I. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1 (πόλη)

Κάτοικοι 484.000 (ο δήμος Θεσσαλονίκης το 2011: 322.240)

Η Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο κέντρο της Μακεδονίας. Το πυκνό συγκοινωνιακό της δίκτυο την ενώνει όχι μόνο με τις άλλες περιοχές της χώρας, αλλά και με τα εδάφη της άλλοτε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Βρίσκεται πάνω στην Εγνατία Οδό των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Η Εγνατία ήταν η μεγαλύτερη οδική αρτηρία της εποχής. Μέσω Θεσσαλονίκης και Δυρραχίου συνέδεε τη Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη.

Μνημείο που αποτελεί το σύμβολο της πόλης είναι ο Λευκός Πύργος. Υπολογίζεται ότι χτίστηκε τον IE’ αιώνα. Εκεί κατέληγε προς τα ανατολικά το τείχος της Θεσσαλονίκης. Αρχικά ονομαζόταν Πύργος των Λεόντων. Χρησιμοποιήθηκε για τις θανατικές εκτελέσεις και γι’ αυτό αποκλήθηκε Πύργος του Αίματος, Καντί Κουλέ στα τουρκικά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το δεσμωτήριο των βαρυποινιτών. Το Επταπύργιο ή Γιεντί Κουλέ είναι η ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Σε καλή κατάσταση σώζεται και το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο δημιουργός της σύγχρονης Τουρκίας.

Πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η πόλη είχε ένα έντονο ανατολίτικο χρώμα, με στενά σοκάκια, με σπίτια που τα χαρακτήριζαν οι καφασωτές και οι τζαμαρίες, με μιναρέδες σε κάθε τετράγωνο. Γύρω από τη σημερινή πλατεία Βαρδαρίου απλωνόταν ο Φραγκομαχαλάς. Ονομάστηκε έτσι γιατί εκεί βρίσκονταν τα σπίτια των πλουσίων και αξιωματούχων, Άγγλων, Γάλλων, Γερμανών, Αυστριακών. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική κυριαρχούσε και στην εβραϊκή συνοικία. Οι δύο αυτές συνοικίες ονομάζονταν Πύργοι, επειδή ακριβώς είχαν ψηλά, επιβλητικά σπίτια και επαύλεις.

Η Θεσσαλονίκη ήταν μια κοσμοπολίτικη πολιτεία. Εκεί συνέρρεαν κάθε προέλευσης ξένοι. Αποτελούσε επίσης διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συναντιόνταν ο ανατολίτικος και ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής.

Από παραπήγματα αποτελείτο κυρίως η παλιά Θεσσαλονίκη που κάηκε με την πυρκαγιά του Οκτωβρίου 1917. Σε μια έκταση 1,12 τ. χλμ. όλα τα σπίτια έγιναν στάχτη. Μπορεί η πυρκαγιά να ήταν συμφορά για τη φτωχολογιά. Όμως έγινε αφορμή να ξεπηδήσει μέσα από τις στάχτες η σημερινή σύγχρονη πόλη, η νύφη του Θερμαϊκού.

Τα σχέδια της σημερινής πόλης χάραξε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Εμπράρ. Βοηθοί του ήταν οι αρχιτέκτονες Ε. Μώσος, Κ. Κιτσίκης, Α. Ζάχος και οι πολιτικοί μηχανικοί Ι. Πλέιμπερ, Α. Γκίνης και Δελαδέτσιμας. Από τα περισσότερο αξιόλογα κτίρια που κατασκευάστηκαν μετά την καταστροφή είναι το Μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας και το Μέγαρο Δρόσου. Γεγονός είναι ότι το σχέδιο του Εμπράρ δεν τηρήθηκε πλήρως, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δρόμοι με καμπύλες και τεθλασμένες. Ακόμα και η παραλιακή λεωφόρος περιορίστηκε σε πλάτος 7 μέτρων, ενώ στον αρχικό σχεδιασμό προβλέπονταν 20 μέτρα.

Η πόλη διαθέτει όμορφα πάρκα. Περίφημο είναι το Σέιχ Σου (που μεταφράζεται Χίλια Δέντρα).

Στη Θεσσαλονίκη εδρεύει η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Ο επίσκοπός της έχει τον τίτλο του Εξάρχου πάσης Θετταλίας. Αποκαλείται όχι σεβασμιότατος όπως οι άλλοι ομότιτλοί τους, ούτε μακαριότατος όπως ο αρχιεπίσκοπος της Αθήνας, αλλά παναγιότατος όπως και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης.

Πολλές είναι οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης. Αρκετές από αυτές αποτελούν αξιόλογα βυζαντινά μνημεία. Το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της περιοχής είναι η Ροτόντα, ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι την είχαν μετατρέψει σε τζαμί. Ο ναός του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου, χτίστηκε στο σημείο όπου μαρτύρησε ο Άγιος τα χρόνια του διωγμού των Χριστιανών από τον Διοκλητιανό και τον Γαλέριο.

Άλλοι σπουδαίοι ναοί είναι της Θεοτόκου Αχειροποιήτου, της Αγίας Σοφίας, της Θεοτόκου Χαλδαίων, της Αγίας Αικατερίνης, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου Ορφανού, της Μεταμόρφωσης.

Πριν από τον πόλεμο, στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα. Εξοντώθηκε από τους ναζί. Για την εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη μιλά και κείμενο της Καινής Διαθήκης. Αναφέρει ότι στην εκεί συναγωγή ο Απόστολος Παύλος «επί τρία Σάββατα διελέγετο από των γραφών».

Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, η μεγαλύτερη εμπορική έκθεση στην Ελλάδα, λειτουργεί από το 1925. Τον πυρήνα της αποτέλεσε ένα μεγάλο εμπορικό πανηγύρι, που γινόταν από τον μεσαίωνα. Τα εγκαίνια της έκθεσης κάθε χρόνο αποτελούν το σημαντικό γεγονός της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου. Τις μέρες της λειτουργίας της, η πόλη παίρνει μια εορταστική όψη. Με την ευκαιρία, διοργανώνονται και εκδηλώσεις με γενικότερο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, όπως το κινηματογραφικό φεστιβάλ.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο εγκαινιάστηκε το 1962 με την ευκαιρία των εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης. Η νέα πτέρυγά του εγκαινιάστηκε το 1980. Εντυπωσιακά είναι και τα εκθέματα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, που θεμελιώθηκε το 1989 από την Μελίνα Μερκούρη, τότε υπουργό Πολιτισμού τότε, και εγκαινιάστηκε το 1994. Στο Μουσείο Αρχαίων Ελληνικών, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων εκτίθενται πάνω από 200 μουσικά όργανα από την εποχή του χαλκού μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα.

Τηλέφωνα: Αστυνομία 231.05.53.800, Τουριστική Αστυνομία 231.05.54.871, Άμεση Δράση 231.04.21.945, Τροχαία 231.05.51.118, Δήμος 231.02.383.21-9, Λιμεναρχείο 231.05.31.504, ΟΤΕ 231.02.36.599, Ταξί 231.02.14.841, 231.02.14.900, 231.02.14.980, 231.02.14.964, 231.05.51.525, 231.05.50.500, 231.05.11.855, Γενικό Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος 231.02.03.121, ΑΧΕΠΑ 231.09.93.111, Ιπποκράτειο 231.08.92.000, Κεντρικό 231.02.11.221, Άγιος Παύλος 231.04.93.400, Παπανικολάου 231.03.57.602, Θεαγένειο 231.08.29.212.

 

                                          Η ιστορία της πόλης Θεσσαλονίκης

 

Στα βήματα του πεπρωμένου:

Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Ασία, άφησε πίσω του τον Αντίπατρο να προσέχει την Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Όταν πέθανε, τον Ιούνιο του 323 π.Χ., ο στρατός ανακήρυξε διαδόχους του βασιλιάδες τον διανοητικά ανάπηρο Αριδαίο (γιο του Φιλίππου Β’ και αδελφό του Αλέξανδρου) ως Φίλιππο Γ’ και τον (ακόμα αγέννητο) γιο του Αλέξανδρου και της Ρωξάνης, ως Αλέξανδρο Δ’. Επίτροπος των βασιλέων ορίστηκε ο στρατηγός Κρατερός (έμπιστος φίλος του νεκρού).

Το απέραντο κράτος χωρίστηκε σε σατραπείες που ανέλαβαν να διοικούν, στο όνομα των βασιλιάδων, οι στρατηγοί του νεκρού στρατηλάτη:

Ο Περδίκκας ανέλαβε τη σατραπεία Βαβυλώνας και Ασίας, ο Πτολεμαίος την Αίγυπτο, ο Λυσίμαχος τη Θράκη και ο Αντίγονος την Μεγάλη Φρυγία (περιοχή της Μικράς Ασίας, από τον Άλυ ποταμό ως τον Έρμο). Ο Αντίπατρος κράτησε την Μακεδονία και την Ελλάδα, όπως είχε ορίσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι στρατηγοί Πολυπέρχων, Ευμένης και Σέλευκος δεν ανέλαβαν διοικήσεις.

Η επανάσταση που ξέσπασε στην Ελλάδα (Λαμιακός πόλεμος) οδήγησε τον Αντίπατρο να συνασπιστεί με τον Κρατερό για να την καταστείλει. Ο Κρατερός άφησε την Ασία κι έσπευσε στην Ελλάδα. Στη Βαβυλώνα, ο Περδίκκας έδιωξε την γυναίκα του παρ’ όλο που ήταν κόρη του Αντίπατρου, παντρεύτηκε την αδελφή του νεκρού Αλέξανδρου, Κλεοπάτρα, και διακήρυξε ότι αυτός είναι ο επίτροπος των βασιλέων. Ήταν φανερό το πού το πήγαινε, οπότε οι άλλοι συνασπίστηκαν εναντίον του.

Αντίπατρος, Κρατερός, Πτολεμαίος, Αντίγονος, Λυσίμαχος αποτέλεσαν το ένα μπλοκ των αντιπάλων. Περδίκκας και Ευμένης το άλλο. Ο Ευμένης τάχθηκε με τον Περδίκκα, πιστεύοντας ότι το απέραντο κράτος του νεκρού στρατηλάτη έπρεπε να μείνει αδιαίρετο και αδιάσπαστο. Στα 321 π.Χ., ο στρατός σκότωσε τον Περδίκκα και ο Ευμένης (σε μάχη) τον Κρατερό.

Οι επιζώντες, πλην του Ευμένη, στρατηγοί συναντήθηκαν για ανακατανομή των εδαφών. Ο Αντίπατρος κράτησε όσα είχε και ταυτόχρονα έγινε αυτός ο νέος επίτροπος των βασιλέων, κάτι σαν αντιβασιλιάς. Οι άλλοι επίσης κράτησαν όσα είχαν, ενώ ο Σέλευκος πήρε την Βαβυλώνα. Τα υπόλοιπα από τα εδάφη του Περδίκκα είχε κληρονομήσει ο (εχθρός τους) Ευμένης.

