Μέσα στον γενικό χαμό, ο Μενέλαος άνοιγε δρόμο με το σπαθί του και προχωρούσε στα διαμερίσματα του παλατιού, αναζητώντας την Ελένη του. Πλάι του πολεμούσε ο Οδυσσέας. Οι δυο τους έφτασαν ως τις κάμαρες του Δηίφοβου. Ένα ανθρώπινο τείχος τους εμπόδιζε να προχωρήσουν. Οι εκεί Τρώες υπερασπίζονταν με σθένος τον διάδοχο του θρόνου. Έπεσαν ως τον τελευταίο. Έπεσε και ο Δηίφοβος. Από το σπαθί του Μενέλαου αυτός.
Ο Ατρείδης όρμησε στον κοιτώνα με γυμνό σπαθί. Είχε έρθει η ώρα της εκδίκησης. Η άπιστη θα πλήρωνε την απιστία της με την ίδια τη ζωή της. Θα πλήρωνε και για όλα τα δεινά που οι Αχαιοί είχαν υποστεί για χάρη της. Είχε σωστά είκοσι χρόνια να την δει, αφότου το έσκασε με τον Πάρη, και το μόνο που τον ένοιαζε εκείνη την ώρα ήταν να τη σφάξει με τα ίδια του τα χέρια.
Η Ελένη τον περίμενε όρθια, αμίλητη, πανέμορφη όπως παλιά, σαν ο χρόνος να μην την είχε σημαδέψει με το πέρασμά του. Ο Μενέλαος χίμηξε εναντίον της. Η Ελένη έκανε μια μόνο κίνηση: Έλυσε τον χιτώνα της κι άφησε το στήθος της να γυμνωθεί. Δεν την έλεγαν άδικα Ωραία Ελένη. Ο Μενέλαος θαμπώθηκε. Το σπαθί αφέθηκε να πέσει στο πάτωμα. Το χέρι της εκδίκησης έγινε χέρι αγκαλιάς. Μέσα σε μια και μόνη στιγμή, ο εκδικητής έγινε σύζυγος εραστής. Πια, μέλημά του ήταν το πώς θα την οδηγούσε με ασφάλεια στο πλοίο.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Ελένη σώθηκε επειδή είχε καταφύγει σε ιερό της Αφροδίτης. Ο γλύπτης της μετόπης του Παρθενώνα την προτιμούσε ικέτισσα σε άγαλμα της Αθηνάς, ενώ τον Μενέλαο συγκρατούσαν η Αφροδίτη και ο Έρωτας. Άλλος ποιητής ήθελε τους Αχαιούς αποφασισμένους να την λιθοβολήσουν. Ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν τις προθέσεις τους όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την ομορφιά της.
Στην τραγωδία «Τρωάδες», ο Ευριπίδης βάζει τον Μενέλαο να δίνει εντολή στην Ελένη (στ. 1039 – 1041, μετάφραση Αθ. Παπαχαρίση):
«Πήγαινε σ’ εκείνους που θα σε λιθοβολήσουν και τ’ ατέλειωτα τα βάσανα των Αχαιών πλήρωσέ τα με θάνατο που θα σε βρει σ’ ελάχιστες στιγμές. Έτσι θα μάθεις να μη ντροπιάζεις εμένα».
Οι ικεσίες της Ελένης τον μετέπεισαν. Την έστειλε στο πλοίο του, τάχα ότι θα την τιμωρούσε όταν επέστρεφαν στη Σπάρτη.
(τελευταία επεξεργασία, 28 Μαρτίου 2022)