Κατά τον Ι. Κακριδή, το όνομα Θρινακία παράγεται από το ουσιαστικό «θρίναξ», το γεωργικό εργαλείο που οι σύγχρονοι αποκαλούν τρικράνι και που χρησιμοποιείται στο ξεχώρισμα του σταριού από το πίτουρο (όπως και το δίκρανο). Οπότε, Θρινακία σημαίνει το νησί με τις τρεις άκρες και, στην προκειμένη περίπτωση, η Σικελία. Κατ’ άλλους, η λέξη Θρινακία παράγεται από την Τρινακρία, το νησί με τα τρία ακρωτήρια, παλιό όνομα της Σικελίας, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης (Στ’ 2, 2). Σ’ αυτήν τοποθετούσε ο ποιητής της Οδύσσειας την φανταστική χώρα όπου έβοσκαν τα κοπάδια με τα βόδια του Ήλιου κι εκεί πλησίασε το πλοίο του Οδυσσέα, όταν ξέφυγε από τη Σκύλλα και την Χάρυβδη.
Καθώς οι φωνές των βοδιών και ο θόρυβος από το ποδοβολητό τους έφταναν ως το πλοίο, ο Οδυσσέας πρότεινε να παρακάμψουν τη χώρα και να συνεχίσουν τον πλου τους, μη και γίνει καμιά στραβή και πειράξουν οι άντρες του κάποιο από τα ζωντανά. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως του το είχε ξεκόψει ο Τειρεσίας, θα πήγαιναν όλοι χαμένοι.
Με ηγέτη τον Ευρύλοχο, οι άντρες εναντιώθηκαν. Δεν είχαν όλοι την αντοχή του να μπορούν να συνεχίσουν το κουπί μέσα στη νύχτα, ενώ είχαν τη δυνατότητα να βγουν στο νησί, να φάνε και να κοιμηθούν και ξεκούραστοι το πρωί να αναχωρήσουν. Ο Οδυσσέας τους έβαλε να ορκιστούν ότι δεν θα πειράξουν κανένα από τα βόδια και τις αγελάδες του Ήλιου.
Άραξαν στο νησί, έφαγαν από τα τρόφιμα, με τα οποία τους είχε εφοδιάσει η Κίρκη, έκλαψαν για τους συντρόφους τους που χάθηκαν τροφή στη Σκύλλα κι αποκαμωμένοι έπεσαν για ύπνο. «Στην τρίτη βίγλα της νυχτιάς, τότες που τ’ άστρα γέρνουν», σηκώθηκε ανεμοζάλη και ξέσπασε άγρια φουρτούνα. Αδύνατο να φύγουν το πρωί. Αντίθετα, αναγκάστηκαν να σύρουν το πλοίο στην ακτή, να το προφυλάξουν. Ο Οδυσσέας συγκέντρωσε πάλι τους άντρες του και τους θύμισε ότι δεν έπρεπε να πειράξουν ζωντανό από τα κοπάδια του Ήλιου κι αν ήθελαν να φάνε, να έπαιρναν τροφές από αυτές που φυλάγονταν στο πλοίο τους. Θα καθυστερούσαν όσο να κοπάσει η καταιγίδα και θα έφευγαν μόλις γαλήνευε η θάλασσα.
Όμως, για ένα ολόκληρο μήνα φυσούσε άγριος νοτιάς και απαγορευτικός σιρόκος. Δεν είχαν την δυνατότητα να φύγουν, ενώ οι τροφές τέλειωναν. Ξεκίνησαν να ψαρεύουν και να κυνηγούν πουλιά. Στην απελπισία του, ο Οδυσσέας αποφάσισε να προχωρήσει στα ενδότερα και να βρει τόπο να παρακαλέσει τους θεούς να του φανερώσουν με ποιον τρόπο θα γυρίσουν στην Ιθάκη. Έφτασε σε κάποια απάνεμη γωνιά, έπλυνε τα χέρια του και προσευχήθηκε σε όλους τους θεούς του Ολύμπου. Αντί για απάντηση, τον έριξαν σε ύπνο βαθύ και γλυκό στην ερημιά.
(τελευταία επεξεργασία, 18 Μαΐου 2022)