000 Κοκκινιώτες είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία. Τους ανάγκασαν να χωριστούν ανά πέντε άτομα και να γονατίσουν. Στη συνέχεια, κουκουλοφόροι καταδότες άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους και, αμίλητοι, να δείχνουν κάποιους από τους άνδρες, κομμουνιστές αντιστασιακούς υποτίθεται. Όσοι υποδεικνύονταν, μεταφέρονταν στο προαύλιο ενός εγκαταλειμμένου ταπητουργείου, όπου Γερμανοί τους εκτελούσαν. Έμεινε να λέγεται «η μάντρα της Κοκκινιάς». Εκτελέστηκαν εκεί 72 άνδρες, νέοι στην πλειοψηφία τους, και τρεις γυναίκες (οι δυο από αυτές ήταν οι ΕΛΑΣίτισσες Διαμάντω Κουμπάκη και Αθηνά Μαύρου), παρ' όλο που το μπλόκο αφορούσε μόνον άνδρες. Οι Γερμανοί έδωσαν εντολή στους κουκουλοφόρους να πάρουν από τα πτώματα ό,τι θεωρούσαν πως είχε αξία (ρολόγια, δαχτυλίδια κ.λπ.). Την ώρα που οι κουκουλοφόροι μάζευαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε σε κάθε πτώμα, οι Γερμανοί τους σκότωσαν.

Σε άλλα σημεία της Κοκκινιάς, δίνονταν μάχες ανάμεσα σε άνδρες του ΕΛΑΣ και εισβολείς που σκότωναν, όποιον έβρισκαν μπροστά τους, κι έκαιγαν «σπίτια κομμουνιστών». Συνολικά, σκοτώθηκαν 315 Κοκκινιώτες και πυρπολήθηκαν πάνω από ογδόντα σπίτια. Κι άλλοι 8.000 μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου κι από εκεί, οι περισσότεροι, στάλθηκαν στην Γερμανία (πέθαναν εκεί οι 1.200 από αυτούς).

Την ίδια εκείνη μέρα, 17 Αυγούστου του 1944, οι «παπαγιώργηδες»427 έστησαν μπλόκα στο Παγκράτι και άρχισαν να ελέγχουν, όσους τύχαινε να περνούν από εκεί. Ομάδα ΕΛΑΣιτών τους επιτέθηκε και τους ανάγκασε να αποχωρήσουν, αφού έκαψαν πέντε καταστήματα στην Καισαριανή.

Το επόμενο πρωί (18 Αυγούστου), δυο «μπουραντάδες» κι ένας ταγματασφαλίτης, όλοι με πολιτικά, μπήκαν στην Καισαριανή. Οι ΕΛΑΣίτες τους πήραν είδηση. Άρχισε μάχη. Σύντομα, κατέφθασαν ενισχύσεις από ταγματασφαλίτες, άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και του μηχανοκίνητου με επικεφαλής τον αρχηγό τους, Ν. Μπουραντά. Οι ΕΛΑΣίτες υποχώρησαν προς τον Υμηττό. Οι εισβολείς έστησαν μπλόκο και συνέλαβαν 35 άτομα, από τα οποία εκτέλεσαν τα εννέα. Μόλις αποχώρησαν, ομάδα της ΟΠΛΑ συνέλαβε δυο ταγματασφαλίτες και την αδελφή του ενός και τους εκτέλεσαν στην πλατεία, στο σημείο που είχαν σκοτωθεί οι εννέα. Η οικογένεια Παπαγεωργίου ξεπαστρεύτηκε: Στις 2 Σεπτέμβρη, η ΟΠΛΑ εκτέλεσε τον αρχηγό της, Νίκο Παπαγεωργίου, και ως τις 12 Δεκέμβρη τους υπόλοιπους.

Είχε προηγηθεί μπλόκο στην Καλλιθέα (28 Αυγούστου), όταν οι Γερμανοί κύκλωσαν τον δήμο και κάλεσαν όλους τους άνδρες, 14 ως 65 χρόνων, να παρουσιαστούν στο γήπεδο. Εκεί, ένας κουκουλοφόρους υπέδειξε όποιον γνώριζε ότι ανήκε στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Εκτελέστηκαν στο γήπεδο 22 άνδρες κι άλλοι οκτώ στους δρόμους της Καλλιθέας. Την ίδια μέρα, οι Γερμανοί λεηλάτησαν και στη συνέχεια έκαψαν σαράντα σπίτια στην περιοχή των Παλαιών Σφαγείων (ανάμεσα στο Κουκάκι και τα Πετράλωνα).

