(Πληθυσμός 2011: 3,740)
Τα ιστορικά, γραφικά και ξακουστά Ζαγοροχώρια αποτελούν ένα δίκτυο 46 χωριών, που σκορπίζονται πάνω στα βουνά, βορειοανατολικά από τα Ιωάννινα. Η φυσική ομορφιά και η περίφημη αρχιτεκτονική τους συγκλονίζουν. Έλατα, πεύκα, οξιές, βελανιδιές, στολίζουν τις πλαγιές των βουνών. Συναρπαστική είναι η χαράδρα του Βίκου με 500 μ. ύψος και έκταση είκοσι χλμ. Πολλά από τα χωριά αποτελούν ιδιαίτερη πατρίδα εθνικών ευεργετών.
Στην πλατεία της Βίτσας δεσπόζει ο ηλικίας 600 χρόνων πλάτανος. Τα αρχοντικά είναι χτισμένα με την παλιά ζαγορίτικη αρχιτεκτονική. Το πέτρινο κατηφορικό σοκάκι οδηγεί στην είσοδο της χαράδρας του Βίκου όπου βρίσκεται το επίσης πέτρινο τοξωτό γεφύρι του Μίσιου.
Οι Κήποι είναι το πιο κεντρικό από τα χωριά. Μέσα ή σε μικρή απόσταση από αυτό υπάρχουν τα οχτώ πέτρινα γεφύρια του Μαυρομάτη. Δείγμα ζαγορίτικης αρχιτεκτονικής είναι το γεφύρι του Κόκκορη.
Το Κουκούλι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 850 μέτρων, δίπλα στη χαράδρα του Βίκου. Το στολίζουν λιθόκτιστα σπίτια, όμορφα αρχοντικά και πλακόστρωτοι δρόμοι. Η εκκλησία της Παναγίας με το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο της και τις όμορφες αγιογραφίες της χρονολογείται τον ΙΗ’ αιώνα.
Η Λάιστα είναι ένα καταπράσινο ορεινό χωριό με 100 κατοίκους. Την εκκλησία των Ταξιαρχών στολίζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο της.
Το Μονοδένδρι είναι χτισμένο στα 1.000 μέτρα. ΟΙ δρόμοι του είναι καλλιτεχνικά στρωμένοι με πέτρες. Δεσπόζει στην κοιλάδα του Βίκου. Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής ιδρύθηκε το 1412. Κρέμεται πάνω στη χαράδρα και διαθέτει μια καταπακτή απ’ την οποία διέφευγαν οι κυνηγημένοι από τον Αλή οπλαρχηγοί. Λένε ότι την είχε εγκαινιάσει ο Κατσαντώνης.
Το Τσεπέλοβο είναι η πατρίδα της Μαρίας Κοτοπούλη. Εκεί βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Ρογκοβού.
Η Αρίστη ξεδιπλώνεται δίπλα στον Βοϊδομάτη. Κοντά είναι το χωριό Βίκος απ’ όπου εύκολα μπορεί ο φυσιολάτρης να κατέβει στις πηγές. Λίγο πιο πέρα βρίσκονται το Μεγάλο και το Μικρό Πάπιγκο.
Στο ανατολικό Ζαγόρι προβάλλουν το Γρεβενίτι και η Βοβούσα, που κρατούν ακόμα τα γραφικά πανηγύρια τους.
Τηλέφωνα: Δήμος Κεντρικού Ζαγορίου 265.30.61.243.
Η ιστορία των Ζαχοροχωρίων
Ελεύθερη πολιτεία:
Σκόρπια λείψανα κυκλώπειων τειχών μαρτυρούν την πανάρχαια κατοίκηση στην περιοχή. Στα μετέπειτα χρόνια, η έκταση που σήμερα καλύπτεται από τα Ζαγοροχώρια ήταν μοιρασμένη στις χώρες Παρωραία, Παραναία και Τυμφαία. Το μοναστήρι στο Μονοδέντρι απηχεί και κάποια βυζαντινή κατοίκηση. Η ιστορία όμως της περιοχής ξεκινά από το 1430, όταν οι κάτοικοι 14 τότε χωριών, βορειοανατολικά των Ιωαννίνων, πρόσφεραν την εθελούσια υποταγή τους στον σουλτάνο Μουράτ και εισέπραξαν πλήθος προνόμια. Με κυριότερο το δικαίωμα στην αυτοδιοίκηση. Τα χωριά του δυτικού Ζαγορίου τα μιμήθηκαν και πρόσφεραν τη δική τους εθελούσια υποταγή στη βαλιδέ σουλτάνα (βασιλομήτορα) με αντάλλαγμα αντίστοιχα προνόμια. Αποτέλεσαν αυτόνομη επαρχία με έδρα το Πάπιγγο και γι’ αυτό Παπιγγινοί ονομάζονταν.
