Πανέμορφος γιος του βασιλιά της Τροίας, Λαομέδοντα, και της Στρυμώς, κόρης του Σκάμανδρου ποταμού, και αδελφός του Πριάμου ήταν ο νεαρός Τιθωνός (από τη λέξη «τιτώ» που σημαίνει «ημέρα»). Τον είδε η Ηώς (η Αυγή) και τον ερωτεύτηκε. Κατά τον Ευριπίδη, στις «Τρωάδες», ανέβηκε σε ένα χρυσό άρμα με τέσσερα άλογα, στολισμένο με αστέρια, κι όρμησε κατά τα μέρη της Τροίας. Βρήκε τον Τιθωνό αμέριμνο και τον άρπαξε. Τον εγκατέστησε στο παλάτι της, στην άκρη του Ωκεανού, και κάθε βράδυ πλάγιαζε μαζί του. Από το κοινό τους κρεβάτι σηκωνόταν κάθε ξημέρωμα η Ηώς για να ασκήσει τα καθημερινά της καθήκοντα. Ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του, ώστε παρακάλεσε τον Δία να τον κάνει αθάνατο, να τον έχει κοντά της αιώνια.
Ο Δίας της έκανε το χατίρι αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και η Ηώς διαπίστωσε ότι η παράκλησή της ήταν μισή: Έπρεπε, μαζί με την αθανασία, να είχε ζητήσει και να μείνει ο Τιθωνός αιώνια νέος, κάτι που η ίδια ξέχασε και ο αγαπημένος της άρχισε να πληρώνει. Τα μαλλιά του άσπρισαν, η δύναμή του χάθηκε, γερνούσε, ζάρωνε και γινόταν ανήμπορος. Η Ηώς του παραστάθηκε. Έπαψε πια να πηγαίνει στο κοινό τους κρεβάτι αλλά τον περιποιόταν σαν να είχε να κάνει με ένα μωρό παιδί. Η αιώνια ζωή είχε καταντήσει μαρτύριο για τον Τιθωνό. Κι όλο και πιο πολύ ζάρωνε. Η Ηώς τον λυπήθηκε. Τον μεταμόρφωσε σε τζιτζίκι και κάθε καλοκαίρι καθόταν και άκουγε την φωνή του.
Παιδιά τους η Ηώς και ο Τιθωνός απέκτησαν τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα. Ο πρώτος έγινε βασιλιάς των Αιθιόπων αλλά σκοτώθηκε από τον Ηρακλή, όταν προσπάθησε να τον εμποδίσει να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων. Στον θρόνο των Αιθιόπων της Ανατολής ο Ηρακλής εγκατέστησε τον Μέμνονα, πανέμορφο όπως και ο πατέρας του.
(τελευταία επεξεργασία, 1 Μαρτίου 2022)