Έκταση: 379 τ. χλμ. Ανάπτυξη ακτών: 95 χλμ. Κάτοικοι: 13.530 (2011: 13.720)
Η Θάσος είναι νησί με κυκλικό σχήμα, πλούσια βλάστηση, καθαρές παραλίες και γραφικά χωριά. Δεσπόζει επιβλητικό το όρος Οψάριο (1.203 μ.). Στις ακτές της σχηματίζονται πολλά ακρωτήρια και όρμοι. Όρμοι είναι της Παναγιάς, της Ποταμιάς, των Κοινύρων, του Κάστρου, της Αλυκής και του Πρίνου και ακρωτήρια τα Πύργος, Γραβούσα, Άγιος Γεώργιος, Σαλωνικός, Άγιος Αντώνιος, Κεφάλας, Μαριές. Μια νησίδα, η Θασοπούλα, βρίσκεται στο δίαυλο που χωρίζει τη Θάσο από τις εκβολές του Νέστου.
Η πρωτεύουσα του νησιού, Λιμένας (ή Θάσος), έχει 2.650 κατοίκους. Τα σημαντικότερα αξιοθέατα βρίσκονται στην αρχαία πόλη με την αγορά, το ωδείο, τα ιερά των θεών, το θέατρο και τα μνημεία. Στο αρχαιολογικό μουσείο εκτίθενται αρχαιότητες από το νησί ενεπίγραφες στήλες, ο κούρος, ο Πήγασος, το ανάγλυφο του Απόλλωνα, το κεφάλι του Σειληνού. Στα νότια του νησιού και σε διαμετρικά αντίθετη από τον Λιμένα θέση, τα Λιμενάρια έχουν εξελιχθεί σε ιδιαίτερο τουριστικό τόπο. Ο Θεολόγος, η Παναγιά (παλιά πρωτεύουσα του νησιού) και η Ποταμιά είναι τα μεσόγεια χωριά που ξεχωρίζουν για τις φυσικές ομορφιές τους.
Τηλέφωνα: Λιμεναρχείο 259.30.22.106, Αστυνομία 259.30.22.500, Τουριστική Αστυνομία 259.30.23.111, Δήμος 259.30.23.118, ΟΤΕ 259.30.23.399, Ταξί 259.30.22.078, Αγροτικό Ιατρείο 259.30.22.222.
Η ιστορία της Θάσου
Οι άποικοι από την Πάρο:
Νεολιθικά ευρήματα μαρτυρούν την αρχαιότατη κατοίκηση ανθρώπων στο νησί. Οι Θράκες είναι οι πρώτοι γνωστοί σ’ εμάς κάτοικοί του. Ονομαζόταν Ηδωνίς (χώρα των Ηδώνων), Αερία, Αιθρία, Ωγυγία και Χρυσή, πριν να πάρει το όνομα Θάσος. Ο οικιστής Θάσος ήταν αδελφός της Ευρώπης και, μαζί με τα άλλα αδέλφια του, στάλθηκε από τον πατέρα του και βασιλιά της Φοινίκης, Αγήνορα, να τη βρει, όταν την έκλεψε ο Δίας. Δεν τη βρήκε κι επειδή η πατρική διαταγή ήταν να μην επιστρέψουν χωρίς αυτήν, κατέληξε στη Θάσο. «Για τα μεταλλεία της», λέει ο Ηρόδοτος που γράφει (ΣΤ’ 47):
«Είδα και εγώ ο ίδιος τα μεταλλεία, κι από αυτά πιο αξιοθαύμαστα ήταν εκείνα που εντόπισαν οι Φοίνικες που έχτισαν το νησί μαζί με τον Θάσο τον Φοίνικα, από τον οποίο τώρα πήρε το όνομα η Θάσος. Τα φοινικικά αυτά μεταλλεία βρίσκονται ανάμεσα στην τοποθεσία που ονομάζεται Αίνυρα και στην τοποθεσία που ονομάζεται Κοίνυρα, απέναντι από τη Σαμοθράκη, κι είναι βουνό μεγάλο και σκαμμένο παντού απ’ την αναζήτηση των μετάλλων».