Τον IZ’ αιώνα, Ανατολικό και Δυτικό Ζαγόρι ενώθηκαν σε μια αυτόνομη κοινοτική ομοσπονδία με πια 46 χωριά και κάποτε περισσότερα. Ονομάστηκαν Ζαγόρι ή Κοινό των Ζαγορίων ή Βιλαέτι του Ζαγορίου. Κυβερνούσαν οι αρχοντικές οικογένειες σε μια τοπική αναβίωση του αρχαίου αριστοκρατικού πολιτεύματος. Χάρη στην επιρροή ισχυρών και πλούσιων εμπόρων που κατάγονταν από την περιοχή, τα προνόμια διατηρήθηκαν ως το 1868 οπότε καταργήθηκαν με διάταγμα της Υψηλής Πύλης.
Σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς, το οποίο απολάμβαναν, ίσχυαν τα εξής:
Η είσοδος μωαμεθανού στην περιοχή απαγορευόταν. Τα έγγραφα και οι διαταγές της τουρκικής διοίκησης κοινοποιούνταν στον βεκύλη, ο οποίος αντιπροσώπευε τα χωριά στην ανώτατη αρχή, στα Γιάννενα. Ο ίδιος συγκέντρωνε τον φόρο και τον απέδιδε στο τουρκικό «δημόσιο ταμείο» και δίκαζε τις διαφορές των χωριανών, πλην των ποινικών υποθέσεων που ανήκαν στην αρμοδιότητα των τουρκικών δικαστηρίων.
Με συνεισφορά όλων των κατοίκων, το Ζαγόρι διατηρούσε «πολιτοφυλακή» για την προστασία από τους ληστές. Επικεφαλής συνήθως ήταν κάποιος από τη Λάκα Σουλίου. Στη διάρκεια της θητείας του, ο βεκύλης έμενε στα Γιάννενα είτε σε ιδιόκτητο σπίτι είτε σε νοικιασμένο (το έλεγαν «επιστασία») και είχε δίπλα του ένα γραμματέα και ένα ταμία.
Τα προνόμια αυτά τα σεβάστηκαν όλοι οι σουλτάνοι, ενώ ο Αλή πασάς τα επαύξησε καθώς φοβόταν την επιρροή των Ζαγορίων στον σουλτάνο. Για παράδειγμα, γιατρός του Σελίμ Γ’ ήταν ο Μπρούζος από το Κοπέτσοβο του Ζαγορίου. Ο γιατρός καθώς και άλλοι κατάφεραν να αποσπάσουν φιρμάνι ότι το Ζαγόρι ήταν ουδέτερη περιοχή «σε καιρό ειρήνης ή πολέμου». Οι ίδιοι είχαν επίσης πετύχει να μειωθεί ο φόρος της περιοχής τους στο ελάχιστο.
Μπορεί ο βεκύλης να εκλεγόταν κάθε εξάμηνο, στην ουσία όμως ήταν ο ίδιος. Για εβδομήντα χρόνια, οι περισσότεροι προέρχονταν από την οικογένεια των Κοντοδημαίων που ζούσε στο χωριό Βραδέτο. Σε όλη της διάρκεια της θητείας του Αλή πασά στα Γιάννενα, γενικοί προεστοί υπήρξαν μόνο δύο: Ο Νούτσος Καραμεσσήνης και ο γιος του Αλέξης Νούτσος.
Ο Κατσαντώνης:
Στη στροφή του ΙΗ’ προς τον ΙΘ’ αιώνα, η μορφή του Κατσαντώνη κυριαρχούσε στα βουνά. Εξαιτίας του Αλή πασά, έχασε τους δικούς του και την περιουσία του και βγήκε κλέφτης στα απάτητα λημέρια. Ήταν πρωτοπαλίκαρο του Δίπλα αλλά στη συνέχεια (1800) αναγνωρίστηκε καπετάνιος με τον Δίπλα κάτω από αυτόν. Με τους δερβέναγες του Αλή πασά βρισκόταν σε διαρκή πόλεμο στην Αιτωλία, στην Ακαρνανία και στα Άγραφα.