Αλληλομαχαιρώματα

Ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) υπήρξε η δεύτερη μετά τον ΕΑΜ - ΕΛΑΣ σε δράση αντιστασιακή οργάνωση. Δημιουργήθηκε στις 9 Σεπτέμβρη του 1941, στην Αθήνα, από τον απόστρατο συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα (1881 - 1957) και άλλους βενιζελικούς και ιδεολογικά κινιόταν, αρχικά, στον χώρο της αβασίλευτης δημοκρατίας. Όμως, από το καλοκαίρι του 1943, με τον Ζέρβα να κινείται στην Δυτική Ελλάδα, στον ΕΔΕΣ της Αθήνας δημιουργήθηκαν δυο αντίπαλες τάσεις. Η μια από τις τάσεις αυτές δούλευε για την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές428. Η αντίπαλη τάση εργαζόταν ενάντια στην πρώτη, με απώτερο σκοπό την διάλυση των αντιστασιακών οργανώσεων, την καταπολέμηση του ΕΑΜ και τη μεταπολεμική εγκαθίδρυση μοναρχίας στην Ελλάδα429: Από τα τέλη του 1943, ήρθε σε επαφή με την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και λάβαινε χρηματική ενίσχυση από τους Γερμανούς. Ήταν 21 Σεπτέμβρη του 1943, όταν ο ΕΔΕΣ κατάγγειλε την προδοτική συμπεριφορά του ενός από τα δυο σκέλη του στην Αθήνα. Οι καταγγελθέντες απάντησαν με λίστες προγραφών. Μια απόπειρα δολοφονίας του αντιστασιακού Ελευθέριου Δέπου, που ορίστηκε γραμματέας της οργάνωσης στην θέση γερμανόφιλου ΕΔΕΣίτη, ξεκίνησε την αιματηρή αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο τάσεις: Στις 4 Νοέμβρη (του 1943), δολοφονήθηκε από ΕΔΕΣίτες που έφεραν διακριτικά του ΕΛΑΣ ο Δημήτριος Γιαννακόπουλος, υπέρμαχος της συνεργασίας ΕΑΜ και ΕΔΕΣ (η ΟΠΛΑ κατάγγειλε το γεγονός και υποσχέθηκε εκδίκηση). Ακολούθησε απόπειρα δολοφονίας του αντιστασιακού ΕΔΕΣίτη, δημοσιογράφου και εκδότη της παράνομης «Δημοκρατικής Σημαίας» (τον κατέδωσαν στους Γερμανούς, που τον συνέλαβαν στις 7 Απρίλη του 1944 και, 7 Σεπτέμβρη, τον εκτέλεσαν στο Χαϊδάρι). Τον Μάρτη του 1944, καταδόθηκε στους Γερμανούς ο δημοσιογράφος και εκδότης του παράνομου «Ελληνικού Αγώνα» Ιωάννης Πετιμεζάς που φυλακίστηκε (δεν πρόλαβαν να τον εκτελέσουν), όπως και ο Ιωάννης Ματσούκας κ.λπ. Κατά τον Γερμανό ιστορικό, Χάγκεν Φλάισερ, η διοίκηση της Ε' στρατιάς επαίνεσε «την καλή συνεργασία της ηγεσίας του ΕΔΕΣ Αθηνών με τις γερμανικές αρχές». Τέλη του 1943, ο «αντιστασιακός» ΕΔΕΣ της Αθήνας, ουσιαστικά, έπαψε να υπάρχει. Με παρότρυνση των Άγγλων, Γενάρη του 1944, ο Ναπολέων Ζέρβας αποκήρυξε τον ΕΔΕΣ της Αθήνας.

Την ημέρα που δολοφονήθηκε ο ο Γιαννακόπουλος (4 Νοέμβρη του 1943), ο Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος, εκπροσωπώντας τον προδοτικό ΕΔΕΣ, μετείχε σε μια σύσκεψη που οργάνωσαν ο Νεοζηλανδός, τότε λοχίας, Ντον Σκοτ, και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας της κατοχικής κυβέρνησης, Δ. Σειραγάκης, με σκοπό την δημιουργία αντιΕΑΜικής συμμαχίας. Στη σύσκεψη μετείχαν και εκπρόσωποι της Χ, της Εθνικής Δράσης και άλλων αντικομμουνιστικών οργανώσεων. Ο σκοπός δεν ευοδώθηκε, ενώ η σύσκεψη καταγγέλθηκε από το ΕΑΜ. Τελικά, ο Παπαθανασόπουλος ανέλαβε διοικητής Τάγματος Ασφαλείας στην Εύβοια.