Οι πρώτοι Έλληνες οικιστές έφτασαν εκεί το 720 ή 708 π.Χ. (15η ή 18η Ολυμπιάδα), όταν ο Τελεσικλής ο Πάριος (πατέρας του ποιητή Αρχίλοχου) ίδρυσε στην Θάσο αποικία Πάριων Ιώνων. Οι Πάριοι γενικά είχαν παλιούς δεσμούς με τη Θάσο καθώς, δυο γενιές νωρίτερα, η ιέρεια Κλεόβοια από την Πάρο είχε πρώτη εισάγει στη Θάσο τη λατρεία της Δήμητρας. Οι άποικοι ξεκίνησαν να απωθούν τους Θράκες και να επεκτείνονται και στην απέναντι παραλία ιδρύοντας νέες αποικίες:
Στους πρόποδες του Παγγαίου, την Γαληψώ, που κατά την παράδοση είχε κτίσει ο γιος του Θάσου, Γαληψός, την Αισύμη ή Οισύμη που αναφέρεται και από τον Όμηρο, το Δάτον, την Στρύμη πέρα από τον Νέστο και κοντά στην Μαρώνεια, το Πάριον στην Τρωάδα και άλλες.
Η πόλη της Θάσου:
Η αρχαία πόλη αναπτύχθηκε στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο Λιμένας. Διέθετε ισχυρά τείχη, τμήματα των οποίων και σήμερα σώζονται. Τα τείχη ξεκίνησαν να κτίζονται τον Ζ’ π.Χ. αιώνα με συσσώρευση ογκόλιθων αλλά υπάρχουν και οριζόντιες πελεκημένες πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν τον Ε’ π.Χ. αιώνα.
Τις αρχαιότητες του νησιού πρώτος ερεύνησε ο M. Perrot (1856) και ακολούθησαν οι έρευνες του Miller (1863) και του Bent (1866) στην περιοχή του θεάτρου. Συστηματικές έρευνες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής (από το 1911) αποκάλυψαν την αγορά και τα γύρω της κτίρια (πρυτανείο, μητρώο και βουλευτήριο).
Στην ακρόπολη, στην οποία σώζεται μεσαιωνικό φρούριο, βρέθηκαν αρχαία ερείπια και κολοσσιαίο αρχαϊκό άγαλμα (κούρος) ύψους 3.50 μ. Στα νότια της ακρόπολης ανακαλύφθηκε ναός του Πυθίου Απόλλωνα και στα βόρειά της θέατρο. Βρισκόταν σε χρήση στους ελληνιστικούς χρόνους και ανακαινίστηκε τη ρωμαϊκή εποχή. Στοές περιστοίχιζαν την αρχαία αγορά (των ελληνιστικών χρόνων).
Οι ανασκαφές του 1913 αποκάλυψαν στα νοτιοδυτικά της αγοράς αρχαϊκό ναό της Κυβέλης. Στον τόπο έχουν επίσης αποκαλυφθεί ναός του Διονύσου, σπίτια βυζαντινών χρόνων και οχυρωματικά έργα Γενοβέζων. Έχουν αποκαλυφθεί οι θέσεις (και ερείπια) των πυλών της πόλης καθώς και είδους Πύλης Θριάμβου των χρόνων 213 – 217 μ.Χ. (όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο αιμοσταγής Καρακάλλας).
Στη στροφή του ΣΤ’ προς Ε’ αιώνα:
Πηγή πλούτου για τους κατοίκους της Θάσου ήταν τα μεταλλεία: Της περιοχής ανάμεσα στον Στρυμόνα και τον Νέστο απέφεραν ογδόντα τάλαντα τον χρόνο, της ανατολικής παραλίας της Θάσου κάτι λιγότερο. Πρόσθετη πηγή εσόδων ήταν τα λατομεία λευκού μαρμάρου, από γλύπτες και αρχιτέκτονες περιζήτητου στην αρχαιότητα, και τα κοιτάσματα πολύτιμων λίθων οπαλίνα και αμέθυστος. Ελιές και αμπέλια απασχολούσαν τους αγρότες της Θάσου, ενώ το κρασί της ήταν διάσημο. Κι ακόμα, τα δάση της που κάλυπταν περίπου τα εννέα δέκατα της επιφάνειάς της, προμήθευαν τα ναυπηγεία της με την απαραίτητη ξυλεία κι έκαναν πιο εύκολο το κτίσιμο σπιτιών.
Ο πλούτος απέφερε δύναμη. Η πόλη διέθετε δυο λιμάνια, από τα οποία το ένα κλειστό και οχυρωμένο με ισχυρά τείχη. Λίγο πριν από την άφιξη των Περσών στην περιοχή, η Θάσος βρισκόταν στην πιο μεγάλη της ακμή και κυβερνιόταν από δημοκρατικά εκλεγμένο πρυτανείο. Ο διορισμένος από τους Πέρσες τύραννος της Μιλήτου, Ιστιαίος, την πολιόρκησε στα 499 π.Χ. αλλά δεν κατόρθωσε να την πάρει. Όμως, έξι χρόνια αργότερα (493), η Θάσος αναγνώρισε την περσική κυριαρχία, υποχρεώθηκε να γκρεμίσει τα τείχη της και, με εντολή του βασιλιά Δαρείου, οι κάτοικοί της οδήγησαν τον στόλο τους στα Άβδηρα.