Ο Πτολεμαίος γύρισε στην Αίγυπτο, ο Σέλευκος πήγε στη Βαβυλώνα, ο Λυσίμαχος είχε προβλήματα με τους Οδρησούς στη Θράκη και ο Αντίγονος βάλθηκε να κυνηγά τον Ευμένη στην Ασία. Τον στρίμωξε στα Νώρα της Καππαδοκίας το 319 π.Χ. Τη χρονιά αυτή, πέθανε στη Μακεδονία ο Αντίπατρος. Πριν να πεθάνει, άφησε επίτροπο τον Πολυπέρχοντα που είχε αποκλειστεί από την πρώτη διανομή εδαφών. Έτσι όμως, έβγαλε από το παιχνίδι τον ίδιο του τον γιο, Κάσσανδρο, που υπηρετούσε ως χιλίαρχος τον Αντίγονο και υπομονετικά περίμενε τον πατέρα του να πεθάνει για να τον διαδεχτεί.

Ο Κάσσανδρος οργάνωσε συμμαχία με τον Λυσίμαχο, τον Πτολεμαίο και τον Αντίγονο ενάντια στον Πολυπέρχοντα. Ο Αντίγονος τελείωσε με τον Ευμένη (τον εκτέλεσε το 317 π.Χ.) κι ετοιμάστηκε να εισβάλει στη Θράκη, ενώ ο Κάσσανδρος προσεταιρίστηκε τους Αθηναίους και βάδιζε προς την Μακεδονία από τον Νότο.

Μοναδικό στήριγμα του Πολυπέρχοντα έμενε η χήρα του Φιλίππου Β’ και μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, με τα πιστά σε αυτήν στρατεύματα που έφθαναν από την Ήπειρο. Μέσα στον χαμό, η γυναίκα του διανοητικά ανάπηρου Φίλιππου Γ’ (του Αριδαίου), Ευρυδίκη, θέλησε να κάνει παιχνίδι. Αποπειράθηκε πραξικοπηματική κατάληψη του θρόνου. Πριν όμως από τη μάχη με τα στρατεύματα της Ολυμπιάδας, οι στρατιώτες της την εγκατέλειψαν. Η Ολυμπιάδα την πρόλαβε, την αιχμαλώτισε, εκτέλεσε κι αυτήν και τον Φίλιππο Γ’ και περιόρισε δραστικά τους μνηστήρες του θρόνου.

Στο διάστημα αυτό, ο Κάσσανδρος μπήκε στη Μακεδονία. Η Ολυμπιάδα οχυρώθηκε στην Πύδνα μαζί με τη Ρωξάνη, τον μικρούλη Αλέξανδρο Γ’ και την Θεσσαλονίκη, κόρη της πέμπτης γυναίκας του Φιλίππου, Νικησίπολης. Μετά από πολύμηνη πολιορκία, η Ολυμπιάδα αναγκάστηκε να παραδοθεί καθώς ο Κάσσανδρος εγγυήθηκε τη ζωή της (316 π.Χ.).

Γρήγορα, ο Κάσσανδρος πήρε την Πέλλα κι έγινε κυρίαρχος ολόκληρης της Μακεδονίας. Είχε στα χέρια του κι ολόκληρη την βασιλική οικογένεια του Αλεξάνδρου. Προκάλεσε συνέλευση των Μακεδόνων που καταδίκασε την Ολυμπιάδα σε θάνατο. Η Ολυμπιάδα εκτελέστηκε, ενώ η νύφη της, Ρωξάνη, και ο εγγονός της, Αλέξανδρος Δ’, βρέθηκαν σε «κατ’ οίκον» περιορισμό, στην Αμφίπολη, ώσπου να έρθει και γι’ αυτούς το πλήρωμα του χρόνου. Μετά, ο Κάσσανδρος παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγαλέξανδρου, Θεσσαλονίκη.

Ήταν ο νικητής. Για να γίνει και βασιλιάς, χρειαζόταν κάτι σπουδαίο. Το πιο δημοφιλές τρέχον «σπουδαίο» της εποχής ήταν η ίδρυση νέας πόλης. Έκτισε δύο: Μια, στην οποία έδωσε το όνομά του, την Κασσάνδρεια. Και μια δεύτερη, στην οποία έδωσε το όνομα της γυναίκας του, τη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη του προέκυψε να γίνει η Πρώτη.

 

Ο Κάσσανδρος βασιλιάς:

Στην Ασία, ο Αντίγονος δεν έμεινε ευχαριστημένος με ολόκληρη τη Μικρά Ασία και τα εδάφη ως την Περσία που κατείχε. Έδιωξε τον Σέλευκο από τη Βαβυλώνα και την έβαλε στον δικό του λογαριασμό. Ο Σέλευκος κατέφυγε στον Πτολεμαίο, στην Αίγυπτο.

Η παλιά συμμαχία ανασυστάθηκε ελαφρά τροποποιημένη: Πτολεμαίος, Σέλευκος, Λυσίμαχος, Κάσσανδρος από τη μια, Αντίγονος και Πολυπέρχων από την άλλη. Η νίκη του Πτολεμαίου σε μάχη με τον γιο του Αντίγονου, Δημήτριο (μετέπειτα Πολιορκητή), το 312 π.Χ., οδήγησε σε συμβιβασμό (311 π.Χ.) που όμως άφηνε απέξω τον Σέλευκο και τον Πολυπέρχοντα. Την ίδια χρονιά (311), δολοφονήθηκαν η Ρωξάνη και ο γιος της Αλέξανδρος Δ’, ανοίγοντας στον Κάσσανδρο τον δρόμο για τις εξελίξεις.