Η «Μπουμπουλίνα» και η «Υβόννη»

Γεννημένη το 1898 στην Λίμνη της Εύβοιας, η Ελένη (Λέλα) Μηνοπούλου, στους Βαλκανικούς πολέμους, έγινε εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη. Ένας από τους τραυματίες που περιέθαλψε, ήταν ο αξιωματικός Νικόλαος Καραγιάννης, με τον οποίο και παντρεύτηκε. Με τη λήξη των πολέμων, ο Καραγιάννης μετέφερε στην Αθήνα τις επαγγελματικές του δραστηριότητες (φαρμακεμπορία και αρωματοπωλείο). Το ζευγάρι απέκτησε επτά παιδιά.

Στις 10 Μάη του 1941, δυο βδομάδες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, η πια Λέλα Καραγιάννη δημιούργησε την αντιστασιακή οργάνωση «Μπουμπουλίνα» με πρώτα μέλη τον σύζυγο και τα παιδιά τους. Λίγο καιρό αργότερα, τα μέλη της οργάνωσης έφτασαν τα 140: Στήθηκε δίκτυο για την περίθαλψη και φυγάδευση Άγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών που είχαν ξεμείνει στην Ελλάδα και είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία. Κι ακόμα, οργάνωσε αποδράσεις από το στρατόπεδο Άγγλων αιχμαλώτων στην Κοκκινιά. Για τον σκοπό αυτόν, νοίκιασε τρία σπίτια κι αγόρασε ένα καΐκι (αργότερα, τα καΐκια έγιναν τρία), με το οποίο τους φυγάδευε στην Αίγυπτο. Φυγάδευσε και ογδόντα εβραίους, στην Τουρκία αυτούς.

Ένας Αυστραλός από τους πρώτους που περιέθαλψε (Τζον Ουίλσον), βγήκε στους δρόμους, τον Ιούνιο του 1941, μεθυσμένος. Τον συνέλαβε μια γερμανική περίπολος. Μέσα στο μεθύσι του, κατέδωσε τρία από τα παιδιά της Λέλας (Ιωάννα, Ηλέκτρα και Γιώργο). Τα συνέλαβαν, μαζί με τη μητέρα τους και τα έστειλαν στο ιταλικό στρατοδικείο. Όμως, όταν ο Αυστραλός ξεμέθυσε, αρνήθηκε την όποια σχέση με την οικογένεια Καραγιάννη. Μάνα και παιδιά αποφυλακίστηκαν.

Στην επιστροφή του από την Αίγυπτο, το καΐκι μετέφερε ασυρμάτους και υλικό για σαμποτάζ. Στήθηκε κατασκοπευτικό δίκτυο πληροφοριών που μεταδίδονταν στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ) και ξεκίνησαν σαμποτάζ. Ανάμεσα σε άλλα, η οργάνωση ανατίναξε τις αποθήκες καυσίμων στο αεροδρόμιο, στο Χασάνι (μετέπειτα αεροδρόμιο Ελληνικού).

Η δράση της Μπουμπουλίνας συνεχίστηκε απρόσκοπτα, στέλνοντας πολύτιμες πληροφορίες για τις κινήσεις των δυνάμεων κατοχής. Βοηθούσαν στο έργο της και αντιναζί κι αντιφασίστες, Γερμανοί και Ιταλοί, που υπηρετούσαν σε υπηρεσίες στην Αθήνα.

Στα 1944, η Λέλα ήρθε σε επαφή με την κατασκοπευτική οργάνωση «Υβόννη», του Ιωάννη Πελτέκη. Από την Αίγυπτο, ο Ιωάννης Πελτέκης (1904 - 1969) είχε έρθει στην Αθήνα τον Μάη του 1943 με αποστολή να αναδιοργανώσει κατασκοπευτικά δίκτυα που οι Γερμανοί είχαν εξαρθρώσει («Μίδας 614» του Ιωάννη Τσιγάντε, «Προμηθέας I και II» του Χαράλαμπου Κουτσογιαννόπουλου). Με το ψευδώνυμο «Απόλλων», δημιούργησε την «Υβόννη», η οποία εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη κατασκοπευτική οργάνωση, που διακρίθηκε και στα σαμποτάζ: Ανάμεσά τους, η καταστροφή 59 πολεμικών πλοίων, 27 ατμομηχανών και μιας αμαξοστοιχίας που μετέφερε πετρέλαιο. Η «Υβόννη» έφτασε να έχει περίπου επτακόσια ενεργά μέλη.

