ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 10 (συνέχεια): Οι Σέρβοι παίρνουν τη σκυτάλη

Από το 1943, ο Βουκμάνοβιτς Τέμπο, απεσταλμένος του Τίτο, συνομιλούσε με την ηγεσία του παράνομου ΚΚΕ, καθοδηγητή του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Το ΚΚΕ αναγνώρισε μειονοτικά δικαιώματα στους Σλαβομακεδόνες. Με γιουγκοσλαβική βοήθεια, δημιουργήθηκε η οργάνωση ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό ΕΑΜ) με τον Βουκμάνοβιτς Τέμπο αρχηγό. Η δράση του ενόχλησε το παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα της Βουλγαρίας που κι αυτό κινιόταν στον μακεδονικό χώρο. Κλήθηκε διαιτητής η Κομιντέρν που αποφάνθηκε υπέρ των Γιουγκοσλάβων. Όμως, οι επαφές του ΣΝΟΦ με τους «Μακεδόνες» παρτιζάνους στην περιοχή των Σκοπίων, ενόχλησαν και την ηγεσία του ΚΚΕ. Τον Οκτώβριο του 1944, ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στο ΣΝΟΦ, που απωθήθηκε έξω από τα ελληνικά σύνορα. Οι άνδρες του θα επανέρχονταν το 1946 για να ενταχθούν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού.

Τον ίδιο καιρό, ο Τίτο μεθόδευε τη διάδοχο κατάσταση στα Βαλκάνια. Ήδη από το 1942, μιλούσε για μια ομοσπονδία έξι γιουγκοσλαβικών κρατών: Σερβίας, Κροατίας, Σλοβενίας, Μαυροβούνιου, Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και Μακεδονίας. Το φθινόπωρο του 1944, πρότεινε στο κομμουνιστικό κόμμα της Βουλγαρίας να γίνουν οι ομοσπονδίες επτά, με έβδομη τη Βουλγαρία, σε μια απέραντη κρατική οντότητα από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο. Σε μια δεύτερη φάση, η ομοσπονδία θα μπορούσε να συμπεριλάβει και τις Ρουμανία και Αλβανία. Στην περίπτωση αυτή, οι Γιουγκοσλάβοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους Βουλγάρους να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, με αντάλλαγμα να τους παραχωρηθεί ένα κομμάτι από τη «Μακεδονία του Πιρίν» (ελληνικά Όρβηλος, βουνό στη Βουλγαρία και ομώνυμη περιοχή, η λεγόμενη «βουλγαρική Μακεδονία»).

Ο Δημητρόφ, που είχε επιστρέψει στη Βουλγαρία, προβληματιζόταν. Η ομοσπονδία τον ενδιέφερε αλλά όχι έτσι. Ήθελε τη Βουλγαρία ισότιμο μέλος μεταξύ δύο εταίρων και όχι ένα από τα επτά κομμάτια της ομοσπονδίας. Από την άλλη, οι Βούλγαροι κομμουνιστές είχαν κάθε λόγο να φοβούνται επανάσταση, αν έδιναν εδάφη της χώρας τους. Η βουλγαρική άποψη ήταν πάντα ότι σ’ αυτούς ανήκει η Μακεδονία.

Ο Στάλιν έγειρε τη ζυγαριά προς τη βουλγαρική μεριά. Η ομοσπονδία των επτά εγκαταλείφθηκε, το ΚΚ Βουλγαρίας αναγνώρισε ότι «οι κάτοικοι των περιοχών του Πιρίν και των Σκοπίων είναι Μακεδόνες» κι ότι ήταν σωστό να υπάρχει μακεδονικό κράτος στα πλαίσια της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Οι δυο Μακεδονίες (του Πιρίν και των Σκοπίων) θα είχαν μεταξύ τους στενές σχέσεις και πολιτιστικές επαφές. Έτσι, με παρθενογένεση, κάποια μέρα του 1945 δημιουργήθηκε το μακεδονικό έθνος με τη μακεδονική του γλώσσα και την ιδιαίτερη κρατική του οντότητα. Ένα γνήσιο βαλκανικό τερατούργημα που θα ανδρωνόταν στη θαλπωρή της αγκαλιάς του Τίτο, ενώ η διπλανή Βουλγαρία θα έστηνε ατέλειωτο καραούλι, ώσπου να μπορέσει να το αρπάξει. Ως σήμερα, δεν τα έχει καταφέρει.