Στα 306 π.Χ., ο Αντίγονος και ο Δημήτριος αναγορεύτηκαν βασιλιάδες: Της Ασίας αλλά υπονοούσαν ολόκληρου του βασιλείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Πτολεμαίος απάντησε το 305 π.Χ., κάνοντας τον εαυτό του βασιλιά της Αιγύπτου. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Λυσίμαχος έγινε βασιλιάς της Θράκης, ο Σέλευκος της Δυτικής Ασίας την οποία είχε ξανακερδίσει κι ο Κάσσανδρος της Μακεδονίας. Το απέραντο βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε οριστικά σπάσει σε πέντε μικρότερα βασίλεια. Στα λόγια. Στην πράξη, αυτό έγινε στα 301 π.Χ., όταν, στη μάχη της Ιψού, ο Αντίγονος νικήθηκε κατά κράτος και σκοτώθηκε. Οι νικητές, Λυσίμαχος και Σέλευκος, μοιράστηκαν τα εδάφη του νεκρού, εκτός από κάποιες στρατηγικές θέσεις στην Ελλάδα που ακόμα κρατούσε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.

Στα 301 π.Χ. όμως, ο Κάσσανδρος είχε πίσω του πέντε χρόνια επίσημης βασιλείας στη Μακεδονία, ενώ η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 15 χρόνια ύπαρξης.

 

Στη σκιά των γεγονότων:

Στους 26 φθάνουν οι οικισμοί που συνεισέφεραν το ανθρώπινο δυναμικό τους για να κτιστεί η Θεσσαλονίκη στη θέση της αρχαίας Θέρμης, από την οποία πήρε το όνομά του ο Θερμαϊκός. Η πόλη τειχίστηκε, λαμπρύνθηκε με κτίρια, φρουρήθηκε από μικρή μόνιμη στρατιωτική δύναμη κι αφέθηκε να αναπτυχθεί και να γίνει το κύριο λιμάνι της Μακεδονίας. Πρωτεύουσα, για καιρό, παρέμεινε η Πέλλα.

Ο Κάσσανδρος πέθανε το 298 π.Χ. και η δυναμική χήρα του, Θεσσαλονίκη, ανέλαβε τα ηνία του βασιλείου ως επίτροπος των γιων της Φίλιππου, Αντίπατρου και Αλέξανδρου. Ο βασιλιάς Φίλιππος αρρώστησε και πέθανε πριν από την ώρα του.

Στη Νότια Ελλάδα, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής πολεμούσε εναντίον της Σπάρτης, όταν έμαθε ότι ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος του είχαν αφαιρέσει όλα τα εδάφη που κατείχε στην Ασία. Βρέθηκε με ένα στρατό χωρίς πατρίδα. Η Μακεδονία του φάνηκε καλός στόχος καθώς ήδη εκεί είχε ξεσπάσει εμφύλιος: Ο Αντίπατρος είχε δολοφονήσει τη μάνα του, Θεσσαλονίκη, κι είχε εκδιώξει τον αδελφό του, Αλέξανδρο, ο οποίος είχε προσφύγει στον Πύρρο της Ηπείρου, ενώ παράλληλα ζητούσε βοήθεια και από τον Πολιορκητή. Με κάποια σοβαρά εδαφικά ανταλλάγματα, ο Πύρρος είχε βοηθήσει τον Αλέξανδρο να αποκατασταθεί στον θρόνο, συμφιλιωμένος με τον αδελφό του. Όταν ο Δημήτριος έφτασε στη Μακεδονία, βρήκε να τον υποδέχεται στο Δίον ο «συμβασιλιάς» Αλέξανδρος.

Ο Δημήτριος τον έβγαλε από τη μέση, κυρίευσε και όσα εδάφη κατείχε ο άλλος συμβασιλιάς, ο Αντίπατρος, ίδρυσε νέα πόλη, τη Δημητριάδα στη Θεσσαλία, την έκανε πρωτεύουσά του κι έγινε βασιλιάς Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Αττικοβοιωτίας και τμήματος της Πελοποννήσου.

Η Θεσσαλονίκη και η Πέλλα έπαψαν να απασχολούν την κεντρική διοίκηση. Η Πέλλα οδηγήθηκε σε προοδευτικό μαρασμό. Η Θεσσαλονίκη στην ανάπτυξη.

Ήταν το 293 π.Χ. Ο Δημήτριος δεν στάθηκε να ανασάνει. Συνέχισε τους πολέμους δεξιά κι αριστερά ώσπου τα στρατεύματά του τον παράτησαν. Στα 286 π.Χ., παραδόθηκε στον Σέλευκο που τον κράτησε σε περιορισμό αλλά και μέσα στην πολυτέλεια, ως τον θάνατό του (283 π.Χ.). Οι νικητές του, Πύρρος και Λυσίμαχος, μοιράστηκαν τα εδάφη με τον Λυσίμαχο να επιβάλλεται ως βασιλιάς Μακεδονίας και Θράκης. Απαλλάχθηκε από τον επιζώντα ακόμα Αντίπατρο, τον γιο εκείνο του Κάσσανδρου, δημιούργησε την πόλη Λυσιμάχεια στη Θράκη κι αφέθηκε να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του. Δεν πρόλαβε. Έπεσε στη μάχη, στα 281 π.Χ.

Με όλα αυτά, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους παρέμενε η Πέλλα. Η Δημητριάδα και η Λυσιμάχεια δεν πρόλαβαν να παγιωθούν ως πρωτεύουσες. Η Θεσσαλονίκη ποτέ ως τότε δεν ήταν. Συνέχιζε όμως να υπάρχει, να μεγαλώνει και να ακμάζει. Επί Αντίγονου Β’ Γονατά (276 – 239 π.Χ.) ξεκίνησε περίοδος πυκνής κατοίκησης. Επί Φιλίππου Ε’ (221 – 179 π.Χ.), πρέπει να άρχισε μεγάλη επέκτασή της.