Ο συνεργάτης των Γερμανών, Γεώργιος Ριζόπουλος, πλησίασε τη Λέλα και της ζήτησε να μεσολαβήσει για μια συνάντηση του Βασίλειου Ντερτιλή (από τους αρχηγούς των Ταγμάτων Ασφαλείας) με τον «Απόλλωνα», καθώς οι ταγματασφαλίτες «θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά, αν και όταν οι Άγγλοι έκαναν απόβαση στην Ελλάδα». Το επόμενο βήμα του ήταν να την καταδώσει στους Γερμανούς. Συνελήφθησαν (11 Ιουλίου του 1944) γύρω στα εβδομήντα μέλη της «Υβόννης» αλλά και η Λέλα, που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Συνελήφθησαν και πέντε από τα παιδιά της, καθώς ο σύζυγός της, ο γιος τους, Γεώργιος, και η κόρη τους, Ελένη, πρόλαβαν να το σκάσουν.

Όλοι οι συλληφθέντες βασανίστηκαν άγρια κι έπειτα στάλθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Ήταν 8 Σεπτέμβρη του 1944, όταν η Λέλα, άλλες έξι γυναίκες κι εξήντα άνδρες στήθηκαν στον τοίχο και εκτελέστηκαν. Την επομένη, τα πέντε παιδιά της αφέθηκαν ελεύθερα.

Οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτώβρη του 1944. Πριν να φύγουν (στις 29 Σεπτέμβρη του 1944), εκτέλεσαν 69 (κατ' άλλους εκατό ή 150) αθώους κατοίκους του Αιγάλεω.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

401. Ο Γιώργος Σεφέρης, στα «χειρόγραφα Σεπτέμβρη 1941» σημείωσε: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».

402. Υπουργός Παιδείας από τον Νοέμβρη του 1938 ήταν ο ίδιος ο Μεταξάς.

403. Οι Ταναγραίες κόρες ήταν περίφημα γυναικεία αγαλματάκια από τερακότα (με ύψος από 15 μέχρι 30 εκατοστά) που αρχικά δημιούργησαν γλύπτες από την αρχαία Τανάγρα (στην Βοιωτία). Οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι τους έφερναν γούρι.

404. Φημισμένη κρήνη της Αθήνας, κατασκευάστηκε τον ΣΤ’ π. Χ. αιώνα.

405. Βλ. κεφάλαιο 10, «ο Σωκράτης και το κώνειο».

406. Η πληροφορία για την αυτοκτονία του Έλληνα φρουρού ελέγχεται ως αστικός μύθος.

407. Δυο εβδομάδες αργότερα, ο Πλυτάς παραιτήθηκε από δήμαρχος. Οι Ιταλοί του ζήτησαν να μείνει στο αξίωμα, αρνήθηκε και παύτηκε οριστικά από την κυβέρνηση Τσολάκογλου με το ΝΔ 132/6-6-1941. Στην συνέχεια, έγινε συνιδρυτής της κατασκοπευτικής οργάνωσης Ε.Μ.Ε. (Ελευθέρα Μεγάλη Ελλάς).

408. Σε εφαρμογή της εντολής αυτής, δυο Γερμανοί στρατιώτες χαιρέτησαν και στάθηκαν προσοχή, όταν βρέθηκαν μπροστά σε έναν Έλληνα λοχία που μεταφερόταν στο νοσοκομείο τραυματισμένος.

409. Ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, με τηλεγράφημά του, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου αλλά όλα είχαν τελειώσει.

410. Μη αντέχοντας να ζήσει την κατοχή της χώρας από τους Γερμανούς, η Πηνελόπη Δέλτα είχε πιει δηλητήριο στις 27 Απρίλη. Κατέληξε στις 2 Μάη του 1941.

411. Η «Εθνική Ένωσις Ελλάς» ήταν η πρώτη φασιστική οργάνωση στην Ελλάδα με πλούσια αντικομμουνιστική και τρομοκρατική δράση. Ιδρύθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη και διαλύθηκε όταν ο Μεταξάς επέβαλε δικτατορία, καθώς τα μέλη της εντάχθηκαν στην ΕΟΝ αλλά ανασυστάθηκε το καλοκαίρι του 1941 με έδρα στην οδό Σίνα 8.

412. Η ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση) δημιουργήθηκε από φιλοναζί, με την κατάκτηση της χώρας από τους Γερμανούς και διατηρούσε κεντρικά γραφεία στην γωνία των οδών Πατησίων και Γλάδτωνος.

413. Στεφάνη: Χωριό στις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας, τα πρώην Κρώρα. Ανήκει στον δήμο Τανάγρας (στην Βοιωτία).

414. Βλ. κεφάλαιο 1, «Η πάλη για την Αθήνα».