 

Η γέννηση της Μακεδονίας των Σκοπίων:

Ως ηγέτης του Εθνικού Μετώπου, ο Τίτο ανέλαβε πρωθυπουργός (7 Μαρτίου 1945) ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν στα βορειοδυτικά της χώρας. Έληξε τον Απρίλιο. Τον ίδιο μήνα, υπογραφόταν στη Μόσχα εικοσαετές σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία. Στις εκλογές (11 Νοεμβρίου 945), το Εθνικό Μέτωπο πήρε 6.725.000 ψήφους έναντι 707.000 της αντιπολίτευσης. Η κάλπη έδινε στον Τίτο παντοκρατορία. Η εθνοσυνέλευση (29 Νοεμβρίου του 1945) κήρυξε τον βασιλιά έκπτωτο και ανάγγειλε τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Ομόσπονδα κράτη ανακηρύσσονταν τα Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία - Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία: Ήταν το αποτέλεσμα της παρθενογένεσης. Η Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας γεννήθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Βουλγαρίας και τη σιωπή της Ελλάδας, όπου οι ιθύνοντες είχαν άλλα πιο επείγοντα θέματα να τους απασχολούν. Στη νέα λαϊκή δημοκρατία, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής (ουσιαστικά, πρόεδρος της Δημοκρατίας) εκλέχτηκε ο Ιβάν Ριμπάρ. Πρωθυπουργός και ουσιαστικός ηγέτης ο Τίτο.

 

Ο Τίτο υιοθετεί τους «Μακεδόνες»:

Η μεγάλη στροφή στη διεκδίκηση των μακεδονικών εδαφών σημειώθηκε στη δεκαετία του 1940. Η παλιά βουλγαρική εφεύρεση για την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας υιοθετήθηκε από τον Τίτο τροποποιημένη: «Υπάρχει μακεδονική εθνότητα που πρέπει να στεγάζεται σε μια ενιαία δημοκρατία που να περιλαμβάνει τους Μακεδόνες του Βαρδάρη (Σκοπίων), του Πιρίν (Βουλγαρίας) και του Αιγαίου στα πλαίσια της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας». Για αρχή, η Νότια Σερβία μετονομάστηκε σε κράτος της Μακεδονίας στα πλαίσια της Λαϊκής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας. Τον Αύγουστο του 1946, το κομμουνιστικό κόμμα Βουλγαρίας αποφάσισε να προωθήσει τη μακεδονική εθνική ιδέα στον πληθυσμό του Πιρίν. Και η βουλγαρική στατιστική του 1947 ανακάλυψε Μακεδόνες στην περιοχή. Στα 1947, Τίτο και Δημητρόφ συμφώνησαν να προωθήσουν την ιδέα της ομοσπονδίας. Συμφώνησαν ακόμη πως οι κάτοικοι της Νότιας Γιουγκοσλαβίας και της περιοχής του Πιρίν είναι Μακεδόνες. Η ομοσπονδία σκάλωσε στην αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης.

Έμεινε η Μακεδονία. Στα πλαίσια της συμφωνίας, δάσκαλοι από τα Σκόπια πήγαν στο Πιρίν να διδάξουν σλαβομακεδονικά, εφημερίδες εκδόθηκαν στην ίδια γλώσσα κι άνοιξαν θέατρα. Από εκεί κι έπειτα, τα πράγματα πήραν μια παράξενη μορφή: Όποτε οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης - Γιουγκοσλαβίας πήγαιναν καλά, έβγαινε στο φως η γιουγκοσλαβική πια πρόταση για μακεδονικό κράτος που θα συμπεριλάμβανε τους Μακεδόνες της Ελλάδας μαζί με τους Μακεδόνες της Γιουγκοσλαβίας και τους Μακεδόνες της βουλγαρικής περιοχής του Πιρίν. Όποτε οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης - Γιουγκοσλαβίας ψυχραίνονταν, το θέμα πάγωνε.