Οι επισκέψεις Μακεδόνων βασιλέων στη Θεσσαλονίκη σημειώνονται από το 274 π.Χ., όταν ο Αντίγονος Γονατάς κατέφυγε εκεί μετά την ήττα του από τον Πύρρο της Ηπείρου. Επισκέψεις αναφέρονται και των βασιλιάδων Δημήτριου Β’ και Αντίγονου Γ’ ανάμεσα στα χρόνια 239 με 221 π.Χ., ενώ στη Θεσσαλονίκη κατέφυγε και ο Φίλιππος Ε’ μετά την ήττα του από τους Ρωμαίους (197 π.Χ.). Στην σύγχρονη πλατεία Διοικητηρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα λαμπρού οικοδομήματος το οποίο «θα μπορούσε να χρησιμοποιείται ως κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων», όπως σημειώνει η αρχαιολόγος Πολυξένη Αδάμ – Βελένη («Θεσσαλονίκη, νεράιδα, βασίλισσα, γοργόνα», Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2001).

 

Η ρωμαϊκή σκοπιμότητα:

Η Πύδνα ήταν για τους Ρωμαίους ό,τι η πεδιάδα των Γαυγαμήλων για τον Μεγάλο Αλέξανδρο: Ο τόπος όπου γκρέμισαν μια αυτοκρατορία. Στα Γαυγάμηλα, ο Μέγας Αλέξανδρος νίκησε τον Δαρείο και κατέκτησε το αχανές περσικό κράτος (331 π.Χ.). Στην Πύδνα, ο Ρωμαίος ύπατος Αιμίλιος Παύλος νίκησε (168 π.Χ.) τον Περσέα, βασιλιά της Μακεδονίας, του κράτους που ως πρόσφατα κυριαρχούσε σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο Ρωμαίος τεμάχισε τη Μακεδονία σε τέσσερις μερίδες και ανακήρυξε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της μιας από αυτές (της δεύτερης). Θεσσαλονίκη και Κασσάνδρεια ήταν οι πιο πολυάνθρωπες πόλεις της μερίδας. Η Πέλλα καταργήθηκε από πρώτη πόλη σε μια συμβολική χειρονομία που σήμαινε το τέλος της κυριαρχίας των Μακεδόνων.

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ανδρίσκος, σε μια επίσης συμβολική χειρονομία, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας στην Πέλλα. Η ήττα του, επίσης έξω από την Πύδνα (148 π.Χ.), έγινε αιτία να παρθούν ριζικά μέτρα: Η Πέλλα καταστράφηκε. Σχεδόν, έπαψε να υπάρχει. Η Μακεδονία προσαρτήθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Και, δυο χρόνια αργότερα, στα  146 π.Χ., ξεκίνησε η κατασκευή του στρατιωτικού δρόμου που ο διοικητής Μακεδονίας, Γναίος Εγνάτιος, οραματίστηκε: Η Εγνατία οδός που συνέδεε την Αδριατική με τον Έβρο.

Περνούσε έξω από τη Θεσσαλονίκη, κάνοντας την πόλη στρατηγικό κόμβο Ανατολής και Δύσης, ενώ ήδη ήταν Νότου και Βορρά. Με την κατάκτηση και της Δακίας (σημερινής Ρουμανίας), η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε κέντρο (εμπορικό, λιμενικό) της μετέπειτα ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όσο κι αν η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα. Φυσιολογικά, έγινε και διοικητικό κέντρο της Ανατολής. Η σχεδόν αναπόφευκτη άνθισή της προσέλκυσε πλούσιες οικογένειες ρωμαϊκές, ελληνικές και εβραϊκές. Στα 120 π.Χ., όταν η Εγνατία είχε ολοκληρωθεί, η Θεσσαλονίκη γνώριζε ήδη τη φήμη κοσμοπολίτισσας πόλης.

Στα 58 π.Χ., εκεί βρέθηκε εξόριστος για επτά μήνες ο καιροσκόπος ρήτορας Κικέρων. Την βρήκε «πιστή φίλη του ρωμαϊκού δήμου». Στα 49 π.Χ., ο Πομπήιος την μετέτρεψε σε κέντρο της αντίθετης προς τον Ιούλιο Καίσαρα παράταξης, κουβαλώντας εκεί τους δύο υπάτους και διακόσιους συγκλητικούς που τον ακολουθούσαν. Και ενίσχυσε τις δυνάμεις του με 200 Μακεδόνες. Τον επόμενο χρόνο (48), ο Πομπήιος νικήθηκε στα Φάρσαλα και η Θεσσαλονίκη εκδήλωσε την πίστη της στον Ιούλιο Καίσαρα με την απόδοση θεϊκών τιμών και με την κοπή νομισμάτων όπου εικονίζεται ο Καίσαρ και αναφέρεται ως θεός.

 

Με ποιους θα πάει και ποιους αφήνει:

Στα 44 π.Χ., στη Θεσσαλονίκη έφτασαν οι αρχηγοί των Ρωμαίων δημοκρατικών δολοφόνοι του Καίσαρα, Βρούτος και Κάσσιος. Η πόλη αρνήθηκε να τους φιλοξενήσει. Έφυγαν στην Ανατολική Μακεδονία με τον Βρούτο να υπόσχεται στις λεγεώνες του ότι, μετά την οριστική μάχη, θα τους έδινε λάφυρο την Θεσσαλονίκη να την λεηλατήσουν. Οι Θεσσαλονικείς όμως είχαν διαλέξει σωστά. Τη μια μέρα νίκησαν στους Φιλίππους (42 π.Χ.) ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος, την άλλη ανακήρυξαν την Θεσσαλονίκη ελεύθερη πόλη. Μια αψίδα (η «Χρυσή Πύλη») υψώθηκε για να θυμίζει τη νίκη των «καλών» επί των «κακών». Επέζησε ως το 1911 οπότε την γκρέμισαν οι Τούρκοι για να διαπλατύνουν την Εγνατία. Η επόμενη επιλογή της Θεσσαλονίκης ήταν λαθεμένη αλλά δεν φαίνεται να της κόστισε: Πήγε με τον Μάρκο Αντώνιο στον εμφύλιο με τον Οκταβιανό που ήταν και ο νικητής.