415. Η ανακοίνωση δημοσιεύτηκε και στο «Ελεύθερον Βήμα» της Πρωτομαγιάς του 1941, μαζί με εκτενές ρεπορτάζ για την υποστολή της σβάστικας ως έργο «ανόητων οργάνων της ξένης προπαγάνδας».

416. Το Γ' Ψήφισμα είναι απόφαση της Βουλής, στις 8 Ιουνίου του 1946, δυο μήνες μετά την έναρξη του εμφύλιου πολέμου: «Όστις θέλων να απόσπαση εν μέρος της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια συνώμοσεν εντός του κράτους ή συνεννοήθη με ξένους ή διήγειρε στάσιν ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας, ή μετέσχεν είς αυτάς, τιμωρείται με θάνατον».

417. Εκπρόσωπος του ΚΚΕ ήταν ο Λευτέρης Αποστόλου, του Σοσιαλιστικού ο Χρήστος Χωμενίδης, της Λαϊκής Δημοκρατίας ο Ηλίας Τσιριμώκος και του Αγροτικού ο Απόστολος Βογιατζής.

418. Οι αριθμοί αμφισβητήθηκαν από το ΕΑΜ.

419. Ιδρύθηκε στις 23 Φλεβάρη του 1943, έχοντας επικεφαλής τον Πέτρο Ανταίο (Σταύρο Γιαννακόπουλο), εμπνευστή της οργάνωσης «Φιλική Εταιρεία Νέων» και γραμματέα της ΕΑΜ Ν.

420. Η Ειδική Ασφάλεια είχε δημιουργηθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου του 1928 ως τμήμα της χωροφυλακής, με έργο την καταπολέμηση του κομμουνισμού, σε εφαρμογή των διατάξεων του «ιδιώνυμου». Στα 1943, αναβαθμίστηκε και στελεχώθηκε με αντικομμουνιστές της Αθήνας ή μέλη οργανώσεων της επαρχίας που είχε διαλύσει ο ΕΛΑΣ αλλά και από μέλη του υποκόσμου.

421. Το σχολείο κτίστηκε το 1929 με δωρεά της Έλενας Βενιζέλου.

422. Ο Νικόλαος Μπουραντάς (1900 - 1981) ήταν αρχηγός του μηχανοκίνητου της αστυνομίας, από όταν ιδρύθηκε (το 1939, επί Μεταξά), και διαβόητος για την αντικομμουνιστική του δράση και τη συνεργασία του με δυνάμεις κατοχής. Εξ ου και οι άνδρες του αποκαλούνταν «μπουραντάδες».

423. Για την δράση του, ο Παπαδόγγονας έλαβε συγχαρητήρια επιστολή από τον ίδιο τον Χίτλερ. Στα Δεκεμβριανά, σκοτώθηκε στου Γουδή.

424. Στον ένα χρόνο που λειτούργησε το στρατόπεδο Χαϊδαρίου εκτελέστηκαν περισσότεροι από 1.800 κρατούμενοι. Ανάμεσά τους, 30 γυναίκες, 104 ανάπηροι πολέμου, 190 φοιτητές και 40 μαθητές.

425. Ολόκληρη η ιατροδικαστική έκθεση δημοσιεύεται στις ιστοσελίδες https://www.imerodromos.gr/hlektra/ και https://www.rizospastis.gr/story.do?id=888709.

426. Βλ. και σημείωση αρ. 417.

427. «Παπαγιώργηδες» ονομάζονταν τα μέλη μιας ένοπλης ομάδας «Χ» στο Παγκράτι. Είχαν επικεφαλής τους τα τέσσερα αδέρφια, στρατιωτικούς, της οικογένειας Παπαγεωργίου (που κατοικούσε στην περιοχή). Η συμμορία αριθμούσε γύρω στα είκοσι με τριάντα άτομα που τρομοκρατούσαν τη συνοικία, συνελάμβαναν υπόπτους, έκαναν ανακρίσεις και παρέδιδαν στους κατακτητές, όσους θεωρούσαν ότι ήταν κομμουνιστές.

428. Εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του Ζέρβα και ηγέτης της τάσης αυτής ήταν ο Ηλίας Ματσούκας.

429. Επικεφαλής της αντίπαλης τάσης του ΕΔΕΣ στην Αθήνα ήταν ο δικηγόρος Ηλίας Σταματόπουλος και οι συνταγματάρχες Απόστολος Παπαγεωργίου και Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος.

(τελευταία επεξεργασία, 6 Δεκεμβρίου 2020)

Επικοινωνήστε μαζί μας