Οδυσσέας και Τηλέμαχος

Είχε για καλά ξημερώσει, όταν ο Τηλέμαχος έφτασε στην καλύβα του Εύμαιου. Οι βοηθοί του χοιροβοσκού είχαν φύγει στις διάφορες δουλειές κι ο Τηλέμαχος τον βρήκε να κουβεντιάζει με τον τάχα ζητιάνο. Ο Εύμαιος έσπευσε να καλωσορίσει το βασιλόπουλο, ενώ ο ζητιάνος σηκώθηκε να του παραχωρήσει τη θέση του, την οποία ευγενικά ο νεοφερμένος αρνήθηκε. Ο Εύμαιος διηγήθηκε στον Τηλέμαχο, τι είχε προηγηθεί, και του πρότεινε να φιλοξενήσει τον ζητιάνο στο ανάκτορο. Ο νεαρός είχε αντιρρήσεις. Δε θα μπορούσε να τον προστατεύσει, αν οι μνηστήρες σκόπευαν να τον τυραννήσουν. Καλύτερα να έμενε στην καλύβα κι αυτός θα φρόντιζε να του στείλει ρούχα. Άλλωστε, άλλα απασχολούσαν τον Τηλέμαχο. Ζήτησε από τον Εύμαιο να πάει στο ανάκτορο, να ειδοποιήσει την μάνα του ότι γύρισε και να πει στην τροφό Ευρύκλεια να πάει στον παππού του, τον Λαέρτη, να πληροφορήσει κι αυτόν ότι επέστρεψε. Φυσικά, όλα αυτά, χωρίς να πάρουν είδηση οι μνηστήρες που τον ήθελαν νεκρό.

Όταν ο Τηλέμαχος και ο τάχα ζητιάνος Οδυσσέας έμειναν μόνοι, αθέατη από τον νεαρό, η θεά Αθηνά έκανε νόημα στον ήρωα να βγει έξω. Εκεί, η θεά του ξανάδωσε την κανονική μορφή του. Ο Οδυσσέας ξαναμπήκε στην καλύβα. Πια, δεν έμοιαζε με ανήμπορο γέρο κουρελή. Με μαύρα μαλλιά, δυνατός και ξανανιωμένος, έκανε τον Τηλέμαχο να πιστέψει πως είχε να κάνει με κάποιον θεό. Ο Οδυσσέας του φανερώθηκε, ποιος είναι, και του εξήγησε πως η Αθηνά είχε φροντίσει για τη μεταμόρφωσή του.

Πατέρας και γιος ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μετά, ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Τηλέμαχο να του πει για τους μνηστήρες. Σκόπευε οι δυο τους να τους ξεκάνουν. Ο νεαρός διαμαρτυρήθηκε. Πώς θα τα έβγαζαν πέρα, δυο αυτοί, πάνω από εκατό οι εχθροί τους; Ο Οδυσσέας θύμισε στον γιο του ότι είχαν συμμάχους τον Δία και την Αθηνά. Ο Τηλέμαχος συμφώνησε πως ναι, έτσι μπορούσαν να νικήσουν.

Οι εντολές του Οδυσσέα ήταν απλές. Ο Τηλέμαχος έπρεπε να πάει στο ανάκτορο πρώτος, ενώ ο ίδιος θα ακολουθούσε αργότερα με τη μορφή του ζητιάνου. Όσο κι αν οι μνηστήρες τον κακομεταχειρίζονταν και τον προσέβαλλαν, ο νεαρός δεν έπρεπε να επέμβει. Θα περίμενε το νεύμα του πατέρα του για να ξεκρεμάσει από τους τοίχους τα όπλα, εκτός από εκείνα που θα ήταν χρήσιμα στους ίδιους. Αν οι μνηστήρες απορούσαν, γιατί το κάνει, να τους απαντούσε ότι χρειάζονταν γυάλισμα κι ότι τα σήκωνε προληπτικά, να μη τα χρησιμοποιήσουν εκείνοι, έτσι που μεθοκοπούσαν, κι αλληλοσκοτώνονταν. Κι ακόμα, ο Τηλέμαχος δεν έπρεπε να πει σε κανένα για την επιστροφή του πατέρα του. Ούτε στον παππού του ούτε στον Εύμαιο ούτε στην ίδια την Πηνελόπη.

 

(τελευταία επεξεργασία, 5 Ιουνίου 2022)

Επικοινωνήστε μαζί μας