Οπωσδήποτε, η ανακήρυξή της σε ελεύθερη πόλη σήμαινε απαλλαγή από την φορολογία και από τη συντήρηση ρωμαϊκής φρουράς. Κατά τα λοιπά, λογαριαζόταν ρωμαϊκή πόλη με ανθύπατο διοικητή. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Πανελληνίου, μιας αμφικτιονίας με έδρα την Αθήνα, που ο αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε το 131/2 μ.Χ. Προϋπόθεση  για την ένταξη στο Πανελλήνιο ήταν η απόδειξη της ελληνικότητας της πόλης. Στα τέλη του αιώνα, ο Θεσσαλονικιός Τίτος Αίλιος Γεμείνιος Μακεδών εκλέχθηκε πρόεδρος του Πανελληνίου.

Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος (146 – 211) τίμησε με την παρουσία του τη Θεσσαλονίκη. Τον ακολούθησε ο αιματοβαμμένος αυτοκράτορας Καρακάλλας (211 – 217) λίγο πριν να δολοφονηθεί κοντά στην Έδεσσα. Στα 241, τρία χρόνια πριν να δολοφονηθεί κι αυτός, ο αυτοκράτορας Μάρκος Αντώνιος Γορδιανός Γ’ ο Ευσεβής (238 – 244) της έδωσε το δικαίωμα να οργανώνει αγώνες (τα Πύθια) κάθε πέντε χρόνια.

Κι ενώ στη Ρώμη οι αυτοκράτορες της μιας χρήσης σφάζονταν κι αλληλοδιαδέχονταν ο ένας τον άλλο αιματηρά, η Θεσσαλονίκη ευημερούσε, σφύζοντας από ζωή, χωρίς διάθεση για επαναστάσεις.

Οι αρχαίοι αιγυπτιακοί θεοί, το δωδεκάθεο των Ολυμπίων και ο Μέγας Αλέξανδρος ως θεός λατρεύονταν σε μόνιμη βάση, πλάι στους ευκαιριακά θεοποιημένους αυτοκράτορες της Ρώμης. Πολιούχος προστάτης θεός της Θεσσαλονίκης ήταν ο Κάβειρος, «πάτριος θεός» κατά τις επιγραφές, σωτήρας της πόλης όταν το 254 οι Έρουλοι μάταια προσπάθησαν να την πάρουν. Ο ίδιος θεός έσωσε τη Θεσσαλονίκη και στα 268 μ.Χ., όταν την απείλησαν οι Γότθοι. Την επόμενη σωτηρία της πόλης (από τους Σλάβους, το 586) επρόκειτο να αναλάβει ο Άγιος Δημήτριος διάδοχος πολιούχος της.

 

Ο Άγιος Δημήτριος:

Στην προσπάθειά του να αναδιοργανώσει το ρωμαϊκό κράτος που κατέρρεε, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 – 305) προσέλαβε τον Μαξιμιανό ως συναυτοκράτορα (285) κι έπειτα τον Κωνστάντιο Χλωρό, εξουσιαστή του δυτικού, και τον Γαλέριο (293), του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Δημιουργήθηκε έτσι το καθεστώς της τετραρχίας. Οι επικεφαλής της τετραρχίας είχαν πολλά να τους χωρίζουν. Σε ένα όμως συμφωνούσαν: Δεν ανέχονταν τους χριστιανούς. Επί Διοκλητιανού ξεκίνησε ένας από τους πιο άγριους διωγμούς των χριστιανών. Με μοχλό τον Μαξιμιανό.

Ως πρωτεύουσα του δικού του κομματιού της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Γαλέριος διάλεξε την Θεσσαλονίκη (από το 299). Διοικητή της πρωτεύουσάς του, όρισε τον Δημήτριο, γόνο αριστοκρατικής και πλούσιας οικογένειας, πλην όμως χριστιανό. Στα 305, κάποιοι στρατιώτες έπιασαν τον Δημήτριο να παρακολουθεί παράνομη χριστιανική λειτουργία στα υπόγεια ενός λουτρού. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα ανάκτορα. Ο Γαλέριος διέταξε να τον φυλακίσουν στα υπόγεια ενός άλλου λουτρού, ώσπου να σκεφτεί τι θα τον κάνει.

Μέσα από τη φυλακή του, ο Δημήτριος έπεισε τον νεαρό μονομάχο Νέστορα να αναμετρηθεί με τον Λυαίο, τον μονομάχο καμάρι των ειδωλολατρών. Ο Νέστωρ νίκησε, ο Λυαίος σκοτώθηκε. Ο Γαλέριος έμαθε τα πώς και τι, διέταξε κι αποκεφάλισαν τον Νέστορα κι έβαλε να εκτελέσουν τον Δημήτριο με λόγχη. Κάποιοι χριστιανοί πήραν το σώμα του νεκρού Δημήτριου και το έθαψαν στα υπόγεια του λουτρού. Αργότερα (Ε’ αιώνας), κτίστηκε εκεί μικρός ναός. Τον Ζ’ αιώνα, ο ναός ανοικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε κι έγινε η περίφημη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που ανακαινίστηκε τον Θ’ αιώνα. Εκτός από την εκκλησία, υπήρχαν εκεί το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου και ο τάφος του Αγίου Δημητρίου από τον οποίο αναδινόταν ευωδιά μύρου, εξού και μυροβλήτης αποκλήθηκε ο Άγιος.