Στα 480 π.Χ., όταν ο Ξέρξης εκστράτευε στην Ελλάδα, οι Θάσιοι εξακολουθούσαν να διαθέτουν τόσο πλούτο, ώστε, μέσα σε μια μόνο μέρα, δαπάνησαν τριακόσια τάλαντα για την τροφοδοσία του περσικού στρατού. Μετά τους περσικούς πολέμους, το νησί εντάχθηκε στην Α’ Αθηναϊκή συμμαχία πληρώνοντας ετήσια εισφορά από έξι τάλαντα.
Από κατακτητή σε κατακτητή:
Στις εκβολές του Στρυμόνα, οι Αθηναίοι έκτισαν την αποικία Ηιόνα. Με τον καιρό, οι εκεί άποικοι ήλθαν σε προστριβές με τους Θάσιους στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τις ακτές. Οι Θάσιοι αποστάτησαν ζητώντας παράλληλα από τους Σπαρτιάτες να εισβάλουν στην Αττική σε αντιπερισπασμό. Οι Σπαρτιάτες είχαν να αντιμετωπίσουν τα δεινά ενός σεισμού και την επανάσταση των Μεσσηνίων και δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν.
Οι Θάσιοι είδαν να καταφτάνει στα μέρη τους ο γιος του Μιλτιάδη, Κίμων, επικεφαλής στόλου. Η πολιορκία κράτησε τρία χρόνια κι είχε αποτέλεσμα την ήττα των Θασίων. Αναγκάστηκαν να γκρεμίσουν τα τείχη τους, να παραδώσουν τον στόλο τους, να εγκαταλείψουν της κτήσεις τους στη Θράκη και να πληρώνουν ετήσιο φόρο στην Αθήνα. Ήταν το τέλος της ανεξαρτησίας τους.
Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (από το 431 π.Χ.), η Θάσος μεταβλήθηκε σε ορμητήριο των Αθηναίων για τις πολεμικές επιχειρήσεις τους στη Βόρεια Ελλάδα. Επικεφαλής του εκεί αθηναϊκού στόλου ήταν ο Θουκυδίδης που κατόρθωσε να ανακόψει τη δράση του Σπαρτιάτη Βρασίδα στη Χαλκιδική. Όμως, στα 411 π.Χ. κι ενώ οι Αθηναίοι μετρούσαν ακόμα τις πληγές τους από την εκστρατεία στη Σικελία, οι Θάσιοι επαναστάτησαν. Ατύχησαν πάλι καθώς έπλευσε στα μέρη τους με 15 πλοία ο Θρασύβουλος. Το 410 π.Χ., βρίσκονταν ξανά στο αθηναϊκό άρμα. Απαλλάχτηκαν το 404 π.Χ. μετά την ήττα της Αθήνας αλλά πέρασαν στην επιρροή των Σπαρτιατών καθώς τη Θάσο κυρίευσε ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος. Στα 393 π.Χ., μετά τη νίκη του Αθηναίου Κόνωνα στην Κνίδο, ξαναπέρασαν στην κατοχή των Αθηναίων.
Στα χρόνια αυτά, η Θάσος ανέδειξε σπουδαίους άνδρες στον χώρο της Τέχνης. Ανάμεσά τους, τον Πολύγνωτο (490 – 426), έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της αρχαιότητας, τον ραψωδό και ιστορικό Στησίμβροτο (την εποχή των Κίμωνα και Περικλή), τον σύγχρονο και συνεργάτη του Φειδία γλύπτη Σωσικλή και τον κωμικό ποιητή Ηγήμονα (στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου). Θάσιος ήταν και ο περίφημος αθλητής Θεαγένης που κέρδισε 1.400 πρώτες νίκες σε πανελλήνιους αγώνες!
Σε όλες αυτές τις αλλαγές κατακτητών, οι Θάσιοι υποχρεώνονταν να αλλάζουν και πολίτευμα. Υπό τους Αθηναίους, έπρεπε να έχουν δημοκρατία. Υπό τους Σπαρτιάτες, ολιγαρχία. Στα 387 π.Χ., απέκτησαν πλήρη ανεξαρτησία. Ήταν η χρονιά που υπογράφτηκε η Ανταλκίδεια ειρήνη με πρωτοβουλία των Περσών. Οι Θάσιοι έμειναν ανεξάρτητοι μισό αιώνα.