Η ρήξη του 1948 έκανε τη Βουλγαρία να αλλάξει στάση. Οι Σκοπιανοί εκδιώχτηκαν από το Πιρίν, ενώ το νέο σύνθημα ήταν «Ενιαία Μακεδονία στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας», κομμουνιστικής και ελεγχόμενης από τη Σόφια. Τον ίδιο καιρό, ο εμφύλιος συνεχιζόταν στην Ελλάδα. Στις 30 με 31 Ιανουαρίου του 1949, η ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσιζε ανάμεσα στα άλλα (καθαίρεση Βαφειάδη κ.λπ.) ότι «σαν αποτέλεσμα της νίκης του Δημοκρατικού Στρατού και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως την θέλει ο ίδιος». Η απόφαση εναρμονιζόταν με τη βαλκανική ομοσπονδία αλλά στην Ελλάδα φάνηκε ότι αποσκοπούσε στην απόσπαση εδαφών από της Δυτική Μακεδονία.

Η αποκατάσταση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων (1951) ανάγκασε τον Τίτο σε προσωρινή αναδίπλωση: Κάθε δραστηριότητα με στόχο την ενσωμάτωση της ελληνικής Μακεδονίας στο κράτος των Σκοπίων καταργήθηκε. Το θέμα περιορίστηκε στο αίτημα για την παροχή δικαιωμάτων στη «μακεδονική μειονότητα» που ζούσε στην Ελλάδα.

Η επαναπροσέγγιση Βελιγραδίου - Μόσχας το 1955 ξαναέφερε στην επιφάνεια τα σχέδια του Τίτο για μια, ενταγμένη στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία, ενιαία δημοκρατία της Μακεδονίας. Δεν πρόλαβε να προωθηθεί, καθώς η σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία οδήγησε για μια ακόμα φορά τις σοβιετογιουγκοσλαβικές σχέσεις σε ψυχρότητα (1956).

Η Βουλγαρία πέρασε στην αντεπίθεση. Οι κάτοικοι του Πιρίν ξαναέγιναν Βούλγαροι ενώ η Γιουγκοσλαβία κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να «εκσερβίσει» τον μακεδονικό λαό του Βαρδάρη (των Σκοπίων) που ουσιαστικά είναι βουλγαρικός. Κατηγορήθηκε και η Ελλάδα ότι καταπίεζε τους Μακεδόνες. Η Γιουγκοσλαβία στράφηκε στην Ελλάδα.

Το 1959, υπογράφτηκε συμφωνία για ανταλλαγή κτημάτων και μεθοριακές επικοινωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες. Η νέα προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ένωση (1961) αναζωπύρωσε την προπαγάνδα για τους Μακεδόνες της Ελλάδας κι επανέφερε στο προσκήνιο την πρόταση Τίτο για το μακεδονικό κράτος. Η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε στους Έλληνες να περνούν τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, ενώ η Βουλγαρία σταμάτησε την αντιγιουγκοσλαβική προπαγάνδα αλλά διαπίστωσε πως στην περιοχή του Πιρίν δεν υπήρχαν πια Μακεδόνες. Όλοι ήταν Βούλγαροι. Όσο για τους δασκάλους από τα Σκόπια, είχαν σταλεί πίσω προ πολλού και οι εφημερίδες είχαν κλείσει.

 

Η Βουλγαρία αποσύρεται:

Από το 1963, η Βουλγαρία έπαυσε ακόμα και να αναφέρεται στην ελληνική Μακεδονία. Στα 1964, δήλωνε πως δεν υπάρχουν βουλγαρικές διεκδικήσεις ελληνικών εδαφών. Το παιχνίδι είχε μετατραπεί σε άγρια βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη. Σκόπια και Βελιγράδι πίεζαν τη Σόφια να αναγνωρίσει την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας στο Πιρίν και την κατηγορούσαν ότι πρόδωσε τους Μακεδόνες. Η Βουλγαρία αρνιόταν κάθε συζήτηση. Ταυτόχρονα, το Βελιγράδι κατηγορούσε και την Αλβανία ότι κι αυτή καταπίεζε τον εκεί μακεδονικό λαό.

