Έρχεται ο γέρο βοσκός φορτωμένος τρόφιμα. Δείχνει κλαμένος. Πέρασε από τον τάφο του Αγαμέμνονα, είδε τούφα αφιερωμένη στο νεκρό, είδε σφαγμένο πρόβατο προσφορά, σίγουρα είναι του Ορέστη δουλειές όλα αυτά. Ο μικρός γύρισε! Να η μπούκλα που βρήκε, ίδια με της Ηλέκτρας τα μαλλιά είναι. Η Ηλέκτρα βέβαια δεν πιστεύει στις ομοιότητες. Όμως, ο γέρος είναι βέβαιος. Ο Ορέστης γύρισε.
Από την καλύβα βγαίνουν οι καλεσμένοι. Ο γέρος κοιτάζει επίμονα τον ένα και, δείχνοντας το σημάδι πάνω από το φρύδι του, τον αναγνωρίζει: Είναι ο Ορέστης. Το σημάδι υπάρχει απ’ όταν ήταν μικρός, τότε που κυνηγούσε ένα ελάφι, έπεσε και χτύπησε. Παραδέχεται ο Ορέστης ότι όντως είναι αυτός. Τα δυο αδέλφια σφιχταγκαλιάζονται.
Είναι η μεγάλη ευκαιρία για την εκδίκηση καθώς ο Αίγισθος βρίσκεται κάπου εκεί γύρω για να κάνει κάποια θυσία. Ο Ορέστης δεν έχει παρά να πάει να τον βρει. Είναι βέβαιο ότι ο Αίγισθος θα θελήσει να τον καλέσει στο γεύμα που ακολουθεί την θυσία. Ας βρει τότε τρόπο αυτός να τον σκοτώσει. Μετά, ο γέρος θα πάει στο ανάκτορο να πει στην Κλυταιμνήστρα ότι η κόρη της γέννησε μωρό εδώ και δέκα μέρες. Θα έρθει αυτή αμέσως γα την καθιερωμένη θυσία. Κάτι τέτοια η βασίλισσα που ζει ντροπιασμένα με τον εραστή της τα τηρεί. Μπορούν λοιπόν να τη σκοτώσουν.
Φεύγουν ο Ορέστης, ο Πυλάδης κι ο γέρος. Ο χορός τραγουδά για το χρυσόμαλλο αρνί που με μπαμπεσιά άρπαξε ο πατέρας του Αίγισθου, Θυέστης, από τον Ατρέα κι έκανε τον Δία να διατάξει τον Ήλιο να βγει από τη Δύση, καθώς δεν εγκρίνει τις ατιμίες. Είναι κάτι που η Κλυταιμνήστρα δεν σκέφτηκε, όταν έσφαζε τον άνδρα της.
Οι κραυγές από τα χωράφια δηλώνουν ότι κάτι κακό συνέβη εκεί. Η Ηλέκτρα πνίγεται στην αγωνία. Θα αυτοκτονήσει, αν σκοτώθηκε ο αδελφός της. Όμως, όχι. Ένας κήρυκας έρχεται να αναγγείλει τον θάνατο του Αίγισθου. Ο Ορέστης θριάμβευσε. Ο χορός καλεί την Ηλέκτρα να χορέψει μαζί του. Η Ηλέκτρα πάει να φέρει στολίδια να στεφανώσει τον αδελφό της. Όταν αυτός έρχεται μαζί με τον Πυλάδη, τους φορά στεφάνια και κοσμήματα. Δούλοι μεταφέρουν το πτώμα του Αίγισθου. Ο Ορέστης τους διατάζει να το αποθέσουν στα πόδια της Ηλέκτρας. Είναι δικό της. Η Ηλέκτρα το καταριέται. Με τη συμβουλή του Ορέστη, το πτώμα του Αίγισθου μεταφέρεται μέσα στην καλύβα, να μην το δει η Κλυταιμνήστρα, αν είναι να φανεί.
Όντως έρχεται το βασιλικό άρμα. Ο Ορέστης δειλιάζει. «Ω Απόλλωνα, παράλογο χρησμό μου έδωσες», λέει. Η Ηλέκτρα του φωνάζει να συνέλθει. Είναι χρέος του να εκδικηθεί την φόνισσα κι ας είναι μάνα τους. Με βαριά καρδιά, ο Ορέστης μπαίνει στην καλύβα να κρυφτεί. Ο Πυλάδης τον ακολουθεί.
Ο χορός υποδέχεται την Κλυταιμνήστρα και σπεύδει να την βοηθήσει να κατέβει από το άρμα. Σπεύδει και η Ηλέκτρα. Η Κλυταιμνήστρα δεν έχει την ανάγκη τους. Θα τη βοηθήσουν οι σκλάβες της, Τρωαδίτισσες που έφερε μαζί του ο Αγαμέμνονας, όταν γύρισε από την Τροία. Η Ηλέκτρα απαντά: «Σκλάβα είμαι κι εγώ». Μάνα και κόρη ανοίγουν διάλογο γεμάτο αιχμές αλλά και διαφωτιστικό για όσα προηγήθηκαν. Στο τέλος, η Κλυταιμνήστρα δηλώνει ότι πήγε εκεί για τη θυσία και μπαίνει στην καλύβα. Η Ηλέκτρα συμπληρώνει: «Θα προσφέρεις στους θεούς την θυσία που πρέπει». Μπαίνει πίσω της.
Ο χορός θυμάται τις κραυγές του Αγαμέμνονα, όταν τον σκότωναν, και περιμένει ν’ ακούσει παρόμοιες, βέβαιος για την τύχη που περιμένει την Κλυταιμνήστρα. Από την καλύβα ακούεται η φωνή της να παρακαλά τα παιδιά της να μη τη σκοτώσουν. Ο χορός διαπιστώνει ότι οι θεοί δικάζουν την ώρα που πρέπει.
Μέσα στα αίματα και με τον τρόμο στα μάτια και στις κινήσεις τους βγαίνουν από την καλύβα οι μητροκτόνοι. Τους συγκλονίζει η φρίκη για το έγκλημά τους. Φαίνονται τα πτώματα του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας. Ο Ορέστης έχει μετανιώσει: «Γέννησες παιδιά για να σε σφάξουν», λέει. Και η Ηλέκτρα έχει μετανιώσει: «Αγαπημένη εσύ και μισημένη», ανακράζει. Ο χορός με φρίκη τραγουδά την κατάρα των Ατρειδών.
Από τον ουρανό κατεβαίνουν οι Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης, αδέλφια της νεκρής Κλυταιμνήστρας. Θεωρούν δίκαιη την τιμωρία της, αδίκημα τον φόνο της από τον Ορέστη. Κι αναγγέλλουν ότι θα έρθει η στιγμή της κάθαρσης.
(τελευταία επεξεργασία, 24 Απριλίου 2022)