Ο θρύλος τον έχει συνδέσει με το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, στο Μονοδέντρι. Από την καταπακτή της, λένε, διέφευγε όταν τον κυνηγούσαν, αν και το Ζαγόρι ήταν τόπος απαραβίαστος για τους Τουρκαλβανούς.
Στα 1806, τον καταδίωκε ο Αλβανός Βελή Γκέκας, από τους ευνοημένους αξιωματούχους του Αλή πασά και γενναίος πολεμιστής. Μονομάχησαν και ο Κατσαντώνης τον σκότωσε:
«Τρεις μπαταριές του έριξε, τη μια μεριά στην άλλη°
η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη ’ς το κεφάλι,
κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε ’ς την καρδιά του».
Ο Αλή πασάς έβαλε λυτούς και δεμένους να τον πιάσουν. Ο Κατσαντώνης ήταν άφαντος. Τον επόμενο χρόνο (1807), αρρώστησε από ευλογιά και κρύφτηκε στο Μοναστηράκι Ευρυτανίας με πέντε από τους συντρόφους του να τον φυλάνε. Κάποιος όμως τον κατέδωσε στον Γιουσούφ Αράπη που εισέβαλε στο κρησφύγετο με πολλούς οπλισμένους. Οι τέσσερις από τους συντρόφους του σκοτώθηκαν. Ο αδελφός του, Γιώργος Χασιώτης, τραυματίστηκε. Ο Κατσαντώνης πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον έσυραν στα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς του επεφύλαξε φρικτό θάνατο: Έβαλε κάποιον να του θρυμματίζει τα κόκαλα χτυπώντας τα με ένα σφυρί, ώσπου να πεθάνει.
Το «κράτος» στο Ζαγόρι:
Έχοντας τα μέσα στον σουλτάνο, οι κάτοικοι των Ζαγοροχωρίων ετοίμασαν φιλόδοξο σχέδιο με σκοπό να φτιάξουν κράτος τυπικά υποτελές στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στην ουσία ανεξάρτητο. Θα υπήρχε αρχιερέας με θρησκευτική και πολιτική εξουσία που θα είχε την έδρα του στο μοναστήρι Ρογγοβού, σε τοποθεσία από όλους προσιτή.
Ως πολιτικό και θρησκευτικό τους ηγέτη είχαν επιλέξει τον δάσκαλο του Γένους, Νεόφυτο Δούκα: Είχε γεννηθεί το 1760 στα Ζαχοροχώρια και νεαρός χειροτονήθηκε ιερέας, χωρίς να σταματήσει να σπουδάζει. Φοίτησε σε σχολές του Μετσόβου και του Βουκουρεστίου και, το 1815, έγινε σχολάρχης της «Αυθεντικής Σχολής» Βουκουρεστίου.
Δυο χρόνια αργότερα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί καθώς βρέθηκε στη δίνη συγκρούσεων για το γλωσσικό ζήτημα. Από το 1821, διέτρεχε την Τρανσυλβανία (περιοχή της Ρουμανίας στα σύνορα με την Ουγγαρία) προπαγανδίζοντας υπέρ της Ελληνικής επανάστασης. Με την απελευθέρωση, βρέθηκε να διδάσκει στην Αίγινα όπου τον εντόπισαν και του ανέθεσαν να αναλάβει πρώτος διευθυντής της Ριζάρειου σχολής. Έγραψε πάνω από εβδομήντα έργα, κυρίως ερμηνευτικά αρχαίων κειμένων, και συνέβαλε στην προαγωγή της ελληνικής παιδείας και εκπαίδευσης στα πρώτα βήματά της, τον ΙΘ’ αιώνα. Στα 1845, χρονιά του θανάτου του, η Βουλή εξέδωσε ψήφισμα, με το οποίο ο Νεόφυτος Δούκας εγγράφηκε στον πίνακα των ευεργετών του έθνους.
Ως υπουργός Δικαιοσύνης του κράτους προοριζόταν ο Χριστόδουλος Κλονάρης, επίσης από τα Ζαγόρια: Διετέλεσε πρόεδρος του Αρείου Πάγου, γερουσιαστής και υπουργός Δικαιοσύνης του Ελληνικού κράτους (1832) και εξέδωσε την «Εξάβιβλο» του Αρμενόπουλου (περίφημη σύνοψη της βυζαντινής νομοθεσίας που συνέγραψε ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος {1320 – 1383} και η οποία με ψήφισμα του Καποδίστρια, το 1828, ορίστηκε αστικός κώδικας της ελεύθερης Ελλάδα). Ο Κλονάρης πέθανε το 1848.