Τον Φεβρουάριο του 1965, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου βρέθηκε για επίσημη επίσκεψη στο Βελιγράδι. Οι Γιουγκοσλάβοι υπέβαλαν το αίτημα να διευρυνθεί η συνοριακή ζώνη επικοινωνίας και, από την ελληνική πλευρά, να φτάσει ως τη Θεσσαλονίκη. Το αίτημα απορρίφθηκε, όπως εκείνο που ζητούσε ανανέωση των Γιουγκοσλάβων μοναχών στο Άγιο Όρος.

Η συμφωνία του 1959 άφηνε την Ελλάδα έξω από τις εκτοξευόμενες κατηγορίες. Όμως, τον Μάιο του 1967, η χούντα ειδοποίησε το Βελιγράδι ότι η συμφωνία δε θα ανανεωνόταν. Οι Σκοπιανοί ήταν πια ελεύθεροι να κατηγορούν και την Ελλάδα ότι καταπιέζει τη μακεδονική μειονότητα. Οι επιθέσεις σταμάτησαν με τη μεταπολίτευση. Για δύο χρόνια, η προπαγάνδα ανακόπηκε καθώς τα Σκόπια ζητούσαν να αναγνωριστεί μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Όταν διαπίστωσαν πως δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο, ξαναθυμήθηκαν ότι οι Μακεδόνες καταπιέζονται.

Η Βουλγαρία συνέχισε σταθερά την εγκαινιασμένη από το 1964 πολιτική της. Στα 1974, ο πρόεδρος Ζίφκοβ επαναβεβαίωσε πως δεν υπάρχουν από τη μεριά της χώρας του εδαφικές διεκδικήσεις κατά της Ελλάδας. Στο ίδιο διάστημα, το Βελιγράδι πίεζε για την αναγνώριση μακεδονικής μειονότητας στη Βουλγαρία και στην Αλβανία. Μια απόφαση του σκοπιανού κομμουνιστικού κόμματος (1978) προέβλεπε ότι θα έπρεπε να παρθούν μέτρα για τη διασφάλιση της μακεδονικής μειονότητας στην Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. O Ζίφκοβ πρότεινε στον Τίτο την υπογραφή ενός συμφώνου που να αναγνωρίζει πως δεν υπάρχουν εδαφικές διεκδικήσεις ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Η πρόταση απορρίφθηκε (1978). Με τη σειρά της η Ελλάδα προχώρησε σε έντονα διαβήματα και οι κατηγορίες εναντίον της χώρας σταμάτησαν. Οι Γιουγκοσλάβοι επανήλθαν το 1982 στο ίδιο μοτίβο. Από το 1989, τα Σκόπια πίεζαν το Βελιγράδι κι αυτό επέμενε ότι στην Ελλάδα υπάρχει μακεδονική μειονότητα. Όμως, στην Ελλάδα, το 1989, είχαν άλλα να τους απασχολούν. Την ίδια αυτή χρονιά ξεκινούσε η τραγωδία για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Στις 15 Ιανουαρίου 1992, η Ευρωπαϊκή Ένωση που δέκα μήνες νωρίτερα έβαζε ως προϋπόθεση την ύπαρξη ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, αναγνώριζε τα ανεξάρτητα κράτη της Σλοβενίας και της Κροατίας. Είχε έρθει η ώρα να ξεκινήσουν η τραγωδία της Βοσνίας και η περιπέτεια με τη Μακεδονία των Σκοπίων.

