Η πλάση όλη ήταν γεμάτη από θεϊκές παρέες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους, χαίρονταν την ζωή και τον έρωτα ή κυνηγιόνταν σε δάση, βουνά και λαγκάδια. Ήταν οι Σάτυροι, οι Σιληνοί, οι Νύμφες και οι Ωκεανίδες. Σάτυροι και Σιληνοί συγχέονταν και
ταυτίζονταν, ώσπου κάποιος τους χώρισε με κριτήριο την ηλικία: Σάτυροι οι νεαροί, Σιληνοί οι ηλικιωμένοι. Με δυο αλογίσια πόδια κι αφτιά, γένια και σγουρά μαλλιά και προτεταμένο τον φαλλό, ήταν πάντα έτοιμοι να σμίξουν ερωτικά με νύμφες αλλά και με όμορφες θνητές. Την Δαναΐδα Αμυμώνη έστρωσε ένας Σάτυρος στο κυνήγι, όταν ο πατέρας τους, Δαναός, έστειλε αυτήν και τις αδελφές της να βρουν πηγές στον Αργολικό κάμπο. Πολλοί πιστεύουν ότι συγγενικές με αυτούς μορφές ήταν και οι Πάνες που τελικά λατρεύτηκαν ως ένας θεός, ο μέγας Πάνας, διαφορετικός σε κάθε τόπο.
Μητέρα των Σάτυρων ήταν μια από τις κόρες του Φορωνέα, η ίδια που γέννησε και τις νύμφες, ενώ μια άλλη εκδοχή τους ήθελε να κατάγονται από τα γαϊδούρια και τα μουλάρια των νησιών του Αιγαίου. Αρχικά, ζούσαν σε ομάδες, ανεξάρτητοι και ελεύθεροι. Μετά, συνδέθηκαν με τον Διόνυσο ως ακολουθία του. Στο ενδιάμεσο, υπήρξαν βοσκοί του Απόλλωνα και δούλοι των Κυκλώπων, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που δρούσαν και ατομικά ως ένας Σιληνός, ένας Σάτυρος.
Από νύμφες υπήρχε ολόκληρος λαός. Ξεχώριζαν ανάλογα με το πού πρόσφεραν την προστασία τους (βουνά, πηγές, ποτάμια κ.λπ.). Μόνιμος ερωτικός στόχος των Σιληνών και των Σατύρων, συχνά ερωτεύονταν θνητούς. Η Καλυψώ ήταν μια από αυτές, ερωτευμένη με τον Οδυσσέα που τον κρατούσε για καιρό αιχμάλωτό της. Πολλές από αυτές είχαν πατέρα τους τον Δία. Άλλες (οι Μελίες) γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού που έσταξε στη Γη, όταν τον ευνούχισε ο Κρόνος. Πολλές είναι κόρες ποταμών. Νύμφες χωριστές ήταν και οι 3.000 Ωκεανίδες, κόρες του Ωκεανού και της Τηθής. Τρεις από αυτές, η Διώνη, η Μήτη και η Ευρυνόμη, έγιναν κατά σειρά οι τρεις πρώτες γυναίκες του Δία, πριν να παντρευτεί την Ήρα.
(τελευταία επεξεργασία, 30 Οκτωβρίου 2020)