Από το 1493, έγινε τζαμί. Στα 1912 αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία, κάηκε το 1917 και ξανακτίστηκε το 1928 – 1932.

 

Πρωτεύουσα για είκοσι χρόνια:

Νωρίτερα, στα 284 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός αναμόρφωσε ριζικά τη διοίκηση των επαρχιών, ενίσχυσε την άμυνά τους και περιόρισε τη Μακεδονία στα ιστορικά της σύνορα. Η διοίκηση ανατέθηκε σε «ηγεμόνα» που αναφερόταν σε «βικάριο» (περιφερειάρχη θα τον λέγαμε σήμερα).

Ο Γαλέριος γνώριζε καλά τη ρωμαϊκή νοοτροπία. Ο ίδιος είχε γεννηθεί στα περίχωρα της Σαρδικής (σημερινή Σόφια) και είχε ξεκινήσει ως βοσκός. Μετά, μπήκε στον στρατό όπου τα αναμφισβήτητα προσόντα του τον έκαναν να ανέβει γρήγορα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Βρέθηκε αξιωματικός των πραιτοριανών και παντρεύτηκε την κόρη του Διοκλητιανού, Βαλερία. Έτσι, πήρε το εισιτήριο που τον οδήγησε στα ύπατα αξιώματα, ως ένα από τους δυο καίσαρες της τετραρχίας (293). Τα πρώτα πέντε χρόνια της βασιλείας του τα κατανάλωσε πολεμώντας νικηφόρα τους Πέρσες. Βρέθηκε απόγονος του θεού Άρη, μετεμψύχωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μια που Πέλλα δεν υπήρχε πια, εξέλεξε πρωτεύουσά του τη Θεσσαλονίκη.

Αποφάσισε να τη διακοσμήσει με λαμπρά κτίρια. Ένα παλάτι περίπου 150 στρεμμάτων που ξεκινούσε από την «Αψίδα του Γαλέριου» (τη γνωστή μας Καμάρα) κτίστηκε για να τον φιλοξενήσει. Ιππόδρομος, ιερό και πάνθεο (η Ροτόντα) κοσμούσαν το απέραντο ανακτορικό συγκρότημα.

Στα 306, ο Κωνστάντιος πέθανε. Τον διαδέχτηκε στη Δύση ο Κωνσταντίνος που τα έσπασε με τον Μαξιμιανό και, στην καθοριστική μάχη, τον σκότωσε (310). Ο Γαλέριος πέθανε το 311, ενώ ο Διοκλητιανός είχε ήδη αποσυρθεί προτιμώντας την ησυχία του ιδιώτη από τα βάσανα της εξουσίας. Ο Κωνσταντίνος άρχισε ένα μακρύ αγώνα εναντίον των ανταπαιτητών του θρόνου, που ξεπήδησαν από διάφορες μεριές, κι έμεινε μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού, στα 323. Προτίμησε να φτιάξει καινούρια πρωτεύουσα κι έκτισε την Κωνσταντινούπολη. Όμως, η εικοσαετία που είχε περάσει αφότου η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα ήταν υπεραρκετή για να την αναδείξει ως σπουδαίο διοικητικό κέντρο. Εμπορικό και κοσμοπολίτικο ποτέ δεν έπαψε να είναι. Κι ο Κωνσταντίνος, πριν να καταλήξει στην ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, στη Θεσσαλονίκη κατέλυσε. Ενίσχυσε τα τείχη της, άνοιξε νέο λιμάνι κι από εκεί ξεκίνησε την πορεία του ως τη μονοκρατορία.

Όταν εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όρισε τη διοίκηση της Μακεδονίας ως μια τεράστια περιφέρεια, που χωριζόταν σε έξι επαρχίες μ’ επικεφαλής έπαρχους: Τη Μακεδονία του Διοκλητιανού, τη Νέα και την Παλαιά Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Αχαΐα και την Κρήτη. Το 392 μ.Χ., ο Θεοδόσιος προσάρτησε τη Μακεδονία στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και οι διάδοχοί του ίδρυσαν την υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη Μακεδονία και τη Δακία και είχε πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Ως τότε, οι Θεσσαλονικείς είχαν κάθε λόγο να μισούν τον Θεοδόσιο και να μάχονται τους Γότθους.

 

Η σφαγή των Θεσσαλονικέων:

Οι Γότθοι ήταν γερμανική φυλή. Ξεκίνησαν από τη Σκανδιναβία, εγκαταστάθηκαν αρχικά γύρω από τον ποταμό Βιστούλα και στη συνέχεια πλημμύρισαν την περιοχή της Νότιας Σκυθίας από τον ποταμό Τάις της Ουγγαρίας ως τον Ντον της Ρωσίας. Όσοι βρίσκονταν ανατολικά του Δνείστερου ποταμού, ονομάστηκαν Οστρογότθοι. Όσοι βρέθηκαν δυτικά, Βησιγότθοι. Οι ντόπιοι Αλανοί εκδιώχτηκαν άλλοι προς την Αζοφική θάλασσα, όπου αργότερα (397) έστησαν κράτος, κι άλλοι χύθηκαν στις δυτικές κτήσεις της Ρώμης. Από τον Γ’ μ.Χ. αιώνα, οι Βησιγότθοι ζούσαν στη Δακία κι έκαναν σποραδικές επιδρομές στα Βαλκάνια. Τον Δ’ αιώνα έμοιαζαν να έχουν ησυχάσει, ενώ οι Οστρογότθοι είχαν οργανωμένο κράτος στα βόρεια του Ευξείνου Πόντου με βασιλιά τους τον Ερμινάριχο.