 

Η Μακεδονία των Σκοπίων:

Η αγωνία του Βελιγραδίου να συγκρατήσει τις αποσχιστικές τάσεις στους κόλπους της ομοσπονδίας το έκανε ευάλωτο στις απαιτήσεις των Σκοπίων. Από τα μέσα του 1989, υιοθέτησε τη θέση ότι υπάρχει μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Ξεκίνησε η περίοδος έντασης, με τους Σκοπιανούς να αναζητούν «αδελφούς Μακεδόνες» τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βουλγαρία. Ο μετά το 1989 μη κομμουνιστής πρόεδρος της Βουλγαρίας Ζέλιου Ζέλιεφ επανέλαβε τη δήλωση του προκατόχου του, Ζίφκοβ, ότι «μακεδονική εθνότητα δεν υπάρχει». Ένα δημοψήφισμα στην ομόσπονδη δημοκρατία της Μακεδονίας (8 Σεπτεμβρίου 1991) έδωσε 74,14% «ναι» στην ανεξαρτησία και τη μελλοντική ένταξη στη Νέα Γιουγκοσλαβία που ετοιμαζόταν.

Το όνομα, η σημαία και κάποιες διατάξεις στο νέο σύνταγμα, που απέπνεαν την αίσθηση εδαφικών διεκδικήσεων, προκάλεσαν ανησυχία. Η Ελλάδα έσπευσε να διαμαρτυρηθεί. Η Βουλγαρία να αναγνωρίσει. «Ναι μεν δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα, υπάρχει όμως ανεξάρτητο κράτος της Μακεδονίας». Μια διακήρυξη της Βουλής των Σκοπίων (17 Σεπτεμβρίου) μιλούσε για αυστηρό σεβασμό των συνόρων και για απόρριψη οποιασδήποτε εδαφικής απαίτησης σε οποιαδήποτε γειτονική χώρα. Όμως, η σημαία και οι διατάξεις στο σύνταγμα παρέμειναν.

Στη Βουλγαρία, ο πρόεδρος Ζέλιεφ βρέθηκε σε δεινή θέση. Είχε πει πως μακεδονική εθνότητα δεν υπάρχει αλλά είχε μπροστά του εκλογές πολύ κρίσιμες και κινδύνευε να τις χάσει. Ο αντίπαλος υποστηριζόταν από τους σοσιαλιστές, πρώην κομμουνιστές. Κι ήταν οι κομμουνιστές, που είχαν θάψει το δήθεν μακεδονικό από το 1963. Όμως, στην περιοχή του Πιρίν, όσοι παρασύρθηκαν από την προπαγάνδα ενός αιώνα κι ονειρεύονται πανίσχυρες Μακεδονίες, υπήρχαν ακόμη. Ταυτίζοντας τον αντίπαλο με τους κομμουνιστές κι αναγνωρίζοντας τη Μακεδονία των Σκοπίων, είχε εξασφαλισμένες κρίσιμες ψήφους. Πήρε τις εκλογές.

Όσο η τεχνητή Μακεδονία λειτουργούσε στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας, το πώς ονομαζόταν δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερη σημασία. Από την ώρα, όμως, που αποκοβόταν από την ομοσπονδία κι αναδεικνυόταν σε ξεχωριστό ανεξάρτητο κράτος, η ονομασία της γινόταν αφορμή να αναζωπυρωθούν οι φόβοι της Ελλάδας για μια μελλοντική απειλή στα σύνορά της. Απειλή κατά της εδαφικής της ακεραιότητας αφού η Μακεδονία των ονείρων του Τίτο περιλάμβανε κυρίως την ελληνική.

Η Ελλάδα ξεκίνησε διπλωματική μάχη για τη μη αναγνώριση της δημοκρατίας αυτής με το όνομα Μακεδονία. Στο συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις Βρυξέλλες (16 Δεκεμβρίου 1991), η Ελλάδα πέτυχε να υπάρχουν τρεις όροι ως προϋποθέσεις για την αναγνώριση νέου κράτους. Ο κυριότερος ήταν η μη απειλή των συνόρων κράτους μέλους. Δεν ίσχυσε ούτε για τα Σκόπια ούτε και αργότερα για την Τουρκία αλλά υπήρξε. Θεωρώντας ότι η ονομασία «Μακεδονία» υποκρύπτει εδαφικές διεκδικήσεις των Σκοπίων σε βάρος της, η Ελλάδα πέτυχε να μην αναγνωριστεί η δημοκρατία αυτή στις αμέσως επόμενες συνόδους κορυφής της ΕΕ. Και τα πιο σημαντικά κράτη έξω από την ΕΕ ανακοίνωσαν πως στο θέμα αυτό θα εναρμονίζονταν με την κοινότητα. Στις 27 Ιουνίου του 1992, η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λισσαβόνα πήρε μια πιο συγκεκριμένη απόφαση: Δεν πρόκειται να αναγνωρίσει κράτος με τον όρο Μακεδονία στο όνομά του. Όπως και τόσα άλλα, η απόφαση έμελλε σύντομα να ανατραπεί.