Οι οραματιστές των Ζαγορίων είχαν προβλέψει ακόμα και την ίδρυση πανεπιστημίου με πρώτο πρύτανη τον Γεώργιο Γεννάδιο (1786 – 1854): Ήταν λόγιος που είχε σπουδάσει ιατρική και φιλολογία, διηύθυνε την ελληνική σχολή της Οδησσού και, στα 1824, κατέβηκε στη μαχόμενη Ελλάδα για να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο Μεσολόγγι, παρών σε μια εξέγερση. Μίλησε στα πλήθη και κατάφερε να τον ακούσουν οι εξεγερμένοι και να διαλυθούν. Οργάνωσε το πρώτο σχολείο της Αίγινας, την πρώτη εθνική βιβλιοθήκη (Γεννάδιο την ονομάζουμε) και το Μουσείο. Δίδαξε στη Ριζάρειο και ήταν από τους πρώτους που ενδιαφέρθηκαν για τη μόρφωση των κοριτσιών, ιδρύοντας το Αρσάκειο, το 1846. Έγινε με χρήματα του, επίσης Ηπειρώτη, Απόστολου Αρσάκη (1792 – 1874) που πλούτισε στο Βουκουρέστι ως γιατρός κι έγινε βουλευτής και γραμματέας επικρατείας, επί ηγεμόνα Κούζα, στη Βλαχία. Ως επίσημο σκοπό του το Αρσάκειο είχε να δημιουργήσει μορφωμένες δασκάλες.
Από τα έργα του Γεώργιου Γεννάδιου, σπουδαιότερα είναι η «Στοιχειώδης εγκυκλοπαίδεια», η «Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας» και η «Ελληνική Γραμματεία».
Το κράτος του Ζαγορίου δεν περπάτησε τελικά, επειδή ο γιατρός του σουλτάνου, Μπρούζος, και οι λοιποί που το οραματίστηκαν, μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία κι άρχισαν να εργάζονται για τον γενικό ξεσηκωμό. Οι κινήσεις του Μπρούζου έκαναν τους ανθρώπους του σουλτάνου να τον υποπτευθούν. Τον συνέλαβαν και τον έριξαν στη φυλακή όπου και πέθανε.
Σχολειά, γεφύρια, προίκες:
Τα Ζαχοροχώρια αγκάλιασαν την αντισουλτανική κίνηση του Αλή πασά και τη στήριξαν. Αποτέλεσμα ήταν, μετά τον θάνατό του, η Υψηλή Πύλη να αρχίσει να τους αφαιρεί προνόμια. Στα 1868, τα κατάργησε εντελώς. Όσο όμως ίσχυαν, τα χωριά γνώρισαν μεγάλη ευημερία. Και επειδή οι κάτοικοί τους είχαν πρωτοφανή ελευθερία και διότι πολλοί από τα χωριά διέπρεπαν σε άλλους τόπους, κυρίως στη Ρουμανία, τη Βεσσαραβία και τη Ρωσία. Στα Ζαγοροχώρια έγιναν τα έξι πρώτα, μετά τα Γιάννενα, ανώτερα από το δημοτικό σχολεία (από το 1780). Και στο Κουκούλι δημιουργήθηκε ανώτερη σχολή. Στα 1841, οι αδελφοί Ριζάρη ίδρυσαν στο Μονοδέντρι το πρώτο παρθεναγωγείο. Στα 1844, χρηματοδότησαν την ίδρυση της Ριζαρείου ιερατικής σχολής.
Σε όλα τα χωριά, λειτουργούσαν κληροδοτήματα για τη συντήρηση σχολείων, την πληρωμή δασκάλων, την κατασκευή γεφυριών και την προικοδότηση φτωχών κοριτσιών. Οι άλλοι Ηπειρώτες αποκαλούσαν του κατοίκους του Ζαγορίου «καταφιανούς» (τσιγκούνηδες), επειδή αποταμίευαν τα χρήματά τους. Οπωσδήποτε, όλα αυτά τα κληροδοτήματα δημεύτηκαν από το ελληνικό κράτος, μετά την απελευθέρωση.
(Έθνος της Κυριακής, 2001 – 2002) (τελευταία επεξεργασία, 28.3.2010)