Τον ίδιο καιρό, από την Κεντρική Ασία ξεχυνόταν ο μογγολικός λαός των πολεμοχαρών Ούννων, που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Πέρασαν τον Καύκασο, υπέταξαν τους Αλανούς κι έπεσαν πάνω στο κράτος των Οστρογότθων. Ο Ερμινάριχος νικήθηκε κι αυτοκτόνησε (375), ενώ ο λαός του, μη μπορώντας να αντισταθεί στους εισβολείς, κινήθηκε νοτιοδυτικά προς τα Καρπάθια, ανοίγοντας δρόμο «δια πυρός και σιδήρου» κι εκδιώκοντας τους ομοφύλους τους Βησιγότθους. Ήταν το 376 μ.Χ., όταν οι τελευταίοι (500.000 άνθρωποι, από τους οποίους 200. 000 πολεμιστές) εγκατέλειψαν τα Καρπάθια, πέρασαν τον Δούναβη κι απέκτησαν δικά τους εδάφη, που ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ουάλης, παραχώρησε στη Μοισία και την Παννονία. Δυο χρόνια αργότερα, άρχισαν τις επιδρομές βρίσκοντας ανέλπιστους συμμάχους τους φτωχούς ντόπιους της υπαίθρου κι όσους από τους δούλους μπορούσαν να το σκάσουν από τα αφεντικά των πόλεων. Νίκησαν και σκότωσαν τον αυτοκράτορα, εμφανίστηκαν περίπου ως ελευθερωτές των υπηκόων από τον Ρωμαίο δυνάστη αλλά νικήθηκαν από τον Ίβηρα στρατηγό Θεοδόσιο, που άλλους διασκόρπισε σε διάφορα μέρη και άλλους προσέλαβε στον στρατό του.

Σε λίγο, ο Θεοδόσιος βρέθηκε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη και φανατικός χριστιανός. Με την πολιτική του, κατάφερε ακούσια να μεταστρέψει το λαϊκό φρόνημα ενάντια στους Γότθους. Από την Ιβηρική (σημερινή Ισπανία) αυτός, είχε «εξ απορρήτων» υπουργό τον Γαλάτη Ρουφίνο και αξιωματικούς του στρατού Γότθους, ενώ Γότθοι πλαισίωναν τις φρουρές, που καθήκον είχαν να προστατεύουν τους πολίτες από τους επιδρομείς και τους ληστές. Οι οποίοι, όμως, ήταν κυρίως Γότθοι! Άλλοι Γότθοι είχαν εγκατασταθεί σε συνοικίες των μεγαλουπόλεων ή σε περιοχές της απέραντης υπαίθρου, όπου σχημάτιζαν κλειστές κοινωνίες με δικούς τους αρχηγούς. Εκχριστιανίστηκαν σχεδόν όλοι κι ασπάστηκαν τον αρειανισμό. Τα είχαν όλα, όσα αποτελούν προϋπόθεση καλλιέργειας του μίσους: Ξένοι βάρβαροι, αιρετικοί, ληστές «γενικώς», με πρόσβαση στις κρατικές θέσεις και τον στρατό, ευνοούμενοι του αυτοκράτορα.

Στα 390, ο Γότθος φρούραρχος της Θεσσαλονίκης, Βοθέριχος, συνέλαβε έναν ηνίοχο, ενώ επρόκειτο να διεξαχθούν αγώνες στον ιππόδρομο. Ο λαός ζήτησε την αποφυλάκισή του, ώστε  να τον δει να αγωνίζεται. Ο φρούραρχος αρνήθηκε. Ξέσπασαν ταραχές, που κατέληξαν στον φόνο του Γότθου αξιωματικού. Με εντολή του Θεοδόσιου, η διοίκηση της Θεσσαλονίκης κάλεσε τον λαό στον ιππόδρομο να θαυμάσει το θέαμα. Όταν το στάδιο γέμισε, η γοτθική φρουρά χύθηκε στους θεατές με γυμνά ξίφη. Μέσα σε τρεις ώρες, σκοτώθηκαν 7.000 ή, κατ’ άλλους, 15.000 «τυχαίοι» Θεσσαλονικιοί σε αντίποινα για τον θάνατο του Βοδέριχου.

Η εκκλησία επέβαλε στον Θεοδόσιο δέκα μήνες στέρηση των θρησκευτικών του δικαιωμάτων. Μετά, ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε στον ναό, ξάπλωσε μπρούμυτα, ομολόγησε την αμαρτία του, ζήτησε και έλαβε συγνώμη, την οποία φρόντισε αμέσως να ανταποδώσει. Ως πριν από έναν αιώνα, για όλα τα δεινά του κράτους έφταιγαν οι χριστιανοί, οι οποίοι διώκονταν άγρια. Πια, έφταιγαν οι ειδωλολάτρες: Οι εθνικοί, ενάντια στους οποίους ξέσπασαν φοβεροί διωγμοί. Καταστράφηκε τότε και κάθε έργο τέχνης που θύμιζε το δωδεκάθεο. Στα 394, καταργήθηκαν και οι Ολυμπιακοί αγώνες ως πράξη εθνικών. Από την εποχή που είχε νικήσει ο Κόροιβος (776 π.Χ.), είχαν διεξαχθεί 293 ολυμπιάδες!

Για τις υπηρεσίες του στον χριστιανισμό, ο Θεοδόσιος ονομάστηκε Μέγας.

 

(Έθνος της Κυριακής, 2001 – 2002) (τελευταία επεξεργασία, 30.3.2011)

Επικοινωνήστε μαζί μας