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1994, η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε εμπάργκο κι έκλεισε τα σύνορα με το κράτος των Σκοπίων επιτρέποντας μόνο τη διακίνηση αγαθών που είχαν να κάνουν με την ανθρωπιστική βοήθεια. Ο στραγγαλισμός φάνηκε αναπόφευκτος, καθώς ήδη (από το 1992) λειτουργούσε το εμπάργκο του ΟΗΕ στη Νέα Γιουγκοσλαβία, έχοντας κλείσει και τα βόρεια σύνορα του κρατιδίου.

 

Η άρση του εμπάργκο:

Η κροατική επίθεση ξέσπασε θυελλώδης και κεραυνοβόλα στα τέλη Ιουλίου του 1995. Κάτω από το παγερά ασυγκίνητο βλέμμα του Σλόμποταν Μιλόσεβιτς, οι Κροάτες μπήκαν στην Κράινα και ξεκλήρισαν κάθε τι που έδειχνε σερβικό. Στις αρχές Αυγούστου, η σερβική δημοκρατία της Κράινα ήταν παρελθόν, όπως παρελθόν ήταν κι ο εκεί σερβικός πληθυσμός. Όσοι δε σφάχτηκαν, εκδιώχτηκαν. Πανευτυχής ο πρόεδρος Τούτζμαν ύψωσε την κροατική σημαία στα μουσκεμένα από το αίμα εδάφη.

Το φθινόπωρο, ξεκίνησαν οι συνομιλίες για την ειρήνευση στη Βοσνία. Εκπρόσωπος των Σέρβων ορίστηκε ο Μιλόσεβιτς, αφού ο Σερβοβόσνιος ηγέτης Κάραζιτς ήταν καταζητούμενος. Οι συνομιλίες στο Ντέιτον των Ηνωμένων Πολιτειών ανάμεσα στους Σέρβους από τη μια πλευρά και τους Κροάτες και μουσουλμάνους από την άλλη, οδήγησαν στη συμφωνία των Παρισίων (15 Δεκεμβρίου του 1995), με την οποία αναγνωριζόταν σερβικό κράτος μέσα στη Βοσνία. Το Σεράγεβο δόθηκε στους μουσουλμάνους.

Συμπτωματικά ή όχι, το εξάμηνο των ριζικών λύσεων δεν άφησε ανεπηρέαστο και το κράτος των Σκοπίων. Τον Νοέμβριο του 1995, Ελλάδα και Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (η περίφημη FYROM του ΟΗΕ) κατάφεραν να συμφωνήσουν «σε όλα εκτός από το όνομα». Η σημαία του κράτους άλλαξε. Το εμπάργκο έπαψε να ισχύει. Μαζί του έπαψε να ισχύει και η όποια επιφύλαξη των ευρωπαϊκών κρατών στην αναγνώριση του κρατιδίου. Τον Απρίλιο του 1996, και η Γιουγκοσλαβία αναγνώρισε τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία και είδε να αναγνωρίζεται αμέσως από τη Γερμανία. Οι άλλες χώρες απλά ακολούθησαν. Το θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων εκκρεμεί αλλά έχει πια πάψει να αποτελεί «μείζον πρόβλημα». Άλλωστε, οι ηγέτες των Σκοπίων έχουν κατανοήσει ότι, αν δεν τα βρουν με την Ελλάδα, ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει περίπτωση να ενταχθούν.

 

(Έθνος της Κυριακής, 2001 – 2002) (τελευταία επεξεργασία, 26.3.2011)

Επικοινωνήστε μαζί μας