Στα 338 π.Χ., μετά τη νίκη του Φιλίππου Β’ στη Χαιρώνεια, πέρασαν στην κυριαρχία των Μακεδόνων. Ανέκτησαν την ελευθερία τους στα 281 π.Χ., μετά τον θάνατο του Λυσίμαχου και τους πολέμους που ακολούθησαν, για τη διαδοχή. Στα 202 π.Χ., ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Ε’, έστειλε στο νησί τον στρατηγό του, Μητρόδωρο, ο οποίος πήρε την πόλη κι εγκατέστησε μακεδονική φρουρά. Στα 197, δόθηκε στους Ρωμαίους μαζί με όλες τις κτήσεις που ο Φίλιππος Ε’ τους παρέδωσε μετά την ήττα του στις Κυνός Κεφαλές. Στη Θάσο έφτασε ο ανθύπατος Λεύκιος Στερνίνιος. Οι Θάσιοι έχασαν την ελευθερία τους, κέρδισαν την ευημερία. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές μαρτυρούν πλούτο.
Η τελευταία φορά που η Θάσος αναφέρεται πριν από τη βυζαντινή εποχή, είναι στα χρόνια μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 π.Χ.). Οι δολοφόνοι του, Βρούτος και Κάσσιος, έκαναν ορμητήριό τους το νησί και από εκεί ξεκίνησαν για να δώσουν την ιστορική μάχη των Φιλίππων. Μετά την πρώτη τους ήττα, ο Κάσσιος αυτοκτόνησε κι ο Βρούτος στη Θάσο μετέφερε τη σορό του για να αποδώσει τις τελευταίες τιμές. Στη Θάσο επίσης κατέφυγαν οι επιφανείς οπαδοί τους μετά την οριστική ήττα και τον θάνατο του Βρούτου.
Οι επόμενοι αιώνες:
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε νωρίς στη Θάσο. Στα 325 μ.Χ., είχε επίσκοπο (κάποιο Αρίσταρχο) που αναφέρεται ότι μετείχε στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.), ορδές Αβάρων πήραν το νησί. Το κράτησαν ως τα 600, οπότε τους έδιωξε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος. Ήταν πια ένα νησί φτωχών. Παρέμεινε στην αφάνεια για αιώνες. Στα 904, το λεηλάτησαν και οι Σαρακηνοί που τότε πήραν για λίγο τη Θεσσαλονίκη. Στα 1204, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους, δόθηκε στον γέρο δούκα της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο ως κληρονομικό φέουδο. Πέρασε στην κατοχή του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης κι έπειτα (από το 1261) στη Βυζαντινή αυτοκρατορία που ανασυστάθηκε επί Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.
Στα 1354, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο και τον Ματθαίο, τον γιο του Καντακουζηνού, ο Ιωάννης ζήτησε βοήθεια από τον Γενοβέζο Γουατελούζο και σε αντάλλαγμα του χάρισε τη Θάσο μαζί με τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο και την Ίμβρο. Οι Γουατελούζοι την κράτησαν ως το 1456, οπότε την κατέλαβε ο Γιουνί πασάς για λογαριασμό του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή που πρόσφατα (1453) είχε πάρει την Κωνσταντινούπολη. Για λίγο, ο Μωάμεθ την εκχώρησε στον Δημήτριο Παλαιολόγο. Μετά, έμεινε τουρκική με τους λιγοστούς κατοίκους της να αποσύρονται σε αθέατες από τη θάλασσα τοποθεσίες για να γλιτώνουν από τις επιδρομές των πειρατών.
Στα 1814, ο σουλτάνος Μαχμούτ χάρισε το νησί στον Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου. Ο Μοχάμετ πρόσφερε στο νησί προνόμιο την αυτονομία και όρισε ο ετήσιος φόρος της να πηγαίνει στην Καβάλα (γενέτειρά του).
Οι Θάσιοι μετείχαν στην επανάσταση του 1821 και πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος: Πάνω από χίλιοι σφάχτηκαν, άλλοι βασανίστηκαν, άλλοι έχασαν τις περιουσίες τους. Παρ’ όλα αυτά, το προνόμιο διατηρήθηκε. Το κατάργησαν οι Νεότουρκοι στα 1908, όταν την Αίγυπτο κυβερνούσε ο αντιβασιλιάς Αμπάς Χιλμί.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου του 1912, ο ελληνικός στόλος ελευθέρωσε το νησί.
(Έθνος της Κυριακής, 2001 – 2002) (τελευταία επεξεργασία, 28.3.2011)